Αργυρώ Πιπίνη
-«Το δικό τους ταξίδι»
Εικονογράφηση: Μαριλένα Μελισσηνού
Εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2014
-«Η Αλίκη
στην πόλη»
Εκδ. Πατάκη,
2014
-«Μελάκ, μόνος»
Εικονογράφηση: Αχιλλέας Ραζής
Εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2016
-«Καλοκαίρι, φθινόπωρο,
χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι…»
Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή
Εκδ. Πατάκη, 2016
Ανάμεσα στους συγγραφείς που πρωταγωνιστούν στην
‘Άνοιξη’ της Ελληνικής Λογοτεχνίας για
παιδιά αμέσως μετά την Μεταπολίτευση,
κομβική υπήρξε η παρουσία της Μάρως
Λοϊζου (+2007).
Η γκάμα της θεματολογίας της Λοϊζου άγγιζε κυρίως ζητήματα όπως οι διαπροσωπικές
σχέσεις, ο έρωτας και η αντιμετώπιση του
γήινου περιβάλλοντος ως μέρος ενός συμπαντικού κόσμου. Και αυτά όλα με μια
χρήση της γλώσσας όπου η πεζογραφική ταυτότητα εμπλουτίζεται με ποιητικές
αποχρώσεις. Είναι η συγγραφέας εκείνη που στηρίζει τις αφηγήσεις της σε μια
ποιητική ενσάρκωση των θεμάτων που την
απασχόλησαν.
Τηρουμένων των αναλογιών και χωρίς να αγνοώ τις διαφορές που
υπάρχουν από τα τέλη του 20ου στην πρώτη δεκαπενταετία του 21ου,
νομίζω πως μπορώ να ισχυριστώ ότι αυτή τη μορφή πεζογραφικής αφήγησης σήμερα
την εκπροσωπεί η Αργυρώ Πιπίνη.
Η Πιπίνη εμφανίζεται στο χώρο των βιβλίων για παιδιά –αν δεν
με απατά η μνήμη μου- το 2003 με
ποιοτικά βιβλία που αν και έχουν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη προσέγγιση των
διαφόρων καταστάσεων που περιγράφουν (άλλοτε οικογενειακές συνθήκες, άλλοτε
γυναικείους προβληματισμούς, άλλοτε καταβυθίσεις σε έργα του Σαίξπηρ), δεν
μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως προφέρουν την ευκαιρία στη συγγραφέα τους να
καταθέσει μια εντελώς δική της και αρκούντως νέα συγγραφική έκφραση.
Η μεγάλη μεταστροφή θα συμβεί το 2014 με το βιβλίο «Το δικό
τους ταξίδι» (Καλειδοσκόπιο) όπου ενώ τα
αφηγούμενα συμβάντα περιορίζονται μέσα στο χώρο μιας οικογένειας, η ματιά της
συγγραφέα προχωρεί πιο βαθιά, χρησιμοποιεί την πορεία του ατόμου προς την φθορά
του γήρατος, για να γνωρίζει στους νεαρούς αναγνώστες της το τι σημαίνει
τελικά θάνατος και πως αυτός μπορεί να
αμφισβητήσει τη λήθη.
Πέρα από την προχωρημένη αυτή προσέγγιση ενός ζητήματος που
σπάνια ενεργοποιεί τους έλληνες συγγραφείς
της Π. Λ. , η Αργυρώ Πιπίνη με το βιβλίο της αυτό θα έλεγα πως αλλάζει
κεφάλαιο στη συγγραφική της καριέρα.
Ο προβληματισμός αρχίζει να γίνεται απρόσμενα βαθύτερος και
η μορφή με την οποία πλέον θα
κυκλοφορούν τα βιβλία της θα διαθέτει μια αρτιότατη εκδοτικά εμφάνιση. Και
βέβαια –το σημαντικότερο- η ποιητική διάθεση που έτσι κι αλλιώς τη διέκρινε και
στα προηγούμενα έργα της, πλέον γίνεται όχι μόνο τρόπος γραφής αλλά και φακός
για να φωτιστεί ο σύγχρονος κόσμος.
Και αυτό τον τρόπο ανάπτυξης της ματιάς με την οποία θα
παρακολουθεί τους ήρωές της , θα τον
παρουσιάσει την ίδια κιόλας χρονιά. Το βιβλίο «Η Αλίκη στην πόλη» του 2014 κι
αυτό (η ίδια η συγγραφέας του δίνει τον
χαρακτηρισμό ‘αφήγημα’) αγγίζει τα όρια ενός μυθιστορήματος δρόμου. Η έφηβη
Αλίκη περιπλανιέται μέσα στην πόλη. Η πόλη –το ότι είναι η Αθήνα των πρώτων
χρόνων της κρίσης είναι καθοριστικό- ταυτίζεται με τον ψυχισμό της ίδια της
ηρωίδας. Και η Πιπίνη διαλέγει εκφράσεις
νεανικής αμφισβήτησης - Τι να τους πει; Το σχολείο το΄ χε χεσμένο.
Τα μαθήματα τα ‘χε βαρεθεί. Φοβόταν. Το
μέλλον. Φοβόταν. Αυτή ήθελε αέρα. Να μεγαλώσει, να ταξιδέψει, να ζωγραφίσει, να
ερωτευθεί, να ονειρευτεί, να ζήσει.
Μα η χρήση της σύνταξης –λέξεις που μόνες τους είναι και
φράσεις- χαρίζει στον θυμό μια ποιητική χροιά και καταφέρνει να
υποστηρίξει την αποσπασματική ανίχνευση της καθημερινότητας της ηρωίδας.
Αλλά μια τέτοια δομική χρήση της ποίησης μπορεί να διατηρεί
και την πολιτική χροιά που το ίδιο το θέμα απαιτεί; Μήπως τελικά η φόρμα του
κειμένου πρέπει να γίνει περισσότερο σύντομη;
Η Πιπίνη αυτό μάλλον δείχνει να αποδέχεται κι έτσι όταν
αποφασίζει (δυο χρόνια αργότερα) να μιλήσει για ένα από τα κομβικά πολιτικά
ζητήματα των τελευταίων ετών –το προσφυγικό-
το κάνει με ένα εντελώς απρόβλεπτο τρόπο. Απρόβλεπτο όχι τόσο επειδή οι
φράσεις – λέξεις θα κυριαρχούν στη γραφή της, όσο γιατί ‘σπάει’ κατά κάποιο
τρόπο το προσφυγικό δράμα στις δυο πράξεις του
-άφιξη και ενσωμάτωση.
«Μελάκ, μόνος» είναι ο τίτλος ενός απόλυτα εικονογραφημένου
βιβλίου.
Ταξιδεύει. Φοβάται.
Περιμένει. Φοβάται. Κρυώνει. Φοβάται.
Οι λέξεις –πέτρες που χαράζουν λες τις εικόνες που μας
δείχνουν με φωτεινά χρώματα ανθρώπους να
πασχίζουν να επιβιώσουν μέσα στο θυμό ενός πελάγου.
Αλλά θα είναι και πάλι λέξεις –χάδια τώρα- που θα
ευαγγελιστούν το τέλος της περιπέτειας. Η άφιξη ολοκληρώθηκε.
Πάει σχολείο. Δεν
φοβάται. Περιμένει. Δεν φοβάται. Παίζει. Δεν φοβάται. Ζωγραφίζει…
Αλλά το δράμα του πρόσφυγα δεν τελειώνει με τη σωτηρία του
σώματος. Ο νέος τόπος πρέπει να τον
αποδεχτεί, αλλά και ο ίδιος να συμφιλιωθεί μαζί του.
Και η Αργυρώ Πιπίνη με το «Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας,
άνοιξη, καλοκαίρι…» αυτή τη συμφιλίωση την περιγράφει μέσα από τα συναισθήματα ενός
παλιού σπιτιού που οι προηγούμενοι κάτοικοι το εγκαταλείψανε και κάποιοι νέοι
το χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν μια νέα αρχή ζωής.
Αλλά η αρχή μιας νέας ζωής των ανθρώπων είναι αρχή μιας νέας
ζωής του κόσμου που μας περιβάλλει. Κι έτσι - Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα
σπίτι… Τα πουλιά το προσπερνούσαν και δεν έφτιαχναν εκεί τις φωλιές τους, κι οι
γάτες δε γεννούσαν σ΄ αυτό τα γατάκια τους.
Αλλά όταν μια οικογένεια αστέγων το επιλέγει για να ζήσει
μέσα του, το σπίτι τότε το ανταποδίδει - χαρίζοντας τους τα δώρα του: την ασφάλεια και τη ζεστασιά και τη
δύναμη να ονειρεύονται.
Οι παρομοιώσεις άλλοτε περισσότερο περιγραφικά, άλλοτε
χωμένες εξ ολοκλήρου μέσα σε λέξεις πάντα είναι ενδεδυμένες με μια φιλοσοφία
ζωής που ζητά από την ποίηση να
ενορχηστρώνει τις λύσεις.
Αυτός είναι ο κόσμος που η Αργυρώ Πιπίνη προτείνει και είναι
μια πρόταση που έχει βρει πολλούς θαυμαστές.
Ξεκίνησα αυτές τις σκέψεις μου με αναφορά στο έργο της Μάρως
Λοΐζου.
Καθώς ο 20ος αιώνας ολοκληρωνότανε η Λοΐζου άφηνε
το ίχνος της να αναζητά τα όρια μια
ποιητικής ανάγνωσης του σύμπαντος.
Τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα μια άλλη συγγραφέας,
επιστρατεύει την ποίηση για να κάνει
δικαιότερη τη ζωή των ανθρώπων.
Προτού αισθανθούμε αισιόδοξοι για το τελικό αποτέλεσμα, ας
κρατήσουμε ενεργοποιημένες τις άμυνές
μας. Τελικά οι πολλοί αποδέχονται τις ποιητικές καταγγελίες έτοιμοι και να πράξουν παρόμοια ή απλώς ανακαλύπτουν την
ευκαιρία να αποκοιμίσουν τις ενοχές τους;
Σε κάθε περίπτωση οι συγγραφείς καταθέτουν.
Τους το αναγνωρίζουμε.
ΥΓ. Δεν ανέφερα μέσα στη ροή της δικής μου αφήγησης τις
εξαίρετες εικονογραφήσει ς που συνοδεύουν τα κείμενα. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως
δεν αναγνωρίζω τα πολλά και υπέροχα που
έχουν προσφέρει στην αμεσότητα των συγγραφικών προτάσεων.