Συνέντευξη στη Τζένη Μανάκη
–Κύριε
Κοντολέων, μιλήστε για το νέο βιβλίο σας. Το έναυσμα της συγγραφής του
εδράζεται στον θαυμασμό σας για τα ομηρικά έπη και τα κείμενα των αρχαίων
τραγωδών, ή επιχειρείτε συγχρόνως να προκαλέσετε τον αναγνώστη, κατ’ αρχήν να
έρθει σε μια επαφή μ’ αυτά με τον πιο ελκυστικό τρόπο της μυθιστορίας και κατά
δεύτερο λόγο να του κινήσετε το ενδιαφέρον για μια αντιστοίχιση με τον βίο και
τα πάθη του σύγχρονου ανθρώπου;
Τα
μεγάλα και διαχρονικά έργα, ακριβώς γιατί επέζησαν μέσα στην πάροδο τόσων
αιώνων, προσφέρονται για συνεχείς νέες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις. Και
ασφαλώς αυτά με τα οποία ασχολούνται μπορούν να φωτίσουν και το σήμερα όπως
βέβαια και να καταδείξουν τη συνέχεια κάποιων ιδεών, μα και κοινωνικών δομών.
Κάτω από αυτή τη συλλογιστική ασχολήθηκα και με ένα από τα βασικά πρόσωπα της
Οικογένειας των Ατρειδών -την Κλυταιμνήστρα. Αλλά οφείλω να τονίσω πως δεν
είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ να καταγράψω με τη δική μου ματιά τον εσωτερικό
κόσμο ενός προσώπου που διασχίζει με συγκεκριμένο πρόσημο τους αιώνες. Πριν
τέσσερα χρόνια κάτι παρόμοιο είχα κάνει και με την Κασσάνδρα, ενώ από τα μέσα
της δεκαετίας του ’80 ακόμα είχε γράψει μια σειρά διηγημάτων για παιδιά
βασισμένων στις αρχαίες τραγωδίες. Αλλά κάπως παρόμοια ήταν και η διάθεσή μου
όταν έπαιρνα την απόφαση να ‘επαναγράψω’ τρία κλασικά κείμενα του δυτικού
πολιτισμού –«Τριστάνος και Ιζόλδη»,
«Γαργαντούας» και «Δον Κιχώτης».
-Μετά
την Κασσάνδρα, η Κλυταιμνήστρα. Είναι προφανές και από άλλα έργα σας, ότι σας
απασχολεί πολύ θετικά η γυναίκα και ο εσώτερός της κόσμος. Το έργο σας, σε
μεγάλο μέρος του, είναι ένα ψυχογράφημα
της γυναίκας σε όλες τις εκφάνσεις του βίου της. Εν προκειμένω, βάζετε σε
δεύτερη μοίρα, χωρίς να υποτιμάτε, τη
δολοφονική πράξη της Κλυταιμνήστρας κατά του συζύγου της, Αγαμέμνονα, και
αναδεικνύετε ως τραγικότερη τη στιγμή, που ως μητέρα βλέπει τον γιο της να τη
δολοφονεί, υποκινούμενος μάλιστα και από την κόρη της, Ηλέκτρα. Πόσο υπεύθυνη
υπήρξε η ίδια για τη στάση των παιδιών απέναντί της, και πόσο ήταν διατεθειμένη
ακόμη και την ύστατη στιγμή να παραχωρήσει την εξουσία χωρίς τον φόβο των προ
οφθαλμών συνεπειών; Είναι τελικά η εξουσία μέγα δαιμόνιο για τις συμπεριφορές
των ανθρώπων διαχρονικά;
Σημαντικό
το ερώτημά σας. Στην ουσία η απάντηση σε αυτό είναι αυτό το ίδιο το
μυθιστόρημα. Θα σας υπενθυμίσω κάποιες αράδες από το σημείωμα που υπάρχει μέσα
στο έργο μου: Όπως οι περισσότεροι από εμάς που μόλις ακούσουν το όνομα
Κλυταιμνήστρα σκέφτονται ένα φόνο εκδίκησης, έτσι κι εγώ αναζήτησα να μεταφέρω
σε ένα δικό μου μυθιστόρημα την ανάπτυξη του χαρακτήρα μιας γυναίκας που για
συγκεκριμένους λόγους αποφασίζει να δολοφονήσει τον άνδρα της.
Μα
πολύ σύντομα κατανόησα πως η μεγάλη στιγμή της Κλυταιμνήστρας, αυτή που την
τοποθετεί στην θέση που κατέχει μέσα στο πάνθεο των τραγικών ηρωίδων, δεν
μπορεί να είναι ο φόνος που διέπραξε αλλά η δολοφονία της από τον ίδιο της το
γιο. Μια μάνα την ώρα που βλέπει το ίδιο της το παιδί να την σκοτώνει -αυτή
ήταν η Κλυταιμνήστρα που εγώ ήθελα να αναπλάσω.
Αλλά
τότε δίπλα της ήρθε και στάθηκε αυτός ο γιος -ο Ορέστης. Και η μεγάλη στιγμή
ενός άνδρα που δολοφονεί την ίδια τη μάνα του.
Οπότε
το μυθιστόρημα μου απέκτησε δυο κεντρικούς φορείς ιδεών και δυο μεγάλες πηγές
παθών. Μια όμως άποψη* μια καταγγελία. Την καταδίκη της φυλετικής υφής του
άρχειν. Όσον αφορά τη σχεδόν μόνιμη συγγραφική μου -θα έλεγα- εμμονή με τον
εσωτερικό κόσμο της γυναίκας- θα συμφωνήσω μαζί σας πως έτσι είναι.
Αλλά
πως μπορεί να ήταν διαφορετικά μιας και πιστεύω πως η ανδρική ταυτότητα
διαμορφώνεται μέσα από τον τρόπο που ο κάθε άντρας πλησιάζει τις εκπροσώπους
του άλλου φύλου.
-Με
αφορμή την άποψη της Λήδας σχετικά με τον Πάρι “ωραίος ως ιέραξ”, γράφετε, η
Κλυταιμνήστρα κατανοεί ότι η μητέρα της ερμηνεύει την πηγή ενός πάθους που
κατέλαβε την κόρη της, Ελένη. Και συμπληρώνετε αποφθεγματικά: “Θηλυκή ερμηνεία.
Οι άνδρες προτιμούν να μην ερμηνεύουν τα πάθη αλλά να τα χρησιμοποιούν. Ο
πόλεμος η δική τους στάση και θέση”. Ισχύει αυτή η άποψη και για τον σύγχρονο
άντρα; (βέβαια αλληγορικά όσον αφορά την έννοια του πολέμου)
Ναι,
ισχύει. Ο πόλεμος είναι χαρακτηριστικό της αρσενικής ιδιοσυγκρασίας. Είναι ένα
εξωτερικό γεγονός. Γενικά ο άντρας επιζητά να κάνει φανερά τα πάθη του και τις
ανασφάλειές του, αλλά την ίδια στιγμή πίσω από τον έντονο φωτισμό τους, τα
κρύβει γιατί τον έχουν μάθει να ντρέπεται γι αυτά. Αντιθέτως με τη γυναίκα που
βρίσκεται σε ένα συνεχή εσωτερικό διάλογο με τα πάθη της. Αλλά κάτι παρόμοια
συμβαίνει και με τα σώματα ανδρών και γυναικών. Των πρώτων οι βιολογικές
αντιδράσεις είναι φανερές* των γυναικών απόκρυφες.
-Πως
κρίνετε τη στάση του Αγαμέμνονα απέναντι στην οικογένεια, σε σχέση με την
εξουσία; Υπάρχουν πολλοί “Αγαμέμνονες” στη σύγχρονη κοινωνική διαστρωμάτωση,
και σε ποιο κοινωνικό επίπεδο εντρυφούν οι περισσότεροι;
Η
εξουσία έχει αρσενική ταυτότητα κι αυτό έτσι ήταν πάντα. Ο Αγαμέμνων
χρησιμοποιούσε την οικογένειά του -τόσο αυτήν από την όποια προήλθε, όσο κι
εκείνη που ο ίδιος έφτιαξε- για να κατακτά και να εδραιώνει την προσωπική του
εξουσία. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν τέτοιοι άνδρες -όχι ασφαλώς μόνο
ηγεμόνες. Και σε κάθε κοινωνικό επίπεδο. Δεν είναι θέμα κοινωνικής θέσης, όσο
αποτέλεσμα αταβισμού και εκπαίδευσης. Αλλά στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω πως
και όσες γυναίκες απέκτησαν μεγάλη εξουσία, αυτήν την εξουσία την εξέφρασαν με
τρόπο παρόμοιο των ανδρών.
-Η
συγγραφική σας ματιά για την Κλυταιμνήστρα, έχω την αίσθηση ότι συμπίπτει
περισσότερο με τον τρόπο που περιγράφεται αυτή στην τραγωδία του Ευριπίδη,
λιγότερο δόλια σε σχέση με την άποψη των άλλων τραγωδών. Υπάρχουν βέβαια και
πολλές νεώτερες απόψεις για τη βασίλισσα των Μυκηνών. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ,
στο ποίημά της (απολογητικό κείμενο της Κλυταιμνήστρας ενώπιον δικαστών), με
τίτλο: “ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ή το έγκλημα” γράφει:
“Σκότωσα
αυτόν τον άνθρωπο μ’ ένα τσεκούρι, μέσα σ’ έναν λουτήρα, με τη βοήθεια του
άθλιου εραστή μου που δεν κατάφερνε ούτε να του κρατήσει τα πόδια. Την ιστορία
μου, τη γνωρίζετε. Ποιος από σας, δεν την έχει επαναλάβει χιλιάδες φορές μετά
από ένα γερό φαγοπότι και ενώ χασμουριόταν οι δούλες, και ποια είναι αυτή από
τις γυναίκες σας που δεν ονειρεύτηκε έστω και για μια νύχτα να ‘ταν
Κλυταιμνήστρα.”
Ποια
είναι η γνώμη σας, περνάνε τέτοιες σκέψεις από το μυαλό παραμελημένων ή
εγκαταλειμμένων γυναικών;
Το
έργο της Γιουρσενάρ ήταν ένα από τα βασικά διαβάσματα μου και σε μεγάλο βαθμό
οι απόψεις μου ταυτίζονται με κείνης. Αλλά αν όλες οι γυναίκες κάποια στιγμή
ονειρεύονται να έχουν το θάρρος της Κλυταιμνήστρας, είναι κάτι που δεν το
αποδέχομαι. Όπως επίσης δεν αποδέχομαι πως όλοι άντρες κάποια στιγμή είχαν το
πειρασμό να πράξουν ότι είχε πράξει ο Αγαμέμνων. Εγώ τη σχέση αυτών των δυο
κομβικών προσωπικοτήτων μεταξύ πολλών άλλων αποχρώσεων την είδα και ως μια πάλη
ναι μεν αρσενικού και θηλυκού, αλλά παράλληλα και ως μια πάλη δυο διεκδικητών
της εξουσίας. Μα πάνω απ’ όλα εκείνη που θεωρώ κορυφαία στιγμή της
Κλυταιμνήστρας και γι’ αυτήν στην ουσία έγραψα όλο το μυθιστόρημα, είναι η
στιγμή που βλέπει το γιο της να την σκοτώνει. Αλλά σε ένα τέτοιο φόνο αξίζει
κανείς να πλησιάσει και το θύμα, μα και τον θύτη.
-Η
αφήγηση στο βιβλίο σας είναι τριτοπρόσωπη όσον αφορά την ιστορία της
Κλυταιμνήστρας, είστε προφανώς εσείς ο παντεπόπτης αφηγητής, ενώ όσον αφορά τον
Ορέστη χρησιμοποιείτε το πρώτο πρόσωπο, ενσωματώνοντας στο κείμενο και φράσεις
από την τραγωδία του Ευριπίδη, αλλά και στίχους από τα Ομηρικά έπη. Για ποιο
λόγο επιλέξατε αυτή την τεχνική στο μυθιστόρημά σας;
Ο
Ορέστης ως δεύτερος πυλώνας της μυθιστορηματικής μου σύνθεσης δεν είχε από τα
πριν προγραμματιστεί. Θα έλεγα πως καθώς κατέγραφα ως παντεπόπτης αφηγητής τις
αντιδράσεις της ηρωίδας μου, προέκυψε η ανάγκη να ακουστεί και η άλλη πλευρά
του φονικού. Κι έτσι αναζήτησα, τρόπον τινά, τον Ορέστη σε μια ώριμη ηλικία να
αναστοχάζεται την πορεία μιας ζωής και μιας σχέσης που από το χάδι κατέληξε στο
αίμα. Χρησιμοποίησα φράσεις από την τραγωδία του Ευριπίδη για να δείξω πόσο ολοζώντανα παραμένουν αυτά τα κείμενα
και πόσο καίριες οι επισημάνσεις τους.
-Ο
Ορέστης είναι τελικά ένας άθλιος που φθάνει στο σημείο να δολοφονήσει την ίδια
του τη μητέρα, (που γνώριζε ότι τον αγαπούσε “η ματιά της Κλυταιμνήστρας πάνω
μου ήταν ακουμπισμένη” και διαρκώς του ψιθύριζε “Πρόσεχε “, ακόμη και με την
ύστατη αναπνοή της), ένας άβουλος που υποκινείται από τον Πυλάδη και την
Ηλέκτρα ή κάποιος που βάζει την τιμή για κάποιο ιδανικό πάνω από κάθε
συναίσθημα;
Όχι,
τίποτε από αυτά. Ήταν ο αρσενικός κληρονόμος μιας δυναστείας που είχε με τέτοιο
τρόπο ανατραφεί ώστε πάνω από την όποια σχέση του με τη μάνα του, να βάζει την
προστασία της συνέχειας της αρσενικής διαδοχής. Όταν η Κλυταιμνήστρα του
ψιθύριζε ‘Πρόσεχε’ στην ουσία γνώριζε πως κάποια στιγμή θα συγκρουστούν ως
διεκδικητές της ίδιας ηγεμονίας.
-Γράφετε:
“Το μίσος μοιάζει με δυνατό άνεμο – σε σπρώχνει στις ανεμοδαρμένες ακτές της
εκδίκησης. Ο φόβος θυμίζει βάρκα με σαπισμένη καρίνα- μπάζει νερό και σε κάνει
να μην τολμάς το άνοιγμα σε ανταριασμένη θάλασσα. Όποιος φοβάται κλείνει σε
σκοτεινό κελάρι το μίσος του και περιμένει…Περιμένει. Μέσα στην υγρασία το
δυνατό κρασί αποκτά περισσότερη δύναμη.” Τι κοστίζει ψυχολογικά σ’ έναν άνθρωπο
το μίσος και η σκέψη της εκδίκησης;
Το
ό,τι περνά όλη του σχεδόν τη ζωή μέσα σε σκοτεινό κελάρι.
-Θα
αναφερθώ στο μότο σας: Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.
Σας φοβίζει η σημερινή έκρηξη της εγκληματικότητας και της ενδοοικογενειακής
βίας; Υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο ένας εν δυνάμει δολοφόνος;
Νομίζω
πως κάθε εποχή έχει τους φόβους της, έχει και τις ελπίδες της. Ο καθένας μας
ζει σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Σε αυτήν που εγώ, εμείς ζούμε, μπορώ να
ισχυριστώ πως κυριαρχεί όχι τόσο η βία όσο η αδιαφορία για τον άλλον. Μια
αδιαφορία που μπορεί να προκαλέσει βία καθώς την ίδια στιγμή που το ένα άτομο
αδιαφορεί για κάποιο άλλο, την ίδια στιγμή σκέφτεται το δικό του και μόνο
συμφέρον, το δικό του και μόνο κέρδος.
Υπάρχει,
θα με ρωτήσετε, ελπίδα; Στηρίζομαι στη εμπειρική γνώση πως όλα κάνουν τον κύκλο
τους και λέω πως, ναι!, υπάρχει ελπίδα. Αλλά από την άλλη η εποχή μας είναι το
πρώτο στάδιο μιας νέας, εντελώς νέας εξέλιξης της σχέσης ανθρώπου και
τεχνολογίας που ομολογώ πως δεν μπορώ και τόσο να εμπιστευθώ προηγούμενες
εμπειρίες.
-Γράφετε:
“Δύσκολα ερμηνεύονται οι άνθρωποι, περιπλεγμένοι ιστοί αυτά που καθορίζουν τις
αποφάσεις τους”. Πιστεύετε ότι το ίδιο ισχύει για γυναίκες και άνδρες ή μήπως
ένα από τα δύο φύλα προτάσσει, συχνότερα, αντί των συναισθημάτων, τον
ορθολογισμό, στη λήψη των αποφάσεων;
Όχι.
Οι άνθρωποι -άντρες και γυναίκες- δύσκολα ερμηνεύονται και οι αποφάσεις τους
καθαρίζονται από περιπλεγμένους ιστούς. Τουλάχιστον οι μεγάλοι συγγραφείς αυτό
μας έχουν μάθει- ο Φλομπέρ, για παράδειγμα, με την Μαντάμ Μποβαρύ και ο
Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικοφ. Αλλά και οι μεγάλοι τραγικοί, κάτι παρόμοιο
έχουν καταδείξει -ας θυμηθούμε τη Μήδεια, ας θυμηθούμε τον Οιδίποδα.
–Πέρα
από την αρχαιότητα, υπάρχουν νεώτερες ιστορικές περίοδοι ή ιστορικά πρόσωπα που
σας προκαλούν το ενδιαφέρον, από ψυχολογικής, πολιτικής ή ερωτικής άποψης, ώστε
να τους αφιερώσετε ένα νέο μυθιστόρημά σας;
Όπως
και πιο πριν είπα, έχω κι άλλοτε ασχοληθεί με πρόσωπα από την παγκόσμια
λογοτεχνία. Αλλά τα πρόσωπα είναι που με ενδιαφέρουν και όχι τόσο οι ιστορικές
περίοδοι.
–Αν
δημιουργούσατε έναν σύγχρονο ήρωα -ηρωίδα, θα επιλέγατε κάποιον με πάθη και
λάθη ή με ηθικές αρχές, άμεμπτο αλλά πληκτικό βίο, που εννοείται, δεν θα έκανε
τους αναγνώστες να πλήξουν, αλλά να ταυτιστούν με τους προβληματισμούς του;
Εδώ
θα θυμηθώ τον Καζαντζάκη που κάποτε είχε πει πως ανάμεσα σε μια πόρνη και μια
αγία, θα προτιμούσε να ασχοληθεί συγγραφικά με την πρώτη… Βέβαια, τώρα που το
σκέφτομαι καλύτερα, ίσως και η αγία να είχε πολλά να χαρίσει σε μια
μυθιστορηματική εξιστόρηση της ζωής της. Πάθος και η αμαρτία, πάθος και η ευσέβεια.
-Θα
αναφέρετε μια εμπειρία σας, από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γλώσσας;
Ως
συγγραφέα, κυρίως με ενδιαφέρει η γραπτή έκφραση της γλώσσας. Και τόσο με
ενδιαφέρει, τόσο αναζητώ τα όρια της μα και τις διεξόδους της, που σχεδόν σε
κάθε μου νέο βιβλίο προσπαθώ να έχω ένα διαφορετικό συγγραφικό ύφος. Με πλήττει
αφάνταστα η γλωσσική ομοιομορφία στο σύνολο του έργου κάθε συγγραφέα. Θέλω να
εκφράζομαι διαφορετικά κάθε φορά, αλλά και κάθε φορά να είμαι αναγνωρίσιμος. Ε,
κάπως έτσι διαπιστώνω τη δύναμη της γλώσσας.
-Με
δεδομένο ότι λογοτεχνία δεν γίνεται με
ευχολόγια, θα πείτε μια πιθανά πραγματοποιήσιμη ευχή για την Ελληνική
Λογοτεχνία;
Με
ευχές δεν φτιάχνουμε Τέχνη. Η Τέχνη απαιτεί από τη μια ενδοσκόπηση και από την
άλλη άνοιγμα προς τον άλλον, τους άλλους.
–Κύριε
Κοντολέων, ευχαριστώ για την τιμή αυτής της συνομιλίας!
Κυρία
Μανάκη, ευχαριστώ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας.