28.3.23

Ο γραπτός λόγος στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης – Το τέλος των συγγραφέων;



Συχνά με ρωτούνε –μια ερώτηση που νομίζω πως γίνεται σε όλους τους συγγραφείς- τι με συνδέει με τους ήρωες των βιβλίων μου.
Ανάλογα με τις ψυχολογικές διαθέσεις μου απαντώ άλλοτε πως έχω για τους ήρωες μου τα ίδια συναισθήματα που έχω και για τα παιδιά μου –«Παιδιά , πνευματικά παιδιά του συγγραφέα είναι οι ήρωές του», διευκρινίζω- άλλοτε πάλι πως αισθάνομαι πως για αυτούς εγώ είμαι ένα θεός –«Εγώ τους έπλασα, εγώ τους δημιούργησα!» , ξεκαθαρίζω- κι άλλοτε πάλι κι όταν είναι μια μέρα που έχω μια απροσδιόριστη αγωνία για το που τάχα με πάει η ζωή και πόσο ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκα τις μέρες και τα χρόνια που έχω ζήσει, τότε…
Μια ιστορία τους λέω –παραμύθι ή μικρό κείμενο μαγικού ρεαλισμού;
Όταν –ξεκινώ- έρθει η ώρα ο συγγραφέας να αφήσει αυτόν τον κόσμο, τότε γύρω από τον τάφο του μαζεύονται όλοι οι ήρωες των βιβλίων που έχει γράψει. Μαζεύονται και ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τον Χάρο.
Θέλουν να τον νικήσουν. Είναι γι αυτούς μια πάλη που το αποτέλεσμά της θα κρίνει την ίδια τους την ύπαρξη.
Αν οι ήρωες των ιστοριών του συγγραφέα νικήσουν τον Χάρο, τότε ο δημιουργός τους θα παραμείνει ζωντανός, τα βιβλία του θα συνεχίσουν να διαβάζονται και οι ίδιοι αυτοί οι ήρωες θα εξακολουθούν να αναγνωρίζονται από τους μελλοντικούς αναγνώστες.
Αν όμως οι μυθιστορηματικοί ήρωες νικηθούν από τον Χάρο, τότε και ο συγγραφέας θα ταφεί και σε λίγο καιρό τόσο ο ίδιος όσα και τα δημιουργήματά του θα ξεχαστούν.
Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που νικούνε τον Χάρο; Μα αυτοί που ο συγγραφέας τους κατάφερε να τους πλάσει δυνατούς και διαχρονικούς* γι’ αυτό και αθάνατους. Με άλλα λόγια- εκείνοι οι ήρωες που αποτελούν απόδειξη για το μέγεθος του ταλέντου του συγγραφέα τους- ας θυμηθούμε τον Όλιβερ Τουϊστ, τον Ρασκόλνικοφ, την Έμα Μποβαρύ, την Χαδούλα. Είναι εκείνοι που χάρισαν την αθανασία στον Ντίκενς, στον Ντοστογιέφσκι, στον Φλομπέρ, στον Παπαδιαμάντη.
Αν όμως – συνεχίζω- ο συγγραφέας διέθετε αδύναμο ταλέντο, τότε ο Χάρος θα νικήσει τους ήρωές του κι έτσι τόσο αυτοί όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας θα θαφτούν και λίγο μετά -σε μήνες ή σε χρόνια- θα ξεχαστούν.
Αυτήν την ιστορία αφηγούμαι και είναι νομίζω ξεκάθαρο το πόσο στενή θεωρώ τη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και όλων αυτών με την αθανασία.
Χρησιμοποίησα το ρήμα ‘θεωρώ’, αλλά αυτό που εγώ θεωρώ -εγώ ένας στην ουσία συγγραφέας και άνθρωπος του 20ου αιώνα– δεν μπορεί να ληφθεί και ως κάτι το αξιόπιστο αν αναλογιστούμε τις μεγάλες αλλαγές που ναι μεν ξεκίνησαν τον προηγούμενο αιώνα, αλλά καλπάζουν και σαρώνουν κάθε τι στον αιώνα που τώρα διανύουμε. Τον 21ο αιώνα… Να τον πούμε και αιώνα των τεχνολογικών προόδων; Ας τον πούμε αιώνα της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Και να που σήμερα καλούμε να απαντήσω αν πλησιάζει η εποχή του τέλους των συγγραφέων. Με άλλα λόγια αν πλησιάζει -ίσως και να έχει ήδη φτάσει και απλώς ενηλικιώνεται- η εποχή όπου δεν θα υπάρχουν εκείνα τα πλάσματα που πιο πριν σας περιέγραψα, εκείνα τα πλάσματα που θα παλέψουν με τον Χάρο για να μείνουν και τα ίδια ζωντανά και μαζί με αυτούς και ο δημιουργός τους.
Γιατί βέβαια ότι δημιουργεί η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι θνητό. Δεν πεθαίνει. Κι αν ξεχαστεί δεν παρασύρει μαζί του κανένα δημιουργό.
Δημιουργός δεν θα υπάρχει. Κι ότι δεν υπάρχει δε υφίσταται, δεν ζει, μα μήτε και πεθαίνει.
Άρα η λήθη -ο θάνατος- θα αφορά τους ήρωες των έργων. Αυτούς και μόνο.
Αλλά για μια στιγμή…
Ας κοιτάξουμε από την αρχή την όλη αυτή ιστορία και ας αναζητήσουμε να δούμε πως έχει προέλθει η ανάγκη για αφήγηση. Γιατί, τελικά, και η λογοτεχνία μια μορφή αφήγηση είναι, όπως και η κάθε άλλη Τέχνη. Αφηγείται με χρώματα και σχέδια ο ζωγράφος, αφηγείται με ήχους ο συνθέτης, αφηγείται με λέξεις ο συγγραφέας.
Αφηγείται ναι, αλλά για ποιον;
Σαφέστατα η αφήγηση του στρέφεται προς έναν τρίτο -τον αναγνώστη, στην περίπτωση του συγγραφέα που είναι και το θέμα μας. Και γίνεται αποδεχτή γιατί και αυτός ο τρίτος έχει ανάγκη να την δεχτεί.
Σχέση με δύο πόλους η σχέση της αφήγησης. Ο ένας αφηγείται, ο άλλος παρακολουθεί.
Αυτός ο δεύτερος καλύπτεται -ας υποθέσουμε- και με την αφήγηση που θα δημιουργηθεί από ένα πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης και ανάλογα με την παιδεία του και τις γενικότερες δυνατότητές του θα αναζητήσει άλλοτε αφήγηση με τον τρόπο του Ευριπίδη ή του Καζαντζάκη, άλλοτε με τον τρόπο του Ξενόπουλου ή του Κουμανταρέα, άλλοτε με το ύφος της Ιωάννας Αναγνώστου – Μπουκουβάλα ή με την πολιτική σκέψη του Τσίρκα…
Ο δεύτερος πόλος της σχέσης, λοιπόν, καλύπτεται, άρα δεν έχει ανάγκη την παρουσία του πρώτου.
Ναι, αλλά όλοι αυτοί οι συγγραφείς που ανέφερα δεν έγραψαν με βασικό, με υπαρξιακό -αν προτιμάτε- λόγο να καλύψουν τις ανάγκες των αναγνωστών τους. Αλλά για τις δικές τους ανάγκες.
Ανάγκες που ασφαλώς ποικίλλουν, αλλά η όποια ανάγκη που κάνει έναν άνθρωπο να ξεκινήσει το νήμα μιας αφήγησης, από κάτι εσωτερικό και δικό του ξεκινά και με κάτι εσωτερικό και δικό του ολοκληρώνεται.
Και μπορεί ο κάθε δημιουργός, ο κάθε συγγραφέας να ονειρεύεται και να ελπίζει στην αναγνώριση, αλλά αν τύχει αυτή να μην έλθει, αυτός και πάλι θα συνεχίζει.
Θα συνεχίζει γιατί θα έχει μέσα του την ανάγκη να μιλήσει με τον δικό του τρόπο και να πει αυτά που ο ίδιος θέλει να πει.
Πιστέψτε με μήτε που θα του περάσει καν από το νου να χρησιμοποιήσει ένα πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης για να φτιάξει ένα μυθιστόρημα που θα είναι γραμμένο με τον ίδιο τρόπο που ο ίδιος στο παρελθόν και χωρίς καμιά τεχνητή βοήθεια είχε γράψει.
Αν κάτι τέτοιο συμβεί, ο ίδιος θα έχει οδηγήσει τον εαυτό του στο τέλος.
Να καταλήξω -όταν ο άνθρωπος πάψει να έχει την ανάγκη να καταθέσει τη δική του αλήθεια, να την αφηγηθεί, τότε πλέον έχει αυτοκτονήσει.
Και σε μια κοινωνία που δεν θα υπάρχει μήτε ένα άτομο που θα θέλει να ξεγυμνωθεί, τότε αυτή η κοινωνία δεν θα έχει η ίδια μέλλον.
Νομίζω πως προσπάθησα να περιγράψω την απουσία, την εξαφάνιση της ερωτικής πράξης -έτσι σκεφτείτε όσα είπα.
Ο συγγραφέας κάνει έρωτα με τον ίδιο του τον εαυτό. Και από αυτή την πράξη γεννιέται μια νέα ζωή. Ένα νέο έργο.
Και όλοι ξέρουμε πως τα ωραιότερα παιδιά γεννιούνται από γονείς που ενώσανε με πάθος τα σώματά τους. Σώματα γυμνά. Σάρκες, χυμοί, οσμές…
Δεν ξέρω έτσι κι αλλιώς ερωτική πράξη στην οποία συμμετέχει η όποια νοημοσύνη -τεχνητή ή όχι.
Οπότε θα συνεχίζουν να υπάρχουν άνθρωποι που θα πλάθουν χαρακτήρες -φορείς παθών και ιδεών, εκπροσώπους του ίδιου τους του εαυτού. Και ασφαλώς οι άνθρωποι αυτοί βιολογικά θα πεθαίνουν. Και σίγουρα κάποιοι από αυτούς να χάνονται μέσα στις αγκάλες της λήθης, αλλά…
Αλλά θα γεννιούνται πάντα νέοι.
(Η εισήγησή μου σε συνάντηση που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Κρήτης -ΠΤΔΕ / Ε.ΔΙ.Β.Ε.Α)

(1107 λέξεις)

24.3.23

 


E. S. Osondu

«Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν»

Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς

Εκδόσεις Κριτική

 

Ο E. C. Osondu γεννήθηκε στη Νιγηρία. Ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ ως καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Providence College (Rhode Island). Συγγραφέας κυρίως διηγημάτων, με αρκετές διακρίσεις για τα τρία βιβλία που μέχρι σήμερα έχει γράψει.

Στην Ελλάδα είναι η πρώτη φορά που τον γνωρίζουμε  με αυτή τη σύντομη και ιδιαίτερη νουβέλα.

Πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός νέου μιας χώρας της Αφρικής. Δεν μαθαίνουμε το όνομά του, αλλά μας λέει το όνομα του χωριού του. Ενός μικρού και φτωχού τόπου όπου οι κάτοικοί του ζούνε μέσα σε συνθήκες μεγάλης στέρησης, αλλά που με καρτερία τις υπομένουν. Κάποιοι όμως -κυρίως οι νεότεροι θέλουν να ξεφύγουν από την προκαθορισμένη μοίρα τους και να καταφέρουν να φτάσουν στην Ευρώπη. Ελπίζουν πως εκεί θα τους περιμένει μια πιο άνετη ζωή, θα κερδίσουν χρήματα και κάποια μέρα θα επιστρέψουν στο χωριό τους για να προσφέρουν σε όσους έμειναν πίσω καλύτερες συνθήκες ζωής.

Ένας από αυτούς και ο αφηγητής της ιστορίας.

Η επιστροφή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, κάποιοι συγχωριανού του που δείχνει να έχει πετύχει να ζει με έναν άνετο τόπο στη Ρώμη, κάνει το νεαρό ήρωα του βιβλίου να θέλει να πάει κι αυτός στην ίδια πόλη. Και η θέλησή του αυτή ενδυναμώνεται καθώς ο επιτυχημένος συγχωριανός του υπόσχεται πως όταν φτάσει κι αυτός εκεί θα τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του.

Κι έτσι ξεκινά το μεγάλο ταξίδι, η μεγάλη περιπέτεια.

Ο Osondu παρακολουθεί  κάθε στάδιο αυτού του ταξιδιού και περιγράφει τις συνθήκες με μια απλότητα -την ίδια απλότητα, την ίδια ευπιστία την οποία διαθέτει κάθε άτομο που εξαναγκάζεται να μετατρέψει την ανάγκη επιβίωσης σε όνειρο φυγής.

Η εξιστόρηση φωτίζει και άλλους χαρακτήρες -ανθρώπους που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον και δε διστάζουν να αντιμετωπίσουν το πολυήμερο πέρασμα της ερήμου, που βρίσκονται αντιμέτωποι με κάθε είδους εκμεταλλευτές, που δίνουν δύναμη ο ένας στους άλλους μιλώντας τους για τα όνειρα τους και που τελικά θα φτάσουν στη θάλασσα, θα τη διασχίσουν και ναυαγοί θα διασωθούν και στη συνέχεια κάποια μέρα ίσως ένας από αυτούς καταφέρει να φτάσει στον τόπο προορισμού του. Και από εκεί πια θα έχει να αντιμετωπίσει ένα νέο μέλλον. Άγνωστο πάντα, αλλά τουλάχιστον αισιόδοξο.

Αυτή, άλλωστε, θα είναι και η πορεία του αφηγητή και μέσα από τη δική του ματιά και εκφορά του λόγου, ο Osondu καταθέτει το τι κρύβεται μέσα στα μάτια ενός μετανάστη από αυτούς που αφού κατάφεραν να επιβιώσουν, ζούνε και εργάζονται δίπλα μας, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κοινοποιήσουν τις περιπέτειές τους, τα συναισθήματά τους, τις ελπίδες και τα αδιέξοδά τους.  Αόρατοι άνθρωποι για τους άλλους.

Η νουβέλα έχει μια δική της γοητεία καθώς η απλότητα της αφήγησης αφήνει να φανούν με αντικειμενικότητα οι τραγικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν όσοι παίρνουν την απόφαση να αναζητήσουν μια πιο δίκαιη ζωή.

Ενδιαφέρουσες ιδιαίτερα οι σελίδες εκείνες όπου κάθε ένας από αυτούς αναφέρεται στη χώρα ή στην πόλη που θέλει να πάει και που την περιγράφει με τον αυθορμητισμό ενός παιδιού. Γιατί πάντα το όνειρο ενός νέου ανθρώπου προτού ψευτίσει και τον ματώσει, διαθέτει τη μαγεία ενός παραμυθιού.

Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρουσες εκείνες οι αράδες που περιγράφουν όσα εμείς οι κάτοικοι του δυτικού κόσμου δε γνωρίζουμε, μα και ίσως να μη θέλουμε να μάθουμε, όπως άλλωστε και κανένα επίσημο μέσο δεν μας ενημερώνει γι αυτά.

Αν η βάρκα σου είναι πολύ δυνατή και αξιόπλοη, δεν θα βυθιστεί. Αν η βάρκα σου δεν βυθιστεί κανείς δεν θα ενδιαφερθεί να σε σώσει. Αν είσαι σε μια καλή βάρκα, θα σε κυνηγήσουν με τη δική τους βάρκα και θα σε στείλουν πίσω σε τούτη την ακτή. Καλύτερα μια βάρκα που βουλιάζει και σου εξασφαλίζει ότι θα καταλήξεις στην Ευρώπη, παρά μια βάρκα που είναι γερή, αλλά σε γυρίζει σε τούτη την ακτή -τα λόγια των διακινητών.

Ένα κείμενο ανθρώπινο, με σαφή στόχο και ξεκάθαρη πολιτική θέση. Κείμενο που δεν αποδέχεται πως ο ανθρώπινος πόνος ή το ανθρώπινο όνειρο μπορεί να γίνουν εμπορεύσιμα προϊόντα.

Η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά  δείχνει πως πρέπει να υπηρέτησε την απλότητα του πρωτοτύπου.

Βιβλιοδρόμιο -24/3/2023)

(670 λέξεις) (


23.3.23

«Χρυσός κήπος, Άλτιν μπαχτσεσί» της Λίνας Φυτιλή

 


Λίνα Φυτιλή

«Χρυσός Κήπος , Άλτιν μπαχτσεσί»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Η Λίνα Φυτιλή (Λάρισα 1974)  με σπουδές στα Παιδαγωγικά, είναι παράλληλα και μια διακριτική παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας μας.

Εμφανίζεται το 1997 με μία νουβέλα και ακολουθούν κάποιες συλλογές διηγημάτων και ποιημάτων.

Στις αρχές του 2023 από τις Εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας κυκλοφόρησε το έκτο βιβλίο της που είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα.

Στην ουσία πρόκειται για μια μυθιστορηματική βιογραφία του Ηλία Φυτιλή, παππού της συγγραφέως, μα και ιδρυτή, εκεί στα 1910, του πρώτου κτηνοτροφικού συλλόγου της χώρας.

Ο Ηλίας Φυτιλής παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό. Ήτα ένας άνθρωπος με οράματα και πίστη στην έννοια του συνεταιρισμού. Έζησε και έδρασε σε μια εποχή όπου η χώρα αναζητούσε τις συντεταγμένες του δρόμου που θα ακολουθούσε και ο Φυτιλής  ασπάστηκε το όραμα της αγροτικής πολιτικής του Βενιζέλου, συνεργάστηκε με προοδευτικά πρόσωπα εκείνης της εποχής και τελικά αξιώθηκε να δει το όραμα του και τους αγώνες του γι αυτό να παίρνουν μορφή.

Όλη εκείνη η περίοδος δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή στο ευρύ κοινό που ασχολείται με τη λογοτεχνία, αλλά και πολλά από τα άτομα εκείνα που με όραμα δίναν τις μάχες τους για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των κτηνοτρόφων και των αγροτών δεν είναι επίσης γνωστά στο πλατύ κοινό.

Κι όμως η ιστορία μιας χώρας δεν γράφεται μόνο από όσους κινήθηκαν στις πρώτες γραμμές, αλλά θα έλεγα περισσότερο εδραιώνονται τα επιμέρους σημεία της -εκεί όπου ή προχωρεί μπροστά ή οπισθοχωρεί-  από ανθρώπους που έδρασαν σε ένα σχετικά περιορισμένο περιβάλλον και που μαζί τους δεν ‘θέλησε’ να ασχοληθεί  η επίσημη ιστορική έρευνα.

Η Λίνα Φυτιλή, απόγονος του Ηλία, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα έργο όπου το λογοτεχνικό του στοιχείο θα υπερτερεί του ιστορικού, χωρίς όμως το δεύτερο να έχει εξαφανιστεί.

Δημιούργησε, λοιπόν, τον ήρωά της βασισμένη στα όσα κατάφερε να μάθει για τον παππού της, δίπλα του έστησε μια ακόμα έντονη λογοτεχνική παρουσία, αυτή της γυναίκας του, και παράλληλα δόμησε σε πολλαπλές πρωτοπρόσωπες ή μη αφηγήσεις το μυθιστόρημά της.

Στηρίχτηκε και σε οικογενειακά κειμήλια και αρχεία, όπως και σε αρκετά έργα που αναφέρονται στον αγροτικό συνεταιρισμό.

Παράλληλα θέλησε να προσφέρει και μια οικογενειακή μυθιστορηματική αφήγηση κι έτσι οι πληροφορίες παύουν να είναι απλές ψυχρές σημειώσεις, αλλά αποκτούν το πάθος των ανθρώπων που ζούνε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, που ερωτεύονται, απελπίζονται, επανέρχονται, δημιουργούν απογόνους, εμψυχώνουν συνανθρώπους τους.

Ενδιαφέρον κείμενο. Με πολύ προσεγμένη γλώσσα και με ευρηματικό συνταίριασμα της ιστορίας, μυθοπλασίας και αναστοχασμού.

Μαγδαληνή, όλα συμβαίνουν για να καταλήξουν πάντα στο ίδιο τέλος… Ο χρόνος αναδιπλώνεται σ΄ έναν κόσμο ασταμάτητο και τρέχει με πόδια ακούραστα, γράφει και σβήνει, όπως εμείς γράφαμε κάποτε πάνω στην πλάκα με το κοντύλι και σβήναμεμε το σφουγγαράκι. Τότε δεν ξέραμε ότι η ζωή γράφεται από χρόνο σε χρόνο, από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Αγνοούσαμε τον καιρό. Μα στο τέλος θυμάσαι μόνο όσα δεν έκανες, όσα έμειναν στη μέση, τ΄ ανεδαφικά σχέδια του μυαλού σου… (σελ. 220)

 

(490 λέξεις)

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/17340-xrysos-kipos-altin-baxtsesi-tis-linas-fytili-kritiki-mia-mythistorimatiki-afigisi-gia-ton-proto-ktinotrofiko-syllogo?fbclid=IwAR2LfbpkaZO0tSryAshByUOD980eWZjeXuHH0wWaRj4IO4jwBr1SIK2zgGM

18.3.23

Γιάννης Φαρσάρης "Σουσάμι άνοιξε"

 



Ο Γιάννης Φαρσάρης είναι καθηγητής πληροφορικής και παράλληλα ασχολείται ενεργά και με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο  με τη λογοτεχνία.

Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίζεται το 2009 με το μυθιστόρημα “Johnnie Society”.

Επρόκειτο για ένα πληθωρικό μυθιστόρημα που φανέρωνε την διάθεση του συγγραφέα του να παίξει ένα ιδιαίτερο ρόλο στην πεζογραφία μας.

Και αυτό έγινε. Αλλά όχι με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς.

Καθώς ο ίδιος είναι καθηγητής πληροφορικής, γνωρίζει καλά αυτό τον χώρο και όχι απλώς τον γνωρίζει, αλλά έχει και επηρεαστεί από αυτόν.

Το χαρακτηριστικό του κυβερνοχώρου είναι η δυνατότητα που προσφέρει σε ένα άνοιγμα προς την κοινωνία.

Από ένα σημείο και μετά αυτός ο χώρος μπορεί και να θεωρηθεί ως ο χώρος της απόλυτης κοινοκτημοσύνης. Ό,τι αναρτάται στο διαδίκτυο αυτόματα -ή τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του- είναι προσβάσημο από τον όποιον άλλον.

Αυτή η ιδέα της κοινοκτημοσύνης ιδεών και απόψεων, τεχνών και επιτευγμάτων συναρπάζει τον Φαρσάρη.

Και έτσι πολύ σύντομα συλλαμβάνει την ιδέα και ξεκινά την εφαρμογή δημιουργίας μιας ανοιχτής βιβλιοθήκης, όπου τα έργα τα οποία θα περιλαμβάνει θα είναι προσβάσημα από τον καθένα.

Βιβλία ελεύθερα δικαιωμάτων. Ο καθένας μπορεί να τα διαβάσει, να τα έχει μέσα στο δικό του αρχείο, αλλά δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να έχει το όποιο οικονομικό όφελος.

Ο ιστότοπος https://www.openbook.gr/ ‘Ανοιχτή Βιβλιοθήκη’ πολύ γρήγορα γίνεται και γνωστός και αγαπητός και τελικά αποτελεί μια μεγάλη πηγή από την οποία ο καθένας μας μπορεί να αντλήσει ποικίλα έργα -λογοτεχνία, δοκίμιο, θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία κ.α

Ο Γιάννης Φαρσάρης έχει βρει τον ιδιαίτερο ρόλο του. Και είναι ένας ρόλος που σε ανθρώπους όπως εμένα, ανθρώπους δηλαδή όπου ανήκουμε -ασχέτως αν έχουμε για τα καλά πατήσει τον 21ο αιώνα- είμαστε παιδιά του 20ου, παιδιά δηλαδή του έντυπου λόγου- δείχνει κάπως χαοτικός. Αλλά σίγουρα -αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσαμε- είναι ένας ρόλος με έντονο κοινωνικό προβληματισμό. Και όραμα.

Μια νέα εποχή έχει φέρει το διαδίκτυο. Και όπως όλες οι εποχές , έτσι κι αυτή έχει τις φωτεινές όπως και τις σκοτεινές αποχρώσεις της.

Για τον Γιάννη Φαρσάρη αυτή η εποχή  χαρακτηρίζεται από το επίθετο ‘ελεύθερο’. Έτσι κανείς πρέπει να μεταφράσει το open.

Η γνώση είναι -πρέπει να είναι – ελεύθερη. Και εδώ  να σημειωθεί πως η ελεύθερη πρόσβαση δε σημαίνει και δωρεά. Υπάρχει μια απόσταση από τη μια έννοια στην άλλη.

Αυτός που παράγει γνώση ή τέχνη την προσφέρει μεν δωρεά, αλλά τελικά θα αμειφθεί.

Σκέψη που ξαφνιάζει, αλλά που ο Γιάννης Φαρσάρης (και αφού πρώτα πειραματίστηκε με διάφορες διαδικτυακής υφής εκδόσεις δικών του έργων) αποφάσισε να της χαρίσει τη δυνατότητα να γίνει κτήμα πολλών.

Το βιβλίο «Σουσάμι άνοιξε» γι αυτό γράφτηκε και μάλιστα κυκλοφόρησε με μια παραδοσιακή μορφή έντυπου λόγου, ακριβώς για να μπορέσει να φτάσει έως εκείνους τους αναγνώστες που δεν είναι ακόμα εξοικειωμένοι με τον διαδικτυακό κόσμο.

Το να προσφέρεις, λοιπόν, κάτι δωρεάν, δεν σημαίνει πως τελικά και δεν αμείβεσαι.

Το πως κάτι τέτοιο συμβαίνει, το διαβάσουμε  στη σελίδα 34.

Ο Κόρι Ντοκτορόου είναι ένας συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας που προσφέρει ελεύθερα στο διαδίκτυο όλα τα βιβλία του. Γράφει σε ένα άρθρο του:

«Εάν δεν δημιουργείς τέχνη με την προοπτική να αντιγραφεί δεν δημιουργείς πραγματικά τέχνη για τον εικοστό πρώτο αιώνα. Τα βιβλία σε ψηφιακή μορφή είναι ρήματα, όχι ουσιαστικά. Τα αντιγράφεις, είναι στη φύση τους». Και συνεχίζει, δίνοντας ρέστα: «Για μένα -σχεδόν για κάθε συγγραφέα- το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η πειρατεία, είναι η αφάνεια. Από όλους τους ανθρώπους που δεν αγόρασαν κάποιο βιβλίο σήμερα, η πλειοψηφία τους το έκανε, επειδή δεν άκουσαν ποτέ γι’ αυτό, όχι επειδή κάποιος τους έδωσε ένα δωρεάν αντίγραφο». Κι αν ακόμα φοβάσαι και δεν έχεις πεισθεί ότι η αντιγραφή και η διαμοίραση του έργου σου μπορεί να λειτουργήσει μόνο θετικά για σένα, έρχεται ο Ντένις Κρόουλι, ο ιδρυτής του ιστότοπου Foursquare, να δώσει μια αποστομωτική απάντηση: Οι άλλοι μπορούν να αντιγράψουν ό,τι έχεις κάνει, αλλά δεν μπορούν να αντιγράψουν ό,τι πρόκειται να κάνεις

Ένας άλλος κόσμος, οι δομές ενός άλλου κόσμου -αυτά είναι που περιγράφονται στο «Σουσάμι άνοιξε» και αυτός ο κόσμος σαφέστατα εκφράζει μια πολιτική θέση, μια νέα μορφή κοινοκτημοσύνης.

Το σημειώνει σαφέστατα ο συγγραφέας του, στην εισαγωγη:

Αυτό το βιβλίο δεν περιέχει συμβουλές, λύσεις και συνταγές επιτυχίας, γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχουν. Ο μόνος τρόπος που λειτουργεί στη ζωή, είναι να τα μάθεις όλα μόνος σου από την αρχή, με τον δύσκολο τρόπο: με δοκιμές και λάθη. Αυτό το βιβλίο περιέχει μερικές ιδέες, δυνατότητες και πρακτικές που πριν από ελάχιστα χρόνια δεν υπήρχαν, καθώς γεννήθηκαν μέσα στην ψηφιακή εποχή. Ιδέες που θα σου δείξουν απλά έναν άλλον τρόπο να σκεφτείς και να δημιουργήσεις. Μην κάνεις το λάθος να τις δεις ως οδηγό για τη βήμα - βήμα εξέλιξή σου. Σκέψου τις, δοκίμασε κάποιες καθώς δημιουργείς νέα πράγματα στη δουλειά σου, κάνε τις δικές σου κι άσε τις να σε παιδέψουν. Αγνόησε τις υπόλοιπες, μπορεί να είναι πιο κατάλληλες για άλλους.

Κοντεύουν τριάντα πέντε τα χρόνια που ασχολούμαι με τους υπολογιστές και είκοσι τα χρόνια που γράφω ιστορίες. Τίποτα το συνταρακτικό δεν θα είχα να σου διηγηθώ, εάν δεν είχα μπει ενεργά την τελευταία δεκαετία στον κόσμο των ψηφιακών κοινών και της ανοικτής κουλτούρας στη δημιουργικότητα. Με αυτό το βιβλίο αποφάσισα να κάνω πράξη αυτό που με ζήλο πρεσβεύω όλα αυτά τα χρόνια: να μοιραστώ μαζί σου τις ιδέες μου, τα εργαλεία και τις πηγές έμπνευσής μου, όπως τόσοι άλλοι τα μοιράστηκαν μαζί μου. Θα καταλάβεις γρήγορα μέσα στις επόμενες σελίδες τη βαθιά πίστη μου: μπορείς πλέον σήμερα να επανεφεύρεις την έννοια της δημιουργικότητας μέσα από την ψηφιακή μετάβαση. Ο αλχημιστικός χρυσός κρύβεται στις μνήμες, στα καλώδια και στους ανθρώπους.

Η δημιουργικότητα ξεκινά από μέσα σου, περνάει από το διαδίκτυο, αναμιγνύεται με την ευφυΐα άλλων ανθρώπων και καταλήγει ξανά σε εσένα. Και είναι τόσο καινούριο όλο αυτό, που για να συμβεί, ο Ριντ Χόφμαν, ιδρυτής του Linkedln, έχει να σου προτείνει έναν τρόπο:

Πηδάς από τον βράχο και συναρμολογείς ένα αεροπλάνο, όσο πέφτεις.

Στην ουσία το «Σουσάμι άνοιξε» μπορεί να διαβαστεί και ως ένα μανιφέστο ενός άλλου τρόπο ζωής. Κι αν σας θυμίζει κάτι από τις παλιές, κλασικές θρησκευτικές ιδέες, απλώς σκεφτείτε πως δεν αναφέρεται σε θεούς, αλλά στην τεχνολογία. Και όπως οι θεοί δημιουργήθηκαν κάποτε από τους ανθρώπους για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να έχουν ένα κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, τώρα αυτό τον κώδικα έρχεται να τον εφαρμόσει η τεχνολογία, το διαδίκτυο.       

Ο Γιάννης Φαρσάρης μας ξεναγεί σε αυτόν τον κόσμο και την ηθική του, στην προϊστορία του (ναι, έχει προλάβει ακόμα και προϊστορία να έχει), στις πρακτικές εφαρμογές του και προτρέπει τον καθένα από εμάς να γίνει το κέντρο αυτής της ξενάγησης.

Στην ουσία ο Φαρσάρης ανήκει σε μια νέα κοινότητα ανθρώπων που θέλουν να γνωρίσουν το όνειρο το δικό τους και να το μοιραστούν με τα όνειρα άλλων. Αυτός είναι για πολλούς ο παγκόσμιος κυβερνοχώρος.

Διαβάζουμε στη σελίδα 148:

Υπάρχουν άπειρες δημιουργικές ιδέες, που μπορείς να προσκαλέσεις κόσμο να συμμετέχει. Υπάρχουν οι κλειστές με προσωπικές προσκλήσεις και οι ανοικτές με ελεύθερο κάλεσμα για να συμμετέχει ο οποιοσδήποτε. Σημασία έχει να γεννήσεις κοινωνικές αφορμές για δημιουργικότητα και θα δεις πως ο κόσμος διψάει για συμμετοχή. Και πού θα βρεις τις ιδέες για ανοικτές προσκλήσεις; Μα, είπαμε, το διαδίκτυο είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση. Κάλεσε ανθρώπους να μιλήσουν: μελέτησε το TEDx, το Pecha Kucha, το IdeaCity, το PopTech, το Fuckup Nights και γέννησε μια δική σου εκδήλωση.

Ισχύουν όλα αυτά; Δεν υπάρχει η αρνητική πλευρά αυτής της πλατιάς και από ένα σημείο και πέρα άναρχης μετάδοσης πληροφοριών;

Σίγουρα ναι, αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή μιας νέας, εντελώς νέας και πρωτοφανέρωτης εποχής.

Ο ίδιος ο Φαρσάρης κάποια στιγμή έχει περιγράψει αυτόν τον νέο κόσμο με ένα ιδιαίτερο τρόπο: Είμαστε μετανάστες σε ένα κόσμο που τα παιδιά μας είναι ιθαγενείς.

Όχι, αυτό δεν είναι αισιοδοξία κενή περιεχομένου. Κι άλλωστε, ο ίδιος μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου του, δίνει πολλές πρακτικές συμβουλές, προσφέρει στοιχεία που προβληματίσουν, κυρίως όμως φωτίζει ένα παρελθόν που δεν είναι τίποτε άλλο -έτσι ας το δούμε- από τις ρίζες ενός δέντρου. Χωρίς αυτές μήτε δέντρο, μήτε άνθη ή καρποί θα υπήρχαν.

Είναι η στάση ενός ανθρώπου -και μαζί του και αρκετών, πολλών ίσως, άλλων- που έχουν οράματα, ήθος, γνώσεις, ευαισθησίες.

Στη σελίδα 147 διαβάζουμε μια ιστορία που με τον δικό της τρόπο ενώνει το χθες με το αύριο.

Ο Αμερικάνος ανθρωπολόγος Λόρεν Έισλεϊ μάς αφηγείται μια ιστορία: ήταν κάποτε ένας παππούς που περπατούσε σε μια παραλία με τον εγγονό του.

Το αγόρι μάζευε κάθε αστερία που έβρισκε μπροστά του και τον πετούσε και πάλι στον ωκεανό. «Αν τους άφηνα εδώ», είπε το αγόρι, «θα ξεραίνονταν και θα πέθαιναν. Έτσι τους σώζω τη ζωή».

Τότε είπε ο παππούς: «Αυτή η παραλία όμως εκτείνεται για μίλια κι έχει εκατομμύρια αστερίες. Αυτό που κάνεις δεν μπορεί ν' αλλάξει την κατάσταση».

Το αγόρι κοίταξε τον αστερία που κρατούσε στο χέρι του, τον πέταξε στο νερό και απάντησε: «Γι' αυτόν τον αστερία την αλλάζει».

Σε αυτόν τον νέο κόσμο ήδη έχουν δημιουργηθεί οι ήρωές του. Τα σύμβολα του και η νοηματοδότησή τους.

Αντιγράφω από τη σελίδα 231:

Ήταν πολύ καλός αθλητής μαραθωνίου. Ο καλύτερος χρόνος του, 2 ώρες 46 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα, ήταν μόλις 11 λεπτά πιο αργός από τον αντίστοιχο χρόνο του νικητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948. Το 1952 κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία και καταδικάστηκε για σεξουαλική διαστροφή, χωρίς να προσφέρει καμία υπεράσπιση στον εαυτό του. Μετά από τη δίκη, του δόθηκε η επιλογή μεταξύ της φυλάκισης και μιας ορμονικής θεραπείας για τη μείωση της λίμπιντο. Επέλεξε τις εγχύσεις οιστρογόνων ορμονών, οι οποίες διήρκεσαν ένα έτος, με παρενέργειες, όπως η ανάπτυξη στήθους. Στις 8 Ιουνίου 1954 βρέθηκε νεκρός σε ηλικία 42 ετών. Όταν ανακαλύφτηκε το πτώμα του, βρέθηκε ένα μισοφαγωμένο μήλο δίπλα στο κρεβάτι του και η νεκροψία έδειξε ότι αιτία θανάτου ήταν η δηλητηρίαση από κυάνιο.

Ο Άλαν Τούρινγκ ήταν τόσο σημαντικός, ώστε θεωρείται σήμερα ο πατέρας της Επιστήμης των Υπολογιστών. Ήταν Άγγλος μαθηματικός, που συνέβαλε στη Θεωρία Υπολογισμών με τη Μηχανή Τούρινγκ, στην Τεχνητή Νοημοσύνη με τη Δοκιμή Τούρινγκ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο επικεφαλής της “Ομάδας 8” που αποκωδικοποίησε τη γερμανική κρυπτογραφική συσκευή Enigma. Το δαγκωμένο μήλο που αποτελεί λογότυπο της εταιρείας Apple, πιστεύεται ότι δεν παραπέμπει στο μήλο της Εύας και του Αδάμ, αλλά στο δηλητηριασμένο μήλο με το οποίο αυτοκτόνησε.

Όλος μας ο σεβασμός σε έναν μεγάλο.

Κάπως έτσι, με μια δόμηση όπου το κάθε κεφάλαιο προτού αναπτύξει το θέμα του, ξεκινά με μια αληθινή ιστορία, το «Σουσάμι άνοιξε» μας αποκαλύπτει τις δυνατότητες του κυβερνοχώρου μα και το ήθος του.

Ιδιαίτερο βιβλίο και από ένα σημείο και μετά ιδιαιτέρως χρήσιμο.

(1750 λέξεις)

"Σουσάμι άνοιξε": Μια άλλη προσέγγιση για τον κυβερνοχώρο - slpress.gr

17.3.23

Ελένη Γκίκα "Ο τελευταίος Άλυπος"

 

Η Ελένη Γκίκα είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός.

Επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και την βιβλιοκριτική ασχολείται πολλά χρόνια και  έχει εργασθεί σε πολλά έντυπα περιοδικού και ημερήσιου τύπου, ενώ τα τελευταία χρόνια διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδική Τέχνης «Fractal».

Παράλληλα γράφει και ποικίλα λογοτεχνικά είδη -μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, παραμύθι- ενώ κατά καιρούς υπήρξε και υπεύθυνη σειρών ελληνικών λογοτεχνικών έργων σε γνωστούς εκδότες.

Με άλλα λόγια η Ελένη Γκίκα είναι μια σταθερή και έντονη παρουσία στον χώρο του ελληνικού  λογοτεχνικού γίγνεσθαι.

Η γραφή της  διαθέτει ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, αναγνωρίσιμο σε κάθε μορφής κείμενο που το υπογράφει με το όνομά της.

Οι κριτικές της συχνά στρέφονται σε μια λογοτεχνική έκφραση, την ίδια στιγμή που και τα πεζά της αγγίζουν τα όρια μιας κατά κάποιο τρόπο δοκιμιακής ερμηνείας των περιγραφόμενων γεγονότων και χαρακτήρων.

Πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε το 18ο μυθιστόρημά της - «Ο τελευταίος Άλυπος» από τις εκδόσεις Αρμός.

Όπως με όλα της τα λογοτεχνικά έργα, έτσι και εδώ είναι σχεδόν ακατόρθωτο να γράψει κανείς με πολύ συγκεκριμένο τρόπο για το θέμα του έργου και κυρίως για το κεντρικό του νόημα. Κι αυτό γιατί η ματιά της Γκίκα δεν αφήνεται στην ευκολία μιας συγκεκριμένης εστίασης, αλλά κυκλώνει θέμα και χαρακτήρες, άλλοτε τους πλησιάζει πολύ κοντά, άλλοτε απομακρύνεται, πάντα ανασκαλεύει σκέψεις και συναισθήματα που όπως και στην ίδια τη ζωή, έτσι και στις σκέψεις των ηρώων της, απροσδόκητα επεμβαίνουν και ή ανατρέπουν τα όσα λίγο πιο πριν περιεγραφήκανε ή και φωτίζουν νέες περιοχές.

Άλλωστε ένα από τα βασικά στοιχεία με τα οποία η Ελένη Γκίκα συνθέτει τα έργα της είναι οι πολλές χρήσεις αποσπασμάτων έργων άλλων συγγραφέων ή ποιητών. Πράξη που δηλώνει πως όχι μόνο δεν υπάρχει παρθενογένεση, αλλά αντίθετα μόνιμη αλληλοεπίδραση.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα η ίδια η συγγραφέας το χαρακτηρίζει αστυνομικό. Και ασφαλώς διαθέτει στοιχεία αυτού του είδους -υπάρχουν φόνοι, υπάρχει αστυνομική έρευνα, υπάρχουν πιθανοί ένοχοι. Αλλά πάνω από όλα αυτά υπάρχει μια κοινωνική κριτική, ένας πολιτικός προβληματισμός και δίπλα τους ανασαίνουν τα ατομικά αδιέξοδα μιας ομάδας ανθρώπων που ως νέοι είχαν θελήσει συχνά με αντικομφορμιστικές πράξεις να ανατρέψουν το κατεστημένο, αλλά που στη συνέχεια, ο καθένας από αυτούς ή συμβιβάστηκε ή αποχώρησε.

Και τώρα, την εποχή της πλήρους ωριμότητάς τους επιστρέφουν στον τόπο όπου έζησαν ως νέοι. Ένας τόπος κάποτε μικρός, μια μικρή επαρχιακή πόλη. Σήμερα κέντρο τουριστικό και παράλληλα άτσαλα και ανώριμα εκσυγχρονισμένο.

Αναζητούν -ο καθένας με τον τρόπο του- να ταξινομήσουν την έως τώρα ζωή τους. Δεν είναι πια όλοι μαζί, είναι άτομα μοναχικά και προσπαθούν να βρούνε την παλιά τους θέση σε ένα τόπο που αλλιώς τον άφησαν και διαφορετικό τον βρήκαν.

Κι όμως θα συναντήσουν κατοίκους που φαίνεται να μην έχουν αλλάξει, παραδοσιακά μαγαζιά που συνυπάρχουν με σύγχρονες επιχειρήσεις. Και μια ανώτερη σχολή που εκεί εδρεύει μπολιάζει τον τόπο με ένα νέο αίμα. Νέους ανθρώπους.

Ανάμεσα σε αυτούς τους νέους θα είναι και τα θύματα άγριων φόνων.

Η γραφή της Γκίκα καθώς αναζητά τους ενόχους, καθώς περιπλανιέται στις ευθύνες των άλλων, παράλληλα περιγράφει το πως η ζωή επαναλαμβάνεται, μα και πως την ίδια στιγμή διαφοροποιείται.

Αυτό ήταν, έγινα και το κακό δεδικασμένο και ο αρχηγός, άνοιξα το κουτί της Πανδώρας, η ομάδα μας έγραψε ιστορία και τώρα αποτελεί το επαναστατικό παρελθόν, άλλοι κρατούν και την ρομφαία και τη σφραγίδα, αλλά στην εποχή μας δεν έχει πρόσωπο ο εχθρός, και  τα χτυπήματα είναι τυφλά, διότι όλοι μας φταίμε, έτσι λέει ο καινούργιος επαναστατικός κώδικας, όλοι μας είμαστε ένοχοι, πια δεν υπάρχουν αθώοι.

Και το ξέρουμε όλοι μας, είτε φύγαμε νωρίς, είτε φύγαμε αργά. Είτε προκόψαμε είτε πήραμε τα βουνά. (σελ. 222)

Σε ένα -κατ΄ όνομα- αστυνομικό μυθιστόρημα, χώρεσε μια χώρα και μια εποχή.

 (600 λέξεις)

«Σε ένα -κατ΄ όνομα- αστυνομικό μυθιστόρημα, χώρεσε μια χώρα και μια εποχή» • Fractal (fractalart.gr)

11.3.23

Σιμόν ντε Μποβουάρ «Ένας πολύ γλυκός θάνατος»

 Σιμόν ντε Μποβουάρ

«Ένας πολύ γλυκός θάνατος»

Μετάφραση: Γιώργος Ξενάριος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 


 <<Δεν υπάρχει φυσικός θάνατος* τίποτε απ΄ όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο δεν είναι ποτέ φυσικό, αφού η φυσική παρουσία του επαναδιαπραγματεύεται τον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Για κάθε άνθρωπο όμως ο θάνατός του είναι ένα δυστύχημα και, ακόμα κι αν τον γνωρίζει και συναινεί σε αυτόν, μια παράλογη, βίαιη πράξη>>

Νομίζω πως αυτές οι φράσεις με τις οποίες η Σιμόν ντε Μποβουάρ ολοκλήρωσε το ‘μυθιστόρημα’ της «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» αποτελούν και τον λόγο για τον οποίο το έγραψε.

Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την ίδια τη ζωή με ένα τρόπο απόλυτα εστιασμένο στον εαυτό του -ο κόσμος υπάρχει έτσι όπως και  όσο ο καθένας από εμάς τον αντιλαμβάνεται. Οπότε και ο θάνατος -βίαιη έξοδος από  μια θεατρική σκηνή στην οποία πρωταγωνιστούμε- παραμένει ένα παράλογο γεγονός.

Αλλά ξέρουμε πως υπάρχει, πως θα τον συναντήσουμε. Οπότε προσπαθούμε να εξοικειωθούμε με αυτόν παρακολουθώντας τον θάνατο ενός άλλου.

Από τις κεντρικότερες και εμβληματικές πνευματικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, η Μποβουάρ αναζητούσε συνέχεια εμπειρίες για να επιβεβαιώνει πως κανόνας της είναι ο εαυτός της, οπότε θα ήταν αυτή η ίδια που και θα τους δημιουργούσε.

Μια τέτοια προσπάθεια σε οδηγεί στο να ανακαλύπτεις τις βαθιές σχέσεις με όσους τυχόν έζησαν δίπλα σου και ασφαλώς πρώτα απ΄ όλους με τη ίδια σου τη μητέρα.

Η Μποβουάρ καταγράφει τη σχέση της με τη μητέρα της κατά τη διάρκεια των ημερών όπου η δεύτερη βίωνε την βίαιη πράξη του θανάτου της.

Και είναι έτοιμη να αποδεχτεί την άποψη πως ‘οι γονείς δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό είναι αμοιβαίο’.

Τα αφηγούμενα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1963. Η ίδια η Μποβουάρ είναι 55 χρονών, ήδη γνωστή συγγραφέας και η σχέση της με τον Σαρτρ προτείνει έναν άλλο τρόπο συμβίωσης.

Η μητέρα της, είναι 78 χρονών και διαγιγνώσκεται με καρκίνο εντέρου.

Η γνώση πως ο άνθρωπος που την έφερε στη ζωή, αποχωρεί από αυτήν και μάλιστα με έναν ιδιαίτερα επώδυνο και συχνά εξευτελιστικό τρόπο, την κάνει να αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει το παρόν της -Δεν ήθελα ντε και καλά να μην ξαναδώ τη μάνα μου πριν πεθάνει, μa δεν άντεχα την ιδέα να μην με ξαναδεί εκείνη.

Και επιστρατεύει από τη μια το λογοτεχνικό της ταλέντο και από την άλλη τη φιλοσοφική της σκέψη για να περιγράψει λεπτό προς λεπτό όλες τις μέρες που η Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ ζούσε την πορεία της προς το βιολογικό τέλος.

Πρόκειται για ένα κείμενο που έχει στοιχεία ημερολογιακής καταγραφής, αλλά παράλληλα θα μπορούσε και να θεωρηθεί ως μια συλλογή συνθηκών όπου η φθορά του σώματος δείχνει στο που διαφέρει από τη φθορά του θανάτου.

Η σχέση μάνας - κόρης διατηρεί και φωτίζει με ειλικρίνεια κάθε κλασική πτυχή της, αλλά και με σαφήνεια ξεγυμνώνει την διαφορά ανάμεσα στον νέο και στον ηλικιωμένο, ανάμεσα στον υγιή και τον άρρωστο. Σε εκείνον που θα ζήσει και σε εκείνον που πεθαίνει.

Και στο σημείο αυτό, έρχεται μια άλλη εμπειρία – αναγνωστική αυτή.

Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει το 1964. Η ίδια η Μποβουάρ θα πεθάνει το 1986.

Ο σημερινός αναγνώστης του έργου δεν μπορεί παρά να σταθεί στην γνώση πως η γυναίκα που έγραφε :Δεν πεθαίνουμε επειδή κάποτε γεννηθήκαμε ούτε επειδή ζήσαμε ούτε επειδή γεράσαμε. Πεθαίνουμε  για κάποιον λόγο… Ένας καρκίνος, μια ανακοπή, μια πνευμονική εμβολή είναι τόσο βίαια και απρόβλεπτα όσο και το σταμάτημα του κινητήρα ενός αεροπλάνου που πετάει, περπάτησε τελικά και η ίδια -σε όλους μας άλλωστε αυτό θα συμβεί- στον δρόμο που διαπερνά το γνωστό και σπρώχνει προς  το άγνωστο.

Αλλά τελικά είναι το ίδιο το κείμενο που παραμένει ή με μια διαφορετική έκφραση: η ίδια η Σιμόν ντε Μποβουάρ  κατάργησε τον χρόνο.

Ένα κείμενο σπάνιας ειλικρίνειας και ακόμα πλέον σπάνιας συνύπαρξης συναισθήματος και φιλοσοφικού στοχασμού.

(620 Λέξεις)

Βιβλιοδρόμιο Νέων, 11/3/2023