14.5.18

Στη Μαύρη Άμμο της αναπόδραστης μοίρας




Του Μιχάλη Μακρόπουλου

https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kontoleon-manos-patakis-i-kassandra-sti-mauri-ammo-makropoulos

Στο επίμετρο του μυθιστορήματός του Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, ο Μάνος Κοντολέων λέει πως σκέφτηκε για πρώτη φορά να πλάσει μια ιστορία με πρωταγωνίστρια την τραγική μάντισσα το 1965, όταν παρακολούθησε στο Ηρώδειο μια παράσταση του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου σκηνοθετημένη από τον Αλέξη Μινωτή, όπου ερμήνευε την Κασσάνδρα η Ελένη Χατζηαργύρη – την «ενσάρκωνε», γράφει ο Κοντολέων, και το ρήμα μοιάζει να μην είναι τυχαίο, γιατί η Κασσάνδρα στο μυθιστόρημά του έχει φύση λιγότερο πνευματική και περισσότερο σαρκική, είναι μάντισσα παρά τη θέλησή της, ενώ παλεύει ενάντια στη μοίρα που της ορίστηκε, ώστε να καταχτήσει τη γυναικεία πληρότητα που άθελά της στερήθηκε.
Η Μαύρη Άμμος του τίτλου είναι σύμβολο αφενός της μαντικής τέχνης της, ο τόπος όπου κατοικούν οι τρομερές εικόνες που βλέπει η Κασσάνδρα δίχως να μπορεί να τις αλλάξει, κι αφετέρου της στειρότητας που της επιβλήθηκε ενώ η ίδια λαχταρούσε τη μητρότητα και τη θνητότητα.
Και τούτη η Μαύρη Άμμος του τίτλου είναι σύμβολο αφενός της μαντικής τέχνης της, ο τόπος όπου κατοικούν οι τρομερές εικόνες που βλέπει η Κασσάνδρα δίχως να μπορεί να τις αλλάξει, κι αφετέρου της στειρότητας που της επιβλήθηκε ενώ η ίδια λαχταρούσε τη μητρότητα και τη θνητότητα, αρνούμενη την πρόταση του θεού να τον ακολουθήσει και τιμωρούμενη γι’ αυτό με το να μη γίνονται πιστευτές οι προρρήσεις της. Είναι η Μαύρη Άμμος ταυτόχρονα μια μεταφορά για το τραγικό πεπρωμένο της Κασσάνδρας και για την ολέθρια μοίρα της πόλης της και του γένους του Πριάμου. Και τούτη η πολυσήμαντη Μαύρη Άμμος εντέλει είναι η μοιραία κατάληξη όσων θέλησαν κατά πρώτον να μάθουν τι τους έμελλε και κατά δεύτερον να πάρουν αυτή τη μοίρα στα χέρια τους και να την ορίσουν οι ίδιοι, αλλάζοντάς την.
«Γεμάτος ο τόπος ολόγυρα από σημεία –τρίστρατα, μικροί τύμβοι, θάμνοι αειθαλών φυτών– όπου κάποτε σκορπίστηκαν οι στάχτες ανώνυμων νεκρών», λέγεται κάπου. «Στα ίδια σημεία και στις γύρω περιοχές, άλλοι περιπατούν, κάποιοι φιλοσοφούν, άλλοι σπέρνουν, ενίοτε και κάποιοι αφοδεύουν, υπάρχουν και εκείνοι που τυχόν αναζητούν πέτρες να χτίσουν τα σπίτια τους.
»Πεθαίνουν –και ο θάνατός τους εγγράφεται στη ζωή που συνεχίζεται– μόνο όσοι επωνύμως επισκέπτονται τόπους όπως η Μαύρη Άμμος μου – οι υπερφίαλοι, οι αλαζόνες, οι ποιητές και… Οι ηγεμόνες».
Η αλαζονεία της επωνυμίας, του ξεχωρίσματος από το ανώνυμο πλήθος, καθρεφτίζεται σαν σε σκοτεινό καθρέφτη στη Μαύρη Άμμο της μάντισσας που δεν ήθελε κανείς ν’ ακούσει, της Κασσάνδρας.

Την ιστορία της την αφηγείται η ίδια, με ένθετα εδώ κι εκεί στο λόγο της μικρά ή μεγαλύτερα αποσπάσματα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου στις μεταφράσεις του Τάσου Ρούσσου και του Γρυπάρη, από τις Τρωάδες του Ευριπίδη στις μεταφράσεις του Ρούσσου και του Θρασύβουλου Σταύρου, από την Εκάβη του Ευριπίδη, πρωτίστως από την Ιλιάδα στις μεταφράσεις του Μαρωνίτη και του Πολυλά.
Ο Κοντολέων δίνει τον πρωτοπρόσωπο λόγο της με σύντομες ως επί το πλείστον προτάσεις συχνά αντεστραμμένες με το ρήμα στο τέλος, με απουσία των αορίστων άρθρων, με συχνή χρήση αποσιωπητικών, επιδιώκοντας κάπως να μεταφέρει την ποιητική φωνή της τραγωδίας στην πιο πεζή του μυθιστορήματος· κι αλλού ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα συμβάντα του μύθου κι αλλού αυθαιρετεί, όπως στο επεισόδιο όπου η Θέτις οδηγεί την Κασσάνδρα στη σκηνή του Αχιλλέα. Παρουσιάζει την Κασσάνδρα διχασμένη και σ’ ένα δίπολο πάντα. «Με κάτι τέτοια τερτίπια εμπόδιζα τους λυγμούς της άλλης, της μισητής μάντισσας», λέει η ίδια για τον εαυτό της, μοιρασμένη ανάμεσα στις δυο φύσεις της: τη μαντική στην υπηρεσία του θεού και τη γυναικεία, και οι θλιβερές της διαπιστώσεις αντανακλούν τούτο το διχασμό. «Εικόνες ή προαισθήματα;» αναρωτιέται. «Δεν τα ταξινομώ… Κι άλλωστε η αιωνιότητα δε συμπίπτει με τον παρόντα χρόνο». Κι αλλού: «…θα προσπαθούσα να κατανοήσω τα κίνητρα –πάει να πει τα μελλούμενα– των ανθρώπων». Η ίδια της η κατάρα, να μη γίνεται πιστευτή, τη διχάζει κάνοντάς την να είναι κάτι που στην ουσία δεν είναι, γιατί το χάρισμά της είναι ανώφελο. «Άλλο να μαντεύεις κι άλλο να πείθεις», λέει και, ακόμα περισσότερο: «Άλλο να μαντεύεις κι άλλο να κατανοείς».
Το δίπολο της ύπαρξής της υπάρχει κατά πρώτον απέναντι στον εαυτό της τον ίδιο, μα σ’ όλες τις σκηνές στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται επίσης ως το ένα σκέλος ενός διπόλου, αντιμέτωπη με τον Έκτορα, που τον ποθεί κρυφά κι ας είναι αδερφός της, με τον άλλο της αδερφό τον Έλενο, μάντη επίσης αλλά ήσσονα, και προδότη της πατρίδας του όπως παρουσιάζεται στη Μαύρη Άμμο, με τη μητέρα της την Εκάβη, που η Κασσάνδρα μοιάζει να τη ζηλεύει γιατί έγινε ό,τι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει.
Η μαντική της τέχνη δεν της χαρίζει καμία ανακουφιστική εξαΰλωση σε αντιστάθμισμα για τη θυσιασμένη γυναικεία της πληρότητα. “Μια πικρή γεύση μούλιασε τη γλώσσα μου κι έφτυσα πάνω στο σανίδι. Σάλιο που μύριζε μούχλα. Σάπια τα σπλάχνα μου”.
«Δεν έχω τους μαστούς της μάνας μου», λέει. «Τα δικά μου στήθη είναι μικρά. Δε φτιάχτηκαν για να θηλάσουν. Και τα λαγόνια μου στενά – αν κάποιος θελήσει να τα αναγκάσει να αποδεχτούν μια κυοφορία, εκείνα θα αδιαφορήσουν. Θα τον περιγελάσουν».
Και στη μοίρα της Κασσάνδρας αποτυπώνονται τα δεινά του πολέμου, γεννημένα από την αυθαιρεσία και τη φενάκη της εξουσίας. «Ο Πρίαμος σφαγιάστηκε, η Εκάβη ξεσχίστηκε από τα αγριόσκυλα, ο μικρός Αστυάναξ ρίχτηκε στον γκρεμό, η Πολυξένη θυσιάστηκε…» λέει η Κασσάνδρα. «Μουλιάσανε στο αίμα οι δρόμοι της Τροίας».
Τούτο το αίμα, μαζί με το σάλιο των πληγωμένων, το σπέρμα του Αγαμέμνονα όταν έχει πάρει παλλακίδα του την Κασσάνδρα, τον ιδρώτα των κορμιών, όλα βαραίνουν εδώ με την υλικότητά τους την Κασσάνδρα και την ιστορία της όπως αυτή την αφηγείται. Η μαντική της τέχνη δεν της χαρίζει καμία ανακουφιστική εξαΰλωση σε αντιστάθμισμα για τη θυσιασμένη γυναικεία της πληρότητα. «Μια πικρή γεύση μούλιασε τη γλώσσα μου κι έφτυσα πάνω στο σανίδι», λέει. «Σάλιο που μύριζε μούχλα. Σάπια τα σπλάχνα μου».
Δεν είναι τυχαίο πως σ’ όλη τη Μαύρη Άμμο επανέρχονται οι λέξεις «υγρός», «υγρό», «υγρασία», εννοώντας πάντα την ακαταπράυντη ύλη που τελικά προοιωνίζεται το θάνατο. Η Κασσάνδρα έχει το «χάρισμα» να προμαντεύει τον δικό της – μόνη αυτή, ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους, που δίνει βάση στις βέβαιες προρρήσεις της.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μεσημέρι πλέον.
Μέρα με ήλιο. Πού πήγανε οι βοριάδες και οι νεροποντές των προηγούμενων ημερών;
Λουσμένη, καθαρή, μυρωμένη εγώ… Με ετοιμάσανε για την τελική θυσία.
Και η γριά σκλάβα ρίχνει σκούρα πανιά στα παράθυρα να κρατήσει έξω την κάψα του μεσημεριού.
Να μην ιδρώσω.
Τελευταία νύχτα αυτή πριν πατήσουμε στις Μυκήνες.
Σίγουρα ο Αγαμέμνων θα με αναζητήσει.
Ως λάφυρο θα με θεωρεί.
Το κτέρισμά του θα είμαι».