31.10.17

Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ

Διονύσης Μαρίνος
«Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ»
Διηγήματα
Εκδόσεις Μελάνι
              


                            
Η λογοτεχνία περιγράφει μια εποχή, την ίδια στιγμή που και από την ίδια εποχή επηρεάζεται.
Και νομίζω πως δεν κάνω λάθος όταν σε κείμενα του παρελθόντος αναζητώ να ανακαλύψω τρόπους ζωής και σκέψης όσων τότε ζήσανε, όπως το ίδιο σωστός –νομίζω- πως είμαι καθώς αναλογίζομαι πως μέσα από τη λογοτεχνία της δικής μου εποχής, οι άνθρωποι του μέλλοντος θα προσπαθήσουν να μας κατανοήσουν.
Χρησιμοποίησα τη λέξη ‘παρελθόν’ κι αμέσως μετά έγραψα ‘της δικής μου εποχής’ και όπως κοιτώ αυτές τις δυο αυθόρμητες καταγραφές μου, μάλλον χαμογελώ.  Αμήχανα. Μπορεί και κάπως πικρά.
Μα πόσο γρήγορα περνά ο καιρός!  Και αυτό που είχα στο νου  ως κάτι το περασμένο, το μακρινό,  δεν είναι παρά ένα από τα πρώτα στάδια της ζωής μου. Μέρος δικό μου και τμήμα αυτού που τώρα είμαι.
Κι όμως η λογοτεχνία με την αυστηρότητα ενός ληξιάρχου το τοποθετεί στο χτες, στον προηγούμενο αιώνα…
Κι εγώ –με την έπαρση του μανιώδους αναγνώστη- αναζητώ να συνδέσω ένα συγγραφέα των χρόνων της δεκαετίας του ’60 με ένα άλλον, που γράφει και ζει στη δεύτερη πια δεκαετία του 21ου αιώνα.
Μα καιρός να γίνω σαφής –διάβασα πρόσφατα τη συλλογή διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου «Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ». Και αυτήν τη συλλογή  -σχεδίαζα- να αφορά τούτο το κείμενό μου.
Αλλά έχουν τόσα πολλά πλέον γραφτεί, τόσες σωστές και καίριες επισημάνσεις έχουν κατατεθεί, που ένα ακόμα κριτικό σημείωμα δεν θα είχε νόημα να υπάρξει  και να αναρτηθεί κάπου, μέσα στο χάος της διαδικτυακής κοινότητας.
Ίσως όμως να έχει νόημα να γράψω για το πως αυτή η συλλογή με έκανε να θυμηθώ μια άλλη –συλλογή κι αυτή διηγημάτων ήταν και είχε κυκλοφορήσει μέσα στο 1961.
Αντώνης Σαμαράκης – «Αρνούμαι»
Όχι, δεν έχω σκοπό κι ούτε ο χώρος προσφέρεται για μια αναλυτική συσχέτιση των διηγημάτων που υπάρχουν στα βιβλία από τη μια του Σαμαράκη και από την άλλη του Μαρίνου.
Σε ένα κείμενο από την κάθε συλλογή θα σταθώ και θα προσπαθήσω να αποδείξω αυτό που στην αρχή αυτού του σημειώματος σημείωσα. Πως  η λογοτεχνία περιγράφει μια εποχή, την ίδια στιγμή που και από την ίδια εποχή επηρεάζεται.
Ο Σαμαράκης είχε γράψει ένα διήγημα με τον τίτλο «Μια κάποια περίπτωση»
Ο Μαρίνος έχει γράψει ένα διήγημα με τον τίτλο «Ο Άγιος Βασίλης»
Και στα δυο κείμενα πρωταγωνιστεί ένας άνδρας. Και στα δυο κείμενα οι μέρες που τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα είναι μέρες εορταστικές –Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
Και στα δυο διηγήματα ο βασικός χώρος όπου θα γνωρίσουμε τον κάθε ήρωα είναι ένα μεγάλο κατάστημα. Και στα δυο διηγήματα γίνονται αναφορές στις οικογένειες, στα σπίτια…
Και στα δυο κείμενα η μοναξιά είναι η μήτρα μέσα στην οποία σαρκώθηκε η κάθε ιδέα –και του Σαμαράκη και του Μαρίνου.
Αλλά ως εδώ οι ομοιότητες.  Οι δυο διαφορετικές εποχές  -1961 από τη μια, 2017 από την άλλη- επιβάλλουν το δικό τους κλίμα.
Ο ήρωας του Σαμαράκη προφασίζεται πως έχει οικογένεια και μάλιστα πέντε παιδιά. Στο κατάστημα που μπαίνει για να τους αγοράσει τα παιχνίδια τους, η πωλήτρια τον αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη συμπάθεια. Μαζί θα διαλέξουν τα παιχνίδια και η πλήρης και  τρομερή μοναξιά που θα τον περιμένει μέσα στο άδειο σπίτι του, έχει κάπως μετριαστεί από τη συντροφικότητα που του χαρίστηκε από ένα άγνωστο του πρόσωπο. Ακόμα δε και στο τέλος, όταν στο έρημο σαλόνι  θα κουρδίσει τα παιχνίδια να τριγυρνάνε μέσα στην ερημιά, πάλι κάποια ζεστασιά, μια ελπίδα σπαρταράει –το κάθε παιχνίδι έχει αγοραστεί για κάποιο ανύπαρκτο μεν πλάσμα που όμως ο ίδιος του έχει δώσει ένα όνομα –Αλέξανδρος, Δημήτρης, Άρτεμη…
Μια μοναξιά ζεστή –μπορεί στον ώμο της να κλάψεις.
Στο διήγημα του Μαρίνου, ο ήρωας δεν πάει στο κατάστημα για να αγοράσει κάτι. Είναι μακροχρόνια άνεργος, στο σπίτι του τον περιμένει μέρες τώρα η γυναίκα του με την απόλυτη αποξένωσή της και εκείνος δέχεται να γίνει ο ψεύτικος Άγιος Βασίλης –δέχεται για ένα ισχνό μεροκάματο, αλλά ο υπεύθυνός του καταστήματος τον αντιμετωπίζει με σκαιότητα και τα παιδιά που θα έρθουν μαζί με τους γονείς τους δεν είναι πλάσματα που μπορούν να προσφέρουν ψευδαίσθηση συντροφικότητας, αλλά μικροί καταναλωτές –ίδιοι όπως και οι γονείς  του και όλοι τους θέλουν  να καταναλώσουν όχι μόνο παιχνίδια αλλά και ανθρώπους.
Μέσα στο κατάστημα του 2017 δεν κυριαρχεί η συντροφικότητα, αλλά η ανθρωποφαγία. Και δεν υπάρχει κανένας ώμος να ακουμπήσεις πάνω του, δεν υπάρχει κανείς να του ευχηθείς ένα απλό, σκέτο –χωρίς το τυποποιημένο «Χο, χο, χο!» που σου επιβάλουν-  Χρόνια Πολλά.
Δυο διηγήματα, δυο εποχές. Μια χώρα. Μια πορεία –η λογοτεχνία μας τη δείχνει.
Λοιπόν… Ε, ναι νομίζω πως με ένα ανορθόδοξο τρόπο επισήμανα τα αποτυπώματα  του τελευταίου βιβλίου του Διονύση Μαρίνου. Το ένα αφορά το συγγραφικό ήθος. Το άλλο το βαθιά πολιτικό στίγμα.
Τόσο, μα τόσο αξιοπρόσεχτη και αξιέπαινη η συνύπαρξή τους.
ΥΓ Για λόγους όχι μόνο τυπικής ενημέρωσης του αναγνώστη αυτού του κειμένου, αλλά και ουσιαστικής ολοκλήρωσης των σκέψεών μου , θέλω να προσθέσω πως η συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 19 σύντομα διηγήματα. Κάποια από αυτά διακρίνονται για το ατομικό υπαρξιακό κενό  των κεντρικών προσώπων τους, σε κάποια άλλα σκιαγραφείται η αδιέξοδος  οδός που βαδίζει  η σύγχρονη οικογένεια και σε κάποια περιγράφεται το  απρόσωπο μιας μεσοαστικής τάξης.
Όλα τους γραμμένα με σύντομες φράσεις, κινούνται κάπου ανάμεσα στον ρεαλισμό, στον συμβολισμό, στο παράδοξο.

Πρώτη ανάρτηση: