Η Μάρω Δούκα είναι μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές συγγραφικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας μας. Κάνει την πρώτη της εμφάνιση τη χρονιά που η Χούντα των Συνταγματαρχών αποχωρεί από την πολιτική ζωή της Ελλάδας και μέχρι σήμερα –45 χρόνια μετά– με τα 17 βιβλία της που έχουν κυκλοφορήσει έχει διατηρήσει σταθερά την εκτίμηση κοινού και κριτικών. Με το έργο της –κυρίως, αν και όχι μόνο, μυθιστορήματα– έχει καταγράψει τις διακυμάνσεις της ελληνικής ταυτότητας μέσα στην επικράτεια των ιστορικών συμβάντων, αλλά και εντός της κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως μια από τις βασικές εκπροσώπους της γενιάς του ’70, χαρακτηρίζεται για την πολιτική ματιά με την οποία πλησιάζει τα γεγονότα.
Με το μυθιστόρημά της Αρχαία σκουριά του 1979 (είχαν προηγηθεί τρία άλλα· νουβέλες και διηγήματα) αναγνωρίζεται ως η φωνή εκείνη που καταγράφει την ταυτότητα μιας γυναίκας γεννημένης κάπου προς το τέλος του Εμφύλιου, που έζησε τη νεαρή ηλικία της μέσα στο αντιδικτατορικό κλίμα και που ετοιμάζεται να καθορίσει με τις πράξεις και τις σκέψεις της την τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα.
40 χρόνια μετά, και ενώ ο 21ος αιώνας ολοκληρώνει τη δική του πρώτη εικοσαετία, η Δούκα δίνει στην κυκλοφορία το μυθιστόρημα Πύλη εισόδου και μας περιγράφει μια γυναίκα που έζησε στην Αθήνα όλα αυτά τα χρόνια. Αν –ίσως δικαιολογημένα– ένας αναγνώστης θα περίμενε πως στο τελευταίο αυτό βιβλίο η συγγραφέας θα αναζητούσε τα ίχνη που άφησε πίσω της η πρωταγωνίστρια της Αρχαίας σκουριάς, θα έχει κάνει λάθος. Η Δούκα προτίμησε να αφεθεί σε μια συγγραφική ελευθερία και, αντί να περιγράψει την πορεία της πρώτης της ηρωίδας, να συνθέσει τη ζωή μιας άλλης γυναίκας – εντελώς διαφορετικής.
Θεωρώ σωστή και σίγουρα μελετημένη αυτή την απόφαση. Αντί να καταγραφεί ο ενδιάμεσος χρόνος από τις αλλαγές στη ζωή του όποιου ανθρώπου, καλύτερα να αφεθούν τα ίδια τα γεγονότα να πλάσουν το πρόσωπο που θα τα χαρακτηρίσει.
Από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην εποχή του Διαδικτύου. Μια δεδομένη παραδοχή είναι το να αναγνωρίζει κανείς πως η παρουσία του κυβερνοχώρου στην καθημερινότητα καθημερινών ανθρώπων αλλάζει –και σαφέστατα πολύ περισσότερο θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον– όχι μόνο τις όποιας μορφής σχέσεις, αλλά και τα ίδια τα άτομα. Η Δούκα δεν θέλησε –έτσι κι αλλιώς, το συγγραφικό όραμα που έχει υπηρετήσει δεν θα της το επέτρεπε– να δημιουργήσει μυθιστόρημα μιας σύγχρονης δυστοπίας. Είναι συγγραφέας που έχει στηριχτεί πολιτικά, κοινωνικά και ψυχογραφικά τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν κι έτσι αρπάζει –κυριολεκτικά αρπάζει– το πλέον έντονο κοινωνικό φαινόμενο αυτών των τελευταίων ετών της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα, που είναι η εξάπλωση του facebook, και το τοποθετεί ως βάση που πάνω του θα απλώσει το νέο της μυθιστόρημα.
Οι κεντρικές ηρωίδες του μυθιστορήματος είναι γυναίκες – πρόσωπα υπαρκτά και, παράλληλα, διαδικτυακές περσόνες. Όλες τους πάνω-κάτω στην ηλικία της Δούκα ή, αν προτιμάτε, στην ηλικία της Μυρσίνης, της ηρωίδας της Αρχαίας σκουριάς. Αλλά σε τίποτε δεν μοιάζουν με αυτό που ο αναγνώστης της Αρχαίας σκουριάς θα περίμενε ίσως να είναι. Και πολύ σωστά η Μάρω Δούκα δεν θέλησε να κάνει την Αίθρα και την Αφεντούλα να παραπέμπουν στη Μυρσίνη. Άφησε τα ίδια τα γεγονότα να επιλέξουν τις γυναίκες που θα έχουν από αυτά διαμορφωθεί. Κι έτσι, με μυθιστορηματική ευρηματικότητα καταθέτει την κριτική ματιά της. Το τότε ανήκει στην ιστορία, το τώρα ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει το αυριανό του πρόσωπο.
Μυθιστορηματική ευρηματικότητα – ναι! Γιατί οι ημερολογιακές καταγραφές στο f/b των ηρωίδων περιγράφουν από τη μια τη δική τους ανικανότητα να τοποθετήσουν σε μια σωστή θέση τα προσωπικά τους αδιέξοδα και να αναλύσουν το γιατί αυτά δημιουργηθήκανε και από την άλλη τις παραπλανούν, καθώς τις κάνουν να πιστεύουν πως ό,τι «ανέβηκε» στην πλατφόρμα της κοινωνικής δικτύωσης το έχουν διαβάσει και άλλοι πέρα από τις δικές τους επινενοημένες ταυτότητες.
Αν κάποιος θελήσει να δώσει μια σύντομη περίληψη του έργου, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Γιατί στην ουσία τίποτε δεν συμβαίνει, ενώ όμως όλα αλλάζουν. Αυτοαναφορές μιας ηλικιωμένης γυναίκας που αντιμετωπίζει μοναξιά και γήρας γράφοντας γι’ αυτά στο f/b άλλοτε με το όνομά της κι άλλοτε με ψευδώνυμα. Αλλάζουν συνεχώς οι αναρτήσεις – η κάθε μια αντικαθιστά την επόμενή της. Αλλά εκείνες (ή εκείνη) που τις γράφουν αναμασούν τις ίδιες σκέψεις, διακατέχονται από τα ίδια συναισθήματα, αν κάτι νέο εισέλθει στον προσωπικό τους χώρο δεν διατηρεί την αυτονομία του, αλλά γίνεται μέρος της ήδη ολοκληρωμένης καθημερινότητάς τους.
Πέρα όμως από αυτόν τον ευρηματικό μυθιστορηματικό καμβά, εκείνο που θα πρέπει –ίσως και περισσότερο– να αναγνωριστεί στη Μάρω Δούκα, είναι η ικανότητά της να στήσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να την ταυτίσει με μια ολόκληρη εποχή μέσα από καταιγιστικούς μονολόγους και ευρηματικές περιγραφές. Στις προτάσεις συνυπάρχουν απλές εκφράσεις δίπλα σε καίριες πολλαπλών ερμηνειών επισημάνσεις:
Τρίβε και πάλι τρίβε, Αφεντούλα μου, λάμψε τα όλα, μπανιέρα και νιπτήρα και χέστρα. Δίνω εντολές και καθοδηγώ την παραδουλεύτρα που κουβαλάω μέσα μου, σε διαρκή διαμάχη με την οικοδέσποινα που υπήρξα και με την έγνοια μου πάντα στην οικονομία, να μην το παρακάνω με τα απορρυπαντικά.
Είναι σαφές πως επιχείρησα να διαβάσω την Πύλη εισόδου μέσα από μια υπολανθάνουσα ανάμνηση της Αρχαίας σκουριάς. Άλλωστε, κάτι τέτοιο αισθάνθηκα πως η ίδια η Μάρω Δούκα με έσπρωχνε να κάνω με την αφιέρωσή της: Έπειτα από σαράντα χρόνια, στον Νίκο και πάλι. Κι όπως ολοκληρώνω αυτό το σημείωμα, ξεφυλλίζω εκείνο το μυθιστόρημα του 1979 και φτάνω στην τελευταία πρότασή του – λόγια της Μυρσίνης:
Έχω αγωνιστεί στα χρόνια της δικτατορίας, στην αρχή, ως μέλος του Ρήγα… Προκηρύξεις και έντυπα γενικά… Τώρα όχι, δεν είμαι ενταγμένη πουθενά… Για τις ικανότητες και τις αδυναμίες μου δεν έχω τι να πω. Και τέλος πάντων πότε νιώθω ένα θεός, πότε ένα πλάσμα.
Πότε ένας θεός, πότε ένα πλάσμα – τότε. Τώρα – παραθαλάσσια, καταπατημένη, απόκρημνη, περιφραγμένη, χωρίς πρόσβαση στο νερό.
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/13040-doyka-pyli-eisodoy?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=manoskontoleon%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_30_9_2019_17_34