9.1.09

Θολός Βυθός



Γιάννης Ατζακάς
«Θολός Βυθός»
Αφήγημα
Εκδόσεις Άγρα

Το αφήγημα «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά προσφέρει στον αναγνώστη του την ευκαιρία να γνωρίσει το πως ήταν οι ζωές μικρών παιδιών που ζούσανε μέσα στις λεγόμενες Παιδοπόλεις, εκεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50.
Στις Παιδοπόλεις (που είχαν την γενικότερη εποπτεία της Φρειδερίκης) ζούσαν παιδιά των οποίων οι γονείς ή είχαν σκοτωθεί ή είχαν βρεθεί εξόριστοι μετά το τέλος του εμφύλιου.
Στην ουσία είχαν τη δομή ορφανοτροφείων και είχαν φτιαχτεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Τα παιδιά του Δημοτικού κάνανε τα μαθήματά τους μέσα στους χώρους των Παιδοπόλεων, ενώ τα πιο μεγάλα ή τα στέλνανε σε κοντινό Γυμνάσιο ή τους προσφέρανε την ευκαιρία να μάθουνε μια τέχνη.
Ο Γιάννης Ατζακάς δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την διοικητική οργάνωση αυτών των ιδρυμάτων μιας και προτιμά να κρατήσει την αφήγησή του σε ένα περισσότερο προσωπικό στοιχείο κι έτσι να φωτίσει την ψυχοσύνθεση τόσο ενός παιδιού που πέρασε τα έξι κύρια χρόνια της παιδικής του ηλικίας, όσο και τα όποια κατάλοιπα αυτή η παραμονή άφησε στον άντρα που το παιδί εκείνο έγινε.
Για να επιτύχει αυτό χρησιμοποιεί την τεχνική δυο παράλληλων μονολόγων –του παιδιού που αφηγείται με λεπτομέρειες τη ζωή του, χρόνο το χρόνο, μέσα σε διάφορες Παιδοπόλεις και του ενήλικα που κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς ‘ακούει’ το παιδί που κάποτε ήτανε και έτσι ερμηνεύει την πορεία της ενήλικης ζωής του.
Η τεχνική αυτή έχει τον κίνδυνο οι δυο μονόλογοι να χάσουν την αυτονομία τους τόσο σε επίπεδο γλώσσας όσο και σε επίπεδο σκέψεων.
Αλλά ο Γιάννης Ατζακάς με αξιοθαύμαστη για τη σχετική συγγραφική του απειρία (ο ‘Θολός Βυθός’ είναι το δεύτερο πεζογράφημά του) κρατά τους διαχωρισμούς και προσφέρει δυο απόλυτα διακριτούς χαρακτήρες, ενώ παράλληλα δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη του να μπορέσει να κατανοήσει μόνος του το πόσο συνδέεται ο τρόπος που ένας παιδί έζησε με το προφίλ που ως ενήλικος έχει αποκτήσει.
Το θέμα του κειμένου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τη δημιουργία ενός κλασικού μυθιστορήματος.
Υποθέτω όμως πως ο Γιάννης Ατζακάς επέλεξε να δώσει στο υλικό του τη μορφή μιας μαρτυρίας για να αποδώσει με ελεγχόμενο συναισθηματισμό τη ζωή ενός ανθρώπου που αν και η μοίρα δεν στάθηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής του ευνοϊκή μαζί του, εντούτοις κατάφερε να πορευτεί μέσα στη ζωή όχι μόνο με αξιοπρέπεια αλλά και με περιεχόμενο.