Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι
Μανόλο και Μανολίτο
Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ
Δομήνικος
-Μάνος Κοντολέων : 40 χρόνια… Έψαχνα
πάντα τη Φαντασία-
Από τις Εκδόσεις Πατάκη
Είναι από τα Όνειρα που
γεννήθηκαν οι μεγάλες Ιδέες
**********
Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι
Ένα μυθιστόρημα
φαντασίας που μιλά για το Δικαίωμα στην Ελευθερία
Μανόλο και Μανολίτο
Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ
Δυο μυθιστορήματα -ίσως
και ένα σε δυο μέρη- που μιλάνε για το πως η Φαντασία ενώνει δυο γενιές ή το
πως δυο γενιές μπορεί να ενωθούν μέσα από τους δρόμους της Φαντασίας
Δομήνικος
Ένα μυθιστόρημα για τη
δύναμη της Φαντασίας -αυτό που πολύ το θες, πρώτα το φαντάζεσαι και μετά το
πραγματώνεις
**************
Άφηναν,
λοιπόν, τα πουλιά σε κάθε αυλόπορτα, σε κάθε γωνιά, σε κάθε μπαλκόνι κι ένα
φύλλο της εφημερίδας Η Αλήθεια.
Και γέμισαν
οι πλατείες από τυπωμένα χαρτιά. Κι από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών, ο
άνεμος έχωνε αυτά τα χαρτιά μέσα στα δωμάτια
και τα βρίσκαν όλοι μέσα στα κρεβάτια τους, στις κουζίνες, στις σάλες, στα
μπάνια τους. Κι άλλα πάλι χαρτιά χωνόντουσαν σε γραφεία, σε καταστήματα.
Κάποια
βρεθήκαν σε χωράφια να μπερδεύονται με τα νιόβγαλτα φιντάνια των σταριών ή με
τα ταπεινά λουλουδάκια των αγριόχορτων.
Παντού
τυπωμένα φύλλα. Παντού Η Αλήθεια.
Και οι
άνθρωποι τα πιάνανε στα χέρια τους και ό,τι βλέπανε το πιστεύανε, ό,τι
διαβάζανε το κάνανε δικό τους θέλω.
Και μετά
ξεχύθηκαν στους δρόμους, γιατί τα σπίτια τους δε χωρούσανε το νέο τους το
πάθος.
Μαζεύτηκαν
στις πλατείες, στις αίθουσες των θεάτρων, ανεβήκανε σε αγάλματα, ξεδιπλώσανε
τις σημαίες με τα χρώματα των ονείρων τους.
Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι
************
«Κάποια ταξίδια μπορείς να τα κάνεις, για
κάποια άλλα μπορείς να διαβάσεις. Κάποια θα τα ονειρευτείς. Όλα το ίδιο θα σε
γεμίσουν αν τα αφήσεις μέσα στην ψυχή σου να μπούνε… Διαφορετικά ή τα έκανες ή
διάβασες γι αυτά ή κάποια στιγμή τα λαχτάρησες… Όλα τους θα χαθούνε…» εξήγησα
και μετά στράφηκα στον Μανουήλ.
«Ο παππούς
σου δεν έχασε τα ταξίδια που ονειρεύτηκε…»
Ο γέρος
γέλασε.
«Έτσι είναι…
Το μόνο ταξίδι που με το σώμα μου έχω κάνει είναι από εκεί πέρα…» έδειξε το
σπίτι του στον κάμπο, «… Έως εδώ… Στην κορυφή του λόφου με τα δυο κυπαρίσσια…
Όλα τα άλλα…»
«Όλα τα άλλα
τα ονειρεύτηκε… Και τα αφηγήθηκε στον εγγονό του…»
Ο Μανολίτο
χτύπησε παλαμάκια.
«Κατάλαβα!»
πανηγύρισε. «Όπως εσύ τα δικά σου τα όνειρα…» σε μένα απευθυνότανε. «Τα κάνεις
ιστορίες και τα γράφεις…» σταμάτησε για κάποια δευτερόλεπτα. Ίσιωσε το κορμί
του, καμάρωσε, μου έκλεισε το μάτι «Για μένα!» είπε.
Και είχε
δίκιο. Ό,τι πιο πολύτιμο ο καθένας μας φτιάχνει, στον πιο πολύτιμο δικό του
άνθρωπο το χαρίζει.
Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ
*******
Σχεδόν με θολά μάτια, κατάφερε να ξεχωρίσει τη σκάλα. Άρπαξε
την κουπαστή της. Καθώς πήρε να ανεβαίνει τα σκαλιά για το επόμενο πάτωμα,
ανάσαινε βαθιά. Τα πουλιά είχαν χαθεί.
Κι έμενε μόνο ο κόκκινος ουρανός – κόκκινος από το αντικαθρέφτισμα της
κόκκινης ερήμου ή κι από το άλλο, εκείνο της μακρινής κόκκινης θάλασσας. Ένα
κόκκινο χρώμα τύλιγε αποφασιστικά τον Δομήνικο. Κι αυτός θυμήθηκε πως κάπου,
κάποτε είχε ακούσει πως το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους. Αλλά από πότε το
πάθος εγκατέλειψε τη γη και κατοικεί στα αιθέρια;
Δομήνικος