10.9.10

Κρυφός κυνηγός συναισθημάτων


Γιώργος Μαρκόπουλος
ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ
Ποιήματα
Κέδρος

Πρέπει να ήταν κάπου προς το τέλος του πρώτου μισού της δεκαετίας του '80.
Το καθημερινό "ΤΟ ΒΗΜΑ" είχε αναθέσει σε μια ολιγομελή ομάδα νέων (ακόμα τότε) λογοτεχνών να γράφουν ένα είδος σχόλιου, κάτι σαν σύντομο χρονογράφημα, δυο περίπου φορές το μήνα ο καθένας τους.
Η στήλη είχε το όνομα Σημασίες.
Δεν θυμάμαι όλα τα ονόματα όσων γράφαμε τις Σημασίες.
Αλλά σίγουρα εκτός από εμένα, γράφανε και οι: Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερρίκος Μπελιές, Γιάννης Υφαντής, Αθηνά Παπαδάκη, Νένη Ευθυμιάδη, Αντώνης Φωστιέρης...
Όλοι μας, λίγο πολύ της ίδια ηλικίας (ίσως ο πιο μεγάλος να ήμουνα εγώ) όλοι μας έχοντας κάνει τα πρώτα μεν, αλλά ουσιαστικά βήματα της λογοτεχνικής μας καριέρας.
Και με το πάθος της ηλικίας μας, αλλά και μέσα στο γενικότερο κλίμα εκείνων των χρόνων, φροντίσαμε να γνωριστούμε και με περισσότερο προσωπικό τρόπο.
(θα θυμάμαι, πάντα, εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Βαρβέρη, όπου πίνοντας λευκό κρασί και μασουλώντας παρμεζάνα, ακούγαμε γαλλικά τραγούδια του νέου κύματος και θυμόμαστε ποιητές σχεδόν ξεχασμένους)
Μετά ο καθένας ακολούθησε τους δρόμους του, κάποιοι κρατήσαν στενή επαφή, κάποιοι χαθήκανε, με τους περισσότερους επικοινωνώ μέσα από τα βιβλία μας.
Ανάμεσα τους -όχι, δεν θέλω να το κρύψω- ο Γιώργος Μαρκόπουλος ήταν εκείνος που περισσότερο τον είχα αισθανθεί πιο κοντά μου. Δεν γίναμε ποτέ αυτό που αθα έλεγε κανείς "φίλοι". Φίλος είμαι με την Παπαδάκη, φίλος ήμουνα με την Νένη... Τον Βαρβέρη τον καμαρώνω τόσο στα ποιήματα του, όσο και στις κριτικές του. Με τον Γιώργο, όμως, κάτι άλλο με δένει. Και το τελευταίο του βιβλίο με εκανε να κατανοήσω το είδος του δεσμού.
Η αισθαντικότητά του που συνδιαλέγεται με αισθητική ματιά. Και εκείνος ο λυγμός της γνώσης που όλο θέλει να μένει κρυφός, κι όλο κάπου φανερώνεται -
Όσο γι΄ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος.
Τα ποιήματα δεν μπορώ να τα κρίνω -δεν ξέρω τους κώδικες κατασκευής τους. Απλώς υπάροχουν ποιήματα που με συγκινούν και ποιητές που με βοηθούν να δω το μέσα του κόμσου -του δικού μου και των άλλων.
Ο Μαρκόπουλος ένας από αυτούς.
Το τελετείο του βιβλίο το διάβασα μετά από την προσωπική μου περιπέτεια. Ίσως και γι αυτό όταν τον πήρα τηλέφωνο για να του πως πόσο και πάλι με συγκίνησε, η φωνή μου έσπασε από ένα λυγμό.
Μα πως αλλιώς;... Αφού ο 'Κρυφός Κυνηγός' τεειώνει με τις πιο κάτω αράδες:
Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα περα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο υποψιάστηκα κι εγώ πως συμβαίνει την ώρα τη στερνή.
Ο Μαρκοπουλος περιέγραψε με λέξεις την υποψία μου.
Λοιπόν, αυτή είναι η ποίηση - Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε η ώρα να τα φιλήσεις
'Η - Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.