20.2.21

Andrew Ridker "Οι αλτρουιστές"

 

Andrew Ridker

Οι αλτρουιστές


Μυθιστόρημα

Μετάφραση Σοφία Τάπα

Κλειδάριθμος

Αθήνα, 2020

 

 

Ο Άντριου Ρίντκερ γεννήθηκε το 1991 και είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής της Iowa. Κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί στους "New York Times" και σε διάφορα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το μυθιστόρημά του "Οι Aλτρουιστές", που είναι το πρώτο του βιβλίο, ήταν υποψήφιο για το Prix du Meilleur Livre Etranger και διακρίθηκε ως New York Times Editors Choice. Επίσης, χαρακτηρίστηκε "καλύτερο βιβλίο της χρονιάς" 2019 από το People, τους Times, το Vanity Fair και τη New York Post.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ανάλυσης ενδοοικογενειακών σχέσεων και από αυτή τη σκοπιά συχνά μου έφερνε στο νου το επίσης ενδοοικογενειακών σχέσεων μυθιστόρημα του Κολμ Τόιμπιν «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό»

Όπως σε εκείνο του Ιρλανδού συγγραφέα ο επικείμενος θάνατος ενός μέλους της οικογένειας στέκεται η αφορμή οι οικογενειακές σχέσεις να επαναπροσδιοριστούν, έτσι και σε αυτό του νεαρότατου Αμερικανού ένας θάνατος, που έχει όμως ήδη συμβεί, θα ενεργοποιήσει γεγονότα που θα αναζητήσουν την οδό για  μια νέα ισορροπία στις σχέσεις γονιού και παιδιών.

Τέσσερα τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Τα τρία από αυτά ζωντανά* το τέταρτο, η μητέρα, εδώ και δυο περίπου χρόνια, έχει πεθάνει.

Αλλά -πρώτη παρατήρηση που δείχνει την συγγραφική δεινότητα του Ρίντκερ- η ήδη νεκρή μητέρα δεν καθορίζει με την απουσία της και μόνο τα νέα γεγονότα που ακολουθούν τον θάνατό της, αλλά είναι και η ίδια παρούσα. Όχι βέβαια με σάρκα και οστά, μήτε και ως  κάποιου είδους εξαϋλωμένη μορφή, αλλά με τη δυναμική που αφήνει πίσω του κάθε άτομο που αν και μπορεί να έχει πεθάνει, εντούτοις η παρουσία του μένει πάντα σταθερή ανάμεσα στα άλλα μέλη της οικογένειάς της.

Η Φρανσίν, λοιπόν, καθηγήτρια ψυχολογίας σε επαρχιακό πανεπιστήμιο, πεθαίνει από καρκίνο, έχοντας σχεδόν όλη της τη ζωή προσπαθήσει να τονώσει με την παρουσία της την ταραγμένη και ελλιπή προσωπικότητα του συζύγου της Άρθουρ Άλτερ- καθηγητή εφαρμοσμένων τεχνολογιών, στο ίδιο πανεπιστήμιο κι αυτός.

Δύο χρόνια μετά από τον θάνατο της συζύγου του, ο Άρθουρ, βρίσκεται σε μπροστά σε διευρυμένο αδιέξοδο.

Παραμένει πάντα υποαπασχολούμενος στο πανεπιστήμιο και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα χρέη του που συσσωρεύονται από την συντήρηση του μεγάλου τους σπιτιού. Παράλληλα έχει δημιουργήσει και μια σχέση με μια πολύ νεότερή του βοηθό, που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιος αν η νέα αυτή  γυναίκα θα έχει την διάθεση να του συμπαρασταθεί όπως τον είχε συνηθίσει η Φρανσίν.

Τα δυο παιδιά του ζεύγους Άλτερ ζούνε μακριά από τον πατέρα τους και το καθένα μέσα στις δικές του ιδεοληψίες. Ο Ίθαν που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του και ξοδεύει αστόχαστα την περιουσία που η μητέρα του του είχε αφήσει.

Η μικρότερη αδελφή του Μάγκι, καταδυναστεύεται από έωλες αλτρουιστικές ιδέες και από τον φόβο μήπως έχει κληρονομήσει την επιπολαιότητα του πατέρα της.

Καθώς κοντεύει πια να χάσει το σπίτι του, ο Άρθουρ καλεί τα παιδιά του στο Σεντ Λούις με το πρόσχημα της συμφιλίωσης. Στην ουσία θα επιδιώξει να τα κάνει να του προσφέρουν οικονομική βοήθεια μέσω της μητρικής περιουσίας που αυτά και μόνο είχαν κληρονομήσει.

Τα τρία εναπομείναντα μέλη της οικογένειας συναντιόνται εκεί όπου κυριαρχούσε -και συνεχίζει να κυριαρχεί- η προσωπικότητα της νεκρής συντρόφου και μητέρας.

Και αυτή η ‘άυλη’ παρουσία θα λειτουργήσει εν τέλη καταλυτικά, όχι για να βρεθεί η λύση ως προς τα χρέη, αλλά για να στηθούν νέες γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στον πατέρα και στα παιδιά του.

Μέσα σε αυτό το γενικό πλάνο, ο Ρίντκερ βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τις παθογένειες μιας μέσης αμερικάνικης οικογένειας, να φωτίσει τους λόγους που τα άτομα συχνά οδηγούν μόνα τους, σχεδόν αυτόβουλα, τους εαυτούς τους στο λάθος μέρος, στη λάθος στάση μιας ζωής.

Παράλληλα ο Ρίντκερ αυτά τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα τα εντάσσει μέσα στις γενικότερες κοινωνικές και επαγγελματικές συνθήκες που επικρατούν στις ΗΠΑ κι έτσι σχολιάζει με έντονες και ολοζώντανες περιγραφές το εκπαιδευτικό σύστημα μιας κοινωνίας που όλα τα μετρά με βάση το οικονομικό όφελος. Και τέλος καταφέρνει να ολοκληρώσει ένα έργο όπου τους κεντρικούς μεν ρόλους ισάξια τους μοιράζονται οι τέσσερεις κεντρικοί χαρακτήρες, αλλά παράλληλα ολοκληρώνει επιτυχώς και μια αφήγηση που με άνεση κυκλοφορεί από το τώρα στο χθες, από παρελθόν στο παρόν.

Μα με αυτόν τον τρόπο μορφοποιεί συγγραφικά ότι και στην ίδια τη ζωή συμβαίνει -οι άνθρωποι επικοινωνούμε μεταξύ μας βασισμένοι στο χτες καθώς σχεδιάζουμε το αύριο και οι πράξεις μας κρατάνε τη δυναμική τους και επεμβαίνουν ακόμα κι όταν εμείς οι ίδια έχουνε αποχωρήσει.

Μυθιστόρημα που δείχνει πως τα μαθήματα δημιουργικής γραφής μπορούν κάλλιστα να δημιουργήσουν σημαντικά έργα, φτάνει βέβαια και ο μαθητής να έχει ο ίδιος και το ταλέντο και τη διάθεση να μετατρέψει την μάθηση σε εμπειρία.

Η μετάφραση του έργου πρέπει να ήταν δύσκολη. Η Σοφία Τάπα βρήκε τους τρόπους να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες. Η μετάφρασή της κρατά το ενδιαφέρον του έλληνα αναγνώστη.

 

(Τα Νέα - Βιβλιοδρόμιο – 20/2/21)