20.10.10

Για τον "Ανίσχυρο άγγελο" στο www.newstrap.gr


συνέντευξη στην Κωστούλα Τωμαδάκη




Σάββατο βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.Στο κέντρο της πόλης.Ένας αστυνομικός πυροβολεί ένα μαθητή Λυκείου.
Και με αυτό το γεγονός ξεκινά η ιστορία..Η ιστορία της Αγγέλας, που ο πατέρας της ήταν...
Ο ''Ανίσχυρος άγγελος'', (εκδόσεις Πατάκη), δεν καταγράφει αντιδράσεις πραγματικών προσώπων αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων'.
Ο Μάνος Κοντολέων δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός που συγκλόνισε όλους μας.
Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία προσπαθώντας να κατανοήσει την αλήθεια των ηρώων του.
Ο Ανίσχυρος Άγγελος είναι ένα τρυφερό και στοχαστικό μυθιστόρημα ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του.
Ο ''Ανίσχυρος Άγγελος'', διαδραματίζεται το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα με τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις .
Γιατί επιλέγετε να εστιάζετε στις ατομικές αντιδράσεις;
-Συγγραφέας είμαι. Με άλλα λόγια με ενδιαφέρουν τα άτομα κυρίως και το πως αυτά αντιδρούν σε κοινωνικά γεγονότα. 'Ένα μυθιστόρημα έχει κεντρικά πρόσωπα, που μέσα από τις δικές τους πράξεις και αντιδράσεις φωτίζεται, με τρόπο κάπως πλέον ευαίσθητο από εκείνον της δημοσιογραφικής περιγραφής, το συμβάν και γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών καταστάσεων.
Το βιβλίο σας δεν ακολουθεί όσα συνέβηκαν μετά τη δολοφονία του 17χρονου αγοριού. Συχνά τα αναστρέφει ή και τα παραποιεί, (όπως επισημαίνετε στον πρόλογο). Πώς ισορροπήσατε πάνω σε ένα τέτοιο 'επικίνδυνο' θέμα;
-Αναστρέφω με την έννοια πως περιγράφω από μια οπτική γωνία που κανείς δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και παραποιώ με την έννοια πως δεν καταγράφω αντιδράσεις πραγματικών προσώπων, αλλά μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Το επικίνδυνο ήταν στο να θελήσω να εκμεταλλευτώ το πραγματικό γεγονός. Το απέφυγα με τον πιο απλό τρόπο –με τον σεβασμό.
Στέκεστε ιδιαίτερα στο θέμα της ατομικής ευθύνης.
-Ασφαλώς. Γιατί πιστεύω πως είναι βασικό ζήτημα της σημερινής κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που μας έχει μάθει στην κατανάλωση όχι μόνο αντικειμένων μα και συναισθημάτων. Όσο όμως περισσότερο καταναλωτής γίνεσαι, τόσο και πιο πολύ χάνεις την προσωπική σου ταυτότητα και γίνεσαι ένα μέρος μιας μάζας . Και αποκτά συνείδηση μάζας. Αλλά εγώ πιστεύω σε μια κοινωνία που θα την απαρτίζουν άτομα με συνείδηση από τη μιας της ατομικότητάς τους και από την άλλη του μέλους μιας ομάδας. Η ατομική ευθύνη είναι το έλλειμμα πιστεύω της εποχής μας.
Ας μιλήσουμε για τη σύγκρουση των ηρώων που είναι έντονη στο μυθιστόρημα σας. Πώς λύνεται η σύγκρουση των δύο κόσμων;
-Δε λύνεται. Απλώς μέσα από τη σύγκρουση δύο κόσμων απελευθερώνεται μια μορφή δημιουργικής ενέργειας.
Η Αγγέλα, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους –και οι δυο δικοί της- αποφασίζει κάποια στιγμή όχι να τους συνδυάσει, αλλά να ακολουθήσει στις αρχές του ενός και να καταλογίσει ευθύνες στον άλλον. Δύσκολη απόφαση. Αλλά σωστή. Νομίζω πως όλο το εργο την πορεία της Αγγέλας προς αυτή την απόφαση περιγράφει.
''Έχει μια λέξη που έχασε το νόημα της-πατέρας.'' Πότε οι λέξεις χάνουν το νόημα τους;
-Όταν αυτό που περιγράφουν παύει να υφίσταται.
Δύσκολα τα πρέπει των αγγέλων;
- Σε ποιους αγγέλους αναφέρεστε; Αν στον δικό μου, ναι δύσκολα τα πρέπει του, γιατί έχουν να κάνουν με τη παρηγοριά των ανθρώπων.
''οι άνθρωποι που προχωρούν προς το απρόσμενο επέκεινα τους βγάζουν μια μυρωδιά γλυκιά.... κάτι σαν ζαχαρωμένο ιδρώτα..''
Φοβάστε το θάνατο;
-Τον τρέμω... Τόσο πολύ ώστε δε θέλω ούτε να τον σκέφτομαι. Το ξέρω πως είμαι εγωιστής...
Η εκπαίδευση σκοτώνει τη φαντασία;
-Ανάλογα με το πώς εφαρμόζεται.
Σε ποιον ανήκει ένα βιβλίο στον συγγραφέα ή στον αναγνώστη, κύριε Κοντολέων;
- Νομίζω και στον συγγραφέα και στον κάθε αναγνώστη του... Άλλα ξέρετε ο καθένας από όλους αυτούς –συγγραφέας και αναγνώστες- δεν μοιράζονται το ίδιο βιβλίο. Για τον καθένα άλλο βιβλίο είναι κι ας έχει τον ίδιο τίτλο και τους ίδιους ήρωες.
ευχαριστώ θερμά
-Κι εγώ σας ευχαριστώ

Σχόλια

0 Κωστής Μακρής 20-10-2010 11:12
Το ζητούμενο της ισορροπίας ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και την υπευθυνότητα απέναντι στην ομάδα υπηρετείται με θάρρος και τόλμη στον "Ανίσχυρο άγγελο". Συγχαρητήρια στον κύριο Μάνο Κοντολέων που είχε το θάρρος να κολυμπήσει σε τόσο ταραγμένα νερά.

8.10.10

Φθινοπωρινό φύλλο


Ήταν τότε, εκείνον τον καιρό που έδινα ονόματα στις Εποχές.
Την Πρώτη την Εποχή, τότε -που όλα γύρω μα και μέσα μου- είχαν αρχίσει να γεννιούνται, την είχα πει Άνοιξη… Πώς αλλιώς, άλλωστε, να πει κανείς την Εποχή που όλα –δέντρα και λουλούδια- ανοίγουν;
Την επόμενη Εποχή –αυτή με τον ήλιο τον καυτό και τις νύχτες που η θάλασσα γίνεται καθρέφτης για το φεγγάρι- την καλή την εποχή, ε, Καλοκαίρι την είχα πει.
Μα το ήξερα πως κι αυτή η Εποχή πια τέλειωνε…
Το έβλεπα να συμβαίνει…
Να, το φύλλο έπεσε μπροστά μου.
Ήταν εκείνος ο ξαφνικός άνεμος που σηκώθηκε –ναι, αυτός ο άνεμος ήταν που το τράβηξε από το κλαρί του δέντρου και το πέταξε μπροστά μου.
Ένα κίτρινο φύλλο.
Το κοίταξα –κοίταξα τις ζαρωμένες άκρες του και το κοτσάνι του το μισοσπασμένο και το λυπήθηκα.
«Α!» σκέφτηκα, «Πώς κατάντησε έτσι! Κάποτε θυμάμαι πως ήταν…»
«Ναι, κάποτε ήμουνα…» το φύλλο λες και διάβασε τη σκέψη μου και τη συνέχισε με μια τρεμουλιαστή, μα και συνάμα ήρεμη φωνή, λίγο βραχνή, αφάνταστα ζεστή, «… Κάποτε ήμουνα… Εσύ με είχες φτιάξει να είμαι ένα καταπράσινο φύλλο, με τρυφερό κοτσάνι και χυμούς να κυκλοφορούν μέσα στις νευρώσεις μου… Και πιο πριν ακόμα, εσύ πάντα με είχες φτιάξει να είμαι ένα μικρό φυλλαράκι, πράσινο πάντα, που μόλις κι είχε σκάσει στην άκρη του κλαριού»
«Όμορφα ήταν τότε!» θυμήθηκα εγώ τα παιχνίδια της Άνοιξης.
«Πάντα θα είναι όμορφα!» μου απάντησε εκείνο και με τόση σιγουριά μίλησε που ακόμα κι εγώ ξαφνιάστηκα
«Πάντα;… Ακόμα και τώρα που…» δεν τόλμησα να πω περισσότερα από όσα ήξερα πως θα του συμβούνε.
«Ναι! Ακόμα και τώρα που είμαι κίτρινο, μισοξεραμένο, πεταμένο μπροστά σου»
«Γιατί το λες αυτό;» θέλησα να μάθω.
«Γιατί όλα έχουν την αξία τους» το μισοξεραμένο φύλλο –και πάντα με ήρεμη φωνή, ζεστή, λίγο βραχνή- είπε και συνέχισε «Όταν ήμουνα ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι ήταν όμορφα γιατί όλα γύρω μου ήταν καινούργια για μένα. Έβλεπα, άκουγα, μύριζα! Μάθαινα. Και ρούφαγα τους χυμούς και μεγάλωνα. Είναι όμορφο να μεγαλώνεις!..» αναστέναξε το φύλλο κι εγώ χάρηκα που τα πλάσματα στα οποία είχα δώσει ζωή, ξέρανε τόσο πολύ να τη χαίρονται.
Μα εκείνο είχε κι άλλα να πει.
Κι έτσι δεν το διέκοψα, μα άφησα να συνεχίζει…
«Κι όταν έφτασα πια να είμαι ένα μεγάλο φύλλο, ήταν και πάλι όμορφα, γιατί είχα τα ζουζούνια να περπατάνε πάνω μου και τις δροσοσταλίδες να με στολίζουν και τον ήλιο να με χαϊδεύει, το φεγγαράκι να ρίχνει πάνω μου τις σκιές του και τον αέρα να με λικνίζει…»
Μιλούσε το φύλλο και μέσα από τα λόγια του εγώ ξαναζούσα το Καλοκαίρι που πια τέλειωνε…
«Κι όταν πια κιτρίνισα, πάλι όμορφα ήταν!» το φύλλο δεν είχε σταματήσει να μονολογεί και να θυμάται τις χαρές της ζωούλας του, «Ίσως γιατί αγάπησα το νέο μου χρώμα. Ίσως γιατί χαιρόμουνα που είχε χάσει το κορμί μου τη γυαλάδα και τη στιλπνάδα του και πάνω του μπορούσαν να κάνουν μια στάση και να ξεκουραστούν τα μερμηγκάκια… Μα ίσως να ήταν και τα σύννεφα που όλο και πιο συχνά μαζεύονταν στον ουρανό και τις μέρες παίζανε με τον ήλιο και τις νύχτες παίζανε με το φεγγάρι και –αχ, τι όμορφα σχήματα και χρώματα
έβλεπα στον ουρανό!... Ώρες περνούσα να τα χαζεύω!»
«Όμως, τώρα…» θέλησα να το διακόψω.
«Τώρα είναι και πάλι όμορφα, ίσως γιατί είμαι ελεύθερο. Γιατί τίποτε δεν με κρατά πάνω στο κλαρί. Γιατί περιμένω τον άνεμο να με σύρει σε άλλα μέρη και τη βροχή να με στείλει σε βιαστικά ρυάκια, που κι αυτά θα με οδηγήσουμε σε κάποια ποτάμια, ίσως στη θάλασσα… Ίσως σε μια λίμνη… Μπορεί και σε ένα βάλτο!»
Το άκουγα το μισοξεραμένο φυλλαράκι και αισθανόμουνα θλίψη… Τύψεις… Μπορεί να μην τα είχα όλα φτιάξει με τρόπο σωστό… Μπορεί να είχα κάνει κι εγώ κάποιο λάθος.
Με είδε εκείνο που είχα σκυθρωπιάσει.
«Α, μα και τότε θα είναι όμορφα!» είπε, «Κάθε τι το καινούργιο είναι όμορφο. Και δεν το φοβάμαι. Γιατί το ξέρω –το ξέρεις κι εσύ- πως δεν πρόκειται να χαθώ. Τίποτε που εσύ έχεις φτιάξει δε χάνεται! Όλα αυτά θα τα ξαναζήσω… Θα είμαι και πάλι φύλλο… Κάποτε… Μα μπορεί να γίνω μια μικρή μέλισσα… Μπορεί μια παπαρούνα… Ίσως, κάποτε κι ένα τριζόνι… Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να το πει;… Ακόμα κι εσύ κάτι τέτοιο δεν το ξέρεις. Κι ανυπομονώ να έρθει η νέα Άνοιξη … Με φαντάζεσαι να τριγυρνώ σα μια χρυσόμυγα ή να μοσχομυρίζω σαν ένα χαμομήλι;… Άσε που μπορεί να έχω χωθεί μέσα σε καμιά πολύχρωμη πεταλούδα ή σε μια πανύψηλη φασολιά… Μπορεί… Όλα αυτά μπορεί να συμβούνε…»
Χαμογέλασα
«Κι άνθρωπος ακόμα μπορεί κάποτε να γίνεις…» είπα και το εννοούσα.
Το ξερό, κίτρινο φύλλο αφέθηκε στο ξαφνικό φύσημα του αγέρα και πήρε να σέρνεται πάνω στις πέτρες του μονοπατιού κι έπειτα οι πρώτες στάλες της βροχής το μουσκέψανε κι έπειτα παντού απλωθήκανε τα νερά κι έπειτα… το έχασα.
Εξαφανίστηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου.
Η βροχή πήρε να δυναμώνει.
Το χώμα είχε βραχεί και μύρισε.
Κι εγώ ανάσανα βαθιά
«Φθινόπωρο!» ψιθύρισα, «Φθινόπωρο!» -το όνομα αυτής της εποχής των ξερών φύλλων.