14.10.12

Με στοιχεία κοσμοπολιτισμού – η περίπτωση του Δημήτρη Στεφανάκη



Κάθε άνθρωπος έχει μια καταγωγή και μια ταυτότητα.

Κάθε συγγραφέας το ίδιο.
Καταγωγή του είναι η χώρα όπου ζήσανε εκείνοι οι συγγραφείς που τον μεγαλώσανε. Ίσως η ίδια με αυτήν που θα ζήσουν όσοι νέοι συγγραφείς θα μεγαλώσουν από τα δικά του έργα.
Η ταυτότητα ενός συγγραφέα είναι οι εμμονές του.
Ίσως ακουστεί ως μια ρήση αρκούντως περίεργη έως και εξεζητημένη. Αλλά εγώ πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα κι αν έχει γράψει πολλά ή λίγα βιβλία, στην ουσία πάντα ένα βιβλίο γράφει, πάντα μια ή έστω δυο είναι οι συγγραφικές εμμονές του.
Οι συγγραφικές εμμονές είναι τα αποτυπώματα των συγγραφέων. Η ταυτότητά τους. Με αυτήν ξεκινά και με αυτήν πεθαίνει.
Κι όμως, την ίδια ώρα που λέω αυτές τις απόψεις, είμαι μπροστά στην πρόκληση να παρουσιάσω το στίγμα, το αποτύπωμα, την ταυτότητα ενός συγγραφέα που δείχνουν να μη φανερώθηκαν από το πρώτο ή και το δεύτερο έστω βιβλίο του.
Για τον Δημήτρη Στεφανάκη, μιλώ.
Επτά μέχρι τώρα τα βιβλία του.
Όλα μυθιστορήματα –να ένα πρώτο στοιχείο του προσωπικού του αποτυπώματος. Μυθιστοριογράφος.
Και μάλιστα, όχι μυθιστοριογράφος γιατί αυτά που γράφει απλώνονται σε πολλές σελίδες. Αλλά κυρίως γιατί πλησιάζουν με σύνθετο τρόπο θέματα και χαρακτήρες.
Στο σύνολο των νέων ελλήνων μυθιστοριογράφων εντάσσεται, λοιπόν, ο Στεφανάκης.
Πριν όμως θελήσουμε να δούμε με ποιους ίσως άλλους συγγραφείς συνδέεται, από ποιους κατάγεται, ας δούμε από λίγο πιο κοντά τα δικά του χαρακτηριστικά.
Ομολογώ πως ο Δημήτρης Στεφανάκης ενώ από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα έδειξε τη στόφα του μυθιστοριογράφου ότι κατέχει, αν δούμε σήμερα τα πρώτα του έργα –και κυρίως τα τρία πρώτα, θα πρέπει να σημειώσουμε πως το προσωπικό του στίγμα δεν είναι τόσο απτό.
Ναι κυκλοφορεί σε χώρους φορτισμένους –πόλη σαν την Αθήνα, νησί όπως η Μύκονος, γειτονιά σταμπαρισμένη από μνήμες εφηβείας- και –ναι!- κάποιοι από τους χαρακτήρες τους δείχνουν μια έντονη αρρενωπότητα αν είναι άντρες ή μια έντονη θηλυκότητα αν είναι γυναίκες, αλλά…
Λοιπόν, είναι παράξενο και – σε σχέση με το σημερινό εντόνως συγκεκριμένο συγγραφικό προφίλ του Στεφανάκη- μη ερμηνεύσιμο, αλλά τα τρία του πρώτα έργα δεν έχουν μεταξύ τους πολλά κοινά στοιχεία ούτε στη θεματική, μήτε στο χώρο.
Ή μάλλον έχουν κάτι κοινό. Μια δισταχτικότητα… Μια προσπάθεια αναζήτησης –κάπως έτσι προτιμώ να το διατυπώσω- του προσωπικού συγγραφικού αποτυπώματος.
Από το τέταρτο και μετά βιβλίο, το στίγμα αρχίζει να διαφαίνεται. Πιο σωστά θεμελιώνεται. Ακόμα πιο σωστά -επιτίθεται.
Ναι, επτά χρόνια μετά από την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστορήματος και μόλις τρία από την εμφάνιση του τρίτου, το τέταρτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη, φωτίζει δυνατά μια συγγραφική ταυτότητα –πρόκειται για το «Μέρες Αλεξάνδρειας».
Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο αυτό.
Η κοσμοπολίτικη ματιά και ο έντονος, συχνά αμοραλιστικός και πάντα ιδιαιτέρως ερωτικός, χαρακτήρας του κεντρικού προσώπου.
Θα ακολουθήσει το «Συλλαβίζοντας το Καλοκαίρι», όπου ο Στεφανάκης λες και θέλει να δει αν μπορεί να πειραματιστεί με ότι θεμελίωσε στις «Μέρες Αλεξάνδρειας», και χρησιμοποιεί ως ήρωά του ένας υπαρκτό πρόσωπο –θρύλο του πρόσφατου λογοτεχνικού παρελθόντος και τον πηγαίνει με ανορθόδοξο τρόπο στη Μύκονο (νησί που και σε προηγούμενο έργο του είχε ο ίδιος καταφύγει). Ο Καμύ και η Μύκονος κυριαρχούν στο έργο –έργο απρόσμενα ευφάνταστο- αλλά προσωπικά πιστεύω πως ο Στεφανάκης πολύ γρήγορα διαπίστωσε το αδιέξοδο που το εγχείρημά του αυτό δημιουργούσε. Ο σουρεαλισμός ή με άλλη διατύπωση ο φανταστικός ρεαλισμός δεν μπορούν να υπηρετήσουν τα οράματά του.
Και κάτω από μια τέτοια διαπίστωση ίσως να ξαφνιάστηκε, θα αποπροσανατολίστηκε και έτσι καταφεύγει σε ένα άλλο εμβόλιμο αρσενικό πρόσωπο της ιστορίας –τον Λεωνίδα- και γράφει ένα υπαρξιακών ανιχνεύσεων και ιδιότυπα αντιηρωικό μυθιστόρημα.
Όμως, το συμπαγές αρρενωπό που εκφράζει η προσωπικότητα του σπαρτιάτη βασιλιά δεν νομίζω πως μπορούσε να βοηθήσει τον Στεφανάκη να εδραιώσει μήτε το κοσμοπολίτικο στοιχείο, μήτε και τον έντονο αρσενικό ερωτισμό που σαφέστατα είχε αρχίσει να στοιχειώνει τη γραφή και τους αναγνώστες του.
Αλλά ο Στεφανάκης είναι ένας έξυπνος συγγραφέας. Μαθαίνει από τις διαδρομές που δεν τον έφεραν στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Κι έτσι έρχεται, επανέρχεται πιο σωστά στο δρόμο της Αλεξάνδρειας και μας χαρίζει το «Φιλμ Νουάρ» κι ένα επίσης ιστορικής προέλευσης μυθιστορηματικό χαρακτήρα* τον Βασίλειο Ζαχάρωφ.
Τώρα το κοσμοπολίτικο στοιχείο ξεκινά από τη πόλη – σύμβολό του. Και ο μυθιστορηματικός χρόνος κυλά πάνω στα μονοπάτια του τέλους και της αρχής δυο κοσμοπολίτικων αιώνων.
Με βάση στέρεη της μιας εμμονής μου, μπορεί και βιογραφεί με μυθιστορηματική ελευθερία το τύπο του αρσενικού που τόσο τον ελκύει –η δεύτερη συγγραφική εμμονή συμπρωταγωνιστεί.
Δεν είναι στόχος αυτού του σημειώματος η αναλυτική αναφορά μήτε στο «Μέρες Αλεξάνδρειας», μήτε και στο «Φιλμ Νουάρ».
Εδώ προσπαθώ να ανιχνεύσω το σημείο στο οποίο στέκεται ένας σύγχρονος έλληνας συγγραφέας –ο Δημήτρης Στεφανάκης.
Αν βασιζόμουνα στα επτά μέχρι σήμερα μυθιστορήματά του θα εξέφραζα μια ερώτηση –Ποιο μπορεί να είναι το όγδοο;
Ο Καμύ, ο Λεωνίδας και ο Βασίλειος Ζαχάρωφ είναι πολύ δυνατές προσωπικότητες, αλλά και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που πώς να υποψιαστεί κανείς ποιος από τους τρεις θα είναι εκείνος που θα εξαναγκάσει το συγγραφέα να επιλέξει το μελλοντικό του ήρωα;
Αλλά αν βασιστώ στον τρόπο που ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του σε δυο από τα επτά του μυθιστορήματα , τότε αισθάνομαι μια σιγουριά όταν καταθέτω την υπόνοια πως ο Δημήτρης Στεφανάκης μπορεί να είναι ένα νέος Τάσος Αθανασιάδης –οι «Πανθέοι» αυτού του συγγραφέα περιέγραψαν την ελληνική ιστορία και κοινωνία με μια τάση κοσμοπολιτισμού- αλλά και ένας μακρινός, έστω, συνεχιστής της ματιάς του Καραγάτση –αξίζει να σκεφτούμε κάποια στιγμή
τις αναλογίες του Γιούγκερμαν με τον Ζαχάρωφ.
Δεν ξέρω αν το σκέφτηκε κανείς, αλλά εγώ θεωρώ πως με τη δική του Αλεξάνδρεια ο Στεφανάκης δε συνέχισε την ιστορία της πόλης από εκεί που την άφησε ο Τσίρκας. Αλλά ούτε και συγγένειες μπορώ να βρω με την τριλογία του Θέμελη.
Ο δημιουργός της «Λέσχης» έχει διαφορετικές πολιτικές αναζητήσεις και ο συγγραφέας της «Αναζήτησης» γράφει ως βαλκάνιος συγγραφέας. Και βέβαια, απέχει η ματιά του Στεφανάκη από αυτήν του Ισίδωρου Ζουργού.
Ο Ζουργός περιγράφει το ελληνικό πάθος έχοντας επιλέξει να σταθεί σε ελληνικό τόπο. Ο Στεφανάκης το ίδιο αν θέλετε πάθος περιγράφει, αλλά δέστε τον, τόπο εκτός ελληνικής επικράτειας έχει αυτός διαλέξει.
Μα μήπως λέγοντας κοσμοπολίτικη ματιά, κάτι τέτοιο δε θέλουμε να περιγράψουμε;
Η γραφή του Δημήτρη Στεφανάκη –στέρεη και κλασική- δεν προτείνει μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας. Προτείνει μια πλέον ανοιχτή προσέγγισή της. Κι αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο κοσμοπολιτισμού.


Τα βιβλία του Δημήτρη Στεφανάκη
Φρούτα εποχής, 2000
Λέγε με Καΐρα, 2002
Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία, 2004
Μέρες Αλεξάνδρειας, 2007
Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, 2009
Θα πολεμάς με τους θεούς, 2010
Φιλμ νουάρ, 2012