Παρίσι, 1924. Ο Αμερικανός Μπίλι Χέιβενς αν και έχει επιλεγεί να εκπροσωπήσει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς του 1924 στο Παρίσι, ως μέλος της ομάδας κωπηλασίας στην τετράκωπο με πηδαλιούχο, εντούτοις δεν λαμβάνει μέρος. Προτιμά να μείνει δίπλα στη γυναίκα του που περιμένει το πρώτο τους παιδί. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες η ομάδα των ΗΠΑ κερδίζει το χρυσό μετάλλιο. Όχι, όμως και ο Χέιβενς. Θα πιάσει στα χέρια του ένα άλλο χρυσό μετάλλιο, μετά από 28 χρόνια, όταν ο γιος του θα κερδίσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι στο κανόε.
Εκείνου το κορμί γινότανε κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο σκληρό, ολοένα και περισσότερο ευλύγιστο. Κι αυτή, τις νύχτες τον άκουγε να ανασαίνει με ρυθμούς σταθερούς και καταλάβαινε πως ο άντρας της ακόμα και στα όνειρά του προσπαθούσε. Προπονείτο. Κι άπλωνε το χέρι της –πολύ αργά, πολύ ήρεμα το άπλωνε, για να μην τον ξυπνήσει– και με τα δάχτυλά της ψαχούλευε τους μυς της κοιλιάς και τους μυς των μπράτσων και σκεφτότανε το πόση προσπάθεια, πόσα όνειρα κρύβανε μέσα τους αυτοί οι μυς που ακόμα και την ώρα του πιο βαθύ ύπνου δε λέγανε να ξεχάσουνε την αποστολή τους.
Μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε η ησυχία της νύχτας, αλλά αυτή, με τα μάτια ανοιχτά και την ακοή της σε ετοιμότητα, μπορούσε να δει και να ακούσει τον παφλασμό των νερών καθώς τα τέσσερα ζεύγη κουπιών τα αναταράσσανε. Και ήξερε, μπορούσε να το δει με το βλέμμα των ονείρων της, πως ένας από τους τέσσερις άντρες που ριχνόντουσαν στη νίκη, ήταν κι ο δικός της, αυτός που τώρα δίπλα της ανάσαινε αργά και σταθερά, ίδια η αναπνοή του πάντα με εκείνη που είχε την ώρα των προπονήσεων.
Μήτε κι έπρεπε…
Μια εικόνα ήταν αυτή που την γέμιζε χαρά. Μα και αγωνία. Γιατί ήθελε να κοιμάται δίπλα σε έναν πρωταθλητή, της άρεσε τόσο να σβήνει μέσα στα δυνατά του μπράτσα, αλλά την ίδια τη στιγμή κι αναστατωνότανε καθώς ήθελε και να έχει δίπλα της, στη δικιά πια μεγάλη ώρα, το σύντροφο, τον άντρα που της είχε σπείρει μέσα στα σπλάχνα το πρώτο της παιδί. Το παιδί του, το παιδί τους.
Ήξερε πως δε θα γινότανε έτσι, μήτε κι άλλωστε έπρεπε, ήθελε να γίνει. Ποτέ της δεν έπρεπε να του πει το πόσο θα το λαχταρούσε να ήταν αυτός που θα έσκυβε από πάνω της και το δικό του το πρόσωπο να ήταν το πρώτο που θα έβλεπε όταν θα άνοιγε τα μάτια της και η δικιά του η φωνή να ήταν εκείνη που θα της μουρμούριζε «Να μας ζήσει ο γιος μας!» Ήξερε πως δε θα γινότανε αυτό, μήτε κι άλλωστε έπρεπε. Ήταν ανάγκη να το αποδεχτεί… Το αποδεχότανε.
Ακριβώς όπως αποδεχότανε και χαιρότανε να βλέπει το δικό της σώμα, μέρα τη μέρα, να γλυκαίνει, να ωριμάζει, να φουσκώνει, να προετοιμάζεται για την κυοφορία και τη γέννα.
Δίπλα στο δικό του σώμα που εξέπεμπε τη δύναμη της νίκης, απλωνότανε το δικό της που φεγγοβολούσε από την πληρότητα της κύησης. Δυο σώματα με διαφορετικούς προορισμούς…
Το χρώμα των ματιών
Τα ξημερώματα εκείνος ξύπναγε, ετοιμαζότανε, την άφηνε να είναι ξαπλωμένη στα σεντόνια που είχαν ακόμα πάνω τους τη γεύση του ιδρώτα των ονείρων του και την φιλούσε στο στόμα. «Να μου τον προσέχεις!» της χάιδευε με την ανάσα του το αυτί και έφευγε. Τον περιμένανε οι ασκήσεις και οι λίμνες, τα κουπιά και οι συναθλητές. Τον περίμενε η δόξα.
Αυτή τη δόξα –την προσμονή της– την διέκρινε και τα βραδάκια, που εκείνος επέστρεφε και την έκλεινε στην αγκαλιά του και πολύ προσεχτικά την έγερνε πάνω στον καναπέ και την παρέσερνε μαζί του σε ήρεμες βαρκάδες του έρωτα. Εκείνος δεν υποψιαζότανε, αυτή ήξερε. Αυτή προετοίμαζε τη ζωή, εκείνος σχεδίαζε τον άθλο. Και οι μήνες κυλούσανε. Πλησιάζανε οι μέρες των αγώνων. Πλησιάζανε οι μέρες που αυτή θα γεννούσε.
Κάποιες Κυριακές εκείνος την έπαιρνε και τραβάγανε για μικρές βόλτες. Σε μέρη εξοχικά και απόμερα. Βουνίσια μέρη. «Όχι και σήμερα νερά!» γελούσε εκείνος, «Όχι και σήμερα στάλες και ήχοι παφλασμών! Σήμερα θέλω ν΄ ακούσω τους ήχους του βουνού και μέσα στην ησυχία της χλόης, να αγγίξω τα μικρά σκιρτήματα του παιδιού μας!» Το περίμενε το παιδί τους. «Τί χρώμα ματιών, λες, να έχει;» τη ρωτούσε, καθώς είχανε ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι μιας πλαγιάς.
Η λάμψη του χρυσού
«Γαλάζια, υποθέτω!» του απαντούσε εκείνη. γαλάζια όπως τα δικά του, όπως τα δικά της. Γαλάζια όπως τα νερά των λιμνών. «Και κάνει τα μωρά να δούνε τη λάμψη του χρυσού;» εκείνος συνέχιζε να παίζει με το διπλό του όνειρο. «Γιατί» συνέχιζε, «το πρώτο πράγμα που θα δει ο γιος μας θα είναι το χρυσό μετάλλιο που θα του έχω φέρει από τους Ολυμπιακούς!»
Την κοιτούσε και στα μάτια του μέσα σπαρταρούσανε η δόξα του νικητή και το πάθος του πατέρα. Πώς να του έλεγε πως την ώρα τη μεγάλη τη δικιά της, εκείνος θα ήταν αλλού;
«Γιατί συννέφιασες;» τη ρώτησε. Πήρε βαθιά ανάσα. Το αποφάσισε. «Έχεις υπολογίσει καλά τις μέρες;» «Να υπολογίσω, τί;» «Τις μέρες που θα γενώ, εσύ θα είσαι στους αγώνες!»
Υπάρχουν λόγια που δεν ταιριάζουν με το γλυκό θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς και της σημύδας; Φαίνεται ως υπάρχουν. Το σώμα της, έτσι όπως ακουμπούσε πάνω στον κορμό του δέντρου, ήταν σαν μια υπέροχη άποψη της γενναιοδωρίας της φύσης. Το σώμα της, τα πρησμένα στήθια και η φουσκωμένη κοιλιά, το πρόσωπο με πάνω του τα σημάδια του μοναδικού μυστικού τους. «Θες να πεις…». Σήκωσε το χέρι της, με τα δάχτυλά της του σφάλισε τα χείλια. «Δεν έχει νόημα να ταράζεσαι… Θα μπορέσω και μόνη μου… Θα…» Εκείνος ανατρίχιασε. Μόνη της; Τί θα πει μόνη της;
Τα όνειρα για μια δόξα
Δηλαδή την ώρα που εκείνη θα συνεργάζεται με τη φύση για να φέρει στο φως της ζωής ένα πλάσμα που θα έχει μέσα στις φλέβες του και το δικό του το αίμα, που θα έχει πάνω στο δέρμα του τις αναμνήσεις και του δικού του δέρματος, που μέσα στις κόχες των ματιών του θα φωλιάζουν μάτια ίδια στο χρώμα με τα δικά του και της φαμίλιας του, μια τέτοια ώρα, αυτός να βρίσκεται μίλια για μίλια μακριά, για να προπονείται και να αγωνίζεται… Να νικά ή να χάνει…
Ανάσαινε βαθιά. Το στήθος του προσπάθησε να μαζέψει όλο το οξυγόνο του βουνού. Η σκέψη του ατόνησε, έμεινε μόνο μια εικόνα να βασιλεύσει μέσα στο βλέμμα της φαντασίας του. Μια εικόνα: εκείνη και ο γιος τους. Μόνοι τους. Πού θα ήταν αυτός; Για τί πράγμα θα αγωνιζότανε;
Σηκώθηκε. Μπροστά του απλωνότανε η πλαγιά, πιο πέρα ήταν η πόλη. Πιο πέρα η θάλασσα. Στην άλλη της την άκρη, μια άλλη ήπειρος. Εκεί θα ήταν αυτός. Εδώ εκείνη και το πλάσμα που θα είχε μάτια στο χρώμα των δικών του. Το πρώτο βλέμμα αυτών των ματιών, πού θα έπεφτε; Ποιανού το πρόσωπο θα αντίκριζε;
Ένα πλασματάκι που θα θυμότανε τους ήχους του σώματος της μητέρας. Από τη δικιά του παρουσία τί θα είχε να θυμάται; Κι έπειτα του ήρθαν στο νου όλες εκείνες οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια της προσπάθειας και των ελπίδων. Τα όνειρα για μια δόξα αιώνων. Η πιθανότητα μιας νίκης που θα τον έκανε αθάνατο.
Το χρυσό στην οικογένεια!
Κι πάλι ανατρίχιασε. Και τότε άκουσε το τιτίβισμα των πουλιών. Και σήκωσε το κεφάλι και είδε τα χελιδόνια –δυο πανέμορφα πουλιά– που πηγαινοερχόντουσαν στη φωλιά τους –μια το ένα, μια το άλλο– και ταΐζανε τα μικρά τους. Μικρά πουλάκια, τρυφερούδια, με ανοιγμένα στόματα, έτοιμα πάντα να ευχαριστήσουνε και τον ένα γονιό και τον άλλο. Πάντα και από τους δυο να παίρνουνε τη ζωή. Και από τους δυο να τη ζητάνε.
Και το αποφάσισε. «Για μια νίκη μόνο εγώ νοιάζομαι!» της είπε και την βοήθησε να σηκωθεί. Η παλάμη του κατρακύλησε στην κοιλιά της. Και το αισθάνθηκε το μήνυμα του γιου. «Το χρυσό μετάλλιο θα έρθει στην οικογένεια!» χαμογέλασε, «Αν όχι σε λίγους μήνες, σε κάποια χρόνια… Πάντως, σίγουρα θα έρθει!» «Μα τί λες;» Η παλάμη του ευφράνθηκε από το μήνυμα του γιού.
«Είμαστε … κι οι δυο σίγουροι!» είπε και το χαμόγελο έγινε γέλιο, «Εσύ μη νοιάζεσαι γι’ αυτά! Ανδρικές δουλειές είναι! Άσε εμένα και το γιο μου –τους δυο άντρες της ζωής σου– να το κανονίσουνε μεταξύ μας… Ξέρουμε εμείς!» Την κράτησε από το χέρι και πήρανε να κατηφορίζουν. Πίσω τους μείνανε τα χελιδόνια –δυο πανέμορφα πουλιά– να προσφέρουν στα μικρά τους σπόρους και μικρά ζωύφια. Η φύση στην πιο καλή της ώρα. Ο ήλιος στο μέσο του ταξιδιού του. Στη στιγμή της νίκης του.
https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-parisi-1924-to-chryso-emeine-stin-oikogeneia/?fbclid=IwAR1ULSej9AsMVS9bWdvJvSyX_AMhgTDvWAO3LLif1lQt6W3O3uJ-VdAYlJs