Μπέρνχαρντ Σλινγκ
«Η γυναίκα στη σκάλα»
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις Κριτική
Μια γοητευτική γυναίκα. Ένας πίνακας που την απεικονίζει να
κατεβαίνει γυμνή μια σκάλα. Η σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο που απεικονίζεται και
στο ίδιο το έργο Τέχνης.
Και τρεις άντρες να διεκδικούν –τον πίνακα ή το μοντέλο;
Ο ένας που έχει παραγγείλει τη δημιουργία του πίνακα.
Ο άλλος που τον
ζωγράφισε.
Ο τρίτος που μαγνητίστηκε.
Τέσσερα πρόσωπα να αναζητούν σχέσεις που τα συνδέουν και
συνάμα τα απομακρύνουν.
Ένα ταξίδι στον προσωπικό χρόνο.
Μια πορεία αυτογνωσίας.
Όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα γραμμένο με μαεστρία και
απλότητα.
Ο Μπέρνχαρντ Σλινγκ –γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημα του
«Διαβάζοντας στην Χάννα»- έχει δημιουργήσει μια μυθιστορηματική σύνθεση όπου η
ερωτική έλξη άλλοτε υπηρετεί την ελευθερία και άλλοτε υποκύπτει στην υποταγή.
Η γυναίκα –το κεντρικό πρόσωπο- αποτελεί μια έκφραση της
χαμένης αμφισβήτησης του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Κάποτε
αφοσιώθηκε στην επανάσταση, αναζήτησε τρόπους να χρησιμοποιήσει ή τη δύναμη του
χρήματος ή την επάρκεια της Τέχνης. Αποφάσισε στο τέλος να προσφέρει
ανθρωπιστική βοήθεια σε ορφανά παιδιά και να ζει απομονωμένη σε όρμο της
Αυστραλίας.
Αλλά καθώς το βιολογικό της τέλος πλησιάζει, θέλει να
επιβεβαιώσει τις επιλογές της ζωής της. Τα λάθη αυτών που έπραξε, τις ευκαιρίες
που δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να υλοποιηθούνε.
Και θα χρησιμοποιήσει την Τέχνη –το πορτραίτο της- για να φέρει κοντά της τους τρεις άντρες που
σημάδεψαν τη ζωή της.
Εκείνοι θα ακούσουν το κάλεσμά της. Ο ένας για να κερδίσει
έστω και την τελευταία στιγμή ότι υλική κατοχή είχε στερηθεί. Ο άλλος για να
επιβεβαιώσει πως δεν είναι μόνο ο δημιουργός του έργου αλλά και ο κύριός του.
Και οι δυο θα αποτύχουν.
Ο τρίτος μόνο θα αφουγκραστεί το κρυφό μήνυμα του πίνακα και
θα θελήσει να ανιχνεύσει το κρυφό μονοπάτι που μπορεί να σε επαναφέρει στο
παρελθόν και στη συνέχεια να σου χαρίσει τη δύναμη να ανασκευάσεις τη ζωή σου
από την αρχή.
Το μυθιστόρημα χωρισμένο σε τρία μέρη –στο πρώτο
περιγράφεται το ερωτικό τετράγωνο μιας νεότητας, στο δεύτερο φωτίζεται το
ολοκληρωμένο παρόν, στο τρίτο θα είναι όπου θα εκραγεί η όποια σύμβαση και θα
προταθεί η αναθεώρηση μιας ολόκληρης
ζωής.
Η αφήγηση γίνεται μέσα από την οπτική ματιά του τρίτου άντρα
και τελικά θα είναι αυτός που θα διεκδικήσει και θα κερδίσει όχι μόνο τον
πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και θα έχει την τύχη να υλοποιήσει την αναθεώρηση της
ζωής του.
Χρησιμοποίησα πιο πριν τη λέξη ‘απλότητα’ για να περιγράψω
την ουσία αυτού του έργου.
Στο τρίτο μέρος του έργου, υπάρχουν σελίδες όπου ο αφηγητής
περιγράφει ως αληθινά γεγονότα, καταστάσεις που απλώς φαντάζεται. Κι αυτό
γίνεται για να φανερωθεί πως τελικά ότι ζήσαμε μπορεί να είναι κάτι που τυχαία είχε συμβεί.
Μια άλλη απόφαση θα είχε φέρει μια άλλη εξέλιξη. Αυτή η τόσο κοινότυπη άποψη,
έχει γραφτεί με μια τέτοια μαεστρία, έχει στηριχτεί σε τόσο καθημερινές
φράσεις, που εν τέλει επιτυγχάνεται το ζητούμενο –να ξεχάσεις προς στιγμή ποια
η αλήθεια και ποια η φαντασίωση. Να το
ξεχάσεις ή πιο σωστά να μη σε απασχολεί. Γιατί δεν είναι
μοναχά η Τέχνη που προσφέρει την ηρεμία της ενδοσκόπησης, αλλά και η απόφαση να
δεις με μια άλλη ελευθερία αυτό που δεν μπορείς να αλλάξεις.
Από μια σκοπιά αν δει κανείς τούτο το έργο, θα μπορούσε και
να το χαρακτήριζε ως ένα σοφά πολιτικοποιημένο μυθιστόρημα. Η κριτική της
αντίθεσης καπιταλισμού – σοσιαλισμού κυκλοφορεί υπόγεια σε όλες τις σελίδες
του και επεμβαίνει στις καίριες
αποφάσεις των κεντρικών προσώπων.
Μυθιστόρημα χαμηλόφωνο, στοχαστικό, απλό.
Πιστεύω πως η αναγνωστική απόλαυση του έλληνα αναγνώστη του
πολλά οφείλει και στην μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού.