13.5.24

Η Χρύσα Φάντη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το "Σαν Μήδεια"

 

Η Μήδεια ως διαχρονική θηλυκότητα

 ΝΗΣΙΔΕΣ / Εφημερίδα των Συντακτών

11.05.24 06:00

Χρύσα Φάντη

Με γραφή λυρική και γλώσσα ρυθμική που συχνά εμπλουτίζεται και με λέξεις αρχαϊκές συγκροτώντας στο σύνολο έναν λόγο αισθητικά και εννοιολογικά ενιαίο, αμφισβητεί τόσο τη γυναικεία όσο και την αντρική εικόνα –όπως αυτές διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν διαχρονικά κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συγκυρίες–, και μακριά από κάθε στείρο πολιτικό και ιστορικό διδακτισμό προσβλέπει στην πραγματική φύση των δύο φύλων.

ΟΜάνος Κοντολέων, συγγραφέας πολυγραφότατος και καταξιωμένος (και στην παιδική και τη νεανική λογοτεχνία) τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως κριτικός και δοκιμιογράφος, με το πιο πρόσφατο έργο του («Σαν Μήδεια», 2023) ολοκληρώνει έναν κύκλο με κεντρικά πρόσωπα τρεις μυθικές γυναικείες φιγούρες· τρεις σκοτεινές και αμφιλεγόμενες περσόνες, γνωστές κυρίως από το αρχαίο δράμα.

 

Αρχίζοντας από την Κασσάνδρα («Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Αμμο», 2018) περνά στην Κλυταιμνήστρα («Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», 2021), για να καταλήξει στη Μήδεια, μια ηρωίδα που φαίνεται να υπήρξε τόσο στη συνείδηση πολλών σύγχρονων συγγραφέων και διανοητών όσο και στην αντίληψη των αναγνωστών τους η πλέον αμφίσημη και παρεξηγημένη. Και είναι αυτή ακριβώς η αμφισημία που πρωτίστως τον παρακινεί να κλείσει την τριλογία του επιλέγοντας τη μορφή της και επιχειρώντας μια νέα προσέγγιση και επαναδιαπραγμάτευση της εικόνας της, καθώς και των συνθηκών που πιθανόν την οδήγησαν στην παιδοκτονία.

 

Το γεγονός ότι για την Κασσάνδρα και την Κλυταιμνήστρα σώζονται κάποιες ιστορικές καταγραφές, ενώ σχετικά με τη Μήδεια, που έχει προηγηθεί εκείνων, όλα όσα γνωρίζουμε κινούνται στη σφαίρα του μύθου, φαίνεται να εντείνει το ενδιαφέρον του, αφού χάρη σ’ αυτό το κενό και την απόλυτη έλλειψη ιστορικής αλήθειας θα φτάσει την έρευνά του μέχρι τις αρχές της Δημιουργίας και της Μυθολογίας, κρατώντας παράλληλα το δικαίωμα και τη δυνατότητα να υποστηρίξει τη δική του μυθιστορηματική εκδοχή, στο πλαίσιο μιας πιο ανοιχτής αλλά και πιο πειστικής ερμηνείας και εστιάζοντας στην ελάχιστα φωτισμένη πλευρά της πρωταγωνίστριάς του, που δεν είναι άλλη από τη γυναικεία και την ανθρώπινη.

 

Είναι προφανές ότι η αναγωγή του εγκλήματος της παιδοκτονίας αποκλειστικά σε λόγους ερωτικής εκδίκησης δεν τον πείθει και δεν τον ικανοποιεί. Αλλωστε, δεν είναι ο μόνος. Πριν από αυτόν υπήρξαν κι άλλοι που διέκριναν σ’ αυτή την αναγωγή την ακαμψία και την προκατάληψη αιώνων σκληρής και άκαμπτης πατριαρχίας. Ο Βασίλης Μπουντούρης, στην εισαγωγή του έργου του «Η άλλη Μήδεια» (1990), επισημαίνει: «2.410 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση της Μήδειας του Ευριπίδη καμιά γυναίκα δεν ξαναέφερε το όνομα Μήδεια […] Το όνομα που σημαίνει “σοφή κυρία”* ρίχτηκε στη λάσπη».

 

Αν η Μήδεια ήταν απλώς μια δαιμονική μάγισσα, αν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια κοινή ψυχοπαθής που δεν δίστασε να δολοφονήσει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άπιστο άντρα της, τότε πώς εξηγείται ότι ο Ευριπίδης δεν την καταδικάζει αλλά τη βάζει να φεύγει πάνω στο άρμα του Ηλιου; Η υπερφυσική και κάθε άλλο παρά ταπεινωτική ή τιμωρητική κατάληξη που της επιφυλάσσει ο αρχαίος τραγωδός ενισχύει την υποψία του συγγραφέα ότι εδώ κάτι άλλο συμβαίνει, επικυρώνοντας την πρόθεσή του να θέσει αυτά που κατά τη γνώμη του ήταν ή θα μπορούσαν να είναι οι σκέψεις και τα όνειρα αυτής της άκριτα δαιμονοποιημένης ύπαρξης, κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης ψυχανάλυσης και μιας φεμινιστικής οπτικής και προοπτικής.

 

Με τις μεταμορφώσεις του μύθου της, έτσι όπως αυτός πέρασε μέσ’ από τον Ευριπίδη και όπως τον συνέλαβε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του ο Ζαν Ανούιγ ή αργότερα τον αποτύπωσε στον κινηματογραφικό φακό του ο Λαρς φον Τρίερ στη δική του «Medea», να τον εμπνέουν και να του παρέχουν τα πρώτα πατήματα και επιλέγοντας για μότο στην αρχή του βιβλίου του τη διερώτηση του Α. Κ. Γκρέιλινγκ: «Υπάρχει, λοιπόν, γνώση του παρελθόντος ή μήπως υπάρχει απλώς, στην καλύτερη περίπτωση, ερμηνευτική ανακατασκευή και ίσως, πάρα πολύ συχνά, απλώς εικασία;» – ο Κοντολέων προχωρεί στη δική του άποψη, παραλλάσσοντας και αναθεωρώντας εκείνες που προηγήθηκαν και αποκαλύπτοντας τις εξουσιαστικές πατριαρχικές δομές που διαχώρισαν αυθαίρετα τον άντρα από τη γυναίκα, αφού «ακόμα και οι θεοί, καθ’ ομοίωση των ανθρώπων, πλέον είναι άνδρες και γυναίκες κατά τις κοινωνικές επιταγές, έχοντας απολέσει την αρχέγονη φύση του άρρενος και του θήλεος».

 

Με γραφή λυρική και γλώσσα ρυθμική που συχνά εμπλουτίζεται και με λέξεις αρχαϊκές συγκροτώντας στο σύνολο έναν λόγο αισθητικά και εννοιολογικά ενιαίο, αμφισβητεί τόσο τη γυναικεία όσο και την αντρική εικόνα –όπως αυτές διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν διαχρονικά κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συγκυρίες–, και μακριά από κάθε στείρο πολιτικό και ιστορικό διδακτισμό προσβλέπει στην πραγματική φύση των δύο φύλων, υιοθετώντας μια σφαιρική αντίληψη για τη γυναικεία ταυτότητα και μια «ιδεατή –ακόμη και ουτοπική– πρόταση ισότιμης συνύπαρξης».

 

*Το όνομα Μήδεια προέρχεται από το ρήμα μέδομαι, το οποίο σημαίνει προνοώ, μελετώ, διαλογίζομαι και φροντίζω, καθώς και επινοώ, μηχανεύομαι.

Άννα Κουππάνου «Όταν μας άφησε η θάλασσα» Εκδόσεις Πατάκη

 Άννα Κουππάνου

«Όταν μας άφησε η θάλασσα»





 

Η κυπριακή λογοτεχνία για παιδιά και νέους θα έλεγα πως παρακολουθεί τις θεματικές όσο και ποιοτικές εξελίξεις της αντίστοιχης ελλαδικής.

Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση οι Κύπριες και οι Κύπριοι συγγραφείς αυτού του είδους στράφηκαν προς μια πολιτική στάση ενημέρωσης του κοινού τους και βέβαια λογικό ήταν στη στάση αυτή να κυριαρχούν το μεγάλα τραύματα της Τουρκικής Εισβολής και Κατοχής, όπως και το δράμα των αγνοουμένων και των προσφύγων.

Αρκετά από τα βιβλία εκείνης της περιόδου είχαν εκδοθεί από εκδοτικούς οίκους που είχαν την έδρα τους στην Ελλάδα κι έτσι αρκετοί από τους συγγραφείς τους -κυρίως γυναίκες- έγιναν ευρύτερα γνωστοί (Μαρία Πυλιώτου, Κίκα Πουλχερίου, Φιλίτσα Χατζηχάνα, Έλλη Παιονίδου κ.α)

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Κυπριακή Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους   συνέχισε να αναζητά νέες θεματικές και με την ιδιαίτερη υποστήριξη τόσο της Κυπριακής Πολιτείας όσο και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου διατήρησε τη ζωντάνια της, ενώ νέες παρουσίες ήρθαν για να της προσφέρουν ευρύτερους θεματικούς κύκλους.

Οι σύγχρονοι Κύπριοι συγγραφείς Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας ή ήταν πολύ μικρά παιδιά όταν έγινε η Τουρκική Εισβολή ή γεννήθηκαν μετά από μερικά χρόνια. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το τραύμα δεν τους έχει επηρεάσει, ακριβώς όπως κάτι παρόμοιο βλέπουμε να συμβαίνει και σε όσους Κύπριους συγγραφείς γράφουν για ενήλικες ή και για ενήλικες.

Μέσα στα δικά τους έργα, εκείνη η εποχή συχνά επανέρχεται και περιγράφεται με ένα πλέον πολυεδρικό τρόπο. Η πληγή χωρίς να έχει κλείσει σαφώς δεν έχει κακοφορμίσει. Οπότε το συλλογικό τραύμα υπεισέρχεται στα έργα ως αιμάτινη διαδρομή ή περιγράφεται με την αντικειμενικότητα της απόστασης.

Αρκετοί και συγγραφείς αυτής της γενιάς που είναι γνωστοί και στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και η Άννα Κουππάνου.

Πρόκειται για μια από τις πλέον δραστήριες παρουσίες στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας στην Κύπρο. Συγγραφέας, λειτουργός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, συντονίστρια Προγραμμάτων Φιλαναγνωσίας, έχει να παρουσιάσει σημαντικό ερευνητικό έργο και δράσεις.

Τα βιβλία της έχουν τιμηθεί  με Κρατικό Βραβείο της Κύπρου, και με Βραβεία του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου, του λογοτεχνικού περιοδικού ‘Ο Αναγνώστης’, της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και έχουν αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ υπήρξε και υποψήφια για του Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.

Τα περισσότερα από τα βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, όπως άλλωστε και αυτό το πλέον πρόσφατο – «Όταν μας άφησε η θάλασσα»

Στο μυθιστόρημα αυτό η Κουππάνου μας παρουσιάζει ένα γεγονός από την εποχή της Εισβολής που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό. Έχει να κάνει με την μεταφορά εκατοντάδων κυπριόπουλων από τα κατεχόμενα εδάφη στην Ελλάδα για να φιλοξενηθούν από Ελληνικές οικογένειες ή Ιδρύματα.

Ένα από τα παιδιά αυτά είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας αυτού του βιβλίου. Η μικρή Κατερίνα, από ένα χωριό της Κερύνειας, και ο δίδυμος αδελφός της Μιχάλης αφήνουν την οικογένειά τους και μαζί με άλλα παιδιά έρχονται στην Ελλάδα για να φιλοξενηθούν.

Πώς αισθάνεται ένα παιδί που ξαφνικά ότι είχε γνωρίσει ως οικογενειακή θαλπωρή χάνεται; Τί σημαίνει να εξαναγκάζεται να αποχωριστεί τόσο τους δικούς του όσο και το μέρος που μεγάλωσε, τους φίλους που μαζί τους μοιραζότανε την καθημερινότητά του; Ποιες οι αντιδράσεις του όταν φτάνει στο νέο, άγνωστο τόπο;

Η Άννα Κουππάνου χαρίζει στην ηρωίδα της μια ευαίσθητη ματιά μέσα από την οποία μας μεταφέρει σκέψεις και συναισθήματα, μας περιγράφει γεγονότα που δεν εγγράφονται στην επίσημη Ιστορία.

Και ο λόγος της μικρής Κατερίνας είναι και το μεγάλο προτέρημα του μυθιστορήματος. Πως αυτό που όλοι εμείς οι ενήλικες έχουμε συνηθίσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο να το αντιμετωπίζουμε, μετατρέπεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό όταν το βιώνει ένα παιδί.

«Ο οδηγός κατεβάζει το γυαλί και εξηγεί  σε κάποιον: ‘Τα προσφυγόπουλα από την Κύπρο, αδελφέ. Αυτά είναι’.                                                                                                                     Μέσα μου ανάβει ξαφνικά μια φλόγα. Θέλω να φύγουμε. Θέλω να με ρωτήσει κάποιος να του πω ότι θέλω να φύγουμε. Θέλω να ζω μακριά από εκείνη τη λέξη. Δεν είμαι προσφυγόπουλο. Είμαι η Κατερίνα. Θέλω να φύγω από τα ξένα χωριά και τις θάλασσες…» (σελ. 114)

Μυθιστόρημα που στηρίζεται στις μικρές μεν αλλά ουσιαστικές διακυμάνσεις συναισθημάτων και σε μια γλώσσα όπου έχει πλαστικότητα, ευρήματα και κυρίως την αμεσότητα της παιδικότητας.

Με αυτά τα εφόδια το «Όταν μας άφησε η θάλασσα» δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα για ένα γεγονός του 1974, αλλά μια αφήγηση απόλυτα καίρια ως προς την επικαιρότητά της.

Πρόσφυγες, μετανάστες, ξεριζωμένοι συνεχίζουν να διασχίζουν θάλασσες πιστεύοντας σε ένα καλύτερο αύριο.


(700 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/22446-otan-mas-afise-i-thalassa


9.5.24

Πέδρο Αλμοδόβαρ "Το τελευταίο όνειρο"

 

Πέτρο Αλμοδόβαρ

«Το τελευταίο όνειρο»

Εκδόσεις Διόπτρα

 

                                               

Ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ χαρακτηρίζει τα κείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή ως αφηγήματα, μιας και δεν αποδέχεται ειδολογικούς διαχωρισμούς.

Και θα συμφωνήσω μαζί του. Γιατί τι άλλο παρά αφήγηση είναι ένα κείμενο στο οποίο η πραγματικότητα έχει ανάγκη τη μυθοπλασία για να γίνει πιο ολοκληρωμένη.

Όμως αφήγηση δεν υλοποιείται μόνο με τις λέξεις, αλλά και με τις εικόνες. Και ο Αλμοδόβαρ κυρίως σκηνοθέτης είναι, δηλαδή ένας καλλιτέχνης που αφηγείται με εικόνες. Και σε όλες του τις ταινίες συμπλέουν πραγματικότητα και μυθοπλασία. Αυτή είναι η προσωπική κινηματογραφική γραφή του, εμπλουτισμένη βέβαια με στοιχεία υπερβολικού ρεαλισμού, αλλά και σουρεαλισμού, με στιγμές μελοδραματισμού και απόψεις αποκλίνουσες από τις απολύτως αποδεκτές. Με ένα ολότελα δικό του τρόπο έχει σχηματίσει το επαναστατικό και αντισυμβατικό του λόγο.

Οι δώδεκα αφηγήσεις του -έτσι όπως τις διαβάζει κανείς μέσα στη συλλογή «Το τελευταίο όνειρο»- μοιάζουν να είναι μεταγραφές κινηματογραφικών εικόνων σε γραπτό λόγο. Και σε αυτήν τη μορφή τους διατηρούν όλα  τα χαρακτηριστικά που έχουμε μάθει να αναμένουμε από τις ταινίες του Αλμοδόβαρ.

Ποικιλία  θεμάτων -από την ανατροπή κλασικών παραμυθιών σε εξομολογητικές αναμνήσεις* από ρομαντικές εξιστορήσεις σε καταγγελτικές συνθέσεις* από ημερολογιακές καταγραφές σε σπαρακτικούς αποχαιρετισμούς. Κι άλλοτε όλα αυτά να διαθέτουν μια μυθοπλαστική ταυτότητα, άλλοτε πάλι να παραμένουν μέσα στα όρια πραγματικού συμβάντος.

Πολύ συχνά οι αφηγήσεις παραπέμπουν σε κάποιες λεπτομέρειες ταινιών -το σύμπαν του δημιουργού είναι ενιαίο. Όπως τελικά και οι χαρακτήρες -αρκετοί τουλάχιστον- των ταινιών του θα βρεθούν να υπάρχουν και μέσα στις σελίδες της συλλογής.

Πιστεύω πως ο Αλμοδόβαρ εκδίδοντας αυτήν τη συλλογή δεν αναζήτησε λογοτεχνικές δάφνες, αλλά να καταθέσει αποσπασματικά και σίγουρα ιδιότυπα τις πηγές της καλλιτεχνικής του έμπνευσης. Μια μορφή ημερολογιακών καταγραφών, με άλλα λόγια. Άλλωστε και ο ίδιος στην εισαγωγή το ξεκαθαρίζει: «…αυτό το βιβλίο μοιάζει με μια αποσπασματική, ατελή και κάπως αινιγματική αυτοβιογραφία»

Δώδεκα, λοιπόν, αφηγήσεις -όχι όλες με την ίδια στόχευση. Μα σίγουρα εκείνη που προεξέχει είναι και η συντομότερη, ίσως και πλέον απλή. Η περιγραφή της τελευταίας συνάντησης του Αλμοδόβαρ με τη μητέρα του, στο νοσοκομείο, λίγες ώρες πριν από το τέλος της. Η απλότητα αφήνει όλο το συναίσθημα να ξεδιπλωθεί.

Και αν πάνω σε κάποιες από τις αφηγήσεις ήδη έχουν στηριχτεί ταινίες του, σε κάποιες άλλες μπορεί κάτι παρόμοιο να συμβεί στο μέλλον.

 

Άλλες ξεχωρίζουν με την εκκεντρικότητά τους. Κάποιες τις διακρίνει μια συμβατικότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως διαθέτουν την αυτονομία μιας συλλογής κειμένων με λογοτεχνική επικάλυψη, που κατατίθεται στο σύνολο του έργου ενός δημιουργού.

Όμως άλλο είναι αυτό πού σίγουρα έχει το δικό του ενδιαφέρον και που κάνει την έκδοση ελκυστική ως προς την ανάγνωσή της Είναι το πως λειτουργεί συμπληρωματικά και με κάποιον τρόπο και επιβεβαιωτικά ως προς την ιδεολογική και καλλιτεχνική ταυτότητα ενός κινηματογραφιστή που έχει σε απόλυτο βαθμό διακριθεί από τους ειδικούς και αγαπηθεί από το πλατύτερο κοινό.

Θα σταθώ σε ένα σύντομο απόσπασμα από την εισαγωγή όπου και στην ουσία ο Αλμδόβαρ -πάντα με τον δική του οπτική- εξηγεί σχεδόν όλο του το έργο: «Ως κινηματογραφιστής γεννιέμαι στο απόγειο της μεταμοντέρνας έκρηξης: οι ιδέες έρχονται από οπουδήποτε, όλα τα στιλ και οι εποχές συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν φυλετικές προκαταλήψεις και γκέτο, ούτε και οι αγορές, μοναχά η όρεξη να ζήσεις και να κάνεις  πράγματα. Ήταν το ιδανικό περιβάλλον  που, όπως εγώ, ποθούσε να κατακτήσει τον κόσμο»

Ο Πέτρο Αλμοδόβαρ γεννήθηκε στην Ισπανία του Φράνκο, το 1949. Οπότε σε εμένα προσωπικά γεννήθηκε το ερώτημα: Είναι οι εποχές που δημιουργούν τους καλλιτέχνες που θα τις εκφράσουν  ή οι ίδιοι οι δημιουργοί που δίνουν ο καθένας τη  δική του απόχρωση στην εποχή που ζούνε και δημιουργούνε;

Την πολυποίκιλη γλωσσική υπόσταση των αφηγήσεων, η Μαρία Παλαιολόγου κατάφερε να την μεταφέρει και στη δική μας γλώσσα.

 

(615 λέξεις)

 

https://www.tanea.gr/print/2024/05/03/lifearts/san-skines-sinema-lfpou-ginontai-diigimata/





Ελένη Πριοβόλου «Βαθύ σκοτάδι πριν την αυγή»

 


Ελένη Πριοβόλου

«Βαθύ σκοτάδι πριν την αυγή»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Η Ελένη Πριοβόλου είναι μια από τις πλέον πολυσύνθετες σύγχρονες συγγραφικές παρουσίες.

Ανάμεσα στους τίτλους των βιβλίων της συναντά κανείς από εικονογραφημένες παιδικές ιστορίες έως ιστορικά πολυσέλιδα μυθιστορήματα, από λογοτεχνικά εφηβικά έργα έως σύγχρονου προβληματισμού νουβέλες.

Τόσο το σύνολο σχεδόν του έργου της, όσο και η ίδια ως δρώσα πνευματική προσωπικότητα μπορεί κανείς να πει πως χαρακτηρίζονται από μια καλά τεκμηριωμένη πολιτική συνείδηση. Η Πριοβόλου δίνει με διάφορους τρόπους το παρόν της στις κοινωνικές διεκδικήσεις.

Σίγουρα πάντως το πλατύτερο αναγνωστικό της κοινό είναι εκείνο των ιστορικών μυθιστορημάτων της. Και διόλου τυχαίο κάτι τέτοιο – έχει ήδη επισημανθεί η αύξηση της διάδοσης των ιστορικών μυθιστοριών καθώς ο μέσος έλληνας θέλει να γνωρίσει πρόσωπα και πτυχές του παρελθόντος μέσα από μια ευαίσθητη όσο και τεκμηριωμένη μυθοπλασία.

Όλα αυτής της κατηγορίας έργα της Πριοβόλου είναι συνθέσεις που βασίζονται σε ερευνητικά στοιχεία και προσπαθούν να φωτίσουν περιόδους όπου υπήρξε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην προοδευτική σκέψη και στη συντήρηση.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σε αυτό το τελευταίο της έργο –«Βαθύ σκοτάδι πριν την αυγή».

Πρόκειται για την μυθιστορηματική βιογραφία του Χριστόδουλου Παμπλέκη.

Αντιγράφω κάποια στοιχεία από την el.wikipedia:

‘Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης γεννήθηκε το 1733 στον οικισμό Επάνω Χώρα του χωριού Μπαμπίνη Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός από μητέρα και προσβλήθηκε από ευλογιά, ασθένεια που του σημάδεψε το πρόσωπο και του στοίχισε το αριστερό του μάτι. Ο πατέρας του ήταν κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου. Το 1740 ενεπλάκη σε αιματηρό επεισόδιο με Τούρκους και αναγκάστηκε να φύγει ξανά για τον Όλυμπο παίρνοντας μαζί του και τον μικρό Χριστόδουλο. Σύντομα όμως συνελήφθη από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός. Κάποιος Λιτοχωρίτης ονόματι Καλλίας πήρε υπό την προστασία του τον μικρό Χριστόδουλο ο οποίος παρακολούθησε το σχολείο στο Λιτόχωρο και κατόπιν στη Ραψάνη. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και φιλομαθής, γι' αυτό σε μικρή ηλικία ο Καλλίας τον έστειλε στο Άγιο Όρος όπου γράφτηκε στην περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία. Εκεί είχε δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και διακρίθηκε στα μαθηματικά. Κατά τη φοίτησή του έλαβε και το μοναχικό σχήμα. Σε ηλικία 25 ετών, τον Ιανουάριο του 1759 απογοητευμένος από την κατάσταση στην Αθωνιάδα έφυγε για την Ευρώπη. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Σύντομα θα εκδώσει και ο ίδιος φιλοσοφικά έργα που θα προκαλέσουν ευμενή σχόλια από τους μεγάλους διαφωτιστές εκείνης της εποχής -Ντιντερό, Ντ΄αλαμπέρ, Μπέικον, Καρτέσιου κ.α. Οι απόψεις του, όμως, θα είναι αντίθετες από την επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία και θα αφορίσει τόσον αυτόν όσο και τους μαθητές του και θα καταδικάσει τα έργα του και τις απόψεις τους.’

Αυτήν την σχεδόν άγνωστη στην εποχή μας προσωπικότητα, η Ελένη Πριοβόλου αποφάσισε να την φέρει στην επικαιρότητα, με σαφή στόχο να αντιστοιχήσει τις αντιδράσεις του τότε με αυτές του σήμερα.

Άρα έχουμε και πάλι ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα που αναφέρεται εμμέσως στην εποχή μας, ενώ παράλληλα περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες γεγονότα, καταστάσεις και διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε μια Ευρώπη που είχε ξεκινήσει την μετάλλαξή της.

Η Ελένη Πριοβόλου ανήκει στους σύγχρονους συγγραφείς μας που - ο καθένας με τον τρόπο του-  επιζητούν να γνωρίσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό πρόσωπα και συνθήκες της Ελληνικής Ιστορίας που δεν έχουν βρει τη θέση τους στα ποικίλα ιστορικά αφηγήματα που τόσο ως νέοι όσο και ως ενήλικες οι νεοέλληνες δεν είχαν -μάλλον δεν τους δόθηκε- ευκαιρία να γνωρίσουν.

Μια τέτοια προσωπικότητα και ο Χριστόδουλος Παμπλέκης.

Η επιλογή της Πριοβόλου η αφήγηση να έχει τη μορφή απομνημονευμάτων προσφέρει τη δυνατότητα ο αναγνώστης να ξεναγηθεί με αμεσότητα και χωρίς τυπικότητές στην καθημερινή ζωή στα διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ευρώπη του 16ου αιώνα.

Γνωρίζουμε οικονομικές συνθήκες, τον τρόπο ζωής πλουσίων και φτωχών, τη στενή σύνδεση της επιστήμης με τη θρησκεία, τη τόλμη κάποιων φωτισμένων διανοούμενων να αναζητούν τρόπους ενημέρωσης των πολλών, τις σκληρές αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων.

Και πέρα από την μεγάλη έρευνα που πρέπει να είχε προηγηθεί της συγγραφής του συγκεκριμένου έργου, πιστώνεται στο ταλέντο της Πριοβόλου και η ικανότητα της να αφηγείται με μια γλώσσα που διατηρεί τη ζωντάνια όσο και το χρώμα εκείνων των εποχών.

«Έπειτα μιλούσαν για τους χρόνους της Αναγέννησης, όπου το φως άρχισε να αμπώχνςι το σκοτάδι, και για τα φωτεινά πνεύματα που έφεραν και φέρουν -και θα συνεχίσουν να προσφέρουν- το φως της γνώσεως και της σοφίας. Όλες τους οι κουβέντες επικεντρώνονταν στον φόβο που σπέρνουν οι λογής εξουσίες και στο συμφέρον τους να παραμείνει ο λαός αμαθής υπό τον ζυγό της ζοφερής τους εποπτείας και ελέγχου» (σελ.109 -110)

Ένα μυθιστόρημα ιστορικό που όπως όλα τα καλά ιστορικά μυθιστορήματα αφορά και το σήμερα.

(767 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/22409-vathi-to-skodadi-prin-tin-avgi