24.7.20

Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo


Είναι άραγε η Ερωτική αγωγή ένα βιβλίο μόνο για άντρες; Σε μια πρώτη εντύπωση, μοιάζει η ιστορία του Χρήστου Βαλλή και του γιου του, Άρη, που καλύπτει όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, να αφορά την ανδρική οπτική απέναντι στον έρωτα ως ένστικτο αρχικά, ως συνειδητή πράξη κατόπιν, ως αγωγή που περνάει από γενιά σε γενιά. Πόσο εφικτός, ωστόσο, είναι ο διαχωρισμός του ερωτικού τοπίου και πόσο διαφορετική είναι η πρόσληψή του από τα δύο φύλα; Μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις που καθορίζουν δεσμευτικά τις συμπεριφορές και τα ιδεολογικά πλαίσια που με τη σειρά τους τις υποστηρίζουν (εμφανής η διαλεκτική σχέση), χτίζεται η διαπαιδαγώγηση και εξασφαλίζεται η διαιώνιση των κοινωνικών σχημάτων, που αφορά και τα δύο φύλα αδιακρίτως, με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες διαδρομές, σε κάθε περίπτωση αλληλοσυμπληρούμενες. Ο έρωτας, άρρηκτα δεμένος με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο διαφαίνεται η απογείωση και η προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων. Η ερωτική πράξη δημιουργεί απελευθερωμένα άτομα δίνοντας την ώθηση που απαιτείται για την ποθητή αποδέσμευση. Η προβληματική αποδοχή, από την άλλη, του ερωτικού ενστίκτου και η αποσιώπησή του υποτάσσει ακόμη πιο ταπεινωτικά στις έξωθεν δεσμεύσεις. Όσο για τον 20ό αιώνα, που αποτελεί τον καμβά της ιστορίας, αυτός κι αν έχει να δείξει ανατάσεις και καταβυθίσεις, επαναστάσεις και οικτρές διαψεύσεις.

 

Η Ερωτική αγωγή πρωτοεκδόθηκε το 2003. Ο Μάνος Κοντολέων θέλησε τότε να κάνει την ανασκόπηση του προηγούμενου αιώνα, εκεί στο κατώφλι του καινούργιου. Και εστίασε στο ερωτικό τοπίο, προκειμένου μέσα από το διάφανο γυαλί των ερωτικών συμπεριφορών να αναδειχθεί η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα μιας εποχής που έθρεψε τις προσδοκίες για να αποδεχτεί κατόπιν την αποτυχία του ονείρου. Αν θέλουμε να μείνουμε μόνο στα ελληνικά δεδομένα, διαβάζοντας το βιβλίο έρχεται στον νου ο ερωτικός Καραγάτσης, στον Γιούγκερμαν (πρωτοεκδόθηκε το 1938) αλλά και ο Μεγάλος Ανατολικός του Εμπειρίκου, γραμμένος στο διάστημα 1945-1951, που είδε το φως της έκδοσης πολύ αργότερα. Γραμμένα και τα δύο αυτά έργα μέσα στην εποχή στην οποία τοποθετούν τις ιστορίες τους, αποτελούν κατεξοχήν αποτυπώσεις του ερωτικού στοιχείου ως βασικού δείκτη κοινωνικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό αρκούνται στη μυθοπλασία και αφήνουν την πλοκή και τη διατύπωση των συναισθημάτων των ηρώων τους να δώσουν το στίγμα των καιρών. Ο Κοντολέων, γράφοντας με την ολοκλήρωση του αιώνα για όσα έχουν προηγηθεί, δεν μπορεί να αρκεστεί μόνον στην πλοκή, γιατί στόχος του δεν είναι άλλη μια ευφάνταστη ιστορία ερωτικού περιεχομένου, αλλά μια δοκιμιακή προσέγγιση του έρωτα με την κάλυψη της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη από τη θέση του παντογνώστη αφηγητή με τη μηδενική εστίαση να παρέμβει κάθε φορά που η ιστορία του χρειάζεται επεξηγήσεις, κάθε φορά που αισθάνεται ότι πρέπει, ξεφεύγοντας από το αφηγηματικό πλαίσιο, να δώσει το χρονικό στίγμα της δικής του εποχής και να θεωρήσει εν συνόλω την ερωτική αγωγή των παλαιότερων χρόνων με την επιρροή που άσκησε στις μετέπειτα γενιές. Μια προκλητική μείξη των δύο ειδών – αν φυσικά ενδιαφέρει εδώ η καταχώριση της λογοτεχνικής γραφής σε κατηγορίες. Προκλητική και η γραφή του οπωσδήποτε. Πώς αλλιώς, όμως, να μιλήσεις για την αίσθηση του έρωτα –εδώ με την πιο σωματική του διάσταση–, αν θέλεις να αποδώσεις τον τρόπο που καταλαμβάνει όλο το είναι σου χωρίς να επιτρέπει ικανό χώρο για συναισθηματικές αναλύσεις και ρομαντικές ερμηνείες; Ο έρωτας, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Κοντολέων, είναι γήινος, όλος σάρκα και αίμα, γι’ αυτό έξοχος στην πληρότητά του. Νομίζω ότι η επιλογή της γλώσσας και φυσικά το ύφος της γραφής προσδίδουν στην ιστορία του βιβλίου τη ρεαλιστική αληθοφάνεια, τόσο απαραίτητη για να λειτουργήσει η όποια μυθοπλασία. Αν η βασική ιδέα καλυπτόταν πίσω από αυτοπεριορισμούς χάριν μιας επίπλαστης και υποκριτικής κοσμιότητας, θα είχαμε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα, άνευρο και ανούσιο εν τέλει. Η καλή γραφή λειτουργεί και με τη θεματική της αλλά και με τα πολύτιμα μορφολογικά χαρακτηριστικά της, που αποδεικνύονται καθοριστικά για την ποιοτική της αποτίμηση.

 

Η ίδια η ιστορία, που καλύπτει δύο γενιές ερωτικής μύησης και διαπαιδαγώγησης, είναι από μόνη της ικανή να δώσει την ταυτότητα των χρόνων που αποτελούν το αφηγηματικό της φόντο. Ταυτόχρονα αποδίδει την ψυχοσύνθεση του άρρενος, στον τρόπο που εκλαμβάνει τον κόσμο ως θεωρητικό «ζωτικό του χώρο» τοποθετώντας το θήλυ σε θέση υποδεέστερη κοινωνικά, απογειώνοντάς το σε αντικείμενο του πόθου του, ένα απαραίτητο «συμπλήρωμα» της κοινωνικής του καταξίωσης και (κυρίως εδώ) της ερωτικής του επιβεβαίωσης. Παρακολουθούμε τον πατέρα, τον Χρήστο Βαλλή, στην κοινωνική του ανέλιξη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου και τα ύποπτα σπίτια του έρωτα στα Γιάννενα του 1930, στα σαλόνια της Αθήνας του μεσοπολέμου, στην Κυψέλη της αστικής διαμόρφωσης. Σπουδές που του ανοίγουν τον ορίζοντα για μια αξιοπρεπή επαγγελματική αποκατάσταση, επιτρέποντάς του παράλληλα να κατακτήσει τον άλλο τρόπο ζωής που ονειρεύεται, μέσα από έναν πλούσιο γάμο. Η γραφή, εξυπηρετώντας την αρχική ιδέα, εστιάζει στην ερωτική ορμή του Βαλλή, την εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας που του παρέχεται από τον νέο τρόπο διαβίωσης, προκειμένου να διαμορφώσει τη συνειδητή ερωτική ταυτότητα· μια επιβεβαίωση του ανδρισμού του, μια επαλήθευση της παντοδυναμίας του αρσενικού. Χρέος του, ωστόσο, είναι να μυήσει στην ερωτική διαδρομή τη «συνέχειά» του, τον γιο του, ώστε να μη χαθεί ό,τι με κόπο πολύ έχει κερδηθεί από τον ίδιο. Ο Άρης, βέβαια, ανήκει στην επόμενη γενιά. Αν δεχτούμε ότι οι εποχές επηρεάζουν δραστικά τον τρόπο που προσλαμβάνεται ο κόσμος από τη συνείδηση, τότε έχει (παράλληλα με τις γονιδιακές καταβολές και την αναπόφευκτη αρχικά πατρική εικόνα προς μίμηση) και μια δική του οπτική. Πώς θα δεχτεί την –αδιανόητη για την ηλικία του– γνώση ότι ο πατέρας του έχει ερωτική ζωή; Πώς θα συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η ερωτική του ζωή αφορά την αδελφή της πρόωρα χαμένης μητέρας του; Πόσο περισσότερο, αν η θεία του είναι στην πραγματικότητα η γυναίκα που τον μεγάλωσε; Θα διεκδικήσει και αυτός μια πρόωρα ώριμη ερωτική συμπεριφορά ακολουθώντας τις υποδείξεις του πατέρα. Η Φρόσω, πρώην οικιακή βοηθός αλλά και ερωμένη του Χρήστου Βαλλή, τώρα πλέον μυημένη στον έρωτα επί πληρωμή, θα αναλάβει την ερωτική διαπαιδαγώγηση του γιου στην πράξη. Η διαδοχή ετοιμάζεται. Ο πατέρας θα φροντίσει και για την οικονομική αποκατάσταση του γιου, καθιστώντας τον ιδιοκτήτη οίκων ανοχής – καθόλου δεν ξαφνιάζει φυσικά η επιλογή μιας τέτοιας επένδυσης. Όταν οι Βαλλήδες εποπτεύουν το τοπίο με αυτές τις ιδιοκτησίες τους, έρχεται στον νου η εικόνα του Γιούγκερμαν, του ήρωα του Καραγάτση, όταν αντικρίζει από ψηλά την πόλη που φιλοδοξεί να κατακτήσει. Η διάθεση κοινή, όλα θα παραμερίσουν μπροστά στην ανδρική ισχύ· το σημαινόμενο ίδιο κι ας διαφέρει το σημαίνον.

 

 Ο έρωτας, άρρηκτα δεμένος με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο διαφαίνεται η απογείωση και η προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων.

 

Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος: Είναι άραγε η Ερωτική αγωγή ένα βιβλίο μόνο για άντρες; Θεωρώ ότι η θεματική εστίαση αφορά, όπως αποδεικνύεται, την ανδρική οπτική, επιμένοντας στην πολυγαμική φύση του άρρενος, όπως εύσχημα μέσα στους αιώνες «καταξιώθηκε» κοινωνικά αλλά και ιδεολογικά. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποστηρίξει με σοβαρότητα την πραγματική ισχύ ενός τέτοιου ιδεολογήματος. Η ανθρώπινη φύση είναι πολυγαμική, και αυτό αφορά τα δύο φύλα, όσο αυτά έχουν το σθένος να αποσείσουν τις κοινωνικά ισχύουσες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Θα είχε ενδιαφέρον, επομένως, να δούμε μια ιστορία γραμμένη από την αντίπερα όχθη, το άλλο μισό της εικόνας, γεγονός που θα αποδείκνυε ότι η θεωρία της ανδρικής ισχύος είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα (παντοδύναμο βέβαια) στηριγμένο εν πολλοίς στη ερωτική συμπεριφορά. Ο Μάνος Κοντολέων στη δική του ιστορία, κάθε φορά που παραμερίζει την ανδρική φιγούρα για να εισχωρήσουν οι γυναικείες, δεν επιτρέπει ανάλογες με την παραπάνω θεωρήσεις. Η γυναικεία παρουσία στο βιβλίο του είναι πάντοτε παρακολούθημα του άντρα, συχνά εξάρτημα της εικόνας του, εργαλείο της ηδονής του· και όταν αποκτά την ανεξαρτησία της, αυτή πάντα συνδέεται με την παραχώρηση που επιτρέπει η δική του καταλυτική μορφή.

 

Το έργο της Βιρτζίνια Γουλφ «Ένα δικό σου δωμάτιο» θα ήταν ένα από τα ευαγγέλια του φεμινιστικού κινήματος, αλλά αν η Τζένη ήθελε τον δικό της χώρο δεν ήταν για να μπορεί εκεί μέσα να κρύψει τις όποιες άλλες προσωπικές της εκφράσεις, μα πολύ απλά και με πατροπαράδοτη αντιφεμινιστικότητα τα εξωσυζυγικά της ατοπήματα. (σ.240)

 

Επομένως, η Ερωτική αγωγή είναι αρχικά ένα βιβλίο που αφορά τους άντρες, τουλάχιστον (υποθετικά) ως προς τη συγγραφική πρόθεση. Ωστόσο, αποδεικνύεται ένα βιβλίο πολύ ενδιαφέρον για τη γυναικεία αναγνωστική πρόσληψη, καθώς επιβεβαιώνει όσα εκ της πείρας γνωρίζει η γυναίκα, αλλά και όσα υπονοεί ως ανδρική θεώρηση του κόσμου. Με άλλα λόγια, όσα σπάνια ομολογούν οι άνδρες στο άλλο φύλο, όσα απλώς αφήνουν να εκμαιευθούν από τασυμφραζόμενα των λέξεων και των συμπεριφορών. Συν τοις άλλοις, ένα απολαυστικό βιβλίο και ως πλοκή και κυρίως ως μορφή. Σωστή και η επιλογή για επανέκδοση, γιατί μπορεί να παρουσιάζει τη διαμόρφωση της ερωτικής ζωής του 20ού αιώνα, ωστόσο ο σχολιασμός του συγγραφέα αγγίζει τον σημερινό απόηχο, με ομοιότητες στα σημεία με το τωρινό τοπίο αλλά και με ουσιαστικές διαφορές. Ο ίδιος στο σημείωμά του στην τωρινή έκδοση επισημαίνει ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση:

-

[ο 20ός αιώνας] μια εποχή η οποία ξεκίνησε από τη θεοποίηση του Έρωτα και τελείωσε με την αντίστοιχη θεοποίηση του Ερωτισμού· που απαρνήθηκε τη γλώσσα των σωμάτων και μεταπήδησε σ’ εκείνη των ειδώλων· που η Όραση παραμέρισε τις άλλες αδελφές της – την Όσφρηση, την Ακοή, τη Γεύση, την Αφή… Κυρίως αυτή. (σ.523)

 

Ποιος θα διαφωνήσει ότι όσα γράφει εδώ ισχύουν σήμερα; Αλλά και ποιος σοβαρά θα υποστηρίξει ότι η ερωτική εικόνα, όπως περιγράφεται εδώ, αφορά μόνο τον ανδρικό πληθυσμό;

Διώνη Δημητριάδου    diastixo Δημοσιεύτηκε 24 Ιουλίου 2020