12.7.14

"Δυο φορές Άνοιξη" στο www.diastixo.gr

Γράφει ο Κώστας Τρακόσας


Ο Μαγιακόφσκι είχε πει ότι «Η Τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σα φακός να μεγεθύνει». Προσωπικά – αν και είμαι εχθρός των ρήσεων – το εν λόγο απόφθεγμα θεωρώ ότι συνοψίζει τα συστατικά ενός καλλιτεχνικού έργου που έχει αξία.
Το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων Κοντολέων «Δύο Φορές Άνοιξη» είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Είναι; Και ναι και όχι. Έχει όλα τα στοιχεία εκείνα που θα το έκαναν ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ένα ερωτικό τρίγωνο, ανεκπλήρωτα πάθη, ανολοκλήρωτοι έρωτες. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι. Διότι – τουλάχιστον στη σύγχρονη λογοτεχνία – τα ερωτικά μυθιστορήματα έχουν ταυτιστεί με μια πεζότητα, με αυτό που αποκαλούμε «λογοτεχνία της ευκολίας». Όποιος, όμως, διαβάσει το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων, θα ανακαλύψει έναν κόσμο, ένα νέο κόσμο – τον κόσμο της Ανθής, του Δημήτρη και του Μανουήλ, τον τρόπο που αυτός ο κόσμος περιπλέκεται (αν και φανταστικός) με τον δικό μας τον αληθινό, δημιουργώντας, τελικά, μια ιστορία, κάθε άλλο παρά «εύκολη». Έτσι, ο Μάνος Κοντολέων, καταφέρνει να πάρει μια απλή ιστορία, ένα απλό love story και να το μετατρέψει σε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, θέτοντας τα κύρια και αγωνιώδη ερωτήματα της ίδιας της ζωής – όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω. Τον καθρέφτη τον έκανε μεγεθυντικό φακό. Και αυτό δεν είναι μικρό επίτευγμα. Σε ερωτική ιστορία, μια τέτοια ικανότητα τη συναντάμε μόνο σε σημαντικούς λογοτέχνες – και ο πρώτος που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο Μπαλζάκ με την Ερωτική Ψύχωση.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η ιστορία ξεκινά το 1986 και φτάνει μέχρι το 2012, ενώ περιστρέφεται γύρω από τρία κεντρικά πρόσωπα. Την Ανθή, την πρωταγωνίστρια, το Δημήτρη, τον άντρα και νεανικό της έρωτα και τέλος τον Μανουήλ, τον εραστή. Αυτοί είναι τα συστατικά στοιχεία ενός ερωτικού τριγώνου, που όμως, ποτέ δε συναντιέται παρά μόνο στο τέλος της ιστορίας μας. Οι ζωές τους είναι παράλληλες, οι ζωές τους είναι μοναδικές, κρυμμένες πίσω από ένα πέπλο σιωπής και σκέψεων και επιθυμιών και αναγκών – όπως είναι οι ζωές όλων μας. Και πρέπει να έρθει μια στιγμή κρίσης, μια στιγμή ζωής και θανάτου – του τρίτου παιδιού της Ανθής, της μοναχοκόρης της Εμμανουέλας – για να αρθεί αυτό το πέπλο. Για να δούνε και οι τρεις την αλήθεια κατάματα. Για να καταλάβουν πως τελικά τα πρέπει, τα θέλω, οι υποψίες, οι ανάγκες και οι επιθυμίες είναι πράγματα που τελικά καθορίζουν τη ζωή μας. Δεν υπάρχουν στο μυαλό μας. ‘Η, για να είμαστε πιο ακριβείς: Αν και υπάρχουν στο μυαλό μας, αποτελούν κινητήριες δυνάμεις των πράξεών μας – και έτσι γίνονται αυτά τα ίδια ζωή.
Αν όμως λέγαμε πως η ιστορία του βιβλίου είναι απλά το παραπάνω ερωτικό τρίγωνο δε θα αδικούσαμε μόνο το συγγραφέα, αλλά και την ίδια την ιστορία που λέει πολλά παραπάνω. Στην πραγματικότητα το ερωτικό τρίγωνο είναι ο καταλύτης για να διεισδύσουμε στις ζωές των ανθρώπων. Για να μάθουμε πως σκέφτονται και πως δρουν, πως αισθάνονται και πως …μεγαλώνουν. Γιατί, τελικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, δεν είναι μια ερωτική ιστορία. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης των ενηλίκων.
Τι εννοώ; Εννοώ πως ο Μάνος Κοντολέων έχει κατανοήσει αυτό που λίγοι συγγραφείς νομίζω έχουν κατανοήσει. Πως ο άνθρωπος δεν είναι δεδομένος. Η φράση «αυτός είναι» δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι αλλάζουν, ανάλογα με αυτά που ζουν. Και όσο πιο έντονα είναι αυτά που ζουν τόσο πιο δραματικές είναι οι αλλαγές. Η σπουδάστρια Ανθή του 1986 δεν έχει καμιά σχέση με την Ανθή του 2012. Ο μουστακαλής Δημήτρης των νιάτων του, δεν είναι ίδιος με τον μεσήλικα Δημήτρη. Ο Μανουήλ από ένα εγωιστικό πλάσμα που στήνει ολόκληρη πλεκτάνη για να απομακρύνει τον Δημήτρη και να κατακτήσει την Ανθή δεν είναι ίδιος με τον Μανουήλ που είναι ικανός να προσφέρει ακόμη και τη ζωή του, αν χρειαστεί, στο όνομα του έρωτα.
Και μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες, ξεδιπλώνονται παράλληλες ιστορίες. Του πατέρα της Ανθής με το αλτσχάιμερ, της αυταρχικής μητέρας του Δημήτρη, που η μοναδική της σκληρότητα στην πραγματικότητα κρύβει την μεγάλη της ανασφάλεια – είναι η άμυνά της για να αντιμετωπίσει έναν κόσμο σκληρό και στον οποίο ίσως και να αισθάνεται άβουλη;, δεν ξέρουμε, μα to υποψιαζόμαστε. Είναι η βαθύπλουτη (και λίγο Μακιαβελική) Έλσα Ζάκομπ, είναι οι παράλληλες μικρές ερωτικές περιπέτειες του Δημήτρη, είναι τα παιδιά, η οικογένεια.
Και γύρω από όλα αυτά, ξετυλίγονται τα ερωτήματα της ζωής, από τα οποία, ένα, κατά τη γνώμη μου, είναι κυρίαρχο και αποτυπώνεται στη φράση που βγαίνει απ’ τα χείλη του Μανουήλ, καθώς απευθύνεται στην Ανθή: «Κάποτε είχαμε μιλήσει για επιθυμίες… Εγώ είχα πιστέψει πως μπορούσαμε να τις ικανοποιήσουμε… Εσύ πάντα δίσταζες… Φοβόσουνα μήπως τελικά υποτασσόσουνα σε αυτές… Ή πρόδιδες άλλες…». Και αμέσως παρακάτω ξαναλέει: «Δεν έχει νόημα να καταλαβαίνουμε κάτι όταν το ζούμε…». Τελικά, εμείς καθορίζουμε τις επιθυμίες ή οι επιθυμίες διαμορφώνουν το πλέγμα της ζωής μας; Και ακόμη παραπέρα: Έχει νόημα να κατανοήσουμε αυτό το ερώτημα απ’ τη στιγμή που ζούμε κάτι ή μήπως …χανόμαστε στη μετάφραση, βάζοντας ερωτήματα αδύνατο να απαντηθούν;
Καθώς διάβαζα το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι είναι η λογοτεχνία; Κάποιοι ίσως να έλεγαν ότι η λογοτεχνία είναι ένα μέσο διασκέδασης, ευχαρίστησης, ένας τρόπος να γεμίζουμε δημιουργικά και όμορφα τον ελεύθερο χρόνο μας. Κάποιοι άλλοι ίσως να έλεγαν ότι η λογοτεχνία πρέπει να σηματοδοτεί κάτι, πρέπει να μπορεί να διεισδύει στα προβλήματα του καιρού, να αφουγκράζεται και να νιώθει την κοινωνία και – γιατί όχι; – να την (συν)καθορίζει.
Για μένα, λογοτεχνία, πριν απ’ όλα η λογοτεχνία είναι λέξεις. Νομίζω πως μέσα σε αυτό το βιβλίο, που μας προσφέρει ο Μάνος Κοντολέων, η κάθε λέξη είναι τόσο όμορφα τοποθετημένη δίπλα στην άλλη, με τέτοια προσοχή και τέτοιο μεράκι, που, στεναχωριέσαι που το μυθιστόρημα τελείωσε. Ναι, ακόμη κι αν δε το θέλουμε, γινόμαστε κι εμείς μέρος της ιστορίας, αισθανόμαστε ένας ακόμη χαρακτήρας – και αυτό επίσης δεν είναι μικρό επίτευγμα.

Κλείνοντας κάποιος το βιβλίο, ίσως να αναρωτηθεί: «Μα καλά, εδώ ο κόσμος χάνεται και ο Κοντολέων ασχολείται με τους έρωτες και τα πάθη της Ανθής, του Δημήτρη και του Μανουήλ;». Ίσως να έχω ήδη ακροθιγώς απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, αλλά θέλω να το πω ξεκάθαρα: Γνώμη μου είναι πως η σημερινή κρίση που όλοι βιώνουμε δεν είναι μόνο κρίση οικονομική. Από εκεί ίσως ξεκίνησε – αλλά πλέον έχει γίνει κρίση ηθική, πνευματική, βαθιά ανθρώπινη. Και αυτή τη διάσταση ο Μάνος Κοντολέων την πιάνει και καταφέρνει να μας τη δώσει με μεγάλη ευκρίνεια. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι ήρωες του βιβλίου, αποκαλύπτονται στη στιγμή της κρίσης.. 


http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/2751-kontoleon-2-fores-anixi

11.7.14

Ξέρετε, γράφω για τον ίδιο μου τον εαυτό. Και ο ίδιος μου ο εαυτός πρώτα από κάθε άλλον με κρίνει


Συνέντευξη στην Τέσυ Μπάιλα // http://fractalart.gr/


Με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα «Δυο φορές Άνοιξη» που μόλις κυκλοφόρησε, ο Μάνος Κοντολέων μιλά για την λογοτεχνία και την εποχή μας, για το παιδικό βιβλίο και το εφηβικό μυθιστόρημα, για τις λέσχες ανάγνωσης και τις επιθυμίες, για την βιωματική τέχνη και τη σχέση του με το διαδίκτυο και τους αναγνώστες.


-Στο τελευταίο σας βιβλίο «Δυο φορές Άνοιξη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη μιλάτε για «επιθυμίες που αργοσβήνουνε κι άλλες που ζητάνε να ανθοφορήσουν…» θέλατε να μας πείτε δυο λόγια γι’ τέτοιου είδους επιθυμίες… Και τελικά τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτός ο τίτλος αυτός;

Όλοι μας έχουμε επιθυμίες που άλλες από αυτές μπορέσαμε να εκπληρώσουμε και άλλες, πάλι, δεν τολμήσαμε να τις υλοποιήσουμε. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως η ζωή του καθένας μας πάνω σε αυτές τις δυο κατηγορίες επιθυμιών σχηματίζεται. Κι έτσι κάποια στιγμή αποφάσισα να μετατρέψω σε μυθιστόρημα τη ζωή μιας γυναίκας που άφηνε τις επιθυμίες της να αργοσβήνουνε και δεν τολμούσε να ακούσει τις φωνές, τις παρακλήσεις κάποιων άλλων αναγκών της που ζητούσανε κι αυτές να υπάρξουν… Να ανθοφορήσουν. Μα ότι παραμελείς, δεν πεθαίνει πάντα. Ελπίζει να το προσέξεις… Να, λοιπόν, τι σηματοδοτεί ο τίτλος –τη δεύτερη ευκαιρία. Μόνο που πολύ συχνά αυτή η δεύτερη ευκαιρία έρχεται όχι όταν εμείς το θελήσουμε, αλλά εντελώς τυχαία. Με απόφαση της ίδιας της ζωής.

-Γράφετε για παιδιά, έφηβους και ενήλικες. Τα τελευταία δυο περίπου χρόνια δείχνετε να στρέφεστε με μια πιο έντονη δυναμική προς τη λογοτεχνία των ενηλίκων. Υπάρχει κάποιος λόγος γι αυτό;

Συνηθίζω να λέω πως όταν είμαι αισιόδοξος τότε γράφω για παιδιά, όταν πάλι είμαι πιεσμένος και θέλω να επαναστατήσω, τότε γράφω για τους εφήβους. Μα όταν είμαι φοβισμένος, τότε είναι που στρέφομαι στη λογοτεχνία για ενήλικες. Τα τελευταία χρόνια ο φόβος όλους μας , νομίζω, πως μας έχει αγγίξει –φόβος κοινωνικός, φόβος οικονομικός, φόβος συνειδησιακός, εθνικός, υπαρξιακός… Έτσι αν και δεν έπαψα να γράφω για παιδιά και νέους –δεν έπαψα με άλλα λόγια και να αισιοδοξώ και να ελπίζω σε μια επανάσταση- πολύ πιο συχνά θυμάμαι τον στίχο του Καρυωτάκη : σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους

-Τελικά ποιο από τα τρία είδη που γράφετε είναι το πιο απαιτητικό;

Εδώ και χρόνια (στην ουσία από τα πρώτα μου βιβλία) δεν ξεχωρίζω τα κείμενα μου ανάλογα με την ηλικία των αναγνωστών. Πιστεύω πως ο αναγνώστης είναι εκείνος που θα αποφασίσει αν ένα λογοτεχνικό έργο ταιριάζει στα ενδιαφέροντά του έτσι όπως αυτά καθορίζονται όχι μόνο από τη βιολογική του ηλικία, αλλά και από την παιδεία του, την ψυχοσύνθεσή του, τις γενικότερες δυνατότητες και ανάγκες του. Εγώ, λοιπόν, αυτά που γράφω τα αντιμετωπίζω με την ίδια ευθύνη, έχω τις ίδιες απαιτήσεις από το ταλέντο μου. Και πάνω απ΄ όλα θέλω να σέβομαι τον κάθε αναγνώστη μου –μικρό ή μεγάλο. Ξέρετε γράφω για τον ίδιο μου τον εαυτό. Και ο ίδιος μου ο εαυτός πρώτα από κάθε άλλον με κρίνει.

-Πόσο βιωματικός είναι ο Μάνος Κοντολέων στα βιβλία του;

Δε νομίζω πως υπάρχει Τέχνη και μάλιστα Λογοτεχνία μη βιωματική. Ακόμα κι όταν ένας συγγραφέας περιγράφει μια μακρινή ιστορική περίοδο, πάντα το προσωπικό του βίωμα εισέρχεται στις περιγραφές του. Τις περισσότερες φορές ανεξέλεγκτα. Αλλά δεν μπορεί ούτε και πρέπει διαφορετικά να συμβαίνει. Η Λογοτεχνία είναι υποκειμενική καταγραφή. Διαφορετικά δεν θα ήταν Τέχνη του Λόγου, μα Επιστήμη.

-Ασχολείστε ενεργά με Λέσχες Aνάγνωσης. Μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Λασκαρίδου ανέλαβαν μάλιστα το ρόλο του συμπαρουσιαστή στην παρουσίαση του βιβλίου σας πριν λίγες μέρες, παρουσιάζοντας τους ήρωες αυτού του βιβλίου. Πόσο σημαντικές θεωρείτε τις Λέσχες Ανάγνωσης για την πορεία του βιβλίου; Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για την εμπειρία σας αυτή;

Γενικά αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό μόνο καλό λόγο έχω να πω για την ύπαρξη και τη λειτουργία λεσχών Ανάγνωσης. Αλλά επειδή κάθε τι το γενικό μπορεί να περιλαμβάνει πολλές υποπεριπτώσεις, προτιμώ να αναφερθώ στο πως εγώ βλέπω τον στόχο μιας τέτοιας ομάδας αναγνωστών.
Λοιπόν για μένα το να συναντιόνται δυο φορές το μήνα 15 με 25 άτομα και να συζητούν για ένα βιβλίο που διάβασαν μέσα στο προηγούμενο δεκαπενθήμερο είναι κάτι το σημαντικό. Μέσα από τις ανταλλαγές απόψεων ο καθένας γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, αλλά και προσεγγίζει τις προσωπικότητες των άλλων, ενώ παράλληλα ενδυναμώνει τις λογοτεχνικές του απαιτήσεις ως αναγνώστης. Διπλός, λοιπόν, ο στόχος μιας τέτοιας Λέσχης. Από τη μια να φέρει κοντά ανθρώπους και από την άλλη να καλλιεργήσει λογοτεχνικά τους αναγνώστες. Γι αυτό και θεωρώ ιδιαίτερα υπεύθυνη τη θέση του συντονιστή μιας τέτοιας Ομάδας. Τα μέλη της συγκεκριμένης Λέσχης (που λειτουργεί εδώ και 5 χρόνια) έχουν δεθεί μεταξύ τους, τρεις φορές το χρόνο βγαίνουμε όλοι μαζί και διασκεδάζουμε, ενώ προτείνουμε και άλλα βιβλία προς ανάγνωση, ταινίες και θετατρικές παραστάσεις.
Εκτιμώ πολύ τη γνώμη των μελών κι έτσι θέλησα πάνω τους να στηρίξω την πρώτη παρουσίαση του νέου μου μυθιστορήματος. Αλλά και πάνω σε αναγνώστες θα στηριχτούν όλες και οι μετέπειτα παρουσιάσεις του «Δυο φορές Άνοιξη». Θα είναι μια έμπρακτη απόδειξη του πόσο εκτιμώ τον απλό αναγνώστη μου και πως εν τέλει πιστεύω πως έχει δικαίωμα η γνώμη του να ακουστεί και να πάρει μια δημοσιότητα. Γι αυτό κει έχω φτιάξει μια σελίδα στο facebook, όπου θα δημοσιοποιούνται οι γνώμες των αναγνωστών του μυθιστορήματος: https://www.facebook.com/pages/Δυο-φορές-Άνοιξη/288438047991430

-Όλα αυτά τα χρόνια έχετε επισκεφθεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό σχολείων. Πόσο σας έχει επηρεάσει η επαφή με τα παιδιά; Θέλετε να μας διηγηθείτε ένα περιστατικό μαζί τους που σας εντυπωσίασε;

Πάντα η άμεση επαφή με το κοινό σου είναι ευπρόσδεκτη. Και όταν μάλιστα είναι παιδιά τότε έχεις και την ευκαιρία να διακρίνεις το πως θα κρατιέσαι κι εσύ σε μια πνευματική και κοινωνική νεότητα. Από παιδί μάλιστα άκουσα και την πιο σημαντική παρατήρηση –«αυτά που γράφετε επηρεάζουν αυτά που ζείτε ή αυτά που ζείτε επηρεάζουν όσα γράφετε;»

-Κύριε. Κοντολέων, από το 1979 έχουν εκδοθεί πάρα πολλά βιβλία σας. Πώς νιώθει ένας δημιουργός όταν βλέπει τα πνευματικά του παιδιά στη βιβλιοθήκη του;

Υπερήφανος… Μα είναι και σα να βλέπεις την ίδια σου τη ζωή.

-Μετά από τόσα χρόνια στο χώρο της λογοτεχνίας τι θα λέγατε σε έναν νέο συγγραφέα που θέλει να ασχοληθεί με το βιβλίο. Είναι ένας εύκολος δρόμος γεμάτος ευχάριστες εμπειρίες ή μια δύσβατη οδός γεμάτη δυσκολίες;

Αν θέλεις να γράψεις δεν πρόκειται να σκεφτείς τις δυσκολίες. Αυτό που έχω να συμβουλεύσω είναι να διαβάζει πολύ και να γράφει επίσης πολύ. Μέσα από την ανάγνωση και τη γραφή έχω αναπτύξει το ταλέντο μου.

-Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού βιβλίου;

Θα σας έλεγα όπως βλέπω και το μέλλον της χώρας μας. Αλλά επειδή είμαι συγγραφέας, δηλαδή ένας άνθρωπος που μέσα από τη Γραφή εκφράζεται, ότι βλέπω για το μέλλον το κάνω λογοτεχνικό κείμενο.

 http://fractalart.gr/%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD-%CE%BE%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B5-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CF%89-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD/