Ισίδωρος Ζουργός
«Λίγες και μία νύχτες»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Θεωρώ τον Ισίδωρο Ζουργό ως ένα από τους πλέον σημαντικούς
συγγραφείς ανάμεσα σε όσους εκδίδουν τα
πρώτα τους έργα προς το τέλος του 20ου αιώνα.
Το πρώτο μυθιστόρημα
του Ζουργού βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1995 και το τελευταίο του –το «Λίγες και μία νύχτες»
- φτάνει στα χέρια των αναγνωστών του
πριν από ένα περίπου μήνα. Είναι το όγδοο του έργο.
Με ελεγχόμενη, λοιπόν, παρουσία στη λογοτεχνία μας ο
Ισίδωρος Ζουργός συνηθίζει να εμφανίζεται τόσο ως προς το χρόνο έκδοσης των
βιβλίων του, αλλά και επίσης ως προς τους κεντρικούς άξονες της θεματικής του.
Κι αυτή την τελευταία παρατήρηση την βλέπω να εφαρμόζεται κυρίως από το τρίτο
μυθιστόρημά του –εννοώ το «Η ψίχα
εκείνου του καλοκαιριού».
Η Θεσσαλονίκη και η ανίχνευση των αναζητήσεων μιας
εσωτερικής ανδρικής περσόνας –οι δυο κεντρικοί άξονες.
Αν και οι γυναίκες παίζουν σημαντικό ρόλο στα μυθιστορήματα
του Ζουργού, στην ουσία τα αφηγούμενα γεγονότα ενεργοποιούν τη δράση τους και
καταθέτουν τους προβληματισμούς τους μέσα από μια αρσενική ματιά.
Παράλληλα ο θεσσαλονικιός μυθιστοριογράφος δεν έχει κρύψει σε κανένα από τα βιβλία του την
αγάπη, τη μαθητεία και την εκτίμηση του προς τους μεγάλους μάστορες του είδους.
Αλλά το ίδιο φανερή είναι και η διάθεσή του να τοποθετήσει
τη γενέθλια πόλη -τη Θεσσαλονίκη- στο
Πάνθεον των μεγάλων πόλεων , σε όσες υπήρξαν πεδία δράσης μυθιστορηματικών συνθέσεων
.
Όπως ο Ουγκώ το Παρίσι ή ο Ντίκενς το Λονδίνο, ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο ή ο Ντάρελ την Αλεξάνδρεια, έτσι και ο
Ζουργός αναζητά τρόπους να ταυτίσει το συγγραφικό του αποτύπωμα με την διαρκή παρουσία
της πόλης αυτής μέσα στην Ιστορία.
Τρία λοιπόν είναι τα κεντρικά υλικά με τα οποία έχει χτιστεί
αυτό το μυθιστόρημα.
Πρώτα απ΄ όλα η πόλη. Η Θεσσαλονίκη από τις αρχές του 20οι
αιώνα μέχρι τα τέλη του περίπου. Η ταυτότητα της, τα πάθη της, οι επεμβάσεις
πάνω στον οικοδομικό, αλλά και στον κοινωνικό ιστό.
Με βαθιά γνώση των αιτιών, ο Ζουργός καταγράφει με μεγάλη
λογοτεχνική
δεξιοτεχνία την μετατροπή μιας πολυπολιτισμικής πόλης σε μια
νέα μορφής μεγαλούπολη με περισσότερο εμφανές το εθνικό της πρόσωπο.
Δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα αυτό είναι
η συνομιλία του με μυθιστορήματα του παρελθόντος. Πολύ σύντομα ο αναγνώστης θα
αποδεχτεί την ένταξη ανάμεσα στους από τον Ζουργό χαρακτήρες και ενός ακόμα –του Γιούγκερμαν, ήρωα κομβικό στο
έργο του Μ. Καραγάτση.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Ισίδωρος Ζουργός, υλοποιεί την άποψη που υποστηρίζει πως όπως οι
άνθρωποι στην αληθινή ζωή μπορεί να τύχει να συνυπάρξουν, το ίδιο μπορεί να
συμβεί και με τους ήρωες των μυθιστορημάτων. Και αυτή την θέση την προχωρεί
περαιτέρω (μέσω ενός ακόμα συγγραφικού ευρήματος) και υποστηρίζει πως αν ένας μυθιστορηματικός
ήρωας βασίστηκε πάνω στη ζωή ενός αληθινού προσώπου, τελικά αυτός που θα μείνει
στη μνήμη των επόμενων γενεών θα είναι ο φτιαγμένος από λέξεις και όχι από
σάρκα.
Πάντως δεν είναι μόνο ο Γιούγκερμαν που προδίδει τη διάθεση
του Ζουργού να τιμήσει τον Καραγάτση. Διάσπαρτα μέσα στην ιστορία του υπάρχουν
κι άλλα στοιχεία ‘καραγατσικής’
προέλευσης (όπως για παράδειγμα από τον Συνταγματάρχη
Λιάπκιν), αλλά και οι περισσότερες από τις γυναικείες φιγούρες του έργου δεν
κρύβουν τη συγγένεια τους με τα γυναικεία πρόσωπα μυθιστορημάτων εκείνου του
πάντα ολοζώντανου δημιουργού του «Κίτρινου Φάκελου».
Αλλά δεν είναι μόνο ο Καραγάτσης που ο Ζουργός τιμά. Συχνά
μας έρχονται στο νου στιγμές και πρόσωπα άλλοτε από τους ‘Αθλίους’ κι άλλοτε από τον τρόπο που ο Τολστόι
περιέγραφε την αχανή ρωσική γη ή ο Μπαλζάκ την μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Τέλος και σε αυτό το μυθιστόρημα κυριαρχεί η ανδρική ματιά.
Ο κόσμος του Ζουργού είναι ένας ανδρικό κόσμος ο οποίος την ώρα που θέλει να αυτοπροσδιοριστεί σύμφωνα με τις καταβολές της φυλετικής του
ταυτότητας, την ίδια ώρα και ετεροπροσδιορίζεται από τον τρόπο που στέκεται
απέναντι στις γυναίκες.
Ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος – ο Λευτέρης Ζεύγος ή
και Ευγένιος Ζιρντό- είναι ανήσυχος, ανασφαλής αλλά και
εγωκεντρικός, φαλλοκράτης, ερωτομανής, λάτρης του χρήματος, αμοραλιστής. Μα και
ενδοσκοπούμενος, προστατευτικός, μονήρης.
Κινείται –κι αυτός όπως και αρκετοί από τους προηγούμενους
ήρωες του Ζουργού- συνεχώς και από τη Θεσσαλονίκη των αρχών του αιώνα, θα
βρεθεί στην παγωμένη Ουκρανία, θα αναζητήσει την τύχη του στο Παρίσι, θα την
βρει στη Μασσαλία, θα την χάσει στην Αμβέρσα και τελικά θα επιστρέψει στην
Νύμφη του Θερμαϊκού όπου και θα κλείσει μια ζωή γεμάτη από φιλοδοξίες, οικονομικούς σχεδιασμούς,
ερωτικές απογοητεύσεις, προδοσίες, εγκληματικές πράξεις, αναπολήσεις και
ανασχεδιασμούς.
Δίπλα του πάντα μια γυναίκα, αν και όλη του τη ζωή ένας και μόνο έρωτας την διαπερνά.
Μια σύνθετη προσωπικότητα που δεν μπορεί να διεκδικήσει την
συμπάθεια του αναγνώστη του, αλλά μήτε και την κατανόησή του.
Προς στιγμή ίσως κάποιος να θελήσει να πιστέψει πως αυτός ο άνδρας έρχεται
να συμβολίσει όλον τον 20ο αιώνα που μέσα στα χρόνια του περπάτησε και να του χαρίσει τα δικά του ετερόκλητα
χαρακτηριστικά.
Κι όμως ο Ισίδωρος Ζουργός
βιάζεται να διαχωρίσει τις πράξεις του ενός από τα πάθη των πολλών.
Χρησιμοποιεί γι αυτό (από την πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος) φράσεις
του Σεμπάστιαν Μάρυ : Γύρω του ο αιώνας
είχε μόλις ξεκινήσει. Θα υποστεί ένα μεγάλο μέρος του, αλλά τίποτε από αυτό ν
τον αιώνα δεν θα είναι δικό του.
Κι έτσι καταφέρνει αυτό που εκ πρώτης όψεως δείχνει
ακατόρθωτο –να φωτίζει την τραγικότητα μιας ολόκληρης εποχής μέσα από τα έργα
ενός ανθρώπου που ενώ την ίδια αυτή εποχή έζησε, μόνο ό,τι πλέον ιδιωτικό και
ατομικιστικό τον ενδιέφερε και τον ενεργοποιούσε.
Από την δικιά του πλέον σκοπιά, λοιπόν, ο αναγνώστης συμπάσχει όχι τόσο με τα
συναισθήματα του ήρωα, όσο με τα όσα ονειρεύτηκαν ματαίως ή έζησαν ως περιόδους
εφιάλτη, τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου –κεντρικά ή μη- μα και ακόμα με τις
αγχωμένες ανάσες μιας ολόκληρης πολιτείας και των τόσο διαφορετικών ανθρώπων που την κατοίκησαν
και την κατοικούνε.
Ο συγγραφέας νομίζω πως πλέον ολοκληρώνει την εξιστόρηση της
πορείας της πόλης του μέσα στο πέρασμα των τελευταίων αιώνων. Από τα χρόνια του
μεσαίωνα μέχρι τον καιρό τον δικό μας –δηλαδή από το Στη σκιά της πεταλούδας, του 2005 έως εφέτος, το 2017 με το Λίγες και μία νύχτες.
Παράλληλα αποδεικνύει πως μπορεί να γραφτεί στις μέρες μας
ένα καλό μυθιστόρημα που ακολουθεί τους κανόνες μιας κλασικής αντίληψης
μυθιστορηματικής σύνθεσης.
Υποστηρίζει τέλος την αντίληψη πως η Τέχνη ίσως να είναι
σημαντικότερη της ζωής που περιγράφει. Κι αν όχι σημαντικότερη, σίγουρα πλέον
διαχρονική.
Σύνθετο εν τέλει έργο και βέβαια πολυσέλιδο. Με πολλές τεκμηριωμένες ιστορικές πληροφορίες
που όμως δεν μειώνουν την αναπνοή μιας λογοτεχνικής αφήγησης. Με πολλά στοιχεία
που θα το κάνουν ιδιαίτερα αγαπητό σε ένα πλατύ μα και εκλεπτυσμένο αναγνωστικό
κοινό. Με πολλούς προβληματισμούς γύρω
από τις συγγραφικές εμμονές, μα και την ίδια την πράξη της συγγραφής, αλλά και
την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Εν τέλει το μέλλον της.