19.6.15

Η Γεωργία Γαλανοπούλου και η Σονάτα της Φανής


Γεωργία Γαλανοπούλου
«Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η Σονάτα της Φανής»
Εικονογράφηση: Βαγγέλης Παυλίδης
Εκδόσεις Πατάκη


Τρία σίγμα στη σειρά
Τα χωρίζω βιαστικά
Το  ‘να στην αρχή το βάζω
Τ΄ άλλο στο τέλος και διαβάζω.
Δεν είναι ασβός, ούτε σεισμός!
Μην είναι τάχα σεβασμός;


Η λέξη σεβασμός σπάνια χρησιμοποιείται όταν κανείς θέλει να μιλήσει ή να γράψει για την προστασία της Φύσης.
Κι όμως η βάση κάθε οικολογικής πράξης, η αρχή της ίδιας της οικολογικής συνείδησης είναι ακριβώς η έννοια που εμπεριέχεται σε τούτη τη λέξη με… τα τρία σίγμα στη σειρά.
Η ιστορία που με τόση ευαισθησία γραφής και βαθυστόχαστα μας αφηγείται η Γεωργία Γαλανοπούλου σε αυτή τη λέξη στηρίζεται.
Και έτσι αυτόματα το εν λόγω βιβλίο ξεχωρίζει από τα περισσότερα άλλα που ασχολούνται με οικολογικά μηνύματα.
Η Γαλανοπούλου ‘κτυπά’ στην καρδιά του προβλήματος.
Αυτό που δε σέβεσαι μήτε το αγαπάς, μήτε και το προστατεύεις.
Αλλά αυτή εδώ η εξιστόρηση της αντιπαράθεσης από τη μια της πλεονεξίας (την εκπροσωπούν ο Βόρακας και το τσιράκι του ο Κόρακας) και από την άλλη της ανιδιοτέλειας (την εκπροσωπεί η Φανή) δεν βασίζεται μόνο σε μια σωστή τοποθέτηση της οικολογικής δράσης, αλλά μορφοποιείται με άψογο τρόπο τόσο λογοτεχνικά όσο και εικαστικά.
Το κείμενο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του γραμμένο με ποιητικές φόρμες. Αλλά σε ξαφνιάζει το πόσο ρωμαλαία μπορεί να γίνει η εξιστόρηση μιας ιστορίας όταν με ευφάνταστο τρόπο χρησιμοποιηθεί η ρίμα.

Να ξέρεις άραγε να πει κανείς
Την ιστορία της Φανής;
Πώς χάθηκε απ’  τη φύση
Κι αν πάλι θα γυρίσει;
Ο Βόρακας ξέρει! Ίσως μιλήσει…

Να το καράβι του!
Σαν φάντασμα στέκει φοβερό
Σ΄ άδεια λιμάνι δίχως νερό.
Κι έτσι που γένει ρημαγμένο
Λένε πως είναι στοιχειωμένο!

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστώ πως η γραφή της Γαλανοπούλου διαθέτει μια ιδιότυπη γοτθική ταυτότητα. Δημιουργεί μια σκοτεινή όσο και υπόγεια ατμόσφαιρα, που όμως εκεί που πρέπει μετατρέπεται σε ύμνο δοξαστικό.
Και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι τόσο ή μόνο με τα γεγονότα, αλλά κυρίως με τη ροή των φράσεων που αυτές είναι που στην ουσία στήνουν τη δράση.

Είμαι του ήλιου θυγατέρα,
Έχω τη βροχή μητέρα!
Το νερό ειν΄ αδελφός μου,
Ο αέρας ξάδελφός μου!
Αν φύγω εγώ θα φύγουν όλοι!
Κι αυτή εδώ η δόλια πόλη
Γκρίζο θα γίνει περιβόλι!

Σε μια πόλη που έχει χαθεί η χαρά της υγιούς φύσης, μια ομάδα παιδιών προσπαθούν να κατανοήσουν το τι έχει συμβεί και το πώς μπορεί η όλη αυτή άσχημη κατάσταση να ανατραπεί.
Αλλά στην ουσία το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν το κρατούν τόσο- και όχι μόνο-  τα γεγονότα, αλλά κυρίως η ροή των φράσεων. Αυτές είναι που στην πριμοδοτούν  τη δράση.
Τούτο το κλίμα του κειμένου είχε την μεγάλη τύχη να το υπηρετήσουν με τρόπο μοναδικό οι ζωγραφιές του Βαγγέλη Παυλίδη.
Γοτθικές κι αυτές θα τις χαρακτήριζα και σε ξαφνιάζουν καθώς ενώ από τη μια υπηρετούν τις λέξεις, μα και τις προεκτείνουν (όπως κάθε καλή εικονογράφηση οφείλει να κάνει) από την άλλη έχουν όλη την αυτονομία έργων ζωγραφικής.
Μια πολύ προσεγμένη έκδοση, αληθινό κόσμημα εκδοτικής μέριμνας.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.thinkfree.gr/%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CE%BF-%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA/



Ο Γιώργος Συμπάρδης για "Μεγάλες Γυναίκες"



Γιώργος Συμπάρδης
«Μεγάλες γυναίκες»
Μεταίχμιο


Μέσα στη ζωή μια μεσήλικης γυναίκας που ζει μόνη και σέρνει τις μέρες της με ανούσια τηλεφωνήματα σε κάποια συγγενή και στις Κυριακές της τραβά σε εκκλησία γειτονικής ενορίας για να παρακολουθήσει τη λειτουργία από ένα συγκεκριμένο ιερέα, εισβάλει ένας νεαρός, από εκείνους που δείχνουν να ζούνε στο περιθώριο της ζωής των άλλων.
Στο πρόσωπό του η ηρωίδα της νουβέλας του Συμπάρδη θα δει…  Τι άραγε βλέπει. Ένα γιο; Ένα εραστή; Μια χαμένη νιότη;… Ή μήπως απλώς είναι ένας καθαρός σαρκικός πόθος που τη σπρώχνει να βάλει μέσα στο σπίτι ένα νεαρό άντρα που κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί άξαφνα και απροσδόκητα, ακριβώς όπως είχε παρουσιαστεί.
Την ίδια ώρα, στην πέρα ενορία, μια άλλη μοναχική ηλικιωμένη θα βρεθεί το ίδιο ξεγελασμένη από κάποιον παρόμοιο –ή μήπως τον ίδιο;- νεαρό.
Κι ενώ γύρω από τις δυο γυναίκες θα ξεκινήσει ένας χορός διαδόσεων και κουτσομπολιού, εκείνες θα στραφούν η μια προς την άλλη και αγνοώντας την κοινωνική ματιά που τις περιεργάζεται και τις σχολιάζει, θα συνεχίσουν την καθημερινότητά τους, μα τώρα πλέον ίσως χορτασμένη από αυτό που τολμήσαν και για λίγο χαρήκανε.
Ο Γιώργος Συμπάρδης έγραψε μια ιστορία χρησιμοποιώντας όσα λιγότερα στοιχεία γινότανε. Μια καθαρή λογοτεχνία του minimal. Παρόμοια τεχνικής με αυτή του γάλλου Μοντιανό ή του αμερικάνου Τόρρες.
Η minimal λογοτεχνία διακρίνεται από τη λιτή χρήση περιγραφών. Το ίδιο λιτή, ελεγχόμενη θα έλεγα, πως είναι και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τους ήρωες.
Κάτι που όμως δε σημαίνει πως οι βασικές πληροφορίες για τους χαρακτήρες και τις διαθέσεις των κεντρικών προσώπων δεν παρέχονται. Απλώς είναι ελάχιστες, μα καίριες. Και σε σωστά μέρη κρυμμένες –στο τέλος ο αναγνώστης κατανοεί το ‘κρυφτούλι’ του συγγραφέα.
Θα έλεγα πως αυτή η τεχνική δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να  ‘συν -γράψει΄ κατά κάποιο τρόπο το κείμενο.
Ο Γιώργος Συμπάρδης, συγγραφέας έτσι κι αλλιώς του ελάχιστου και το υπαινικτικού, με το βιβλίο του αυτό δοκιμάζει τα όρια της τεχνικής αυτής.
Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια;
Αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω όρους μαθηματικούς , θα έλεγε κατά εβδομήντα τις εκατό.

Καθώς τελειώνεις το έργο, αισθάνεσαι πως η κεντρική ηρωίδα παρέμενε σε μια σκιά. Ίσως έντονα καμουφλαρισμένα  τα μυστικά της  που θα φωτίζανε άπλετα τα ‘θέλω’, τα ‘προσδοκώ’, τα ‘διακινδυνεύω’  και τα ‘αποφεύγω’. Καμουφλαρισμένα, κρυμμένα τόσο πολύ ώστε να αποσιωπούνται.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=201170