15.5.22

Gayl Jones «Κορετζιντόρα»

Gayl Jones

«Κορετζιντόρα»

Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Εκδόσεις Κλειδάριθμος

 

 

‎Η Gayl Jones (Κεντάκι, 1949) δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα «Κορετζιντόρα» σε ηλικία μόλις 25 ετών και αμέσως αναγνωρίστηκε από συγγραφείς όπως η Τόνι Μόρισσον  και ο Τζέιμς Μπόλντουιν ως μια από τις βασικότερες εκπροσώπους της αφροαμερικάνικης λογοτεχνίας.

Συνέχισε να εκδίδει κυρίως μυθιστορήματα που τα χαρακτήριζε μια ιδιότυπη αγριότητα μέχρι το 1999, όπου η αυτοκτονία του συντρόφου της και γενικότερα η αντισυμβατική στάση της, την έκανε να αποχωρήσει από την όποια δημόσια εμφάνιση έως το  2021 όπου έδωσε σε κυκλοφορία το τελευταίο μέχρι σήμερα μυθιστόρημά της.

Αναντίρρητα το «Κορετζιντόρα» παραμένει πάντα σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία που γράφεται από έγχρωμες γυναίκες συγγραφείς.

Η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια του έργου, η Ούρσα,  είναι μια μαύρη τραγουδίστρια των μπλουζ κάπου σε επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ.

Η αφήγηση όμως της ιστορίας της, αν και ξεκινά κάπου μέσα στη δεκαετία του ’40, στην ουσία έχει ρίζες σε τρεις προηγούμενες γενιές γυναικών -προγιαγιά, γιαγιά και μητέρα.

Και οι τρεις είχαν υποστεί τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση από έναν Πορτογάλο ιδιοκτήτη σκλάβων, τον Κορετζιντόρα, οποίος στην ουσία ήταν πατέρας και αδελφός τόσο της γιαγιάς όσο και της μητέρας της.

Το τραύμα της σκλαβιάς και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης αυτών των γυναικών, κυριαρχεί πάνω στην ίδια την Ούρσα, η οποία και θέλει να αποκτήσει ένα παιδί  μιας και η συμβουλή της γιαγιάς της ήταν πως για να διατηρηθεί η μνήμη της σκλαβιάς και το μίσος απέναντι στο βιαστή αρσενικό, πρέπει να τα κληροδοτεί η μια γενιά γυναικών στην άλλη μέσα από την τεκνοποιία.

Η ίδια η Ούρσα, η οποία δεν είχε γνωρίσει τον δικό της πατέρα μιας κι εκείνος είχε εγκαταλείψει τη δική της μητέρα,  αναζητά τον σύντροφο ο οποίος θα της προσφέρει τη δυνατότητα να τεκνοποιήσει.

Για να μείνει ζωντανή η καταδίκη της βίας, σειρά των γυναικών του Κορετζιντόρα πρέπει μέσω αυτής να συνεχιστεί.

Ο σύντροφος που θα επιλέξει, εξασκεί πάνω της  μια άλλη μορφή καταπίεσης -αυτή  της ζήλειας- και μετά από μια διαφωνία, την ρίχνει κάτω, ενώ είναι ήδη έγγειος, με αποτέλεσμα όχι μόνο να χάσει το έμβρυο, αλλά και να στερηθεί για πάντα τη δυνατότητα να γίνει και η ίδια μητέρα.

Είναι ολοφάνερο πως το παρελθόν την ελέγχει πλήρως και επεμβαίνει στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, ενώ η ίδια ίσως να ήθελε να χαράξει μια δική της πορεία.

Αλλά αυτό είναι και το βασικό θέμα του βιβλίου -η σχέση μεταξύ συλλογικού τραύματος και ατομικής μνήμης.

Η ίδια η Ούρσα θα αναζητά την απελευθέρωσή της από την αποτυχία της να συνεχίσει της αλυσίδα των γυναικών του Κορετζιντόρα, ενώ παράλληλα δεν θα εμπιστεύεται κανένα για να μοιραστεί μαζί του το αδιέξοδό της.

Οι άλλες γυναίκες διαθέτουν αυτό που η ίδια έχει στερηθεί, ενώ οι άνδρες πιστεύει πως μόνο ως σεξουαλικό σκεύος ηδονής της αντιμετωπίζουν πλέον μιας και από αυτήν δεν θα μπορούν να έχουν απογόνους.

Η στάση της έχει μια επιθετικότητα η οποία κάποια στιγμή και όταν πλέον η ίδια θα αποφασίσει να εκφράσει δυνατά το ‘θέλω’ της, θα δείξει σημάδια υποχώρησης.

Και θα κατανοήσει πως η όποιας μορφή ερωτική σχέση δεν συνδέεται αναγκαστικά με την μητρότητα, αλλά με την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου.

«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω».

Τελείωσε και κατάπια το σπέρμα. Έγειρε πίσω και με τράβηξε από τους ώμους.

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει», είπε.

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει».

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει».

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

Με ταρακούνησε, μέχρι που έπεσα πάνω του κλαίγοντας. «Ούτ΄ εγώ θέλω έναν άντρα που πληγώνει», είπα.

Με τράβηξε πάνω του και με κράτησε σφιχτά. (σελ. 234)

Η γραφή της Gayl Jones έχει οξύτητα και αμεσότητα. Οι διάλογοι -μικρές καθημερινές προτάσεις- είναι συχνοί, αλλά εναλλάσσονται με σελίδες εσωτερικών αναμνήσεων και περιγραφών.

Η αθυροστομία συνυπάρχει με την τρυφερότητα.

Οι λεπτομέρειες με τις αφαιρετικές επισημάνσεις.

Σαφώς μια γραφή που θέλει να τσακίσει. Και το πετυχαίνει.

Η μετάφραση της Αργυρώ Μαντόγλου μεταφέρει στη γλώσσα μας όλες αυτές τις αποχρώσεις.

 Βιβλιοδρόμιο Νέων 24/4/2022

(700 λέξεις)