24.5.20

Ερωτική Αγωγή - Η ερωτική σημειολογία των χρωμάτων (απόσπασμα)




(Κεφάλαιο 4ο)

Ποια χρώματα , άραγε, να συμβολίζουν εκείνα τα χρόνια , τα χρόνια που άφηναν πίσω τους τον πόλεμο; Ίσως το κόκκινο –αλλά πάλι όχι αυτό, μιας και το κόκκινο συμβολίζει το αίμα και όλοι –τότε- θέλανε να ξεχάσουν τα φονικά. Μαζί τους ίσως να ξεχνούσαν και τη φλόγα της επανάστασης, αλλά υπήρχαν εκείνοι που πιστεύανε πως η επανάσταση μιας κι είχε γίνει κάπου καθεστώς, μπορούσε να ενσωματωθεί στις αποχρώσεις του πράσινου της ελπίδας. Με το πράσινο, λοιπόν, ο συμβολισμός μιας εποχής –εκείνης της εποχής; Καλύτερα, ας το αποφύγουμε προς το παρόν* δεν υπονοεί το τραύμα που επουλώνεται, μήτε και προαναγγέλλει την παντοδυναμία της επερχόμενης κατανάλωσης  –άλλωστε αυτό το χρώμα θα είχε, στο μέλλον, άλλους ρόλους να διαδραματίσει. Το καφέ, εξ΄ άλλου,  παραπέμπει στους καρπούς της γης και γι αυτό εξοστρακίζεται, το γκρι στη μιζέρια που όλοι θέλουν να ξεχάσουνε, το κίτρινο λες και λησμονά τους νεκρούς που έτσι κι αλλιώς μας επισκέπτονται τις νύχτες μαζί με τους κρυμμένους εφιάλτες, το γαλάζιο επιζητά να συνυπάρξει με το ροζ, γι αυτό και τα δυο μόνο μια ηλικιακή περίοδο ίσως να έχουν τη δυνατότητα να σκιαγραφήσουν. Κανείς δε συζητά χρώματα σαν και το μοβ, τo φούξια ή το γκρενά. Μένει το μαύρο και το λευκό.
Το μαύρο –το πιο έντονα θηλυκό. Και το λευκό με την απόλυτη αρρενωπότητά του.
Οι θηλυκοί εκπρόσωποι  της κυρίαρχης λευκής φυλής έλκονται από τις έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο χρώμα του δέρματός τους και των ενδυμάτων εκείνων με τα οποία περιβάλλουν τα κρυφά μέρη των σωμάτων τους. Πάντως τα εσώρουχα των γυναικών, και οι άντρες προτιμούν να είναι σε χρώμα μαύρο. Μαύρες κιλότες και μαύροι στηθόδεσμοι, μαύροι κορσέδες –όλα να περικλείνουν ανοιχτόχρωμες και τρυφερές σάρκες. Σάρκες με μια υποψία από χνούδι να τις στολίζει, με σκουρόχρωμους λεκέδες να σκιάζουν τα πλέον απόκρυφα των σημείων τους, με μικροσκοπικές ελιές να σηματοδοτούν τα σημεία της ηδονής –ελιές δίπλα σε ρόδινες θηλές, ελιές δίπλα στο κούφωμα των αφαλών, ελιές εκεί που σταματάνε τα χείλια… Οι σάρκες των γυναικών ενώνουν την παθητικότητά τους με την τριζάτη έκφραση μια μαύρης, από σατέν, κομπινεζόν.  Και κομμάτια δαντέλας να στολίζουν με κομψή διακριτικότητα τα όρη των μαστών, τις κατηφόρες των γλουτών και την πάλλουσα περιοχή του κοιλιακού χώρου. Δαντέλες, προς ώρας διστακτικές, μα εντούτοις με υπομονή να αναμένουν τα χρόνια όπου θα κυριαρχούσαν απόλυτα , μα και θα δεχόντουσαν άλλοτε να υποχωρούν  κρυπτόμμενες στη σχισμή του πρωκτού κι άλλοτε να διαπερνιόνται από τις λεπτές τριχούλες των σαρκοβόρων αιδοίων.

Και τα  βαριά αντρικά χέρια να τσαλακώνουν το μαύρο ύφασμα, να γυμνώνουν τη σάρκα, να την οσφραίνονται, να τη γεύονται, να την πιπιλούν, να την κάνουν δική τους.


Τα εσώρουχα των αντρών πρέπει πάντα να είναι  λευκά – το λευκό που αποκρύπτει το δολερά σχέδια του κυνηγού, την κατακτητική προοπτική των σχεδιασμών του.
Τα σώβρακα γίνονται πιο κοντά, από υφάσματα που δεν γδέρνουν το εσωτερικό των μηρών, έτσι όπως αναγκάζονται πλέον να παραμένουν καθηλωμένοι υπό οξεία γωνία στα γραφεία της αστικής εξέλιξης. Πλέον κοντά, για να αναπνέουν με άνεση οι αδένες της αναπαραγωγής και της ηδονής. Ναι, πάντα λευκά, για να έχουν τη δυνατότητα να δείχνουν το λεκέ από τις σταγόνες του σπέρματος που επέμενε να τρέξει σε στιγμές κοινωνικής καταπίεσης του ερωτικού ξεσπάσματος –ο άντρας που επέζησε του πολέμου, ακόμα και την ώρα της βιοποριστικής απασχόλησης δεν ξεχνά το ειρηνικό μήνυμα της ηδονής που σπέρνει μια νέα ζωή. Άλλωστε, δεν θα αργούσε να ενσκήψει η κυριαρχία των σλιπς για να βρούνε γόνιμα μέρεα το τόπο όπου θα στήνανε  το καραούλι τους –και τα τρία, σε απόλυτη συνύπαρξη, θα μπορούσαν να εκπέμπουν την ένταση του όγκου των και να παραλλάσσουν τη δολερή επιθετικότητά τους μέσα στην παρθενική απαλότητα του λευκού βαμβακερού.
Λευκή –βέβαια- και η φανέλα. Που αφήνει γυμνούς τους ώμους και αποκαλύπτει τη δύναμη των μπράτσων, περιχαρακώνει το δασάκι απ΄ όπου φυτρώνει ο λαιμός και φέρνει στο φως του απογεύματος το κρυμμένο πάθος της μασχάλης. Οι λευκές φανέλες σπάνε τη μελαγχολία της άπνοιας και φέρνουν στο νου την εικόνα ενός ταξιδιού –ο καραβοκύρης που περιμένει στην πιο κρυφή καμπίνα  εκείνη που διάλεξε να τον συντροφεύσει στο ταξίδι. Μια πρώτη γεύση της επανάστασης μα και της  έκθεσης του ημίγυμνου σώματος, πολύ πριν αποτελέσει πεδίο κοινωνικών αναταράξεων και οικονομικών  στόχων
Η βασιλεία των εσωρούχων δεν είχε ακόμα ενσκήψει, μα υπήρχαν εκείνοι –ανάμεσά τους και ο Χρήστος Βαλλής- που το ένστιχτό ήταν εκείνο που τους οδηγούσε στην πρωτοπορία των φαντασιώσεων. Ήταν ζήτημα επιμονής και υπομονής το να αναμένουν την απόλυτη επιβολή των φωτογραφιών με τα ημίγυμνα σώματα να στολίζουν στάσεις λεωφορείων, προσόψεις κτισμάτων και τις σελίδες του περιοδικού τύπου. Η εμπορία του σώματος προαναγγέλλετο –όπου νάναι ο Μάρλον Μπράντο θα πρότεινε την προκλητική αρρενωπότητα του Κοβάλσκι και μετά από λίγα, ελάχιστα χρόνια η Μαίριλυν θα αποκάλυπτε την ερωτική τελειότητα των γυναικείων ποδιών των κλεισμένων στη διάφανη κάλτσα.. Τα ήθη άλλαζαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, κανείς δεν είχε τη σωφροσύνη να αναμένει, όλα γινόντουσαν γρήγορα και αν τα χρόνια που θα μεσολαβούσαν από το τέλος της δεκαετίας του 40 σε αυτά των αρχών του 80 δεν μπορεί να θεωρηθούν λίγα για το μέγεθος της ζωής ενός ανθρώπου, εντούτοις διάβηκαν ίδια με στάλα νερού που κατρακυλά και χάνεται από το στόμιο του ποτηριού στο μάρμαρο του νεροχύτη κι έτσι σε κλάσμα λες του χρόνου πέρασε μισός πάνω – κάτω αιώνας και ο Χρήστος Βαλλής θα ερχότανε η στιγμή που θα  κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου του σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, τον ημίγυμνο, τον σχεδόν γυμνό άντρα, με μόνο του ένδυμα  ένα πάνλευκο σλιπάκι Κάλβιν Κλάιν –γιγαντοαφίσα κρεμασμένη στην οροφή ουρανοξύστη στην καρδιά της Times Square. Μια γιγαντοαφίσα κρεμασμένη πάνω από την πόλη και έτοιμη να ξεκινήσει την περιοδεία της σε άλλες χώρες της υφηλίου. Επιτέλους ο ηδονισμός κατάφερνε να γίνει κτήμα των πολλών, γινότανε κοινωνική αξία και οικονομική οντότητα. Εμπορεύσιμος, ανταλλάξιμος, καταξιωμένος.

23.5.20

Μάργκαρετ Άτγουντ «Οι διαθήκες»


Μάργκαρετ Άτγουντ
«Οι διαθήκες»
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Ψυχογιός
  


Η Μάργκαρετ Άτγουντ (Οτάβα, Καναδάς, 1939) νομίζω πως μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί όχι μόνο μία από τις πλέον επιτυχημένες, παγκόσμιας εμβέλειας, συγγραφείς, αλλά και από τις πλέον ευφάνταστες.
Η καριέρα της είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα είδη λογοτεχνικής γραφής (μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, βιβλία για παιδιά, κόμικ, θεωρητικά κείμενα, λιμπρέτα, σενάρια)
Είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες συγγραφείς, την ίδια στιγμή που με μεγάλη ευκολία ξεπερνά την όποια τυποποίηση θα μπορούσε να την βοηθήσει στην εδραίωση μιας τέτοιας φήμης.
Έχει τιμηθεί με πολλά καναδικά και διεθνή βραβεία -πλέον πρόσφατο το Booker 2019 για το μυθιστόρημα της «Οι διαθήκες».
Το συγκεκριμένο αυτό έργο, αν και αυτόνομο ως προς τα γεγονότα τα οποία περιγράφει, στην ουσία  αποτελεί τη συνέχεια ενός προηγούμενου μυθιστορήματος της -το «Η ιστορία της Θεραπαινίδας»
Εκείνο το προηγούμενο έργο είχε κυκλοφορήσει  το 1985 και είναι  ίσως και το βιβλίο που την έκανε παγκόσμια γνωστή.
Δεν είναι μόνο ότι έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, είναι και ότι έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, αλλά και έχει διασκευαστεί σε επιτυχημένη σειρά για την τηλεόραση.
Στη χώρα μας είχε κυκλοφορήσει  από την Εστία το 1989 σε μετάφραση Παύλου Μάτεση, ενώ πλέον το εκδίδει ο νέος εκδότης της Άτγουντ στην Ελλάδα, ο Ψυχογιός, σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.
Αρκετά από τα μυθιστορήματα της Άτγουντ έχουν στοιχεία μιας δυστοπικής φαντασίας και θεωρώ πως  καθώς το πρώτο από αυτά ήταν το «Η ιστορία της θεραπαινίδας», ήταν και εκείνο  που στάθηκε η αφορμή η συγγραφέας να αναζητήσει κι άλλες παρόμοιου προβληματισμού εμπνεύσεις σε επόμενα έργα της.
Αλλά αν κάτι με συνέπεια υπηρετεί η Άτγουντ, αυτό είναι η αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας και η πορεία προς μια αναγνώρισή της ανεξαρτησία της μέσα σε ένα αντιφεμινιστικό, σχεδόν ολοκληρωτικά φαλλοκρατικό  κόσμο.
Τόσο, λοιπόν, το «Η ιστορίας της θεραπαινίδας» του 1985, όσο και το «Οι διαθήκες» του 2019,  συνενώνουν τους κεντρικούς αυτούς άξονες κι έτσι καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα δικό τους μυθιστορηματικό σύμπαν που όμως ακουμπά και συνομιλεί με τον υπάρχοντα κόσμο μας.
Χώρος δράσης το κράτος της Δημοκρατίας της Γαλαάδ. Πρόκειται για ένα θεοκρατικό και φαλλοκρατικό καθεστώς που έχει επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος των ΗΠΑ, κάπου προς τα τέλη του 21ου αιώνα και έως τα μέσα του 22ου.
Η Άτγουντ όχι μόνο δεν ασχολείται με πιθανά τεχνολογικά επιτεύγματα του μέλλοντος, αλλά αντίθετα περιγράφει τα μελλοντικά χρόνια από πλευράς τεχνολογίας ως παρόμοια με αυτά της δική μας εποχής. Οι όποιες διαφορές υπάρχουν έχουν να κάνουν με μια περιβαλλοντική μόλυνση, η οποία και στάθηκε αφορμή για την επικράτηση στις ΗΠΑ ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος.
Κατά την μυθιστοριογράφο, τα όποια κοινωνικά επιτεύγματα του Πολιτισμού της Δύσης -με πρώτιστα αυτά των  ατομικών ελευθεριών και της ισότητας των φύλων- υποχωρούν όταν οι άνθρωποι αισθάνονται να κινδυνεύουν από τη μόλυνση της Φύσης.
Ο φοβισμένος άνθρωπος γίνεται συντηρητικός και έτσι -σύμφωνα με αυτήν την άποψη-  η Άτγουντ διατηρεί όλη την συγγραφική  της ελευθερία για να περιγράψει τη δυστοπία  που εκφράζεται μέσα στην καθημερινότητα ενός καταπιεστικού καθεστώτος που αντιμετωπίζει τα άτομα γενικώς ως εξαρτήματα της εξουσίας και ειδικότερα τις γυναίκες ως αντικείμενα, ως βιολογικές μηχανές τεκνοποίησης και τις κρατά σε μια απόλυτη άγνοια κάθε πολιτιστικού αγαθού.
Η θεοκρατική αντίληψη παύει να προέρχεται από θρησκευτικές οργανώσεις, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Κυβέρνηση. Στην ουσία κράτος και θρησκεία όχι απλώς συνεργάζονται αλλά ενοποιούνται σε ένα σώμα και οι προθέσεις τους στοχεύουν στην μετατροπή του πολίτη σε κοινωνικό αντικείμενο.
Η κεντρική ηρωίδα  στο δεύτερο μυθιστόρημα, είναι ένα από κεντρικά πρόσωπα και του πρώτου βιβλίου.
Η Θεία Λίντα, έρχεται από τον κόσμο πριν την επικράτηση της απολυταρχίας. Θύμα στην αρχή, επιβιώνει και ανέρχεται εντός του συστήματος ως θύτης, καθώς  αποφασίζει να υποταχτεί στις απαιτήσεις του νέου καθεστώτος και έτσι να αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα που μπορούσε να φτάσει μια γυναίκα -αυτό του ελέγχου των ομοφύλων της.
Αλλά αυτή η εξέλιξή είχε βαρύ όσο και σύνθετο ηθικό τίμημα και η Λίντα, καθώς πλέον η ζωή της φτάνει στο βιολογικό της τέλος, αποφασίζει να κάνει κάθε τι δυνατόν για να καταστρέψει το καθεστώς. Η πρόθεσή της αυτή δεν εδράζεται σε ενοχές, αλλά στη διάθεσή της να εκδικηθεί τους άνδρες εκπροσώπους της εξουσίας που στην ουσία την εξανάγκασαν να ζήσει μια στερημένη όσο και ανήθικη ζωή.
Ο θηλυκός εξουσιαστής εκδικείται τον αρσενικό, υπενθυμίζοντας πως η επιστροφή προς ήθη παλαιοτέρων εποχών στο τέλος θα φτάσει έως και την μητριαρχία.
Δίπλα της δυο νέα πρόσωπα, δυο νεότερες της γυναίκες. Η μια γεννημένη και μεγαλωμένη μέσα στη θεοκρατική Γαλαάδ, η άλλη στο ελεύθερο γειτονικό κράτος του Καναδά. Η κάθε μιας τους, αν και από διαφορετική αφετηρία ξεκινώντας, θα αναζητήσουν τους τρόπους όχι μόνο της ατομικής τους αυτονομίας, αλλά και εκείνους με τους οποίους  θα μπορέσουν να νικήσουν ολοκληρωτικά τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης.
Με αξιοπρόσεχτη μυθιστορηματική σύνθεση, η Άτγουντ συνδέει τα τρία αυτά πρόσωπα και με άψογη τεχνική τριών διακριτών μεταξύ τους πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη της έως την τελευταία σελίδα.
Αν στο «Ιστορία της θεραπαινίδας» είχαμε μια ιδιαίτερη προβολή φεμινιστικών προβληματισμών, στο «Οι διαθήκες» αυτοί οι προβληματισμοί χωρίς να εξαφανίζονται αφήνουν τον πρώτο λόγο στη δημιουργία μιας αφήγησης που αγγίζει τα όρια ενός ατομικού δράματος εκδίκησης.
Η απόφαση της Λίντα, ως εκπροσώπου μιας θηλυκής εξουσίας, να προσπαθήσει να επαναφέρει την ισορροπία στις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά και να τιμωρήσει την ύβρη της μείωσης της αξιοπρέπειας κάθε θηλυκού πλάσματος, μας φέρνει, μεν,  στο νου  μορφές παρόμοιες με αυτές μιας Μήδειας ή μιας Κλυταιμνήστρας, αλλά ασφαλώς η ηρωίδα της Άτγουντ δεν μετατρέπεται σε διαχρονικό σύμβολο, μα παραμένει μια προσωπικότητα όπου η ίντριγκα συνυπάρχει με προσωπικές ανασφάλειες.
Λογικό κάτι τέτοιο, όσο και αναμενόμενο. Η εποχή μας δεν μπορεί να εκφραστεί από σύμβολα παθών, αλλά μόνο από τα ίδια τα πάθη.
Εν κατακλείδι, έχουμε ένα ιδιαίτερα δυνατό μυθιστόρημα, με συνύπαρξη πλούσιας πλοκής και ταλαντούχας καταγραφής συναισθημάτων και δράσεων.
Ο Αύγουστος Κορτώ γνωρίζει για μια ακόμα φορά την τεχνική  να μεταφέρει στη γλώσσα μας όλη την ένταση που συναντά στα διάφορα μυθιστορήματα που μεταφράζει.

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 23/5/2020)

11.5.20

Συνέντευξη στην "Αλήθεια" Λευκωσίας (10/5/2020)


1.Κύριε Κοντολέων, για ποιο λόγο αρχίσατε να γράφετε;
-Το πρώτο μου κείμενο το έγραψα, εκεί γύρω στα 11 χρόνια μου. Αφορμή στάθηκε ο ξαφνικός θάνατος ενός αγαπημένου μικρού ζώου. Τώρα, πλέον, θεωρώ πως ξεκίνησα να γράφω στην προσπάθεια μου να κατανοήσω τις μεγάλες αλήθειες και να επικοινωνήσω με τον ίδιο μου τον εαυτό.

2.Για τον ίδιο λόγο συνεχίζετε να γράφετε;
-Νομίζω πως ναι.

3.Είστε πρώτα αναγνώστης και μετά συγγραφέας ή πρώτα συγγραφέας και μετά αναγνώστης;
-Έχω και άλλοτε πει πως για μένα  ‘γράφω’ σημαίνει ‘ζω’ και ‘ζω’ σημαίνει ‘γράφω’.

4.Από πού εμπνέεστε περισσότερο; Από την πραγματικότητα ή από τη φαντασία;
-Από την πραγματικότητα. Μόνο που συχνά αυτήν την πραγματικότητα την καταγράφω με τις τεχνικές της φαντασίας.

5.Ανεξαρτήτως αυτού, υπάρχει, εντέλει, οποιαδήποτε διαφορά, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία;
-Η μια τροφοδοτεί την άλλη. Η μια αποκτά ουσία επειδή υπάρχει η άλλη. Η μια υπάρχει γιατί υπάρχει η άλλη.

6.Ο μικρός αναγνώστης είναι δυσκολότερος από τον μεγάλο ή αποτελεί υπεραπλούστευση αυτός ο ισχυρισμός;
-Είμαι από εκείνους τους συγγραφείς που πρώτιστα γράφουν έχοντας απέναντί τους τον ίδιο τους τον εαυτό. Για τον εαυτό μου, στην ουσία, γράφω. Και ο εαυτός μου δεν έχει μόνο μια -την όποια- τρέχουσα ηλικία. Αλλά έχει  παράλληλα και τις ηλικίες που προϋπήρξαν κι αυτές που θα ακολουθήσουν.

7.Θυμάστε το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
-Θυμάμαι τα πρώτα μου αναγνώσματα

8.Το τελευταίο ποιο είναι;
-Διαβάζω περίπου πέντε με επτά βιβλία το μήνα, ξεφυλλίζω άλλα τόσα, συζητώ για ακόμα περισσότερα… Ποιο, λοιπόν, είναι το τελευταίο;

9.Όταν γράφετε ταυτίζεστε με τους χαρακτήρες σας;
-Ταυτίζομαι ίσως όχι ακριβώς, μιας και η συγγραφή απαιτεί έλεγχο εκ των έξω. Αλλά σίγουρα συμπάσχω μαζί τους. Τους δανείζω μέρη του είναι μου.

10.Με ποιο λογοτεχνικό χαρακτήρα, από αυτούς που έμειναν στην ιστορία, θα θέλατε να είχατε κάνει παρέα;
-Τους λογοτεχνικούς ήρωες που έχω αγαπήσει και θαυμάσει τους γνώρισα  μέσα από τα μυθιστορήματα που μιλάνε γι αυτούς. Δε θα τολμούσα να ζητούσα μια εκτός αυτών των μυθιστορημάτων συνάντηση μαζί τους. Μπορεί και να με απογοήτευαν.

11.Εάν σας ζητούσα να προσθέσετε στη συντροφιά μας πέντε λογοτέχνες, που δεν βρίσκονται εν ζωή, ώστε να γίνει ακόμα πιο ελκυστική, τι απάντηση θα μου δίνατε;
-Αν κρίνω από τους συγγραφείς που γνώρισα και μέσα από τα βιβλία τους και κατ΄ ιδίαν, θα έλεγα πως περισσότερο ενδιαφέρουσες ήταν οι συνομιλίες μας μέσα από τα κείμενα.

12.Η μοναξιά είναι η μοναδική συντροφιά ενός συγγραφέα;
-Καθόλου. Έχω πρώτα απ΄ όλα καλή συντροφιά με τους δικούς μου ανθρώπους, με τους φίλους και με τους συνεργάτες μου. Και περνάω υπέροχα με τον εαυτό μου και όταν γράφω και όταν διαβάζω. Κι αν πω πως εν τέλει είμαι μόνος, θα το πω γιατί πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε μόνοι μπροστά στις δυο μεγάλες στιγμές της ζωής μας -την αρχή και το τέλος της.

14.Ένας μεγάλος συγγραφέας μπορεί να είναι μικρός άνθρωπος;
-Μικρός άνθρωπος… Οι ανθρώπινες αδυναμίες είναι συχνές σε όσους εκφράζονται μέσα από την Τέχνη. Ίσως γιατί από τις αντιφάσεις πηγάζουν τα πάθη.

15.Πότε λέτε για κάποιον ότι είναι μεγάλος συγγραφέας και πότε λέτε για κάποιον ότι είναι μικρός άνθρωπος;
-Ο μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός που έχει γράψει μεγάλα βιβλία. Και τα μεγάλα βιβλία είναι όσα μας βοήθησαν έστω και λίγο να δούμε πιο πλατιά τον κόσμο. Μικρός είναι ο άνθρωπος που θεωρεί πως ο εαυτός του είναι το παν.

16.Για ποιο λόγο οι μάζες προτιμούν την εύκολη, και εύπεπτη, ψυχαγωγία της τηλεόρασης αντί να σκύψουν μέσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου;
-Πάντα η μάζα συμπεριφέρεται με διάθεση να μένει μακριά από ενδοσκοπήσεις. Και η αληθινή Τέχνη απαιτεί ενεργό συμμετοχή, δηλαδή απαιτεί κόπο  και τόλμη. Αυτοκριτική και αμφισβήτηση.

17.Αλήθεια, κύριε Κοντολέων, πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς βιβλία;
-Δεν μπορώ να τον φανταστώ. Όχι τόσο με το πως θα ήταν αν δεν θα υπήρχαν τα βιβλία ως αντικείμενα,  αλλά κυρίως με το πως θα ήταν χωρίς τα όσα μπορεί κανείς να βρει μέσα στα βιβλία.

18.Κάπου διάβασα το εξής: "Ο καλύτερος τρόπος για να σκέφτεται κανείς, είναι να γράφει". Συμφωνείτε;
-Δεν θα διαφωνούσα. Αλλά θα προτιμούσα το ρήμα ‘στοχάζομαι’

19.Τι θυμάστε εντονότερα από τα παιδικά σας χρόνια;
-Πολλά… Αυτά που με έχουν διαμορφώσει.

20.Ανήκατε στα παιδιά που βιάζονταν να μεγαλώσουν;
-Όχι, δε με απασχολούσε κάτι τέτοιο

21.Να υποθέσω ότι σήμερα ανήκετε στους μεγάλους που μετάνιωσαν επειδή βιάζονταν να μεγαλώσουν;
-Μήτε βιάστηκα να μεγαλώσω… Δεν ξέρω καλά, καλά και αν… μεγάλωσα

22.Εάν γράφατε ένα παραμύθι με θέμα την πανδημία, πώς θα το αρχίζατε;
-Τα παραμύθια ξεκινούν με τη φράση «Μια φορά κι ένα καιρό…»

23.Και πώς θα το τελειώνατε;
-«Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα…»