Ντομένικο
Σταρνόνε
«Τα
κορδόνια»
Μετάφραση:
Σταύρος Παπασταύρου
Εκδόσεις
Πατάκη
Το
μυθιστόρημα «Τα κορδόνια» είναι το τρίο έργο του Ντομένικο Σταρνόνε που κυκλοφορεί στη χώρα μας.
Κι
όμως ο συγγραφέας αυτός δεν θεωρώ πως έχει προσεχθεί στο βαθμό που θα του άξιζε από το ελληνικό κοινό.
Ίσως
γιατί -τουλάχιστον σε αυτή τη σκέψη με οδήγησε η ανάγνωση τούτου του πρόσφατα
μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματος- ο συγκεκριμένος συγγραφέας διαθέτει
έναν τρόπο αφήγησης όπου το απλό μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως τετριμμένο
και ο ρεαλισμός ως κοινοτυπία, ενώ την ίδια στιγμή ο σαρκασμός κρύβει από πίσω του
την κοινωνική κριτική και η όλη δομή του έργου αντιστρατεύεται την εφησυχασμένη
ανάγνωση.
Ο
Ντομένικο Σταρνόνε γεννήθηκε στην Νάπολη το 1943, αλλά ζει στη Ρώμη. Έχει
γράψει 13 βιβλία, ένα από αυτά (κυκλοφορεί κι αυτό στα ελληνικά) έχει κερδίσει
σημαντικό ιταλικό βραβείο. Ως βασική βιοποριστική του απασχόληση υπήρξε η
συγγραφή σεναρίων και η δημοσιογραφία.
Παρόμοια,
σχεδόν, και η ζωή του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα αυτό -και ίσως αξίζει να
το λάβει υπόψιν του ο αναγνώστης.
Ο
Άλντο κάπου μέσα στη δεκαετία του ’60 παντρεύτηκε τη Βάντα. Κι οι δυο ζούσανε
στην Νάπολη.
Εκείνος
με συμβατικές πανεπιστημιακές σπουδές, ονειρευότανε με ασαφείς σχεδιασμούς να
παίξει ένα σημαντικό ρόλο στα νεοεμφανιζόμενα κοινωνικά και πολιτιστικά
συμβάντα που θα τύχαινε να συναντήσει στα μελλοντικά του χρόνια -λίγο πολύ ένας
μέσος νεαρός άντρας εκείνης της εποχής.
Εκείνη,
σχεδόν συνομήλική του, από τη μια δεν θα θέλει να αποκοπεί από την παραδοσιακή
τοποθέτηση της γυναίκας μέσα σε ένα γάμο και από την άλλη με μια αχώνευτη
προοδευτικότητα προσπαθεί να υποστηρίξει την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του
συζύγου μέσα στην οικογένεια.
Θα
ζήσουν μέσα σε μια επιφανειακή γαλήνη για δεκατέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια
των οποίων θα αποκτήσουν και δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Τότε
ο Άλντο θα αισθανθεί πως ο πατροπαράδοτος ρόλος πατέρα και συζύγου τον πνίγει
και στο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας θα αναζητήσει την ελευθερία του, την ίδια
στιγμή που με τον αταβισμό ακριβώς αυτού του ίδιου του ρόλου θα πιστεύει πως η
αποχώρησή του από το πληκτικό οικογενειακό περιβάλλον θα είναι και πρόσκαιρη όσο και συγχωρητέα.
Κάτι
που ασφαλώς και η Βάντα όχι μόνο δεν έχει πρόθεση να το αποδεχτεί, αλλά και οι αντιδράσεις της
θα είναι έντονες όσο και ως ένα βαθμό μικροπρεπείς.
Η
σχέση διαταράσσεται, όχι όμως και ο γάμος. Κανένας από τους δύο δεν είναι
ικανός να εφαρμόσει ολοκληρωτικά τις αξίες εκείνες που ενώ μέσα στη δική τους
γενιά εμφανίστηκαν, από τη δική τους επίσης γενιά δεν υποστηρίχτηκαν πλήρως.
Ο
θεσμός της οικογένειας θα εξακολουθήσει
να επιβάλλεται. Ο Άλντο, έχοντας σε ένα βαθμό αναγνωριστεί κοινωνικά και
καλλιτεχνικά, επιστρέφει* η Βάντα κυριαρχεί στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους.
Θα έχουν πλέον μετακομίσει στη Ρώμη.
Η
κοινωνική άνοδος σε απόλυτη σύμπνοια με την οικογενειακή συμβατικότητα -ότι,
δηλαδή, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως υπήρξε το αποτύπωμα πολλών ανδρών και
γυναικών που ένωσαν τις μοίρες του μέσα στα χρόνια μιας εποχής που σε ένα
μεγάλο βαθμό αυτοπροδόθηκε.
Αλλά
υπήρχαν και τα δυο παιδιά- εκπρόσωποι μιας νέας εποχής και που μαζί τους θα κάνει τα πρώτα του βήματα ο
νέος αιώνας.
Τα
δυο παιδιά -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, υπενθυμίζω- ενώ θα υποστηρίζουν, το
καθένα με τον τρόπο του και τη δική του ιδιοσυγκρασία, τις νέες απόψεις περί
γάμου και οικογένειας, παράλληλα θα
ασφυκτιούν από τις οικογενειακές στρεβλώσεις του παρελθόντος κάτω από τις
οποίες έζησαν.
Η
απροσδόκητη οικογενειακή έκρηξη που θα ακολουθήσει απλώς και μόνο θα
αμφισβητήσει το σκηνικό του μεσοαστικού διαμερίσματος της Ρώμης. Η εφαρμογή του
οτιδήποτε νέου επαφίεται σε επόμενες γενιές.
Αυτό
σε γενικές γραμμές είναι το πλάνο πάνω στο οποίο ο Σταρνόνε έστησε το γεμάτο
αφηγηματικά τεχνάσματα μυθιστόρημά του. Το δόμησε σε τρία μέρη, όπου στο καθένα
και ένα άλλο πρόσωπο φωτίζει με τον δικό του τρόπο το παρελθόν και
προβληματίζεται για το παρόν.
Η
αφήγηση δείχνει να έχει μια απλότητα. Αλλά την ίδια στιγμή η απλή προσωπική
εξομολόγηση κάθε αφηγητή διαπερνά το κλίμα μιας εποχής και κριτικά στέκεται
απέναντί της.
Ένα
μυθιστόρημα που συχνά σε κάνει να χαμογελάς. Συχνά σου δημιουργεί την εντύπωση
πως σε έχει οδηγήσει στα ενδότερα της μεσοαστικής τάξης. Αλλά στο τέλος μένεις
με ένα πικρό προβληματισμό- αυτό που σε διακατέχει όταν ακούς την συνειδητοποιημένη αυτοκριτική
κάποιου γνωστού και φίλου σου.
Νομίζω
πως εδώ έγκειται και η αξιοπρόσεχτη συγγραφική ικανότητα του ιταλού συγγραφέα.
Να σε κάνει να πιστέψεις πως σε επέλεξε για να σου μιλήσει για κάτι πολύ προσωπικό του.
Η
ελληνική μετάφραση, με το δικό της τρόπο, υποστηρίζει κάτι τέτοιο.
(730 λέξεις)
(Τα
Νέα, 23/12/2021)