Γνωρίζω το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Θεόδωρου
Γρηγοριάδη. Και έχω δηλώσει στο παρελθόν την άποψή μου πως ο Γρηγοριάδης είναι
ο συγγραφέας εκείνος που αφήνει τον κεντρικό ρόλο στα μυθιστορήματά του να τον
έχουν όχι μόνο (ή τόσο) τα κεντρικά πρόσωπα των έργων του όσο ο τόπος στον
οποίο τα πρόσωπα αυτά ζούνε.
Επίσης έχω σημειώσει πως πρόκειται για ένα συγγραφέα που
πολύ, πάρα πολύ συχνά έχει ως βάση των ιστοριών του περιοχές και πόλεις της
Βόρειας Ελλάδας.
Παρόλα αυτά και η Αθήνα διεκδίκησε πρωταγωνιστικό ρόλο στο
προτελευταίο του βιβλίο –«Το μυστικό της Έλλης» ήταν- όπως και σε αυτό το τελευταίο
επίσης τον διεκδικεί.
Πέρα από την παρουσία ενός τόπου, ο Γρηγοριάδης συνηθίζει
–τουλάχιστον σε αυτό το τελευταίο του έργο, αλλά και στο προηγούμενο, στο «Ζωή
Μεθόρια»- να αναζητά το πώς μπορεί να περιγραφεί η σύγχρονη κοινωνική ιστορία
της Ελλάδας μέσα από τις καθημερινότητες των ηρώων του.
Αφού, λοιπόν, στο προηγούμενο μυθιστόρημα οι μέρες της
κεντρικής ηρωίδας του σηματοδότησαν την δεκαετία του ’80 (ήταν η εποχή όπου τα
άτομα είχαν την ψευδαίσθηση πως έχουν στα χέρια τους το δικό τους μέλλον μα και
το μέλλον ολόκληρης της χώρας), σε αυτό το τελευταίο του έργο ο συγγραφέας προχωρεί στην επόμενη δεκαετία
και κλείνει όλον τον αιώνα. Και βέβαια ο τόπος όπου αυτό το τέλος θα περιγραφεί
δεν μπορούσε να ήταν άλλος από την πρωτεύουσα, την Αθήνα.
Το τέλος ενός αιώνα και μαζί το τέλος μιας εποχής. Σ΄ αυτό
το τέλος πορεύονται και οι ήρωες του Γρηγοριάδη.
Κλείνει ο συγγραφέας τον αιώνα που τον γέννησε και κάνει
προσκλητήριο σε πολλούς από τους ήρωες
προηγούμενων βιβλίων του. Όλοι τους άτομα που γεννήθηκαν μέσα στα χρόνια του 20ου
και υπήρξαν θύματά του. Ο καθένας κάπου χάθηκε ή συμβιβάστηκε.
Σίγουρα πάντως η βασική ηρωίδα αυτού του μυθιστορήματος – η
Μαργαρίτα- καθώς πλησιάζει το τέλος της βιολογική της ζωής, προλαβαίνει μόνη
της να κατηφορίσει προς τη θάλασσα και … Σταδιακά
έγινε μια κουκίδα που χάθηκε μέσα σε ένα τεράστιο ασημένιο σύννεφο που
κατέβαινε, άπλωνε και έπνιγε τον αττικό ουρανό, μαζί και τη λαμπερή πολιτεία.
Η οικειοθελής αποχώρηση μπορεί λοιπόν να εκφράζει μια αξιοπρεπή στάση.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη τακτική - αυτό που δεν μπόρεσα
μήτε να το κάνω δικό μου, μήτε κι εκείνο να με κερδίσει, καλύτερα να το αφήσω
να προχωρά στον δικό του σχεδιασμό κι εγώ απλώς να το παρακολουθώ.
Ο Μανώλης –ο γιος της Μαργαρίτας και επίσης βασικό πρόσωπο
του έργου- κάπου καθώς θα πλησιάζει στο μέσο του βίου του και καθώς ο αιώνας θα
αποχωρεί, θα μας ενημερώσει … αναπτύσσω
ταχύτητα και νιώθω ότι πετάω επιτέλους πάνω απ΄ όλους, πάνω από το κακό,
εισπνέοντας τον πνιγμό της ατμόσφαιρας ενώ αυτό που αφήνω πίσω μου στα χαμηλά
μοιάζει με μια άλλη, μια καινούργια πόλη.
Η καινούργια πόλη σε ποιους θα ανήκει και ποιους θα
φιλοξενεί;
Οι ήρωες του Θεόδωρου
Γρηγοριάδη πάντως δεν θα ανήκουν στους πολίτες του 21ου
αιώνα. Μείνανε εραστές μια ατομικής ελευθερίας και θιασώτες περιοχών όπου τα
αδιέξοδα κυριαρχούσαν.
Η κεντρική πλοκή του μυθιστορήματος δεν έχει και τόση σημασία. Θα ήταν ανώφελο να
προσπαθήσει κάποιος να κάνει την περίληψή της. Και ασφαλώς θα αδικούσε όλο το
έργο. Γιατί στην περίπτωση του Γρηγοριάδη ισχύει απόλυτα το αξίωμα που λέει πως
λογοτεχνία δεν είναι τόσο το τι λέγεται,
όσο το πως λέγεται.
Μυθιστόρημα τέλους ενός αιώνα –έτσι εγώ διάβασα το
«Καινούργια πόλη».
Αυτό το τέλος ο Γρηγοριάδης το περιγράφει με τρόπο
ασυνήθιστο. Δεν στέκεται σε κεντρικά λάθη, δεν βροντοφωνάζει τις παραλήψεις. Μένει στις λεπτομέρειες ή
μάλλον αναφέρει τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του 20ου έτσι
όπως τα εισέπρατταν οι απλοί άνθρωποι που βρέθηκαν να κατοικούνε σε μία μεγαλούπολη που αποφάσιζε να
υιοθετήσει ευρωπαϊκό προφίλ χωρίς να διαθέτει ευρωπαϊκή ιδιοσυγκρασία.
Πλήθος ασήμαντα γεγονότα, άσκοπές περιπλανήσεις στους
δρόμους της πόλης, απρογραμμάτιστο ξόδεμα ονείρων και ταλέντων. Αστοί και
μικροαστοί δεν αλλάζουν τον τρόπο σκέψης ούτε κάτι διαφορετικό κάνουν, απλώς
μαθαίνουν το θάνατο του Ελύτη και του Χατζιδάκι και μπροστά στη λεηλασία της
φούσκας του χρηματιστήριου εκείνοι αντί να διαμαρτυρηθούν θα προστρέξουν στη βοήθεια της άνοιας.
Όλα αυτά δίπλα σε απλές αναφορές – πινελιές γεγονότων που
χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη* από την αρρώστια του Παπανδρέου έως τα μπαρ της
μόδας και τα περιοδικά που καθορίζανε ένα τρόπο ζωής τυλιγμένης σε σελοφάν.
Και η γραφή του Γρηγοριάδη όλα αυτά να τα περιγράφει με μια
διάθεση απόμακρη, μα που με υπόγειους
και ξαφνικούς ελιγμούς και να τα τέμνει σε βάθος.
Μυθιστόρημα που τελειοποιεί ένα συγκεκριμένο είδος αφήγησης
–η λεπτομέρεια που ενώ δείχνει ασήμαντη, είναι αυτή που φωτίζει το σημαντικό
όλο.
Και ένας συγγραφέας που αφού συγκατοίκησε με τους ήρωές του,
τώρα αφήνει πίσω του το σπίτι που ο σεισμός γκρέμισε και τρέχει στους δρόμους
να επικοινωνήσει με εκείνον –ήρωα προηγούμενου ή και μελλοντικού έργου;- που
για χρόνια δεν του είχε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Έργο –το ομολογώ- αρκούντως κλειστό. Κι όμως…
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, άλλοτε με τους ήρωές
του κι άλλοτε ο ίδιος με τη γραφή του, μας μαθαίνει την Τέχνη τόσο του
αποχαιρετισμού όσο και του καλωσορίσματος.