1.3.16

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης για το "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της"




Παρουσίαση του μυθιστορήματος στο βιβλιοπωλείο "Επί Λέξει"
22  Φεβρουαρίου, 2015





Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων είναι ένα χορταστικό βιβλίο 400 σελίδων χωρισμένο σε έξη μέρη που το κάθε ένα κοσμείται από ένα  στίχο της Σαπφούς. Ξεκινάει με μια καλοκαιρινή συνάντηση στο σήμερα -του βιβλίου- που τοποθετείται ένα δύο χρόνια πριν. Η Λία, συναντάει τυχαία την Στέλλα, μια συμμαθήτριά της από τα χρόνια του Λυκείου, ήταν τότε κολλητές. Η Στέλλα είναι ήδη παντρεμένη, έχει δίδυμα, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε, στο μεταξύ όλα έχουν αλλάξει και για τις δύο. Η συνάντηση αυτή γίνεται  αφορμή να ξετυλιχτούν οι σκέψεις της Λία παράλληλα με το παρόν της. Τώρα πια είναι μια οδοντίατρος και ετοιμάζει τη δική της δουλειά και χώρο. Ο Ορέστης, που θα επιμεληθεί το γιατρείο της, θα της προτείνει άμεσα να γίνει γυναίκα του.
         Όμως η Λία διστάζει να μιλήσει στην Στέλλα για αυτή την προοπτική. Εξ αρχής όλα λειτουργούν ανασταλτικά, αμφισβητήσιμα, σαν να περιμένει κάτι άλλο, κάτι που να την υποβοηθήσει στην τελική της απόφαση. Τώρα πια, που έχει χάσει και τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ναυτιλιακός ασφαλιστής, μπορεί να προχωρήσει ένα βήμα πιο μπροστά, εκείνος πάντα στεκόταν σκιά και ενοχή στο κάθε της κίνηση. Μόνον η μάνα της απομένει για να μιλήσουν, θα ρθει η ώρα. Αργεί να αποφασίσει, μάνα της είναι, ακόμα την αφήνει να ακουμπάει τρυφερά πάνω της.
         Στο μυθιστόρημα ήδη διαγράφονται οι βασικοί του χαρακτήρες, η αφηγηματική ματιά παρακολουθεί από κοντά την Λία, το πρόσωπο, το σώμα, τα χέρια, τα δάκτυλά της, με μια εμμονή κινηματογραφική, σαν πλάνα από Αντονιόνι και Μπέργκμαν, που δεν βιάζονται να σαρώσουν την εικόνα αλλά στέκονται στις αδιόρατες λεπτομέρειες. Γιατί το εσωτερικό πάθος της ηρωίδας, η  επιθυμία της για τις γυναίκες, έρχεται πάντα σε αντίθεση με ένα εξωτερικό μηχανισμό που την αποτρέπει να εκδηλωθεί.
         Βέβαια η Λία το πάλεψε από πολύ νωρίς, ήδη φοιτήτρια στην Θεσσαλονίκη, έφυγε έχοντας τα ίχνη της Στέλλας πάνω της. Στην νέα της ζωή θα αναγκαστεί να συγκατοικήσει με την Ρίτα, επιλογή των πατεράδων και φίλων, έτσι όμως συμβαίνει στις καλές οικογένειες. Το τίμημα των σπουδών χωρίς να δουλεύεις, σημαίνει ακόμη επιπλέον οικονομική κηδεμονία της οικογένειας. Η Θεσσαλονίκη έχει την φήμη της ερωτικής πόλης, ή την ρετσινιά. Ή απλώς έχει την ομορφιά να απέχεις από το σπίτι σου.  Όπου υπάρχει πυρήνας ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας εκεί θα ονοματίσεις και την δική σου πόλη. Φοιτητική ζωή σημαίνει απόσταση, ελευθερία, ανεξαρτησία κι ας είσαι με μια φοιτήτρια σαν την Ρίτα, κόρη τραπεζικού, που δεν σε αφορά.
         Η Λία θα το παλέψει στην αρχή με το διαδίκτυο, με πληροφορίες για λεσβιακές οργανώσεις και θεωρητικές αναλύσεις, θα κάνει ψεύτικο προφίλ ως  Coraly που τόσο θυμίζει και την Carol της Χάισμιθ. Θα αφυπνιστεί το σώμα της, με τα δικά της δάκτυλα, θα υγρανθεί από μνήμες και δάκρυα. O αγώνας της απεξάρτησης του οικογενειακού οιδιπόδειου θέλει πόνο και έπειτα αναγνώριση και αποδοχή.
         Εκεί στην οικοδομή όπου νοικιάζει, κοντά στην Εγνατία, η Λία, θα γνωρίσει την Γεωργία, ξενόφερτη από την Κρήτη και αποφασισμένη. Στην αρχή την φοβάται, αισθάνεται την απειλή του ισογείου όταν εισέρχεται στο κτίριο. Θα δοκιμάσει  μια ερωτική επαφή με τον Στάθη, φοιτητή από την επαρχία, αλλά η πρώτη τους φορά είναι στεγνή, ένας βουβός βιασμός, πονάει, κουράζεται.
         Είναι εξαιρετικά σημαντικό πόσο σωματοποιούνται τα συναισθήματα στην Λία, πόση διεργασία χρειάζεται κάθε φορά να αντιμετωπίσει τον καθένα. Αργεί να βγει από το σπίτι, στοχάζεται. Κι έτσι, αργότερα θα είναι πιο έτοιμη για να βρεθεί κάτω από την επιρροή της δυναμικής Γεωργίας, που είναι και ερασιτέχνης ρεμπέτισσα και  θυμίζει την Μπέλλου καθόλου τυχαία. Η Γεωργία είναι κτητική, επιβάλλεται. Σε μια αποκριάτικη έξοδο θα δοκιμαστούν και οι δύο, θα δεχτούν επίθεση από μια ομάδα αντρών, όταν θα τις δουν να φιλιούνται στο δρόμο.
         Η αρχή της τιμωρίας και της αμαρτίας; Η αιφνίδια αναχώρηση της Γεωργίας δεν θα αφήσει καλά σημάδια. Πού να στραφεί; Η οικογένεια κάθε φορά που τους επισκέπτεται επιδεινώνει την κατάστασή της. Δεν υπάρχει δίαυλος ανάμεσα στο πρέπει και στην επιθυμία και αυτή την επιθυμία είναι που επεξεργάζεται όλο και πιο σταθερά αλλά και οδυνηρά η Λία. Γι αυτό και η καταφυγή της στην πόλη των ευαίσθητων συγγραφέων, με αναφορές στον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο και στον Ασλάνογλου καθόλου τυχαία. Θα αναζητήσει να μείνει μόνη, πιο χειραφετημένη, όπου η συγκάτοικος δεν θα παίζει τον ρόλο του άλλοθι και εμπόδιου. Ορισμένες στιγμές και πάλι θα παρακάμψει: ένας φοιτητής, ο Παύλος, θα είναι λιγότερο αντρικός, σπουδάζει δάσκαλος, διαβάζει Ιωάννου ΄ μαζί του άλλη μια δοκιμή, άλλη μια προσπάθεια. Τελικά ούτε αυτός, παρά τις καλές του προθέσεις, θα είναι η λύση. Τελικά μόνη της μπορεί και να το απολαμβάνει καλύτερα.
         Οι ερωτικές περιγραφές του βιβλίου, που δεν είναι και  λίγες, είτε με γυναίκες, είτε με άντρες είτε ιδιωτικές δεν είναι σοκαριστικές. Θέλω να πω εντάσσονται στο γενικότερο ύφος του βιβλίου και του χαρακτήρα της ηρωίδας του. Ταυτόχρονα λειτουργεί και το υπόγειο συγγραφικό ρεύμα, που επίσης προστατεύεται από κακοτοπιές ώστε να μην αφεθεί στην ερωτική επιδειξιομανία που τελικά είναι κάτι που μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα.
         Η Λία ωριμάζει όσο περνάει ο καιρός, η αρρώστια του πατέρα της την ταρακουνάει, αναλογίζεται τις έννοιες του κοινωνικού φύλου, των ταυτοτήτων, δεν τολμάει όμως να παρακολουθήσει ανοιχτά συνέδρια για τα δικαιώματα των λεσβιών κλπ που οργανώνονται στην πόλη. Πρέπει πρώτα να εξέλθει του δικού της εγκλωβισμένου σώματος και μετά να ανοίξει διάλογο ως συνειδητή λεσβία πολίτης.
         Οι καιροί ευνοούν τους επαναπροσδιορισμούς των ταυτοτήτων και των κοινωνικών ομάδων. Η αριστερά προσέρχεται στην εξουσία με άλλη γλώσσα, τουλάχιστον όπως προαναγγέλλεται. Στην Αθήνα αναταραχές, μέσα τις επίσης. Κοινωνικά και προσωπικά βρίσκεται σε σύγκρουση. Αποφασίζει να χωρίσει τον Παύλο. Ας μείνει μόνη, ωσότου αποφασίσει να αποτολμήσει το μεγάλο βήμα.
          Κάθε γνωριμία της Λία είναι μια ευκαιρία να επανατοποθετηθεί. Ακόμη και η κόρη της μεγαλύτερης φίλης της Αύρας, η Όλγα, ένα κορίτσι που δεν θα μεγαλώσει ποτέ διανοητικά. Η Λία αντικρίζει κι εδώ μιαν ακόμη ασχημάτιστη γυναίκα που ασυνείδητα διεκδικεί την επιθυμία της -αυθόρμητα βιολογικά- και όχι μέσα από την  κοινωνική ανατροφή και επιβολή κανόνων.
         Ο καιρός περνά, η Λία τελειώνει τις σπουδές και ενοχικά δοκιμάζει τον έρωτα άλλοτε με την Λήδα, που είναι από γνώριμο περιβάλλον και άλλοτε-ίσως για μια φορά- με μια κοπέλα που γνωρίζονται στο δρόμο. Είναι το διάστημα που φθίνει ο πατέρας της και υποβάλλεται σε θεραπεία. Ακόμη κι αυτό δίνει λαβή στην κόρη να αντιμετωπίσει την επιβολή και την απώλεια του πατέρα μέσα από τις δικές της ρήξεις.
         Θα ολοκληρώσει τις σπουδές της και θα γυρίσει πραγματικά μια νέα επιτυχημένη γυναίκα στην Αθήνα. Με πτυχίο αναγνωρισμένο αλλά όχι ακόμη αναγνωρίσιμη ταυτότητα.
         Ο αρχιτέκτονας Ορέστης θα μπει στη ζωή της άμεσα αφού επιβλέπει τον επαγγελματικό της χώρο, ανάθεση του πατέρα της που ακόμη και μέσα από το νοσοκομείο επιβλέπει. Ο Ορέστης, η Αθήνα, η μισοδιαλυμένη οικογένεια, η ιδιότητα της οδοντιάτρου μπορεί και να την πείθουν να ξεχνάει την περίοδο της Θεσσαλονίκης και ότι μπορεί να ξεκινήσει κι εδώ από την αρχή, μαζί με τον Ορέστη ίσως. Ο Ορέστης είναι έτοιμος για γάμο. Ο έρωτας μαζί του είναι έντονος αλλά δεν την αφήνει καμία ικανοποίηση ούτε καν υποκατάστατο καθώς δοκιμάζει πάνω της τη δική της ενεργητικότητα.
         Πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης παντρεύονται και ανοίγει το γιατρείο. Όμως η γνωριμία της Λία με μια ομάδα φεμινιστριών της ξαναδίνει θεωρητικά και συναισθηματικά εφόδια για να επαναπροσδιορίσει την στάση της. Της λέει η μεγαλύτερή της, η Άλκη: “Μέχρι πότε θα προσπαθείς να θολώνεις τα στοιχεία της ταυτότητάς σου;”  Η Λία αντικαθιστά τις φωτογραφίες που διακοσμούν τους τοίχους της με σταρ του Χόλιγουντ με εκείνες, τις αντιεμπορικές των γυναικών της Μεσογείου. Αυτές είναι οι αληθινές γυναίκες του κόσμου και της γεωγραφικής επικράτειας όπου ζει και αναπνέει. Η Άλκη ζει στην Μασσαλία, φεύγοντας θα αφήσει έντονα αποτυπώματα στην ψυχή και στο κορμί της Λίας.
         Η Λία είναι μόνον εικοσιπέντε χρονών, τώρα πια δεν την ενδιαφέρει η καριέρα μιας μεγαλογιατρού αλλά να προσέρχεται σε ένα οδοντιατρείο όπου θα επιτελεί περισσότερο κοινωνική εργασία. Κοινωνικά και ερωτικά προχωράει μαζί τις αποφάσεις της. Το ανακοινώνει στην μάνα της κι ας ξέρει ότι την κλονίζει κυριολεκτικά. Και μετά έρχεται η στιγμή του Ορέστη, μια καθόλου καλή στιγμή για εκείνον. Η Λία πια μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα και προσδιορίσει την απελευθερωμένη της πια εκδοχή, της νέας γυναίκας που αυτή επιθυμεί να είναι.

         Το μυθιστόρημα του Μάνου έχει μέτρο και ρυθμό, γλωσσικά είναι ένα κείμενο καθαρά διατυπωμένο, αφηγηματικά απολαυστικό παρά την στέρηση της αληθινής απόλαυσης που διακατέχει την ηρωίδα του στο μεγαλύτερο μέρος.
         Έχει πολύ υλικό, ένα μωσαϊκό χαρακτήρων της εποχής μας, της μεσαίας θα έλεγα κυρίως τάξης και των νοοτροπιών της. Είναι ο αγώνας μιας νέας γυναίκας στην μεταμοντέρνα εποχή μας να αυτοπροσδιοριστεί -ας μην μας ξενίζει αυτό. Η ελληνική πραγματικότητα, κοινωνία και θεσμοί μαζί, έχουν ριζώσει μαζί με δεκάδες προκαταλήψεις στο νεότερο κράτος μας. Η ελληνική κοινωνία είναι κατά βάθος συντηρητική, φοβική και η οικογένεια παραμένει πολλές φορές ασφυκτική  στην ανατροφή των παιδιών. Να γιατί η Λία πρέπει να δώσει τόσες μικρές μάχες, να κάνει το προσωπικό της οδοιπορικό δοκιμάζοντας εμπειρίες και ταυτότητες.
         Γι αυτό και είναι ένας χαρακτήρας που αφορά κάθε έναν που δίνει μια μικρή προσωπική μάχη για την διεκδίκηση της κοινωνικής και ερωτικής του ταυτότητας ώστε η μία να μην εμποδίζει την άλλη. Από την άποψη αυτή το βιβλίο δεν είναι μόνον κοινωνικό ή πολιτικό αλλά ενέχει μια παλιά όμορφη ιδιότητα της λογοτεχνίας: βοηθάει προτείνοντας την ελευθερία του ατόμου και του ερωτικού ένστικτου χωρίς να εκφοβίζει και να αποπλανεί. 

Και ακόμα στο: http://www.elculture.gr/blog/article/%CE%B4%CE%AC%CF%87%CF%84%CF%85%CE%BB%CE%B1-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%89-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%8E%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82/