7.2.21

'Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε" -γράφει η Βασιλική Ρεσβάνη

 

Το νησί των ξεχασμένων λέξεων

Σκέψεις πάνω στο έργο «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» του Μάνου Κοντολέων

 


 

 Βασιλική Ρεσβάνη, Εκπαιδευτικός, Υπ. Διδάκτωρ Παν/μιου Πατρών

 

Κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι ένα νησί με ένα απάνεμο λιμανάκι όπου τα κύματα ψιθυρίζουν λέξεις όπως ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία, αλληλεγγύη. Ανοίγω τα μάτια μου και κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» του Μάνου Κοντολέων.

Το νέο λογοτεχνικό βιβλίο του Μάνου Κοντολέων έρχεται να συντροφεύσει τα δύο προγενέστερα «Οι δίδυμοι ήλιοι της Ποντικούπολης» αλλά και το «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι». Να συντροφεύσει αλλά και να συγκεκριμενοποιήσει τη λύση σε έναν ιδεολογικό προβληματισμό που ο Μάνος Κοντολέων έχει ξεκινήσει από τα δύο προγενέστερα έργα και όχι μόνο σε αυτά. Στο νέο βιβλίο οι ήρωες είναι άνθρωποι, πρόσωπα. Οι νέοι αναγνώστες διαβάζοντας, προβληματίζονται, σκέφτονται και κρίνουν την ιστορία που διαβάζουν, αφυπνίζονται.

Η προσεγμένη εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου και το ιδιαίτερης υφής και χρωμάτων εξώφυλλο προμηνύει ένα υπέροχο βιβλίο. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη ενώ φράσεις όπως του Ρίτσου, του Λόρκα, του Βιζυηνού δίνουν αφόρμηση στα κεφάλαια, μυώντας τους νέους αναγνώστες στα κείμενα αυτά.

Στο νησί με τις λέξεις που αγαπάνε οι ήρωές του άνθρωποι ενός νησιού που καταστρέφεται αναζητούν την σημασία που έχουν οι λέξεις, όταν συντεταγμένες στη σύνθεση μίας ιστορίας, προσπαθούν να δηλώσουν το βαθύτερο νόημα της ζωής. Ο ηγεμόνας και η αρχόντισσα του νησιού, ένα άκληρο ζευγάρι, αναζητούν αυτόν που θα τους διαδεχθεί μέσα από τους κατοίκους του νησιού και ανακοινώνουν έναν συγγραφικό διαγωνισμό. Έρχονται στα χέρια τους έξι φάκελοι με  ιστορίες. Σπονδυλωτά και μέσα από ένα κρεσέντο σημαντικότητας ξεδιπλώνονται ιστορίες για την αγάπη, την αδερφική αγάπη , την αγάπη της μητέρας του πατέρα ενώ από την ιστορία στον κόκκινο φάκελο, το πουλί τριανταφυλλί καταλαβαίνουμε ότι η λύση θα δοθεί ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε από τα παιδιά, την ιστορία στον ασημί φάκελο.

Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό κείμενο, αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέραν από τις λέξεις. Το βιβλίο είναι ένας κωδικοποιημένος χάρτης του νησιού με τις λέξεις που αγαπάνε. Διαβάζοντας σε μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φωτίσει μία όψη των νοημάτων του. Αποκρυπτογραφώντας το, διαφαίνεται ένα δευτερεύον κείμενο εξίσου σπουδαίο στη σύλληψή του, κρύβει έναν θησαυρό που αξίζει να ανακαλυφθεί. Η ιδέα μίας επανάστασης αλλά και η συνεργασία και η κοινή προσπάθεια για το καλό όλων είναι αξίες που διαπερνούν το έργο. Ο συγγραφέας προτάσσει την αξία της ανιδιοτελούς αγάπης, προβάλλει πρόσωπα όπως η μάνα, η αδερφή, ο πατέρας που ανεβαίνει στον ουρανό για να φέρει το καλοκαίρι. Είναι το έργο ένα ταξίδι στις λέξεις που αγαπάνε, στην σημασία της αγάπης, του έρωτα. Αποτελεί μία διέξοδο στον περιχαρακωμένο κόσμο που ζούμε, είναι ένα μικρό ταξίδι της σκέψης, μία ανάσα χωρίς μάσκες, σκοτεινές σκέψεις.

Σε αρκετά σημεία ο συγγραφέας συνομιλεί με τον αναγνώστη σε μια προσπάθεια να τον φέρει κοντά του να γνωρίσει τους ήρωες, τον ηγεμόνα και την αρχόντισσα του νησιού. Σαν να είναι καθισμένοι δίπλα στο τζάκι, στη ζέστη, και το φως που εκπέμπουν οι φλόγες και να θέλει ο συγγραφέας να διαβάσουν όλοι μαζί τις ιστορίες με τις λέξεις που αγαπάνε. Μαζί ανοίγουν έναν ένα τους φακέλους με τις ιστορίες και διαβάζουν, σκέφτονται και στοχάζονται πέραν από τις λέξεις τα σημαινόμενα. Όλοι μαζί παίρνουν την τελική απόφαση. Η συλλογική προσπάθεια, η σημασία της από κοινού απόφασης για την αλλαγή.

Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε θέλει να μας κάνει να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να αγαπήσουμε τα σημαντικά να προσπαθήσουμε από κοινού.

(αναρτήθηκε στο ηλεκτρ. Περιοδικό ‘Περί Ου’, 6/2/2021)

Μαρία Παπαγιάννη "Χρυσά κουπιά"

 

Μαρία Παπαγιάννη

«Χρυσά κουπιά»

Εκδόσεις Πατάκη

 

 


Πολλά είναι τα μυθιστορήματα για παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού που έχουν ως βάση ανάπτυξης του θέματος τους τον τρόπο που μια ομάδα παιδιών περνά τις  καλοκαιρινές διακοπές.

Άλλοτε τα γεγονότα διαδραματίζονται σε ένα νησί, άλλοτε σε περιοχή με αρχαιολογικά ευρήματα, κάποτε και σε μέρη ορεινά.

Είναι μυθιστορήματα που επιδιώκουν  να συνδυάσουν την καθημερινή ζωή των παιδιών (σχέσεις μεταξύ τους ή με πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος τους) με στοιχεία κάποιας μορφής γνώσης πάνω σε θέματα ιστορίας, αρχαιολογίας κλπ.

Στην ουσία πρόκειται για μυθιστορήματα γραμμένα ως  καλοκαιρινά αναγνώσματα και γι αυτό διατηρούν μια γρήγορη και θα έλεγα επιφανειακή προσέγγιση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνονται, καθώς συχνά καταφεύγουν σε μυστηριώδεις περιπέτειες ή εξερευνήσεις και με τους ήρωές – παιδιά να συμπεριφέρονται τις περισσότερες φορές με τρόπο αφύσικο.

Η Μαρία Παπαγιάννη -από τις πλέον δραστήριες όσο και αναγνωρισμένες παρουσίες στο χώρο του παιδικού βιβλίου- μας δίνει ένα μυθιστόρημα που αν και έχει να κάνει με τις καλοκαιρινές διακοπές δυο αδελφών σε κάποιο ορεινό χωρίο, δεν θυμίζει σε τίποτε τον τρόπο που παρόμοιου θέματος έργα τις περιγράφουν, όπως και πιο πάνω σημειώσαμε.

Η Λήδα και η Ηρώ αναγκαστικά βρίσκονται στο χωριό του παππού τους, μιας και ο πατέρας τους έχει σοβαρά αρρωστήσει και η μητέρα τους θέλει να μπορεί συνέχεια να βρίσκεται κοντά του.

Τα δυο κορίτσια με αρνητική διάθεση φτάνουν στο ορεινό μέρος όπου η μητέρα τους είχε γεννηθεί και για πρώτη φορά στη ζωή τους συναντούν ένα παππού που δείχνει απλώς να τις ανέχεται.

Αλλά ο ορεινός αυτός οικισμός έχει ένα παρελθόν που κανένας πλέον δε θέλει να το συζητά, αλλά τα γεγονότα του τότε επηρεάζουν τις ζωές και τα συναισθήματα των κατοίκων  του ακόμα και τώρα.

Οι δυο αδελφές σιγά, σιγά θα γνωριστούν  με διάφορους τύπους του τόπου και το όλο κλίμα που επικρατεί με κάποιον υπόγειο τρόπο δείχνει να μπορεί να τις παρηγορεί από το θλίψη και την αγωνία που έχουν για την αρρώστια του πατέρα τους. Στο τέλος μάλιστα θα τις βοηθήσει ακόμα και να αντιμετωπίσουν τον θάνατό του

Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα μια παιδιά που πολύ πλησιάζει το είδος εκείνο της μυθιστορηματικής αφήγησης που έχει να κάνει με την πορεία προς την ενηλικίωση.

Η Μαρία Παπαγιάννη φρόντισε αυτό το χωριό και από σύνθετους χαρακτήρες να κατοικείται, αλλά και να διαθέτει ένα θαυμάσιο μείγμα ρεαλισμού και παγανισμού.

Το μείγμα αυτό θα προσφέρει τη δυνατότητα στις δυο αδελφές να περάσουν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία καθώς θα μπορέσουν να πλησιάσουν τον επικείμενο θάνατο του πατέρας τους με τρόπο εσωτερικής ενδοσκόπησης, την ίδια ώρα που θα έχουν ανακαλύψει και άλλα μεγάλα συναισθήματα όπως αυτά της πρώτης εφηβικής αγάπης, της κατανόησης της ιδιαιτερότητας του άλλου, την αξία του παρελθόντος, τη γνώση της ιστορίας ως στοιχείο διάπλασης των χαρακτήρων.

Μυθιστόρημα ατμοσφαιρικό, με ευαίσθητες περιγραφές. Παράλληλα ένα κείμενο που θέτει με τόλμη ερωτήματα που απασχολούν άτομα μικρών ηλικιών και που απαντά σε αυτά με διακριτικότητα και  με τη διάθεση να αφήσει τον άλλον μόνο του να αποφασίσει.

Αλλά την ίδια στιγμή έχουμε και ένα μυθιστόρημα με ολοζώντανους διαλόγους. Τα διάφορα πρόσωπά του έργου -παιδιά και ενήλικες- μιλάνε με μια καθημερινή γλώσσα και με τέτοιο τρόπο ώστε ο χαρακτήρας του καθενός να καθρεφτίζεται στις προτάσεις του.

Θα τολμήσω να σημειώσω πως υπήρξαν σελίδες που μου έφεραν στο νου αντίστοιχες σελίδες από το «Καπλάνι της βιτρίνας» της Ζέη. Κυρίως στους διαλόγους των δυο αδελφών, αλλά και σε κάτι άλλο, ίσως περισσότερο βαθύ.

Αναφέρομαι σε μια άποψη που υλοποιείται μέσα από τις διάφορες προτάσεις και η οποία έχει να κάνει με μια γυναικεία ματιά στον τρόπο φωτισμού των δυο κεντρικών ηρωίδων.

Τα δυο κορίτσια στα «Χρυσά κουπιά», ακριβώς όπως και τα άλλα δυο κορίτσια στο «Καπλάνι της βιτρίνας» διαθέτουν μια πρώιμη γυναικεία  υπόσταση έτσι όπως μπορεί κάποιος να την εντοπίσει σε νεαρής ηλικίας θηλυκά άτομα τα οποία έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα οικογενειακό κλίμα ισότητας και παιδείας.

Και νομίζω πως αυτό είναι και το πρώτο προσόν του έργου. Το ότι, δηλαδή, η συγγραφέας δεν βίασε την εξέλιξη της ιστορίας της. Αντίθετα άφησε τους ίδιους του ήρωές της να την καταγράψουν σύμφωνα με τις προσωπικότητές του.

 

(α΄ ανάρτηση, Ηλεκτ. Περιοδικό ‘Περί Ου’, 6/2/2020)