9.2.10

Τα Πολύτιμα Δώρα του Μάνου





Χτες ήταν -8 Φεβρουαρίου 2010. Στο νέο κτήριο (πρώην Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά)του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Χτες ήταν που με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου μου "Πολύτιμα Δώρα" (Εικόνες: Ρίτα Τσιμόχαβα, Εκδ. Πατάκη, 2009), γιορτάστηκαν τα 30 χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας.
Ανάμεσα στους ομιλητές και η Αγγελική Γιαννικοπούλου, Καθηγήτρια ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ήταν εκείνη που παρουσίασε αναλυτικά τη πιο πρόσφατη συλλογή... Παραμυθιών ή φανταστικών διηγημάτων;


ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΔΩΡΑ
Το καινούργιο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων τα Πολύτιμα Δώρα είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο που περιλαμβάνει τρία έντεχνα παραμύθια, τρεις πολύτιμες ιστορίες. Τα Πολύτιμα Δώρα τόσο εξαιτίας της φόρμας τους –ανήκει στην ευρύτατη κατηγορία των εικονογραφημένων βιβλίων– όσο και με βάση ειδολογικά κριτήρια –είναι μια συλλογή παραμυθιών– ανήκουν στα βιβλία για παιδιά. Και πραγματικά είναι για παιδιά, αφού η ύπαρξη εικόνων, η έντονη μυθοπλασία και η γλαφυρότητα της αφήγησης το κάνουν ‘παιδικό’.
Όμως, όποιος διάβασε έστω και ένα μικρό απόσπασμα από τα Πολύτιμα Δώρα ευθύς εξ αρχής, από την πρώτη πρώτη παράγραφο, νιώθει να παρασύρεται σε ένα συναρπαστικό αναγνωστικό ταξίδι, καταλαβαίνει ότι κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο που θέλει να διαβάσει, ένα βιβλίο που απευθύνεται (και) στον ενήλικο.
Τι πράγματι συμβαίνει; Και τα δύο. Γιατί το βιβλίο ανήκει στη ‘δύσκολη’, θα λέγαμε, κατηγορία των cross-over, δια-συγγραφή, δια-ανάγνωση θα το μεταφράζαμε σε ‘άτσαλα’ ακόμη ελληνικά, αφού το βασικό τους στοιχείο είναι ότι είναι δι-ηλικιακά, καταφέρνουν δηλαδή την ίδια στιγμή που απευθύνονται στον ανήλικο, να μιλούν και στον ενήλικο αναγνώστη. Σε μια προσπάθεια γεφύρωσης δυσθεόρατων χασμάτων το ίδιο βιβλίο κατορθώνει να πραγματοποιήσει μια παραδοξότητα· να ικανοποιήσει εξίσου ένα ιδιαίτερα διευρυμένο ακροατήριο, που εκτείνεται από το μικρό παιδί μέχρι τον έμπειρο ενήλικο. Έτσι ο ενήλικος αναγνώστης διαβάζει χωρίς να νιώθει ότι υποτιμάται ή συγκαταβατικά αποδέχεται κάτι που γράφτηκε για κάποιον, μικρό και άπειρο, αλλά και ο μικρούλης δεν αισθάνεται ότι το βιβλίο δεν είναι ακόμη για αυτόν.
Άλλωστε ο Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας ανέκαθεν πολύγραφος (polygraphy), με την έννοια ότι κάποια από τα βιβλία του απευθύνονται σε μικρούς, άλλα σε πολύ μικρούς και άλλα σε ενήλικους. Αυτή τη φορά όμως μας δίνει ένα βιβλίο που διαβάζεται από ένα διττό ακροατήριο ανηλίκων και ενηλίκων αναγνωστών, με κάθε ηλικιακή ομάδα να προσεγγίζει το ίδιο βιβλίο με τρόπο διαφορετικό και λειτουργώντας σε ένα άλλο επίπεδο. Με μια προσέγγιση που θα μπορούσαμε να την πούμε προσέγγιση του κρεμμυδιού κάθε αναγνώστης ‘εισχωρεί’ σε όποιο βάθος επιθυμεί και δύναται σε ένα βιβλίο που εξαιτίας των πολλαπλών επιπέδων του ενθαρρύνει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις.
Όμως παρόλο που η σχετική ορολογία crossover είναι τωρινή, η ύπαρξη παρόμοιων βιβλίων δεν είναι σημερινή. Ακόμη και παλιότερα κάποια βιβλία ‘διέσχισαν’ τα σύνορα και ενώ γράφτηκαν για παιδιά έγιναν αποδεκτά και από ενήλικους και τώρα διαβάζονται και αγαπιούνται από όλους. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και ο πολύ αγαπημένος Μικρός Πρίγκιπας απευθύνονται συγχρόνως σε ένα διττό ακροατήριο ενηλίκων και παιδιών, κάτι που στην περίπτωση του τελευταίου φαίνεται να υποστηρίζεται και εκδοτικά, κλασική έκδοση για μεγαλύτερους και η πιο πρόσφατη pop up κυρίως για μικρότερους.




Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα Πολύτιμα Δώρα μια κλασική περίπτωση δι-ηλιακιακού βιβλίου, ένα αδιαμφισβήτητο crossover:
♦ Καταρχήν θα έλεγα ότι σε αυτό συντελεί το υψηλό επίπεδο αισθητικής του βιβλίου που σέβεται και ικανοποιεί κάθε αναγνώστη. Και αυτό είναι φανερό σε όλα του τα στοιχεία: Από τη φροντισμένη έκδοση και την εικονογράφηση που αντλεί τη χρωματική της παλέτα από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων –φως διαμαντιών στην πρώτη ιστορία, μαργαριταρένια τρυφερότητα στη δεύτερη και σμαραγδένιες στάλες θάλασσας στην τρίτη– μέχρι τη μαγεία και τη δύναμη του λόγου. Σαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια οι λέξεις των παραμυθιών κλείνουν μέσα την ομορφιά ακέριων των νοημάτων και τη δύναμη των πιο έντονων συναισθημάτων. Γιατί ακόμη και όταν οι φράσεις του δημιουργού έχουν την ίδια (χημική) σύσταση με τις δικές μας, εκείνες κατορθώνουν να κρυσταλλώνονται σε μεγάλο βάθος και αντί για ταπεινός γραφίτης τα λόγια του ποιητή γίνονται πολύτιμα διαμάντια.
♦ Από την άλλη και η εικονογράφηση συντέλεσε στη δημιουργία ενός δι-ηλικιακού αναγνώσματος, ενός βιβλίου της κατηγορίας των crossovers. Τα παιδιά αγαπούν τα βιβλία με εικόνες και αν πιστέψουμε την Αλίκη των Θαυμάτων «τι αξία έχει ένα βιβλίο χωρίς εικόνες;». Αλλά και στην κοινή πρακτική συνήθως κατατάσσουμε ένα βιβλίο ως παιδικό και μάλιστα για παιδιά μικρότερων ηλικιών με κυρίαρχο κριτήριο την ύπαρξη, ή όχι ,πολλών, μεγάλων και πολύχρωμων εικόνων.
Όμως, αν φυλλομετρήσουμε τα Πολύτιμα Δώρα, θα δούμε ότι η εικονογράφησή του εκτός από την υψηλή της αισθητική που ικανοποιεί και έναν απαιτητικό (ενήλικο) αναγνώστη-θεατή, προσφέρει τη δική της εκδοχή των παραμυθικών ιστοριών, επιτείνοντας με τη ομορφιά των χρωμάτων τη μαγεία των λεκτικών κειμένων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρώτο παραμύθι-πολύτιμο δώρο που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία μιας μάνας που γέννησε δυο γιους και μια νύχτα πολέμου έχασε τον πρωτότοκό της. Ο μικρός περιμένει να μεγαλώσει για να πάει να της τον φέρει. Η μάνα υπομένει και περιμένει. Όμως ο δεύτερος γιος γύρισε μόνος και το σπίτι, που δεν έγινε για μισο-χαρές αλλά για την ευτυχία ολόκληρη, αποδώ και πέρα θα παραμείνει άδειο. Η μάνα θα ανηφορίσει στο κοιμητήρι κι ο γιος ο μικρός θα φύγει για πάντα, αφού πρώτα φυλάξει κάτω από το μαξιλάρι δυο πέτρες σκληρές και αστραφτερές, δυο διαμάντια, τα πετρωμένα δάκρυα της μάνας.
Τα Διαμάντια αναφέρονται στην αγάπη της μάνας, μια αγάπη ανεκτίμητη, πολύτιμη όσο και αυτά. Αναφέρονται ακόμη και στη μοίρα. Μια μοίρα σκληρή και κοφτερή σα διαμάντι, που πέφτει πάνω στους ανθρώπους και με την ψυχρή της λάμψη διαπερνά τη ζωή τους και σκορπίζει τον πόνο.
Οι εικόνες στα Διαμάντια έχουν ενδιαφέρον έτσι όπως αυστηρές και επιβλητικές σκιαγραφούν, στους χρωματικούς τόνους του διαμαντιού, τις τραγικές φιγούρες της ιστορίας με κυρίαρχη εκείνη της μητέρας. Η πρώτη ολοσέλιδη εικόνα καταλαμβάνεται από μια μνημειακή απεικόνιση της μάνας-Εστίας, της μάνας που προσφέρει στέγη στους γιους της, πρώτα μες στο κορμί της, μετά στο σπίτι που φτιάχνει και για τους δυο τους, και πάντα μες στην ψυχή της. Κρατά τα χέρια σταυρωμένα παραδομένη στο πεπρωμένο και τα μάτια σφαλιστά για να μη δει τη μαύρη μοίρα που ως προάγγελος κακών έχει ήδη καθίσει στον ώμο της. Στις εικόνες αφθονούν οι οπτικές αναφορές στη μοίρα, άλλοτε με τη μορφή μαύρου πουλιού, άλλοτε ως μια αρμαθιά κλειδιά που ξεκλειδώνουν το πεπρωμένο κι άλλοτε ως το πικρό ποτήρι που κάποιο άγνωστο χέρι κερνά. Και ακόμη κλεψύδρες ως το κλασικό σύμβολο ενός χρόνου που κυλά συνεχώς προς τα εμπρός σηματοδοτούν το σκληρό βέλος του χρόνου που πάντοτε προχωρά και ποτέ δε σταματά, ούτε κείνες τις στιγμές που τους πρέπει η αιωνιότητα. Σαν την ευλογημένη ώρα που μια μητέρα καμαρώνει τους δυο της γιους να παίζουν χαρούμενοι στην αυλή του σπιτιού τους.

♦ Και τα τρία παραμύθια-πολύτιμα δώρα λειτουργούν σε πολλά επίπεδα και επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Και αυτό είναι που τα κάνει ένα διηληκιακό ανάγνωσμα. Έτσι την ίδια ώρα που τα παιδιά γοητεύονται από μια παραμυθική ιστορία και χαίρονται την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου παραμένοντας στο επίπεδο μιας άρτιας μυθοπλασίας, ο ενήλικος αναγνώστης επιχειρεί καταβάσεις στα βάθη της ψυχής του και περιπλανήσεις στις ομορφιές του κόσμου σε ένα αναγνωστικό ταξίδι που τον μαγεύει και τον ανταμείβει.
Σαν τα πολύτιμα διαμάντια που αφήνουν να τα διαπερνά το λευκό φως για να το γυρίσουν πίσω πολύχρωμο ουράνιο τόξο, έτσι και αυτό το ομώνυμο παραμύθι κλείνει μέσα του κείμενα και μοτίβα γνωστών ακουσμάτων. Οι χαρακτήρες του παραμυθιού, που παρά τη συντομία του, φαντάζουν ολοκληρωμένοι και ολοζώντανοι, φέρνουν ακέρια πάνω τους τα διαμάντια μιας μακράς λογοτεχνικής παράδοσης. Η υπόσχεση στη μάνα, ο αδερφός που αναζητά τον αδερφό αντανακλούν την καθάρια λάμψη των δημοτικών τραγουδιών –πόσο πολύ μας θυμίζει το Τραγούδι του νεκρού αδερφού, όπου ούτε ο θάνατος δεν εμπόδισε τον Κωνσταντή να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη μάνα του. Άλλα μήπως και τα πρόσωπα της ιστορίας, έτσι όπως έχουν δεθεί με μια μοίρα σκληρή, άτεγκη, δεν μας φέρνουν πίσω στην αρχαία τραγωδία; Καθώς με τραγική αξιοπρέπεια υπομένουν τη σκληρότητα της μοίρας, ακόμη και όταν συντρίβονται κάτω από το βάρος του απόλυτου πόνου, εξακολουθούν να παραμένουν ορθοί και θαυμαστοί, ακόμη ωραίοι, βιώνοντας μια αγάπη που νικήθηκε χωρίς ποτέ να αποτύχει.
Αλλά και τα Μαργαριτάρια επιδέχονται και ενήλικες αναγνώσεις-ερμηνείες πέρα από το πρώτο επίπεδο μιας όμορφης ιστορίας. Τα παιδιά συνήθως παραμένουν σε μια αφήγηση που μιλά για ένα μουσικό που αφουγκραζόταν τους ψιθύρους της φύσης και τους μετέτρεπε σε μουσική, μαργαριτάρια πολύτιμα για τους ανθρώπους.
Τα Μαργαριτάρια μιλούν για την αγάπη. Ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων φαίνεται να υποστηρίζει (σε ένα είδος επιλόγου) ότι πρόκειται για μια αγάπη, απλή, ήσυχη, ανυστερόβουλη, την αγάπη για τον άλλο, τον άνθρωπο που μοιράζεται μαζί μας την ομορφιά της ίδιας πόλης, της κοινής γης. Την αγάπη της κάθε μέρας, της κάθε στιγμής, την αγάπη μιας όμορφης, επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Την αγάπη εκείνη που «σα γύρη του κόσμου» οι φίλοι τη συλλέγουν μέσα στην ξεχασμένη ομορφιά των χιλιοϊδωμένων απλών πραγμάτων.
Όμως, τα Μαργαριτάρια μιλούν για τις ξεχασμένες μελωδίες της φύσης που γίνονται χρώματα στα χέρια του ζωγράφου, μουσική στο δοξάρι του καλλιτέχνη και ολοστρόγγυλες, γυαλιστερές λέξεις στα βιβλία των ποιητών, και όλα μαζί γιορντάνια πολύτιμα στην ψυχή των αναγνωστών.
Διαβάζοντας τα Μαργαριτάρια ένιωσα ότι σε μένα μίλησαν για την αγάπη του δημιουργού, του κάθε καλλιτέχνη. Αγάπη δυνατή και οπωσδήποτε διττή. Γιατί ο δημιουργός, από τη μια αγαπά τον άνθρωπο, τον καθένα χωριστά, τον αναγνώστη, το θεατή. Γι’ αυτό και του προσφέρει να μοιραστεί μαζί του ό,τι πιο πολύτιμο κρατά κρυμμένο μες στην ψυχή του. Από την άλλη είναι η αγάπη του δημιουργού για τον κόσμο γύρω του, ακόμη και για την πιο μονότονη καθημερινότητα, που, καθώς την αφουγκράζεται, νιώθει τη λησμονημένη ομορφιά της και την μεταπλάθει σε τέχνη. Και τότε γίνεται το θαύμα: Το στρείδι ανοίγει και το μαργαριτάρι φανερώνεται, πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη.

Με το σημερινό βιβλίο ο Μάνος μάς χαρίζει για άλλη μια φορά Πολύτιμα Δώρα, όπως άλλωστε το συνηθίζει τα 30 αυτά χρόνια που γράφει για μας, παιδιά και μεγάλους ή ακόμη και παιδιά που τώρα πια μεγαλώσαμε και μεγαλώνουμε τα δικά μας παιδιά. Για όλα αυτά τα δώρα των 30 χρόνων, τα πιο πολύτιμα από τα πολύτιμα, για τις ανεκτίμητες ώρες που τα κρατήσαμε στα χέρια μας, αλλά και για τις χιλιάδες ευλογημένες στιγμές που τα κλείσαμε μέσα στην ψυχή μας. Μάνο Σε Ευχαριστούμε.