28.8.22

Αλεχάντρο Παλόμας «Ένας σκύλος»

 


Αλεχάντρο Παλόμας

«Ένας σκύλος»

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου

Εκδόσεις Opera

 

                                  Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Ο Αλεχάντρο Παλόμας (Alejandro Palomas) γεννήθηκε το 1967 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με ένα Master in Poetics στο New College του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέφρασε έργα σημαντικών συγγραφέων όπως η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Τζακ Λόντον κ.ά. Το 2018 έλαβε το βραβείο Nadal για το βιβλίο του Un amor. Για το μυθιστόρημα του "Ένας γιος" (Opera, 2018) έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και το Εθνικό Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας της Ισπανίας (2016). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα μυθιστορήματα του και είναι αρκετά για να δείξουν στον έλληνα αναγνώστη την ιδιαίτερη ικανότητα αυτού του συγγραφέα να προσεγγίζει και με απρόσμενα βαθιές όσο και ευαίσθητες τομές να αναλύει ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας -της όποιας  οικογένειάς- όχι μόνο δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά και μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πολλαπλές αναλύσεις τους και μυθιστορηματικές συνθέσεις τους.

Αυτό, ο Αλεχάντρο Παλόμας μας αποδεικνύει με τούτο το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του.

Όλα τα πρόσωπα -και όλα τους κεντρικά μιας και συνηθίζει ο συγκεκριμένος συγγραφέας να γράφει μυθιστορήματα όπου όλοι οι χαρακτήρες ισότιμα αναλύονται- που ο αναγνώστης τα έχει συναντήσει στο «Ένας γιος» είναι και εκείνα που κυκλοφορούν στο «Μια μητέρα»

Μια τετραμελής οικογένεια -η μητέρα, ο γιος και οι δυο κόρες. Και τρία σκυλιά. Και ο απών πατέρας.

Και αν στο «Μια μητέρα» η όποια πλοκή στηριζότανε στην προσέγγιση της απώλειας ενός ανθρώπου, εδώ ο φακός πέφτει πάνω στις αντιδράσεις από την απώλεια ενός σκύλου.

Αντιγράφω: Τότε, με φωνή οργισμένη που δεν είχα ξανακούσει και δε θα ξανάκουγα ποτέ, η γιαγιά είπε, με περιφρονητικό ύφος: «Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να αποφασίσεις ν΄ αγαπήσεις κάποιον που ξέρεις ότι θα πεθάνει πριν από σένα». Και χωρίς ν΄ απομακρύνει το βλέμμα της από την τηλεόραση, πρόσθεσε μέσα από τα δόντια της: «ακόμα κι αν πρόκειται για σκυλί».

Το εύρημα -η απώλεια ενός ζώου και το πως κάτι τέτοιο διαμορφώνει τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας- ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας φιλοζωικής προσέγγισης και γίνεται προβληματισμός υπαρξιακών δομών.

Και αυτοί οι προβληματισμοί συνυπάρχουν κατά τη μυθιστορηματική διάρκεια μιας και μόνο μέρας, αλλά -ένα ακόμα συγγραφικό εύρημα- έτσι αποκτούν τη δυναμική ενός καταλύτη που θα ανασυνθέσει σχέσεις και απόψεις.

Τα ίδια, λοιπόν, πρόσωπα, και πάλι γύρω από ένα τραπέζι, μα τώρα και ενώ το καθένα διατηρεί την από το προηγούμενο μυθιστόρημα διαμορφωμένη οντότητά του, παράλληλα την προεκτείνει.

Κυρίως ο γιος και ακόμα πιο έντονα η μητέρα.

Μια μοναδική μυθιστορηματική περσόνα είναι η Αμάλια, η μητέρα τόσο του «Ένας σκύλος» όσο και του «Μια μητέρα»

Με αντιδράσεις που άλλοτε δείχνουν να είναι αφελείς, άλλοτε να εντάσσονται σε αντιδράσεις ατόμου με στοιχεία άνοιας, μα που τελικά είναι στάσεις κατανόησης και βοήθειας, η Αμάλια χαρίζει τη φωνή της στο συγγραφέα και μέσω αυτής εκείνος άλλοτε περιγράφει την τραγικότητα της πορείας του βίου προς το τέλος του – Μαζεύω σελιδοδείκτες των μυθιστορημάτων που δεν θα μπορέσω πια να διαβάσω, παρόλο που θα μου άρεσε- κι άλλοτε τολμά να πει την πιο απλή αλήθεια που συχνά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε – Ίσως κάνω λάθος… αλλά ένα πράγμα έχω μάθει αυτά τα τελευταία χρόνια: πως ο μοναδικός τρόπος για να μη χάσουμε κάτι, είναι να του δώσουμε ένα όνομα… Γι αυτό ,όμως, για να δώσουμε όνομα σε ότι, έχει σημασία, πρέπει να είμαστε θαρραλέοι και σχεδόν ποτέ δεν είμαστε…

Και να πως η ύπαρξη ενός ζώου μπορεί να πυροδοτήσει την ονοματοδοσία κρυφών ίσως και απωθημένων σχέσεων.

Μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαθέτει την αγωνία μιας έντονης πλοκής, χωρίς παράλληλα να περιγράφει τίποτε το έντονο.

Μα ακριβώς γι αυτό και τόσο αιχμηρό -όσο αιχμηρό αλλά και ανατρεπτικό  μπορεί να ήταν το αρνητικό φιλμ εκείνων των φωτογραφιών που κάποτε τραβούσαμε με τις παλιές, συμβατικές φωτογραφικές μηχανές.

 

(σελ. 639)

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου

Εκδόσεις Opera

 

                             

Ο Αλεχάντρο Παλόμας (Alejandro Palomas) γεννήθηκε το 1967 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με ένα Master in Poetics στο New College του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέφρασε έργα σημαντικών συγγραφέων όπως η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Τζακ Λόντον κ.ά. Το 2018 έλαβε το βραβείο Nadal για το βιβλίο του Un amor. Για το μυθιστόρημα του "Ένας γιος" (Opera, 2018) έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και το Εθνικό Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας της Ισπανίας (2016). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα μυθιστορήματα του και είναι αρκετά για να δείξουν στον έλληνα αναγνώστη την ιδιαίτερη ικανότητα αυτού του συγγραφέα να προσεγγίζει και με απρόσμενα βαθιές όσο και ευαίσθητες τομές να αναλύει ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας -της όποιας  οικογένειάς- όχι μόνο δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά και μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πολλαπλές αναλύσεις τους και μυθιστορηματικές συνθέσεις τους.

Αυτό, ο Αλεχάντρο Παλόμας μας αποδεικνύει με τούτο το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του.

Όλα τα πρόσωπα -και όλα τους κεντρικά μιας και συνηθίζει ο συγκεκριμένος συγγραφέας να γράφει μυθιστορήματα όπου όλοι οι χαρακτήρες ισότιμα αναλύονται- που ο αναγνώστης τα έχει συναντήσει στο «Ένας γιος» είναι και εκείνα που κυκλοφορούν στο «Μια μητέρα»

Μια τετραμελής οικογένεια -η μητέρα, ο γιος και οι δυο κόρες. Και τρία σκυλιά. Και ο απών πατέρας.

Και αν στο «Μια μητέρα» η όποια πλοκή στηριζότανε στην προσέγγιση της απώλειας ενός ανθρώπου, εδώ ο φακός πέφτει πάνω στις αντιδράσεις από την απώλεια ενός σκύλου.

Αντιγράφω: Τότε, με φωνή οργισμένη που δεν είχα ξανακούσει και δε θα ξανάκουγα ποτέ, η γιαγιά είπε, με περιφρονητικό ύφος: «Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να αποφασίσεις ν΄ αγαπήσεις κάποιον που ξέρεις ότι θα πεθάνει πριν από σένα». Και χωρίς ν΄ απομακρύνει το βλέμμα της από την τηλεόραση, πρόσθεσε μέσα από τα δόντια της: «ακόμα κι αν πρόκειται για σκυλί».

Το εύρημα -η απώλεια ενός ζώου και το πως κάτι τέτοιο διαμορφώνει τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας- ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας φιλοζωικής προσέγγισης και γίνεται προβληματισμός υπαρξιακών δομών.

Και αυτοί οι προβληματισμοί συνυπάρχουν κατά τη μυθιστορηματική διάρκεια μιας και μόνο μέρας, αλλά -ένα ακόμα συγγραφικό εύρημα- έτσι αποκτούν τη δυναμική ενός καταλύτη που θα ανασυνθέσει σχέσεις και απόψεις.

Τα ίδια, λοιπόν, πρόσωπα, και πάλι γύρω από ένα τραπέζι, μα τώρα και ενώ το καθένα διατηρεί την από το προηγούμενο μυθιστόρημα διαμορφωμένη οντότητά του, παράλληλα την προεκτείνει.

Κυρίως ο γιος και ακόμα πιο έντονα η μητέρα.

Μια μοναδική μυθιστορηματική περσόνα είναι η Αμάλια, η μητέρα τόσο του «Ένας σκύλος» όσο και του «Μια μητέρα»

Με αντιδράσεις που άλλοτε δείχνουν να είναι αφελείς, άλλοτε να εντάσσονται σε αντιδράσεις ατόμου με στοιχεία άνοιας, μα που τελικά είναι στάσεις κατανόησης και βοήθειας, η Αμάλια χαρίζει τη φωνή της στο συγγραφέα και μέσω αυτής εκείνος άλλοτε περιγράφει την τραγικότητα της πορείας του βίου προς το τέλος του – Μαζεύω σελιδοδείκτες των μυθιστορημάτων που δεν θα μπορέσω πια να διαβάσω, παρόλο που θα μου άρεσε- κι άλλοτε τολμά να πει την πιο απλή αλήθεια που συχνά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε – Ίσως κάνω λάθος… αλλά ένα πράγμα έχω μάθει αυτά τα τελευταία χρόνια: πως ο μοναδικός τρόπος για να μη χάσουμε κάτι, είναι να του δώσουμε ένα όνομα… Γι αυτό ,όμως, για να δώσουμε όνομα σε ότι, έχει σημασία, πρέπει να είμαστε θαρραλέοι και σχεδόν ποτέ δεν είμαστε…

Και να πως η ύπαρξη ενός ζώου μπορεί να πυροδοτήσει την ονοματοδοσία κρυφών ίσως και απωθημένων σχέσεων.

Μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαθέτει την αγωνία μιας έντονης πλοκής, χωρίς παράλληλα να περιγράφει τίποτε το έντονο.

Μα ακριβώς γι αυτό και τόσο αιχμηρό -όσο αιχμηρό αλλά και ανατρεπτικό  μπορεί να ήταν το αρνητικό φιλμ εκείνων των φωτογραφιών που κάποτε τραβούσαμε με τις παλιές, συμβατικές φωτογραφικές μηχανές.

 

(σελ. 639)