Πριν από κάποια χρόνια, κάθε φορά που ερχόντουσαν έτσι τα πράγματα και τύχαινε να συναντηθώ με τον Υπουργό Πολιτισμού κι ο υπεύθυνος της εκάστοτε εκδήλωσης μας σύστηνε, ο Υπουργός έσπευδε να κουνήσει το κεφάλι του και να πει «Μα βέβαια, τον ξέρω τον κ. Κοντολέων…. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας μας!»
Αυτό έγινε μια φορά, έγινε δυο και τρεις κι εγώ είχα
πλέον κατανοήσει πως στην ατζέντα του κ. Υπουργού είχα εγγραφεί ως ο
«πολυβραβευμένος συγγραφέας».
Μια τέτοια εγγραφή για το άτομό μου στη μνήμη ενός
δημόσιου άνδρα που είχε αναλάβει την τύχη και την πολιτική του βιβλίου στον
τόπο μας, μου φαινότανε το λιγότερο φαιδρά. Θεωρούσα και θεωρώ πως κάποιος
πρέπει να με εκτιμά για αυτά που έγραψα και όχι για όσα από αυτά βραβευτήκανε. ‘Επαρση;
Ίσως… Αλλά έτσι το έβλεπα.
Την τέταρτη, λοιπόν, φορά που συναντηθήκαμε κι
άκουσα πάλι την ίδια… ατάκα, χαμογέλασα, φαίνεται με κάπως περίεργο τρόπο κι
έτσι ο Υπουργός ξαφνιάστηκε, φοβήθηκε μήπως έκανε κάποια γκάφα και βιάστηκε να
ζητήσει εξηγήσεις –«Γιατί δεν είστε πολυβραβευμένος;»
Τον καθησύχασα. Εκείνος προχώρησε στον επόμενο
άνθρωπο του βιβλίου που περίμενε να δεχτεί τον χαιρετισμό του κι εγώ αποφάσισα
να μετρήσω ένα προς ένα τα βραβεία μου. Τι άλλο να έκανα;
Μα σήμερα… Σήμερα ο τότε Υπουργός Πολιτισμού είναι
σε άλλη θέση της Δημόσιας Ζωής, εγώ μπορεί να έχω αυξήσει τη συλλογή βραβείων
μου, μα τα βιβλία μου εκείνα που μου χάρισαν την ένδειξη «ο πολυβραβευμένος
συγγραφέας μας» στην ατζέντα του κ. Υπουργού, έχουν μπει στα… αζήτητα (σύμφωνα
με χαρακτηρισμό που πολύ ακούστηκε τον τελευταίο καιρό).
Και εδώ είναι το θέμα για το οποίο γράφω αυτές τις
σκέψεις.
Καθώς πλησιάζουν οι μέρες όπου βραβεία ποικίλων
δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για βιβλία αυτής της χρονιάς πρόκειται να
ανακοινωθούνε, εγώ αναλογίζομαι το τι τάχα να σημαίνει μια βράβευση. Τι
σημαίνει για τον δημιουργό και το βιβλίο του,
τι σημαίνει για το κοινό.
Κάθε βράβευση δίνει χαρά. Κάθε βραβείο προσφέρει
αναγνώριση στον δημιουργό και στο βιβλίο που ξεχώρισε.
Οι συγγραφείς –οι περισσότεροι, τουλάχιστον-
αγωνιούμε αν θα το πάρουμε εμείς ή έστω κάποιος άλλος συγγραφέας που τον
εκτιμούμε, αλλά και που μας είναι συμπαθής.
Οι εκδότες –στην περίπτωση αυτή όλοι- αναμένουν την
διάκριση έργου που έχουν οι ίδιοι εκδώσει γιατί ελπίζουν σε αύξηση των πωλήσεών
του συγκεκριμένου τίτλου από τη μια, αλλά και σε εδραίωση του κύρους του Οίκου
τους από την άλλη.
Όλα τα βραβεία δεν έχουν το ίδιο κύρος. Και σχεδόν
κανένα δεν έχει αντίκτυπο στις πωλήσεις του βραβευμένου έργου.
Μόνη εξαίρεση το Βραβείο Αναγνωστών. Στην περίπτωσή
του, αμέσως το μυθιστόρημα που ανακηρύχτηκε ως το αγαπημένο του κοινού, πάει και εγκαθίσταται στις πρώτες, πρώτες
θέσεις των καταλόγων των ευπώλητων.
Οι αναγνώστες εμπιστεύονται τους άλλους αναγνώστες.
Στις επιτροπές των ειδικών φαίνεται πως δεν έχουν και τόση εμπιστοσύνη. Ίσως να
θεωρούν πως η διαδικασία βράβευσης στη μια περίπτωση διακρίνεται από
αντικειμενικότητα, ενώ στις άλλες από ισορροπίες συντεχνιών.
Όπως όλοι όσοι είναι «εκτός των τειχών», έχουν και
δίκιο και άδικο. Τις γενικεύσεις ποτέ δεν πρέπει να τις εμπιστευόμαστε. Απλώς
ας τις κρατάμε στα υπ΄ όψιν.
Αλλά νομίζω πως οι ίδιοι οι συγγραφείς όσο κι αν
πολλοί από εμάς κάνουν κάθε τι για να δούνε βιβλίο τους στη βραχεία λίστα του
Βραβείου Αναγνωστών, τελικά εκείνο που περισσότερο λαχταρούνε είναι ένα βραβείο
που μια Επιτροπή ειδικών θα τους προσφέρει.
Πάντα το συνάφι είναι που σε καθιερώνει και ο πιο
μεγάλος έπαινος από ανθρώπους του δικού σου επαγγέλματος έρχεται.
Αλλά όλα αυτά κάπου ξεκινούν λίγο προτού σε
βραβεύσουνε και τελειώνουν στο εξάμηνο (ίσως και νωρίτερα) από την τελετή
απονομής.
Ποιος θυμάται από τα Κρατικά Βραβεία, το βιβλίο που
τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος το 2003, ή το αντίστοιχο Βραβείο Διηγήματος
του 2004; Ποιος θυμάται το μυθιστόρημα που κέρδισε το Βραβείο Διαβάζω 2008 ή του 1998;
Δεν θέλησα να
το ψάξω πιο βαθιά, αλλά απ΄ ότι μπορεί να ξέρω από την προσωπική μου εμπειρία
και την αντίστοιχη ενός, δυο άλλων φίλων, βραβευμένα βιβλία μετά από δυο, τρία
και πέρα χρόνια, έχουν ξεχαστεί στα ράφια βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών.
Και τι σημασία έχει κάτι τέτοιο; Γιατί να
ενδιαφέρεται ο μέσος αναγνώστης αν το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 1997,
για παράδειγμα, είναι σε κυκλοφορία ή όχι;
Αλλά αν ο μέσος αναγνώστης ουδόλως πρέπει να
ενδιαφέρεται, μήπως τα εκάστοτε μέλη των επιτροπών θα πρέπει να σκέφτονται την
υστεροφημία των επιλογών τους;
Και τελικά φταίει το ποιοτικό έργο που δεν μπορεί
στα χρόνια τούτα να αντέξει και να ξεφύγει από τη λήθη ή μήπως τα ίδια τα
βραβεία αποδυναμώνονται εκ των έσω;
Αν μου επιτρέπεται να εκφράσω το τι μαρτυρεί η δική
μου περίπτωση, τότε θα έλεγα πως εκείνα τα βιβλία μου που αξιώθηκαν κάποια
μικρή ή μεγάλη διάκριση, θεωρώ πως ήταν από τα πιο καλά ανάμεσα σε όσα έχω
γράψει, αλλά επίσης μπορώ να διαβεβαιώσω πως έχουν την μικρότερη κυκλοφορία. Οι
επιτροπές τα διέκριναν, το κοινό όμως τους γυρίζει την πλάτη.
Και γιατί όλα αυτά με προβληματίζουν; Τι σημασία
έχουν για την καθημερινότητα των αναγνωστών;
Υπάρχει, λέω εγώ, μια μικρή σημασία –μικρή αλλά, κατά
τη γνώμη μου, ουσιώδης.
Ανεπαισθήτως όλως, συγγραφείς, κοινό και εκδότες στρέφονται στη δημιουργία, ανάγνωση και
κυκλοφορία βιβλίων που θα προκαλούν μεγάλη εντύπωση στους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας
τους και που εύκολα θα δίνουν τη θέση τους σε διάδοχα παρόμοια έργα.
Η μεγάλη οικονομική κρίση που όλοι βιώνουμε
αναγκάζει κάθε τι που δεν αποδίδει άμεσα και συνεχώς έστω και το ελάχιστο
κέρδος, να αποσύρεται.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση το βραβευμένο βιβλίο
λάμπει για λίγο και μετά ακολουθεί τη μοίρα κάθε πράγματος που δεν ανταποκρίνεται
στις απαιτήσεις της αγοράς– μετατρέπεται σε αζήτητο προϊόν.