Το πιο κάτω κείμενο γράφτηκε από τον γιατρό Νώντα Τσίγκα και εκφωνήθηκε -μεταξύ άλλων- κατά την παρουσίαση του συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη και του τελευταίου μυθιστορήματός του «Όταν τελειώνουν οι καιροί» στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιορυθμός- Σαββάλα» στη Θεσσαλονίκη την 14η Μαϊου 2010.
Θέλησα να το δημοσιεύσω και στο δικό μου blog, εκφράζοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο τη θέση μου -θέση ενός ανθρώπου που ασχολείται με τη λογοτεχνία- μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που όλοι μας αυτόν τον καιρό αντιμετωπίζουμε.
*******************************************
Η… μουσική δεν τελειώνει
(μικρή αναφορά στον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη)
Ας δώσω από την αρχή μερικές εξηγήσεις: Στην πρόσκληση που λάβατε έχετε διαβάσει πως πρόκειται απόψε να μιλήσουν για τον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη οι φίλοι του. Προτού αρχίσουν τίποτε περίεργοι συνειρμοί «από πού ξεφύτρωσε αυτός;» θα σας αποκαλύψω
εν συντόμω:
Τον Δημήτρη τον γνώρισα κάποτε σαν ασθενή. Θα πρέπει να ’ταν το 1992. Αντιμετώπισα τότε λοιπόν έναν συμπαθή, νεότατο άνθρωπο προικισμένο, ευφυή, ίσιο πολύ, ευθύ στους τρόπους και τις κοινωνικές του σχέσεις, που με υπομονή -και κάποτε όπως είναι φυσικό με θυμό- αντιμετώπιζε το πρόβλημα της υγείας του-. Ωριμο από τότε βέβαια συγγραφέα. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Μάθαινα όμως για κείνον και παρακολουθούσα τη συγγραφική του αδιάκοπη μέχρι σήμερα πορεία.
Τρία μυθιστορήματα κατάφερε και εξέδωσε από τότε. Η ζωή εχει το δικό της τρόπο να παίζει βέβαια παράξενα παιχνίδια έτσι έμελλε πολλά χρόνια μετά να γνωρίσω τους φίλους του Δημήτρη όλους όσους σήμερα στέκονται ομοτράπεζοι εδώ. Ο κύκλος λοιπόν αυτός κλείνει σήμερα. Νιώθω λοιπόν κι εγώ -δικαίως μάλλον- πως ανήκω στους φίλους τους Δημήτρη. Κι αυτό μονάχα σαν μεγάλη τιμή προς το πρόσωπό μου σας το αναφέρω.
Γράφοντας αυτές τις αράδες όλο ερχόταν στο νου μου μια μουσική με τσέλο: Η μεγάλη Ζακλίν Ντυπρέ η ιρλανδέζα με το… γαλλοπρεπές ονοματεπώνυμο -εικοσάχρονη ίσως εκείνη την ώρα της ηχογράφησης- παίζει στο τσέλο της με συνοδεία στο πιάνο του Αργεντινοεβραίου συζύγου της - επίσης πολύ νεαρού τότε και διάσημου μαέστρου τώρα- Ντάνιελ Μπάρενμπόϊμ από τη Σονάτα αριθ. 2 του Μπετόβεν το Adagio sostenouto ed espressivo…
Λίγον καιρό αργότερα εκείνα τα λεπτά δάκτυλα από αλάβαστρο θα χάσουν την αξιοπιστία τους και την ακρίβειά τους στο χάϊδεμα των χορδών. Το δοξάρι θα πέφτει πια άτακτο και βαρύ αδυνατώντας να εκφράσει μουσική. Το λόγο θα είχε τώρα μια ανίκητη αρρώστια: Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Η Ζακλίν Ντυπρέ θα αποσυρθεί και θα πεθάνει αρκετά χρόνια αργότερα σε ηλικία μόλις 37 χρόνων.
Η ίδια μουσική με το τσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ αντηχούσε στ’ αυτιά μου πάλι καθώς διάβαζα το βιβλίο του Δημήτρη Παπαδούλη: « Όταν τελειώνουν οι καιροί». Που ζει για χρόνια στην εξορία της ίδιας αρρώστιας.
Ξέρετε, οι γιατροί σαν δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι, χαρίζουν εντυπωσιακές και εξωτικές κάποτε στην εκφορά τους διαγνώσεις. Σαν να απευθύνουν στον άρρωστο έναν αλλόκοτο τόπο προορισμού με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Κι αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της ιατρικής μονάχα (άλλωστε ποια επιστήμη είναι παντοδύναμη;) αλλά στη ίδια την … αχάριστη και αδυσώπητη κάποτε φύση της αρρώστιας.
Όταν πριν από αρκετούς μήνες έγραφα στον Πρόεδρο της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας, και του ζητούσα να συμπεριλάβει στο πολιτιστικό μέρος του Συνεδρίου των Ελλήνων Νευρολόγων του 2010 μια εκδήλωση για τον γιατρό και συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη, έλεγα σε κάποιο σημείο:
(Ο Δημήτρης Παπαδούλης) υψώνει ύμνο στη θέληση και την ανθρώπινη δύναμη που δεν ηττάται από την αρρώστια. Καθώς καταφέρνει κιόλας να παράγει σημαντικό έργο μέσα από την αναμέτρηση μαζί της. Αποτελεί αναμφίβολα ελπίδα και πρόταση ζωής για ασθενείς και θεραπευτές.
Η πρόταση αυτή μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό βρέθηκε να… βαριανασαίνει στα ρηχά. Η Εταιρεία των Νευρολόγων αθέτησε την δια στόματος του Προέδρου της υπόσχεση (όπως και την αρχική απόφαση του Δ.Σ.) υιοθετώντας μια βροντόφωνη σιωπή που δεν λύθηκε μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα λοιπόν της άρνησης όλων μας -να υποστούμε τις πολύ ανθυγιεινές συνέπειες αυτής της σιωπής- αποτελεί θαρρώ η οργάνωση της αποψινής βραδιάς προς τιμήν του Δημήτρη Παπαδούλη και του βιβλίου του…
O Ζαν -Ντομινίκ Μπόμπι ήταν επιτυχημένος διευθυντής του ELLE, ο οποίος ύστερα από κάποιο σοβαρό καρδιαγγειακό σύμβαμα βρέθηκε να ζει «έγκλειστος» μέσα στο ίδιο του το σώμα χτυπημένος από το νευρολογικό Σύνδρομο Locked- in. Που σημαίνει πρακτικά την εξασφάλιση πλήρους συνειδητότητας όμως απουσία οποιασδήποτε κίνησης. Ο λόγος παράγεται όμως δεν μπορεί να εκφέρεται. Σαν μοναδική λοιπόν δυνατότητα επικοινωνίας απομένει η κίνηση μιας συγκεκριμένης –συζυγούς- οφθαλμικής κίνησης. Η κίνηση του βλέμματος προς το ένα μονάχα πλάγιο.
Με πεταρίσματα, ανοιγοκλείσματα βλεφάρων και λοξές ματιές γράφτηκε το συγκλονιστικό μικρό βιβλίο με τον εξίσου συγκλονιστικό τίτλο: «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα» που αργότερα έγινε και κινηματογραφική ταινία:
Για να καλοπιάσω το πεπρωμένο μου, δουλεύω τώρα στο μυαλό μου ένα μυθιστόρημα-ποταμό, όπου ο βασικός μάρτυρας θα είναι ένας δρομέας κι όχι ένας παραλυτικός. Ποτέ δεν ξέρεις: μπορεί και να πιάσει.
Μόλις το βιβλίο κυκλοφόρησε -μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα- πούλησε 150.000 αντίτυπα. Τρεις μέρες αργότερα ο Ζαν-Ντομινίκ μας αποχαιρέτησε.
Μην νομίζετε πως και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα γράφτηκε εύκολα. Αντίθετα, γράφτηκε κάτω από πολύ δύσκολες και σχεδόν ανίκητες για τους περισσότερους από μας περιστάσεις. Αποτελεί το δίχως άλλο έναν άθλο. Για το μέγεθός του, την ποιότητά του και την κειμενική σημαντικότητά του. Αλλά και για τις πολύ αντικειμενικές-πρακτικές δυσκολίες που συνάντησε στην ολοκλήρωσή του. Για προσπαθήσετε να σκεφτείτε: Τι γίνεται αλήθεια σαν δεν μπορείς πια να κατευθύνεις το μολύβι πάνω στο χαρτί ή να πληκτρολογήσεις με ακρίβεια στον υπολογιστή τις σκέψεις σου ή να τις υπαγορεύσεις με ευχέρεια σε γραμματέα; Αν όχι γράμμα προς γράμμα, σίγουρα με μεγάλη δυσκολία λέξη-τη λέξη, σελίδα προς σελίδα οικοδομήθηκε αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα άξιο να σταθεί και να συγκριθεί ανάμεσα σε κλασσικά του είδους.
Ο Δημήτρης Παπαδούλης σαν τον διάσημο τετραπληγικό -εξαιτίας μιας κάκωσης του αυχένα ύστερα από μια ανέμελη και απερίσκεπτη βουτιά στη θάλασσα- Ραμόν Σανπέδρο, που μας συγκλόνισε αργότερα και με την απόφασή του να διεκδικήσει -και να πετύχει- για τον εαυτό του το δικαίωμα της ευθανασίας, μοιάζει να επαναλαμβάνει τους στίχους του Ισπανού:
Πιστεύω σ’ έναν Θεό άνθρωπο παντοδύναμο
…………………………………………………….
Πιστεύω σ’ αυτόν τον Θεό, γιατί αυτός ο άνθρωπος
επειδή είναι άνθρωπος θα γίνει ένας θνητός Θεός
Και θα είναι τιμώντας το όνομα του ανθρώπου
πάνω από τον φόβο, τον θάνατο και την αρρώστια.
Kι ο Παπαδούλης αφήνει τον ήρωά του να μονολογεί:
Είναι ολοφάνερο, καθετί έχει έναν προορισμό. Όταν συμφιλιωθεί μαζί του, δεν πρόκειται να συναντήσει πρόβλημα. Ο δικός μου προορισμός είναι ξεκάθαρος, δεμένος με αίμα και κουβέντες σημαδιακές. Τον κουβαλάω συνέχεια μέσα μου.
Και λίγο μετά:
Πάντως, καταραμένο κι αφορισμένο με τα χειρότερα λόγια, εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά μου. Αφού φοβούνται να δώσουν σημασία στην ύπαρξή μου, είναι πιο εύκολο.
Η σκλήρυνση κατά πλάκας λοιπόν δεν είναι μια ανίκητη αρρώστια. Ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαδούλης μας έδειξε το δρόμο της εξόδου μέσα από αυτήν την αθέλητη ξενιτειά του. Ας δούμε τις γραμμένες σελίδες, ας μαγευτούμε με τον κόσμο που ανασταίνεται εδώ. Ας νιώσουμε το κλείσιμο του ματιού αυτού του ανθρώπου. Κι ας αισθανθούμε πως όλα μπορεί να τα κάνει η αρρώστια, όλα μπορεί να τα προσβάλλει. Ν’ αλλάξει το σώμα, να μην σεβαστεί το πρόσωπο, να περιορίσει την κίνηση, κάποτε τη σκέψη. Να κάνει το βίο αβίωτο. Στο τέλος να νικήσει κι όλας.
Όμως: τη Φιλία, την Τέχνη, τη Δημιουργία μοιάζει να μην τολμάει να τ’ αγγίξει.
Εστω και σαν γλυκιά αυταπάτη αυτό το τελευταίο μου αρέσει…
Το βιολοντσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ τ’ ακούω να ηχεί και πάλι!
(μικρή αναφορά στον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη)
Ας δώσω από την αρχή μερικές εξηγήσεις: Στην πρόσκληση που λάβατε έχετε διαβάσει πως πρόκειται απόψε να μιλήσουν για τον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη οι φίλοι του. Προτού αρχίσουν τίποτε περίεργοι συνειρμοί «από πού ξεφύτρωσε αυτός;» θα σας αποκαλύψω
εν συντόμω:
Τον Δημήτρη τον γνώρισα κάποτε σαν ασθενή. Θα πρέπει να ’ταν το 1992. Αντιμετώπισα τότε λοιπόν έναν συμπαθή, νεότατο άνθρωπο προικισμένο, ευφυή, ίσιο πολύ, ευθύ στους τρόπους και τις κοινωνικές του σχέσεις, που με υπομονή -και κάποτε όπως είναι φυσικό με θυμό- αντιμετώπιζε το πρόβλημα της υγείας του-. Ωριμο από τότε βέβαια συγγραφέα. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Μάθαινα όμως για κείνον και παρακολουθούσα τη συγγραφική του αδιάκοπη μέχρι σήμερα πορεία.
Τρία μυθιστορήματα κατάφερε και εξέδωσε από τότε. Η ζωή εχει το δικό της τρόπο να παίζει βέβαια παράξενα παιχνίδια έτσι έμελλε πολλά χρόνια μετά να γνωρίσω τους φίλους του Δημήτρη όλους όσους σήμερα στέκονται ομοτράπεζοι εδώ. Ο κύκλος λοιπόν αυτός κλείνει σήμερα. Νιώθω λοιπόν κι εγώ -δικαίως μάλλον- πως ανήκω στους φίλους τους Δημήτρη. Κι αυτό μονάχα σαν μεγάλη τιμή προς το πρόσωπό μου σας το αναφέρω.
Γράφοντας αυτές τις αράδες όλο ερχόταν στο νου μου μια μουσική με τσέλο: Η μεγάλη Ζακλίν Ντυπρέ η ιρλανδέζα με το… γαλλοπρεπές ονοματεπώνυμο -εικοσάχρονη ίσως εκείνη την ώρα της ηχογράφησης- παίζει στο τσέλο της με συνοδεία στο πιάνο του Αργεντινοεβραίου συζύγου της - επίσης πολύ νεαρού τότε και διάσημου μαέστρου τώρα- Ντάνιελ Μπάρενμπόϊμ από τη Σονάτα αριθ. 2 του Μπετόβεν το Adagio sostenouto ed espressivo…
Λίγον καιρό αργότερα εκείνα τα λεπτά δάκτυλα από αλάβαστρο θα χάσουν την αξιοπιστία τους και την ακρίβειά τους στο χάϊδεμα των χορδών. Το δοξάρι θα πέφτει πια άτακτο και βαρύ αδυνατώντας να εκφράσει μουσική. Το λόγο θα είχε τώρα μια ανίκητη αρρώστια: Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Η Ζακλίν Ντυπρέ θα αποσυρθεί και θα πεθάνει αρκετά χρόνια αργότερα σε ηλικία μόλις 37 χρόνων.
Η ίδια μουσική με το τσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ αντηχούσε στ’ αυτιά μου πάλι καθώς διάβαζα το βιβλίο του Δημήτρη Παπαδούλη: « Όταν τελειώνουν οι καιροί». Που ζει για χρόνια στην εξορία της ίδιας αρρώστιας.
Ξέρετε, οι γιατροί σαν δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι, χαρίζουν εντυπωσιακές και εξωτικές κάποτε στην εκφορά τους διαγνώσεις. Σαν να απευθύνουν στον άρρωστο έναν αλλόκοτο τόπο προορισμού με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Κι αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της ιατρικής μονάχα (άλλωστε ποια επιστήμη είναι παντοδύναμη;) αλλά στη ίδια την … αχάριστη και αδυσώπητη κάποτε φύση της αρρώστιας.
Όταν πριν από αρκετούς μήνες έγραφα στον Πρόεδρο της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας, και του ζητούσα να συμπεριλάβει στο πολιτιστικό μέρος του Συνεδρίου των Ελλήνων Νευρολόγων του 2010 μια εκδήλωση για τον γιατρό και συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη, έλεγα σε κάποιο σημείο:
(Ο Δημήτρης Παπαδούλης) υψώνει ύμνο στη θέληση και την ανθρώπινη δύναμη που δεν ηττάται από την αρρώστια. Καθώς καταφέρνει κιόλας να παράγει σημαντικό έργο μέσα από την αναμέτρηση μαζί της. Αποτελεί αναμφίβολα ελπίδα και πρόταση ζωής για ασθενείς και θεραπευτές.
Η πρόταση αυτή μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό βρέθηκε να… βαριανασαίνει στα ρηχά. Η Εταιρεία των Νευρολόγων αθέτησε την δια στόματος του Προέδρου της υπόσχεση (όπως και την αρχική απόφαση του Δ.Σ.) υιοθετώντας μια βροντόφωνη σιωπή που δεν λύθηκε μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα λοιπόν της άρνησης όλων μας -να υποστούμε τις πολύ ανθυγιεινές συνέπειες αυτής της σιωπής- αποτελεί θαρρώ η οργάνωση της αποψινής βραδιάς προς τιμήν του Δημήτρη Παπαδούλη και του βιβλίου του…
O Ζαν -Ντομινίκ Μπόμπι ήταν επιτυχημένος διευθυντής του ELLE, ο οποίος ύστερα από κάποιο σοβαρό καρδιαγγειακό σύμβαμα βρέθηκε να ζει «έγκλειστος» μέσα στο ίδιο του το σώμα χτυπημένος από το νευρολογικό Σύνδρομο Locked- in. Που σημαίνει πρακτικά την εξασφάλιση πλήρους συνειδητότητας όμως απουσία οποιασδήποτε κίνησης. Ο λόγος παράγεται όμως δεν μπορεί να εκφέρεται. Σαν μοναδική λοιπόν δυνατότητα επικοινωνίας απομένει η κίνηση μιας συγκεκριμένης –συζυγούς- οφθαλμικής κίνησης. Η κίνηση του βλέμματος προς το ένα μονάχα πλάγιο.
Με πεταρίσματα, ανοιγοκλείσματα βλεφάρων και λοξές ματιές γράφτηκε το συγκλονιστικό μικρό βιβλίο με τον εξίσου συγκλονιστικό τίτλο: «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα» που αργότερα έγινε και κινηματογραφική ταινία:
Για να καλοπιάσω το πεπρωμένο μου, δουλεύω τώρα στο μυαλό μου ένα μυθιστόρημα-ποταμό, όπου ο βασικός μάρτυρας θα είναι ένας δρομέας κι όχι ένας παραλυτικός. Ποτέ δεν ξέρεις: μπορεί και να πιάσει.
Μόλις το βιβλίο κυκλοφόρησε -μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα- πούλησε 150.000 αντίτυπα. Τρεις μέρες αργότερα ο Ζαν-Ντομινίκ μας αποχαιρέτησε.
Μην νομίζετε πως και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα γράφτηκε εύκολα. Αντίθετα, γράφτηκε κάτω από πολύ δύσκολες και σχεδόν ανίκητες για τους περισσότερους από μας περιστάσεις. Αποτελεί το δίχως άλλο έναν άθλο. Για το μέγεθός του, την ποιότητά του και την κειμενική σημαντικότητά του. Αλλά και για τις πολύ αντικειμενικές-πρακτικές δυσκολίες που συνάντησε στην ολοκλήρωσή του. Για προσπαθήσετε να σκεφτείτε: Τι γίνεται αλήθεια σαν δεν μπορείς πια να κατευθύνεις το μολύβι πάνω στο χαρτί ή να πληκτρολογήσεις με ακρίβεια στον υπολογιστή τις σκέψεις σου ή να τις υπαγορεύσεις με ευχέρεια σε γραμματέα; Αν όχι γράμμα προς γράμμα, σίγουρα με μεγάλη δυσκολία λέξη-τη λέξη, σελίδα προς σελίδα οικοδομήθηκε αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα άξιο να σταθεί και να συγκριθεί ανάμεσα σε κλασσικά του είδους.
Ο Δημήτρης Παπαδούλης σαν τον διάσημο τετραπληγικό -εξαιτίας μιας κάκωσης του αυχένα ύστερα από μια ανέμελη και απερίσκεπτη βουτιά στη θάλασσα- Ραμόν Σανπέδρο, που μας συγκλόνισε αργότερα και με την απόφασή του να διεκδικήσει -και να πετύχει- για τον εαυτό του το δικαίωμα της ευθανασίας, μοιάζει να επαναλαμβάνει τους στίχους του Ισπανού:
Πιστεύω σ’ έναν Θεό άνθρωπο παντοδύναμο
…………………………………………………….
Πιστεύω σ’ αυτόν τον Θεό, γιατί αυτός ο άνθρωπος
επειδή είναι άνθρωπος θα γίνει ένας θνητός Θεός
Και θα είναι τιμώντας το όνομα του ανθρώπου
πάνω από τον φόβο, τον θάνατο και την αρρώστια.
Kι ο Παπαδούλης αφήνει τον ήρωά του να μονολογεί:
Είναι ολοφάνερο, καθετί έχει έναν προορισμό. Όταν συμφιλιωθεί μαζί του, δεν πρόκειται να συναντήσει πρόβλημα. Ο δικός μου προορισμός είναι ξεκάθαρος, δεμένος με αίμα και κουβέντες σημαδιακές. Τον κουβαλάω συνέχεια μέσα μου.
Και λίγο μετά:
Πάντως, καταραμένο κι αφορισμένο με τα χειρότερα λόγια, εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά μου. Αφού φοβούνται να δώσουν σημασία στην ύπαρξή μου, είναι πιο εύκολο.
Η σκλήρυνση κατά πλάκας λοιπόν δεν είναι μια ανίκητη αρρώστια. Ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαδούλης μας έδειξε το δρόμο της εξόδου μέσα από αυτήν την αθέλητη ξενιτειά του. Ας δούμε τις γραμμένες σελίδες, ας μαγευτούμε με τον κόσμο που ανασταίνεται εδώ. Ας νιώσουμε το κλείσιμο του ματιού αυτού του ανθρώπου. Κι ας αισθανθούμε πως όλα μπορεί να τα κάνει η αρρώστια, όλα μπορεί να τα προσβάλλει. Ν’ αλλάξει το σώμα, να μην σεβαστεί το πρόσωπο, να περιορίσει την κίνηση, κάποτε τη σκέψη. Να κάνει το βίο αβίωτο. Στο τέλος να νικήσει κι όλας.
Όμως: τη Φιλία, την Τέχνη, τη Δημιουργία μοιάζει να μην τολμάει να τ’ αγγίξει.
Εστω και σαν γλυκιά αυταπάτη αυτό το τελευταίο μου αρέσει…
Το βιολοντσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ τ’ ακούω να ηχεί και πάλι!