30.4.21

Η Φίλια Δενδρινού για το "Η μάσκα του Καπιτάνο"

 

Ένα βιβλίο που ανιχνεύει τις δύσκολες ψυχικές περιοχές της εφηβικής ηλικίας.

Ο Φιλ –δεκατετράχρονος έφηβος– αναζητά τρόπους να ξεπεράσει την ψυχρότητα με την οποία τον μεγάλωσαν οι γονείς του, αλλά και να μπορέσει κάποια στιγμή να μιλήσει χωρίς να μπλέκονται γράμματα και συλλαβές μέσα στο στόμα του.

Η Λάουρα, εκείνη η περίεργη γυναίκα που γνωρίζει, όταν πάει να μείνει στο σπίτι του παππού του, θα σταθεί η αφορμή ο Φιλ να γνωρίσει την ύπαρξη του Καπιτάνο.

Αλλά ποιος είναι αυτός ο Καπιτάνο; Σκληρός και άκαρδος ήρωας ενός παλιού κόμικ ή κάποιος που ο Φιλ θα ήθελε να του έμοιαζε;

Μια απρόβλεπτη ιστορία μυστηρίου όπου οι καθημερινοί άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τους υπόγειους φόβους τους και τις κρυμμένες ενοχές τους.

Αυτά διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του τελευταίου μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέων Η Μάσκα του Καπιτάνο.

Είναι ένα βιβλίο που ανιχνεύει τις δύσκολες ψυχικές περιοχές της εφηβικής ηλικίας.

Είναι η ιστορία ενός αγοριού, του Φιλ, και η μετάβασή του μέσα από τα άνυδρα τοπία της εφηβείας στη γνωριμία ενός νέου εαυτού. Κι όλα εκείνα τα συναισθήματα με τα οποία ένας έφηβος συμπορεύεται είναι φανερά στην καθημερινή ζωή τού ήρωα: μελαγχολία και ονειροπόληση, ανεξαρτησία και ντροπαλοσύνη, μοναξιά και αμφισβήτηση. Τέλος, μαζί με την ανασφάλεια μπροστά στις σωματικές αλλαγές που επιτελούνται στην ηλικία της εφηβείας, ο Φιλ θα βιώσει και την ανασφάλεια της αλλαγής περιβάλλοντος, τη δύσκολη ένταξη του νεοφερμένου στην ομάδα της μικρής κοινωνίας των συνομηλίκων του. Τι καλύτερο θα μπορούσε ο ήρωας μέσα σε αυτό το δυστοπικό τοπίο να εφεύρει για να προστατέψει εαυτόν παρά μια μάσκα; Τη μάσκα ενός ανύπαρκτου εαυτού, φαντασιωτικού – τη Μάσκα του Καπιτάνο.

«Αναζητούσα ένα άλλο αγόρι, έναν άλλο γονέα, ανύπαρκτο» θα μας πει στην εξομολόγησή του. Και κάπου εκεί, ως αντίβαρο ενός εχθρικού κι απειλητικού κόσμου προβάλλει η εικόνα της Λάουρας. Ένα γυναικείο πρόσωπο –που με υπόγειο τρόπο αποκτά μέσα στο έργο μια κεντρικά δομική υπόσταση–, μια φιγούρα τρυφερότητας και φροντίδας, που ως «αντιπερισπασμό στην έξω από εκείνην αγριάδα» μιλάει τη γλώσσα των ποιητών, αποφασισμένη «να κάνει το σκοτάδι ημίφως».

Φιγούρα αρχετυπική σχεδόν η Λάουρα, φροντιστική όχι μόνο για τον Φιλ, αλλά και φροντιστική της φύσης, των πουλιών και των δέντρων, των καρπών και των χυμών της ζωής, είναι σχεδόν το ίδιο το πρόσωπο της μάνας γης, της σοφής και καρτερικής. Μια μεγάλη στρογγυλή αγκαλιά –μήπως κι η Γη στρογγυλή δεν είναι;– που μέσα της θα απαγκιάσει ο ήρωας του μυθιστορήματος, ώστε από το υλικό της εμπιστοσύνης να χτίσει το αύριο με πιο στέρεα υλικά. Έτσι, η Λάουρα έρχεται να παίξει τον ρόλο αυτού που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «τρίτο γονέα». Τον ενήλικα δηλαδή εκείνον που ο έφηβος θα διαλέξει να του εμπιστευθεί αγωνίες και φόβους, προσδοκίες κι ενοχές.

Η Μάσκα του Καπιτάνο είναι ένα βιβλίο για όλους. Για την αναζήτηση της συγκρότησης κάθε ταυτότητας, ένα cross over μυθιστόρημα όπου οι μάσκες, ως συμβολικά προσωπεία, αποκαθηλώνονται στη συμφιλίωση των ηρώων με τον ισχυρό, όσο και τρωτό εαυτό τους. Γιατί το ταξίδι προς την ενηλικίωση και τη γνώση του εαυτού δεν τελειώνει ποτέ. Κι αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της ζωής.

 

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το κείμενο της Φίλιας Δενδρινού στη διαδικτυακή παρουσίαση του έργου (20/4/2021).

Η Φίλια Δενδρινού είναι θεατροπαιδαγωγός, ηθοποιός και συγγραφέας. Μπορείτε να δείτε την εργογραφία της εδώ.

 

MAXMAG - Γράφει η Χρύσα Νικολάκη

 

Με δυο λέξεις κλειδιά ξεκινά ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων το μυθιστόρημα του «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» από τις εκδόσεις Πατάκη. «Μεγάλο νησί» γράφει, «Ένα νησί σε μια κλειστή θάλασσα», όπως ακριβώς και τα συναισθήματα που είναι φυλακισμένα πίσω απ’ τις πέτρινες λέξεις.

Λέξεις

Τι γίνεται όταν οι λέξεις ξεχνιούνται και οι  άνθρωποι αδυνατούν να τις θυμηθούν; Τι μπορεί να επαναφέρει τα χαμόγελα στα χείλη των παιδιών του νησιού;

Το θαυμάσιο εξώφυλλο, που έχει εικονογραφήσει η Κατερίνα Βερούτσου μας παρασύρει να φαντασιωθούμε ότι πρόκειται για παραμύθι. Και η αλήθεια είναι ότι ο ξεχωριστός συμβολισμός του και τα παραμυθητικά του στοιχεία οδηγούν τον αναγνώστη να χαθεί μέσα στην περιπέτεια του και να ξανανιώσει ένα ενήλικο παιδί, που συνεχώς ανατρέχει και προσδοκά να βρει το μίτο, να λύσει το αίνιγμα, να βρει το κλειδί της μυστικότητας του, που δεν είναι άλλο από την αλήθεια. Η αλήθεια που γίνεται συνώνυμη του φωτός και της ανιδιοτελούς αγάπης. Το θέρετρο της ιστορίας εξελίσσεται σε ένα μυθικό νησί που επιπλέει στη θάλασσα λέξεων του συγγραφέα.

«Γερνούσαν ο ηγεμόνας και η αρχόντισσα. Κι έτσι όπως δίχως όνειρα για την επόμενη μέρα ζούσανε, μαζί τους γερνούσε και ο τόπος-το Νησί μας, ας πούμε. Έναν διάδοχο, αποφασίσανε.» 



«Θέλουμε να είναι κάποιος  που να μπορεί να φέρει πίσω τις λέξεις που αγαπάνε. Και οι λέξεις επιστρέφουν μέσα από ιστορίες.»
Μάνος Κοντολέων
Πηγή εικόνας: bookbar.gr / Μάνος Κοντολέων

Ιστορίες

Στις ιστορίες οι προσωποποιήσεις αφθονούν και η γραφή γίνεται λυρική και ομηρική, καθώς άνθρωπος και φύση γίνονται κύκλοι ομόκεντροι, γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί, όπως οι εποχές που διαδέχονται η μία την άλλη.

Ο ηγεμόνας του νησιού, σαν γέρο-πλάτανος, αυτός μόνο αφουγκράζεται τον επιθανάτιο ρόγχο του νησιού. Ο φόβος ότι θα σταματήσει η λαϊκή παράδοση του τόπου, ο φόβος της φύσης που εναντιώνεται στον άνθρωπο φανερώνεται μέσα από το πρόσωπο της ηγεμονίδας, που σαν άλλη αιωνόβια γιαγιά, μεταφέρει από στόμα σε στόμα την ιστορία.

«Όχι διαταγή…» Τρομαγμένα ακούστηκε η φωνή της γερόντισσας. «Με διαταγές δε φέρνεις πίσω τις λέξεις που αγαπάνε…»

Οι πράξεις των λέξεων σταμάτησαν να υπάρχουν, ως νοήματα που φθάρηκαν μες το χρόνο, σαν τα κιτρινισμένα γάντια της αρχόντισσας-γερόντισσας που έντυναν τα χέρια της, μα δεν μετέδιδαν πια το άρωμα τους. Οι ίδιες οι λέξεις αγκομαχούσαν να προφέρουν το όνομα και την ιδιότητα τους, καθώς έμεναν χωρίς ταυτότητα.

Ο Άρχοντας του νησιού σαν άλλος Ιησούς από το πιο ψηλό σημείο του Γολγοθά του, λέει:

«Aπελθέτω το ποτήριον τούτο απ’ εμού» καθώς παραπονέθηκε για το γενόμενα, που  θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει. Εδώ, σαν άλλη σύντροφος του Αβραάμ, η Αρχόντισσα, κυοφορεί το ζητούμενο για να γεννηθεί η Άνοιξη στο νησί των λέξεων, ώστε να αισθανθούν ξανά οι άνθρωποι την αγάπη και την ελπίδα.

«Οι λέξεις που αγαπάνε επέστρεφαν..Μια , δυο, τρείς, τέσσερις …Τις μέτρησε η αρχόντισσα. Τις μετρούσε και ο ηγεμόνας.»

«Αγαπώ…Προσφέρω…Όνειρα…Γέννα…»

Η φύση, ως σύμμαχος του ανθρώπου που τον κυκλώνει και τον περικλείει στον αέναο κύκλο της ζωής, μας υπενθυμίζει τα αρχαία μυστήρια και την συμμετοχή του ανθρώπου στις αρχαίες τελετές για την ευγονία των λέξεων που κυοφορούν τη νέα εποχή. Πάνω στο κρεβάτι της αγάπης, στο πρώτο δωμάτιο που ερωτεύτηκαν και έκαναν όνειρα, εκεί, ο ηγεμόνας και η ηγεμονίδα ανακάλυψαν ξανά τον χαμένο Παράδεισο της πρότερης νιότης τους. Τα παράθυρα, σύμβολο της ψυχής στην καλντέρα των βυθισμένων ονείρων, ξανανοίγουν για ν’ αγναντέψουν το αρχιπέλαγος της αγάπης.

Αδερφή

Στο κεφάλαιο «Αδερφή» μας εντυπωσιάζει η ταιριαστή επανάληψη και η αλληλοσυμπλήρωση, του έρωτα με την αγάπη, μέσα από τα σύμβολα του φεγγαριού και του ήλιου. Για άλλη μια φορά, η φύση παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, αποτελώντας τον κύριο πυλώνα έμπνευσης του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων.

Μητέρα

Στο κεφάλαιο «Μητέρα», η γυναίκα, ίδια ροδιά με κατακόκκινα μάγουλα, γεμάτη γλύκα και τρυφεράδα, φροντίζει το σπιτικό με το νοιάξιμο και την αγάπη της. Η ροδιά , σύμβολο ευγονίας και οικογενειακής ευτυχίας, από αρχαιοτάτων χρόνων, περνά με συμβολικό τρόπο μέσα από την ιστορία της Ροδής και του Ροδάμανη.

Πουλί τριανταφυλλί

«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη!»  έρχονται στο μυαλό μας οι στίχοι του λαϊκού μας παραμυθιού, καθώς διαβάζουμε το «Πουλί Τριανταφυλλί».

Μουντή εποχή, υγρασία παντού σκούριαζε τους αρμούς της Άνοιξης. Ώσπου, το πιο ζωηρό χρώμα του ουράνιου  τόξου νίκησε την καταχνιά των γκρίζων βράχων για να φανεί το κάστρο της αγάπης. Ίσως ήταν το κόκκινο ένδυμα της Θεομήτορος. Δεν χρειάζεται μαστίγιο , φύλακα και μουχλιασμένους τοίχους η αγάπη. Η γυναίκα Άνοιξη λουλούδιασε στο στείρο έδαφος των ψυχών. Το κάστρο του ήλιου άρχισε την  επανάσταση του φωτός και οι κατακόκκινες μάνες τριανταφυλλιές γέννησαν πουλιά τριανταφυλλένια σαν την νεότητα και την αγάπη.

Τα πιο όμορφα παιδιά είναι αυτά που μένουν πάντα παιδιά! Μόνο η σοφία Θεά θα φύτευε με το δόρυ της πένας τόσα δέντρα ειρήνης όσα και ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων. Κάθε προσφορά προς τον συνάνθρωπο, κάθε αγκάλιασμα καλοσύνης είναι σπόρος ελαίας, αειθαλές το δέντρο της! Ο διάλογος του ρακένδυτου-τάχα- Θεού με τους άρχοντες των καιρών  θέλει να προϊδεάσει τον αναγνώστη για τα μελλούμενα, να τον προετοιμάσει για τον ερχομό της ασιτίας των λέξεων και των συναισθημάτων.  Η ειρήνη και η ευγονία του τόπου είναι αλληλένδετες για τον συγγραφέα.

«Ένα δέντρο θα ξεραίνεται για κάθε πράξη άκαρδη.»

 

Μάνος Κοντολέων
Πηγή εικόνας: bookbar.gr / Μάνος Κοντολέων

Πατέρας

Στο κεφάλαιο «Πατέρας», ο συγγραφέας οραματίζεται τον Πατέρα ως το αιώνιο καλοκαίρι και τρέχει να τον βρει περίτεχνα στον ουρανό, όπου κατοικεί. Κατορθώνει και το κατεβάζει στη γη για τρεις μήνες, και ύστερα ο θρόνος του αδειάζει, ενώ εκείνος εξακολουθεί να παρακολουθεί από τα συννεφένια παραπετάσματα τ’ ουρανού. Ο πατέρας, ως ο βασιλιάς του καλοκαιριού, μας κατακλύζει με τη θέρμη της αγκαλιάς του, που με στοργή και ξεγνοιασιά χαρίζεται στα παιδιά του.

Παιδιά

Στα «Παιδιά» η αλαζονεία είναι ο δάκος της καλοσύνης μα και οι καταπράσινες ελιές της σοφίας που αντέχουν στα τερτίπια της ζωής και της φύσης. Ο ελαιώνας πάντα υπάρχει και ο συγγραφέας μας σε κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου ιδρύει νέους ελαιώνες και ηλιοστάσια. Μια «νέα γενιά ανθρώπων» ονειρεύεται. Η ελιά, γράφει,  είναι δέντρο ευλογημένο που χαρίζει αγάπη, κατανόηση, ειρήνη κι ελπίδα, που δροσίζει και προστατεύει σαν μάνα τα παιδιά της.

Όλες οι ιστορίες δένουν μεταξύ τους αριστοτεχνικά στο τελευταίο κεφάλαιο «Οι άνθρωποι», όπου κάθε παραμύθι/ιστορία βρίσκει τον κάτοχο της μέσα από τη μοναδική ταυτότητα αφής –αρώματος του συγγραφέως  της. Όμως, αυτή που κερδίζει τις εντυπώσεις, είναι εκείνη που έγραψε ο πιο σημαντικός συγγραφέας.

Ο Μάνος Κοντολέων εστιάζει στην γενεσιουργό ελπίδα που γεννά η αιώνια παιδικότητα της ψυχής. Ποιος άραγε έγραψε την καλύτερη από τις έξι ιστορίες; Κάτω από την σκιά της ιερής βελανιδιάς, υπό το βλέμμα των Δρυίδων, ο ηγεμόνας και η ηγεμόνιδα «φωτιστήκαν», σαν από μαγικό φίλτρο και βρήκαν ότι η σωτηρία των λέξεων και η ανασύσταση τους, γεννιέται μέσα απ’ την αγάπη. Γιατί μόνο η ΑΓΑΠΗ, όταν μοιράζεται, σαν θεία κοινωνία, αναδομεί την ύπαρξη, δίνει ζωή στις λέξεις.

«Γιατί οι λέξεις υπάρχουν όταν κάτι περιγράφουν. Αν αυτό χαθεί, πεθαίνουν και οι λέξεις.»


24.4.21

Η μάσκα του Καπιτανο - η Μαρία Δημάκη στο diastixo.gr

 



Όταν φοβάμαι, ξεχνώ και να μιλάω…

Μάσκες, στολές γιατρών και νοσηλευτών που μοιάζουν με στολές αστροναυτών, εγκλεισμός στο σπίτι και στον εαυτό μας, ελαχιστοποίηση της επικοινωνίας, μοναξιά και μελαγχολία είναι λίγα μόνο από τα νέα στοιχεία, τις νέες «συνήθειες» που μας προσφέρει αφειδώς η εποχή του ιού. Από τις ελάχιστες, αγαπημένες καταφυγές, η ανάγνωση, η καλή λογοτεχνία και η συντροφιά του λόγου, που συνιστά μια μορφή ουσιαστικής, βαθιάς και θεραπευτικής επικοινωνίας.

Ο Μάνος Κοντολέων, αγαπημένος, πολυβραβευμένος και ακάματος εργάτης του λόγου, μας κάνει και πάλι μια δελεαστική πρόσκληση: να τον ακολουθήσουμε στους δρόμους της ανάγνωσης, της ψυχαγωγίας αλλά και του αναστοχασμού. Χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο ζοφερό θέμα της εποχής μας, την πανδημία, μιλάει γι’ αυτή την ίδια την ουσία του προβλήματος, που είναι η απομόνωση των ανθρώπων και ο «φόβος του άλλου». Και όταν όλα αυτά αφορούν τις ευαίσθητες και επαναστατημένες ψυχές των εφήβων, τότε το πράγμα γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον, πραγματικά δια-χρονικό και δια-τοπικό.

Ο Φιλ, ο έφηβος ήρωας του έργου, μετακομίζει στο σπίτι του παππού του, κάπου σε μια αφιλόξενη μακρινή μικρή πόλη, σε ένα σπίτι όπου λες και μόνο άνθρωποι θυμωμένοι έχουν έως τα τώρα κατοικήσει. Μεγαλωμένος από δυο γονείς που περισσότερο σκέφτονταν τη δουλειά, τις φιλοδοξίες τους και τα δικά τους όνειρα, ο μικρός ανατράφηκε μέσα σε ένα ψυχικό κλίμα απομόνωσης, απόρριψης και φόβου ότι δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των γονιών του. Ο πατέρας, σκληροτράχηλος στρατιωτικός, η μητέρα, επιτυχημένη επιστήμονας στον τομέα της εξερεύνησης του Διαστήματος, υπήρχαν πάντα εκεί για να του υπενθυμίζουν ότι ποτέ δεν θα είναι αρκετά καλός γι’ αυτούς· τουλάχιστον έτσι το ερμήνευε ο Φιλ. Ο φόβος βρήκε σιγά σιγά πρόσφορο έδαφος να φωλιάσει στην ψυχή και στο μυαλό του μικρού και επειδή, όπως λέει ο ίδιος, όταν φοβάμαι, ξεχνώ και να μιλάω…, ο φόβος πήρε τη μορφή του τραυλίσματος και της αδυναμίας επικοινωνίας. Και το τραύλισμα, με τη σειρά του, έγινε ένα από τα κομμάτια της ταυτότητας του Φιλ, εκείνης που έβλεπαν –και περιγελούσαν– οι άλλοι αλλά και εκείνης που ο ίδιος έμαθε να φοβάται και να απεχθάνεται.

Στην προσπάθειά του να μπορέσει να υπερβεί τον φόβο, να καλύψει την αδυναμία του και να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητά του, ο ήρωας βρήκε μια μάσκα, ένα προσωπείο πίσω από το οποίο μπορούσε να υπάρξει, να είναι ο εαυτός του, να δείξει όλα αυτά που έκρυβε μέσα του, χωρίς να φοβάται τους άλλους. Να δείξει τον εαυτό του, τον οποίο οι άλλοι απλώς αγνοούσαν είτε γιατί ήταν απορροφημένοι με τα δικά τους θέλω (όπως οι γονείς και ο παππούς του) είτε γιατί ήταν τόσο θυμωμένοι κατά βάθος με τη δική τους ατολμία (όπως οι συμμαθητές του) που δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο παρά μόνο πώς να κάνουν πιο υποφερτή την ανυπαρξία τους, πληγώνοντας τους άλλους.

Χωρίς να αναφέρεται καθόλου στο ζοφερό θέμα της εποχής μας, την πανδημία, μιλάει γι’ αυτή την ίδια την ουσία του προβλήματος, που είναι η απομόνωση των ανθρώπων και ο «φόβος του άλλου».

Ο Φιλ «βγαίνει» για λίγο από το δικό του Εγώ και δανείζεται τη μορφή και την οντότητα που του προσφέρει η μάσκα, η μάσκα του Καπιτάνο, ενός παλιού και λησμονημένου ήρωα κόμικ, που επανέρχεται στο προσκήνιο μόνο για τον Φιλ και κατακλύζει τη σκέψη, τη βούληση και τη δράση του. Η μάσκα αυτή, που την προτιμά ο νεαρός από όλες τις άλλες, γιατί, όπως λέει, απλώς και μόνο αποκρύπτει χαρακτηριστικά ή παραλλάσσει συναισθήματα και παραπλανά, γίνεται για κάποιο διάστημα το καταφύγιο του ευαίσθητου παιδιού, που δέχεται απόρριψη και απαξίωση από τους άλλους λόγω του τραυλίσματος και της ευαισθησίας του. Ουσιαστικά όμως είναι εκείνη που συγ-καλύπτει τις ανασφάλειές του, βοηθώντας τον βαθμιαία να ανα-καλύψει τον εαυτό του και να απο-καλύψει με θάρρος τον πραγματικό Φιλ στους άλλους.

Στο έργο του αυτό, ο Μάνος Κοντολέων ξαναγυρίζει σε ένα σύμβολο που είχε αριστοτεχνικά αξιοποιήσει και στο μυθιστόρημά του Μάσκα στο φεγγάρι, αναδεικνύοντας και εκεί τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τη σχέση όλων μας με τις κατασκευασμένες στερεοτυπικές εικόνες, τη σχέση με αυτό που είμαστε και με αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Σε εκείνο το έργο, οι δυο έφηβοι πρωταγωνιστές διαμόρφωσαν και αποδέχτηκαν βαθμιαία τη δική τους προσωπικότητα, τον εαυτό τους, μέσα από τη διερεύνηση των θεατρικών ρόλων, των προσωπείων που είχε χρησιμοποιήσει ένας παλιός ηθοποιός. Το θέατρο και οι δραματικοί χαρακτήρες υπήρξαν αρωγοί, συμπαραστάτες σε αυτή την πορεία αυτογνωσίας αλλά και μύστες στον κόσμο της Τέχνης, η οποία, μέσα από την ψευδαίσθηση, ξέρει να καταρρίπτει το ψεύτικο και να υμνεί το αληθινό. Στη Μάσκα του Καπιτάνο, ο Κοντολέων αξιοποιεί και πάλι την επικουρία της Τέχνης, μέσα από την ποίηση αυτή τη φορά, που χρησιμοποιεί στον λόγο της η Λάουρα, μια ηρωίδα η οποία από την αρχή στέκεται στο πλάι του έφηβου πρωταγωνιστή και γίνεται η μοναδική του φίλη. Οι στίχοι των ποιημάτων που συνεχώς επικαλείται η Λάουρα είναι ένα «προσωπείο» για εκείνη, που αναδεικνύει και πάλι την Τέχνη ως «το καταφύγιο που φθονούμε», αλλά προστρέχουμε σε αυτό όταν «μας διώχνουνε τα πράγματα», όπως θα έλεγε και ο παλιός ο ποιητής.

m kontoleonΤο έργο του Μάνου Κοντολέων είναι μια ακόμη εξαιρετική συμβολή στη λογοτεχνία για εφήβους και νέους, στη λογοτεχνία για όλους, από έναν συγγραφέα που πλάθει χαρακτήρες για να μας συντροφεύουν, να τους αγαπάμε και να τους δεχόμαστε «χωρίς μάσκα», γιατί επιβάλλονται με την αλήθεια της Τέχνης.

Η Μαρία Δημάκη-Ζώρα είναι επίκουρη καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, Ε.Κ.Π.Α.

 https://diastixo.gr/kritikes/efivika/16165-maska-kapitano

23.4.21

"Η μάσκα το Καπιτάνο" της Λεύκη Σαραντινού στο Tetragwno.gr





Ο Μάνος Κοντολέων είναι γνωστός σε πολλούς από τους σημερινούς ενήλικες για τα υπέροχα νεανικά του μυθιστορήματα, τα οποία μας κρατούσαν συντροφιά στα εφηβικά μαθητικά μας χρόνια.

Σήμερα, συνεχίζει την παράδοση αυτή με το νέο του πόνημα με τίτλο «Η Μάσκα του Καπιτάνο». Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο μιλάει κατευθείαν στην καρδιά των σημερινών νέων, αφού ασχολείται με θέματα όπως η μοναξιά, ο σχολικός εκφοβισμός και η αποξένωση από τους σκληρά εργαζόμενους γονείς που δεν αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο στα παιδιά τους.

Πρωταγωνιστής είναι ένας δεκατετράχρονος έφηβος, ο Φιλ, ο οποίος, λόγω ενός παιδικού τραύματος μιλάει τραυλίζοντας, με αποτέλεσμα να επισύρει πλήθος κοροϊδιών από τους συμμαθητές του.

Ο Φιλ είναι αγόρι ιδιαίτερα μοναχικό και ευαίσθητο. Δεν φταίει, όμως, μόνο το τραύλισμά του γι’ αυτό, αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι μεγάλωσε πλάι σε αδιάφορους γι’ αυτόν γονείς, με μια μητέρα αφοσιωμένη στις σπουδές της και έναν πατέρα σκληρό και άκαμπτο που ξοδεύει τη ζωή του πολεμώντας στα στρατόπεδα. 

Ο Φιλ, όταν θα καταστεί απαραίτητο, θα μετακομίσει στο χωριό του παππού του, ο οποίος, όμως, δεν είναι καλύτερος από τον πατέρα του σε ό,τι αφορά την απάθεια και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τις καταστάσεις που αφορούν τον Φιλ.

Τελικά, πάντως, η μετοικεσία του Φιλ στο χωριό, θα αποβεί σωτήρια για εκείνον, αφού εκεί θα γνωρίσει τη Σύνθια, μία συμμαθήτριά του και τη Λάουρα, μία παράξενη γυναίκα που θα του συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές του, θα βρει τρόπους να επικοινωνήσει μαζί του και, κυρίως, θα του γνωστοποιήσει την ύπαρξη του περήφανου Καπιτάνο.

Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτός ο Καπιτάνο, που θυμίζει ήρωα παλιού κόμικ; Είναι αληθινός ή παιχνίδι της φαντασίας του Φιλ; Και κυρίως, πως θα καταφέρει τελικά αυτός να βοηθήσει τον Φιλ στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη μοναχική και δίχως αγάπη ζωή του; Θα μπορέσει αυτός να τον κάνει να τιθασεύσει όλους τους μύχιους φόβους και τις ενοχές του;

«Η Μάσκα του Καπιτάνο» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί τόσο από νέους και μεγάλα παιδιά, όσο και από ενήλικες, αφού θα καταστήσει σαφές με οδυνηρό τρόπο στους πρώτους πόσο άσχημο είναι να ασκούν εκφοβισμό στους συμμαθητές τους, αλλά και θα υπενθυμίσει στους γονείς πόσο μεγάλο λάθος κάνουν με το να επικεντρώνονται μονάχα στις επαγγελματικές τους ασχολίες και να μεγαλώνουν το παιδί τους σύμφωνα με τα δικά τους “θέλω”, χωρίς να αφουγκράζονται τις δικές του ανάγκες.

https://tetragwno.gr/vivlio/kritiki-vivliou/kritiki-manos-kontoleon-i-maska-toy-kapitano-ekdoseis-pataki?fbclid=IwAR3Ka1EiQ7pTF5fOcxhAteubh5at3dJMe0sg9IAuNqeblORoXh0ctBovrdo


20.4.21

Κώστας Ακρίβος "Πότε διάβολος, πότε άγγελος"

 


Κώστας Ακρίβος

«Πότε διάβολος, πότε άγγελος»

Μεταίχμιο

 

                                 Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ήταν αναμενόμενο -και στο χώρο του βιβλίου-  να αφήσει το αποτύπωμά της.

Πολλές οι εκδόσεις γύρω από το γεγονός αυτό, πολλοί και ποικίλοι οι τρόποι που οι συγγραφείς θέλησαν να δηλώσουν το παρόν του.

Από καθαρώς ιστορικά έργα έως εκδόσεις εικονογραφημένων βιβλίων για παιδιά, από μυθιστορήματα στα οποία η δράση εξελίσσεται σε εκείνα τα χρόνια έως και βιογραφίες προσώπων που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο πρωταγωνίστησαν στον αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία.

Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο εκείνο που πιστεύω πως -μεταξύ των άλλων προσόντων του-  θα καταξίωνε  έργα αφιερωμένα στο 1821 είναι η επαρκής και εις βάθος προσέγγιση γεγονότων και ατόμων ώστε τελικά να αποκτήσει η ελληνική γραμματολογία μια σειρά τίτλων που θα τοποθετούν το ιστορικό γεγονός μέσα στα πλαίσια μιας σωστής, μα και ενδοσκοπούμενης εθνικής ταυτότητας.

Στο πλαίσιο ενός τέτοιας υφής φωτισμού των πρωταγωνιστών του ΄21, η λογοτεχνία έχει να διαδραματίσει ένα κεντρικό ρόλο, αν αποφασίσει να αφήσει στην άκρη την όποια εθνική δυσκαμψία και να χρησιμοποιήσει τη δεδομένη ικανότητά της στο να εξηγεί, να συμπάσχει, να κατανοεί, να επανατοποθετεί, να αμφισβητεί.

Με άλλα λόγια ήταν πια καιρός  η λογοτεχνία μας να δει τους Ήρωες του ’21 όχι ως εθνικά και μόνο σύμβολα, αλλά ως άτομα αντιμέτωπα με τα πάθη και τα λάθη τους, τα όνειρά και τις φιλοδοξίες τους.  Καιρός, δηλαδή, η λογοτεχνία να συνδυάσει τα ιστορικά ευρήματα με τις ψυχολογικές επεξηγήσεις, τις ιστορίες με τις μυθιστορίες.

                                     *********

Ο Κώστας Ακρίβος έχει ένα σημαντικό λογοτεχνικό παρελθόν, ενώ διαθέτει και μια επαρκέστατη φιλολογική κατάρτιση. Ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που πάρα πολύ συχνά ανατρέχουν σε ένα ατομικό ή και συλλογικό παρελθόν και με βάση αυτό στήνουν τη λίγο ή πολύ μυθιστορηματική πλοκή, πάντα ενισχυμένη και εμπνεόμενη από ιστορικά / κοινωνικό γεγονότα.

Από τους πλέον, λοιπόν, αρμόδιους σύγχρονους συγγραφείς μας για να αναζητήσει την έμπνευση του ανάμεσα στα κεντρικά πρόσωπα του 1821.

Επέλεξε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Και ήταν μια ενδιαφέρουσα -από μυθιστορηματικής βιογραφίας- επιλογή.

Ο Καραϊσκάκης έχει εγγραφεί στην συνείδηση της Ιστορίας ως, ίσως, ο πλέον αντιφατικός από εκείνους που ηγήθηκαν του Αγώνα.

Και κάτω από αυτήν τη λογική, ο Ακρίβος επιλέγει και τον τίτλο του έργου του –«Άλλοτε διάβολος, άλλοτε άγγελος».

Μυθιστορηματική η ζωή του Καραϊσκάκη -από τη μέρα που γεννιέται έως τα παιδικά του του χρόνια*  από τις πρώτες εμφανίσεις του στους χώρους των ενόπλων ελλήνων έως την περίοδο της ηγετικής παρουσίας του μέσα στη καρδιά της Επανάστασης* από τον άδικο και σκοτεινό θάνατό του  έως τις μέρες μας, όπου ακόμα και ο ανδριάντας του μαζί και με τα οστά  του έμελλε να γνωρίσουν την βιαιότητα μιας πολύ συχνά παραποιημένης  εθνικής συνείδησης.

Ο Ακρίβος, λοιπόν, αυτήν την τόσο πλούσια σε γεγονότα και αντιθέσεις ζωή, αφηγείται με τρόπο όπου κυριαρχεί το πάθος του φιλολόγου και του ερευνητή.

Πλούσια γλώσσα, αφομοιωμένη χρήση δομής φράσεων που παραπέμπουν στον τρόπο έκφρασης του τότε, τεκμηριωμένη καταγραφή γεωγραφικών συντεταγμένων όπως και στέρεες περιγραφές μαχών από σοφά επιλεγμένες μαρτυρίες -όλα αυτά συνυπάρχουν για να περιγράψουν άλλοτε τον άντρα με τα πάθη του κι άλλοτε τον ήρωα με τα οράματά του.

Αλλά ο Ακρίβος θέλησε να προσδώσει μια μεγαλύτερη  μυθιστορηματική οντότητα στο έργο του. Γι αυτό και δίπλα στον Καραϊσκάκη, τοποθέτησε ένα ακόμα πρόσωπο – υπαρκτό αυτό* από εκείνα τα σχεδόν ιστορικά αφανή πρόσωπα.  Ο Μήτρος Αγραφιώτης, ήταν ένας νέος άντρας που ο Καραϊσκάκης του είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, τον είχε ορίσει, μάλιστα, ταμία του και τον είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του.

Ο Ακρίβος μας αποκαλύπτει πως η οικογένειά του είχε μια μακρινή συγγένεια με τον Αγραφιώτη και η ανακάλυψη αυτού του γεγονότος τον ώθησε να δει και ιστορικά όσο  και μυθιστορηματικά τον Καραϊσκάκη.

Μα ακριβώς γιατί ο Αγραφιώτης δεν άφησε πολλά ιστορικά αποτυπώματα και ποτέ δεν απόκτησε την αίγλη και το σέβας ενός εθνικού ήρωα, πρόσφερε στον μακρινό απόγονό του την ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί ώστε και το έργο να αποκτήσει μια ισορροπία ανάμεσα στη ιστορία και την μυθιστορία, αλλά και να διευρυνθεί και να συμπεριλάβει τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων του τότε.

Ο Κώστας Ακρίβος με το έργο του αυτό και μάλιστα καθώς δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε ένα και μόνο είδος -ισότιμα αναγιγνώσκεται και ως βιογραφία και ως μυθιστοριογραφία και ακόμα και ως ανθρωποκεντρική λαογραφία- νομίζω πως περιχαράζει και συγκεκριμενοποιεί τα καθαρώς προσωπικά συγγραφικά στίγματά του. Το άτομο και το περιβάλλον* ο ένας και οι άλλοι* ο μύθος και η αλήθεια.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Λοιπόν. Ο καπετάνιος είναι όμορφος, όμορφος από ψυχής. Είναι όμορφος γιατί είναι αθώος. Και είναι αθώος γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του. Ανήκει σ΄ εκείνη τη δυσεύρετη κατηγορία των ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο ωραίοι είναι, πόσο σπάνιοι και ξεχωριστοί.

(σελ. 109)

 

(Bookpress – 20/4/2021)


16.4.21

Επαρμένες και απρεπείς εποχές

 


Επαρμένες και απρεπείς εποχές

 

Ανοιξιάτικο το απόγευμα και κανονίσαμε με τον παλιό μου φίλο, τον Μ., να συναντηθούμε στο δασάκι της γειτονιάς μας.

Με την ευκαιρία πήρα για μια βόλτα και τη σκυλίτσα μου, τη Σοκολάτα. Ήμουνα σίγουρος πως και ο Μ. θα είχε μαζί του το δικό του το σκυλί, τον Πλούτο.

Σωστά είχα μαντέψει κι έτσι εγώ χαιρόμουνα την συντροφιά του φίλου μου κι η Σοκολάτα την παρέα του καλού της.

Μα αυτό το απόγευμα ο Πλούτο δεν φαινότανε να είναι στα κέφια του. Και κάπου στην πλάτη του -διαπίστωσα- πως το τρίχωμά του είχε αραιώσει.

«Συμβαίνει κάτι με τον Πλούτο;» ρώτησα.

Ο Μ. κούνησε το κεφάλι.

«Αλλεργικός… Έτσι θα περάσει όλη την άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι»

«Τί λες!» ξαφνιάστηκα εγώ.

Δεν ήξερα πως μπορεί και τα σκυλιά να είναι αλλεργικά.

Ο Μ. σταμάτησε και με κοίταξε.

«Αλλεργικά και τα σκυλιά, αλλεργικοί και κάποιοι άνθρωποι… Και δεν είναι μόνο αυτοί -οι όσοι αλλεργικοί- που ταλαιπωρούνται από την έπαρση της άνοιξης και την απρέπεια του καλοκαιριού»

Γέλασα.

«Ομολογώ πως δεν είχε ποτέ μου σκεφτεί με τέτοια επίθετα να συνοδεύω αυτές τις δυο υπέροχες εποχές!» είπα

«Υπέροχες!... Θα αστειεύεσαι ασφαλώς!»

Όσο μεγαλώνει ο Μ. τόσο και πιο παράξενος γίνεται. Αλλά με το θάρρος της μακρόχρονης φιλίας μας, δεν μπόρεσε να μην απαντήσω

«Κάποτε, σε θυμάμαι να λατρεύεις την άνοιξη και να περιμένεις πως και πως το καλοκαίρι να έρθει»

«Κάποτε… Όταν οι ορμόνες χορεύανε μέσα στο σώμα μου και έτσι δεν με αφήνανε να δω την αστοχασιά της μιας εποχής  και την απρέπεια της άλλης»

«Καταλαβαίνω… Ναι, αυτό είναι! Ζηλεύεις τους νέους!» πάντα με το θάρρος της μακρόχρονης φιλίας, αλλά και τη θύμηση κοινών αναμνήσεων, παρατήρησα.

«Αντίθετα τους οικτίρω… Λυπάμαι την άγνοιά τους…»

«Δηλαδή τί αγνοούν;» είπα κι ετοιμαζόμουνα να υποστώ τις καινοτόμες απόψεις του φίλου.

«Αγνοούν τη σοφία των ποιητών!» είπε ο Μ. και ομολογώ πως αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμενα να ακούσω.

«Το εξηγείς αυτό που είπες» ζήτησα.

Ο Μ. έριξε τη ματιά του προς τα δυο σκυλιά που είχαν φτάσει στο ρυάκι και είχαν σκύψει τα κεφάλιa για να δροσιστούν.

«Τι καλά που ‘ ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι! -έχει γράψει ο Καρυωτάκης και η παλιά μας φιλενάδα, η Μάρω η Λοϊζου…» σταμάτησε τη φράση του ο Μ. για να με ρωτήσει, «Αλήθεια τη θυμάσαι καθόλου τη Μάρω και τον περίφημο χαλβά της… Μέχρι και ο Σαββόπουλος την αναφέρει σ΄ ένα τραγούδι του

«Ξεχνιέται η Μάρω…» πικρό το χαμόγελο μου

«Λοιπόν, η Μάρω έχει γράψει σε ένα ποίημά της: Κάνε το φίλο σου να δακρύσει με μια φέτα μανταρίνι… Με μια φέτα καρπούζι κάνεις το φίλο σου να του κολλάνε τα χέρια και να τον τρώνε οι μύγες»

Είχα χάσει την ικανότητα μου να βρω την όποια αντίρρηση πάνω στα όσα έλεγε ο Μ. Μα ξαφνικά θυμήθηκα την εποχή της νεότητάς μας κι έτσι,

«Εσύ -και μη μου πεις πως το έχει ξεχάσει- κάποτε μόλις έμπαινε η άνοιξη ερωτευόσουνα και μετά όλο το καλοκαίρι το περνούσες με ένα μαγιό και μπαινοβγαίνοντας στη θάλασσα…»

Ο Μ. κούνησε το κεφάλι

«Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους – μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες…»  σχολίασε.

«Μα τι λες τώρα;»

«Δεν τα λέω εγώ όλα αυτά… Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τα έχει γράψει…» θέλησε να μου υπενθυμίσει κι αμέσως συμπλήρωσε, «Άλλο όταν είσαι νέος κι άλλο τώρα που…»

Δεν μπόρεσα να μη υπομειδιάσω καθώς πρόσεξα πως είχε αποφύγει να πει την λέξη που περιγράφει μια δυσάρεστη κατάσταση.

Αλλά  ο Μ. είχε κι άλλα να τονίσει.

«Ο έρωτας έχει μια τρέλα… Κανείς στην ηλικία μας δεν θα ήθελε να τρελαθεί…Προς τι, λοιπόν, να θαυμάζω το αστόχαστο της  άνοιξης;  Και το καλοκαίρι, θα πρέπει να παραδεχτείς πως είναι μια απρεπής εποχή… Σε κάνει να ιδρώνεις, να θες να γυμνωθείς… Μα αλήθεια δεν σε απασχολεί η εικόνα που άνθρωποι της ηλικίας μας παρουσιάζουν όταν κυκλοφορούν με πέδιλα που αφήνουν να φανούν τα απολιθωμένα νύχια τους και με βερμούδες που δεν κρύβουν τους κιρσούς και με κοντομάνικα μπλουζάκια που δεν γίνεται να καλύψουν τις λευκές τρίχες του στήθους τους;»

Τα σκυλιά είχαν πάρει τον δρόμο της επιστροφής.

Πλησιάζαμε σε περιοχή με κίνηση κι έτσι έπρεπε να τα κρατάμε από το λουρί τους.

Καθώς έσκυβα για να στερεώσω το λουρί  στο περιλαίμιο της Σοκολάτας, θυμήθηκα κι εγώ κάποιους στίχους και ύψωσα το κορμό και απάγγειλα

«Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της… Ο Ελύτης το έχει αυτό γράψει»

Ήμουνα βέβαιος πως τον είχα αποστομώσει τον καλό μου μου.

Αλλά αυτός, ενώ τράβαγε τον Πλούτο να περπατά δίπλα μου και χωρίς να στραφεί προς το μέρος μου, μουρμούρησε

«Τι ωραία που μαράθηκαν τα λουλούδια τι τέλεια μαραθήκανε -έτσι απαντά ο Μίλτος Σαχτούρης στην λατρεία του ελληνικού καλοκαιριού από τον δικό σου αγαπημένο ποιητή…»

Κι ενώ εγώ ετοιμαζόμουνα να ανοίξω το θέμα του ποιος ήταν πιο σπουδαίος ποιητής -ο εξ Ύδρας ή ο εκ Λέσβου- μια ανατριχίλα με έκανε να σηκώσω τους ώμους μου. Σουρούπωνε και η ψύχρα είχε γίνει ενοχλητική.

Ο Μ. με κοίταξε κι ενώ τα βλέφαρά του πεταρίσανε, κούμπωσε μέχρι το λαιμό το μπουφάν του και αναστέναξε καθώς έλεγε,

«Με ποιόνε απόψε να μιλήσω Σόμπα Γριά μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά -αν έτυχε να έχεις διαβάσει ποίηση του Γιάννη Υφαντή, μπορεί να θυμάσαι αυτά τα λόγια»

Ομολογώ πως με είχε αποστομώσει. Αλλά ασφαλώς και δε με είχε πείσει.

Και του το είπα.

Αλλά αυτός -πόσο χαιρέκακος μπορεί να γίνει όταν το θέλει- κράτησε για τον εαυτό του τη τελευταία φράση,

«Though wise men at their end know dark is right -Dylan Thomas έφη»

Είχαμε φτάσει στο σημείο όπου έπρεπε να χωριστούμε. Σε αντίθετες μεριές τα σπίτια μας.

Η ψύχρα γυρνούσε σε ανοιξιάτικο κρύο. Συνειδητοποίησα πως θα έπρεπε να είχα φορέσει το πιο χοντρό μπουφάν μου.

Η άνοιξη -ακόμα και ως υποψία- με είχε ξεγελάσει.

 (https://slpress.gr/politismos/eparmenes-kai-aprepeis-epoches/?fbclid=IwAR1W9cmX7PdLb5nP7xGY6ayDwMtLmRDtguk3sXnsNXzi4SrS673xqbA3yds )

13.4.21

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε στο Elpinex

 

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε

 


«Ξεχάστε ό,τι έχετε μάθει, αρχίστε με το να ονειρεύεσθε»

Σύνθημα Μάη 1968

 

Μεγάλο νησί. Ήθελες μέρες να το περπατήσεις, κάπου επτά. Το έλεγαν Παραλία ή Βουνό, αναλόγως  που έμενε κανείς. Ή σκέτο Νησί, όπως επικράτησε στο τέλος.

 

 

Οι νέοι Νησιώτες ξέχασαν τα παλιά ονόματα, ξέχασαν τις παλιές ιστορίες, να φαντάζονται, να ονειρεύονται. Ξέχασαν σε ποιο δώμα τους νανούριζε η μάνα τους, πού έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα, σκέπασαν ποτάμια για να φτιάξουν δρόμους, ξερίζωσαν δέντρα, τόσο που θύμωσαν τον Ήλιο και τους κεραυνούς. Ένας τόπος σε παρακμή, σε σήψη, σε ξεψύχισμα. Ένα πραγματικό έλος.

 

Ο ηγεμόνας και η γυναίκα του, η αρχόντισσα του Νησιού δεν είναι από εκείνους που τρέφουν αυταπάτες, έχουν δει την κατάσταση καθαρά. Γέρασαν αυτοί, γέρασε κι ο τόπος τους. Παύουν οι κάτοικοι να τους νοιάζονται. Και παύουν να φτιάχνουν ιστορίες, κανείς δε φτιάχνει νέες. Γιατί ξέχασαν τις λέξεις που αγαπάνε, που φροντίζουν, που νοιάζονται.

 

“Όμως… όμως το ξέρεις πως σε αγαπώ”

“Αλλά ποτέ πια δε μου το λες…” με δυσκολία ψιθύρισε ο ηγεμόνας.

Ντροπή ένας άρχοντας να εκφράζει παράπονο… Ένας άντρας μουρμουρίζει το παράπονό του;

 

 

Παιδί δεν έκαναν, δεν έτυχε. Μα ίσως ήταν και καλύτερα να επιλέξεις παρά να γεννήσεις έναν διάδοχο. Και ο τρόπος βρέθηκε γρήγορα. Προσκάλεσαν να γράψουν ιστορίες. Να θυμηθεί ο καθένας τις λέξεις που αγαπάνε, να φτιάξει μια ιστορία με αυτές και να τις στείλει στον άρχοντα και την αρχόντισσα. Και έδωσαν τρεις μήνες στους ενδιαφερόμενους, μέχρι την γεναριάτικη πανσέληνο.

 

Η Προτροπή στάλθηκε παντού, σε όλο το Νησί. Και περίμεναν μέχρι τότε για να τους έρθουν όλες κι όλες έξι ιστορίες. Δίχως όνομα αποστολέα, σε φακέλους ίδιου μεγέθους μα διαφορετικού χρώματος.

 

Έρωτας (η ιστορία στον λευκό φάκελο)

Αδερφή (η ιστορία στον κίτρινο φάκελο)

Μητέρα (η ιστορία στον πράσινο φάκελο)

Πατέρας (η ιστορία στον γαλάζιο φάκελο)

Πουλί τριανταφυλλί (η ιστορία στον κόκκινο φάκελο)

Παιδιά (η ιστορία στον ασημί φάκελο)

 

Ποιον φάκελο θα διαλέξουν; Ποιος θα τους διαδεχθεί;

 

Ο Μάνος Κοντολέων υπογράφει μια ημι-αλληγορική πολιτική ιστορία, ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο φαντασίας, ένα θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις με μυθιστορηματική δομή. Ο εξαίρετος πεζογράφος με τη γνωστή αφηγηματική δεινότητά του, γνωρίζοντας περίφημα τα δομικά συστατικά και το ύφος του παραμυθιού, του πεζογραφήματος, του δοκιμίου, του μυθιστορήματος, του θεάτρου, ακροβατεί επιδέξια φτιάχνοντας ένα πολυσήμαντο πολιτειακό μανιφέστο, ένα debate, μια ρητορική μονομαχία όπου με συμβολισμούς, υπαινιγμούς αλλά και πιο ξεκάθαρες δηλώσεις κονταροχτυπιούνται και αποκαλύπτονται η φωτισμένη μοναρχία και η δημοκρατία, καθώς η πρώτη λιμνάζει και η δεύτερη δείχνει τη δύναμή της.

 

Ο συγγραφέας φανερώνει τις παθογένειες των μοναρχικών καθεστώτων, ακόμα κι όταν αυτά εκπροσωπούνται από προσηνείς, σχετικά ανοιχτόμυαλους εκπροσώπους οι οποίοι όμως εγκλωβίζονται στον μονόδρομο της διαδοχής και των εκλεκτών, δείχνει το τέλμα στο οποίο οδηγούνται, φωτίζει τις χαραμάδες και κατόπιν τα πλατιά παραθύρια απ’ όπου ξεπροβάλλει η ανάγκη για δημοκρατία και τα αναλλοίωτα ιδεώδη του σοσιαλισμού όπως το θεμελιώδες της λαϊκής κυριαρχίας=ο λαός στην εξουσία, το οποίο καταδεικνύει μέσα από την τελική ανατροπή. Με τις εκφραστικές δεξιότητες, τη φαντασία, τους συμβολισμούς, την εύρυθμη αφήγηση, την αποφυγή πλατειασμών ή περιττών συμπληρωμάτων, ο συγγραφέας υπερασπίζεται την αληθινή, άμεση δημοκρατία ως τον κορυφαίο, όχι αψεγάδιαστο, μα πλέον value for money τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος μέσα από τα σύγχρονα όπλα (social media δύναμη τεχνολογίας κτλ) αξίζει να επαναπροσεγγιστεί και να ανακαλυφθεί από τους προεφήβους (και εφήβους) που θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο.

 

Ανατριχιαστική είναι η συνειδητοποίηση αρκετών ομοιοτήτων με τη σημερινή εποχή η οποία μέσα από ένα πλέγμα διευκολύνσεων και ελευθεριών σκεπάζει το τέλμα της. Ακόμα πιο ανατριχιαστική είναι η συνειδητοποίηση ότι οι κοινωνίες γερνούν και τελικά πεθαίνουν όταν τους λείπουν οι λέξεις που αγαπάνε, που φροντίζουν, οι άνθρωποι που φτιάχνουν ιστορίες, οι άνθρωποι που έχουν φαντασία για να φέρουν το καινούργιο.

 

Μέρος Α’- Οι λέξεις

Μέρος Β’- Οι ιστορίες

Μέρος Γ’- Οι άνθρωποι

 

Να μη σου λείψει τίποτε από τα τρία, κοινωνία.

 

Η φαντασία στην εξουσία. Ο γαλλικός Μάης είναι εδώ με έναν αυθεντικό εκπρόσωπό του.

 

Το εκπληκτικό εξώφυλλο και τα γκριζόμαυρα σκίτσα στην έναρξη κάθε κεφαλαίου είναι της Κατερίνας Βερούτσου.

 

Για αναγνώστες από 8 ετών με βασικό κοινό το ηλικιών 9-13.

 

Εκδόσεις Πατάκη.

 

Διακρίσεις

Βραβείο «Φανή Αποστολίδου» σε συγγραφέα εκτενούς αφηγήματος, για παιδιά μεγάλων τάξεων Δημοτικού και Γυμνασίου από την Greek Ibby-Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2021

 

 

 

Το Soundtrack του βιβλίου

Bob Marley Get Up Stand Up Instrumental Original (και με Bob εδώ)

 

Revolution (Take 14 / Instrumental Backing Track)

 

Κράτησα τη ζωή μου (και εδώ original με Μπιθι) και εδώ ορχηστρικό για να ταξιδέψεις

 

Λίγο Ακόμα – Ελεωνόρα Ζουγανέλη & Νεανική Χορωδία Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης

 

Μίκης Θεοδωράκης— Με το λύχνο του άστρου

 

Γ. Αγγελάκας- Ψυχή Βαθιά

 

Από Απόστολος Πάππος -10/11/2020

Elpinex

4.4.21

Η σπαρακτική ομορφιά της νοσταλγίας - Η Τζίνα Καλογήρου για το "Η μάσκα του Καπιτάνο"

 

Η σπαρακτική ομορφιά της νοσταλγίας

Η μάσκα του Καπιτάνο: το νέο μυθιστόρημα για νέους του Μάνου Κοντολέων. Η ανάγνωση μιας ενήλικης

Τζίνα Καλογήρου

 

Ο Μάνος Κοντολέων ως συγγραφέας βρίσκεται στον αντίποδα του αυτονόητου. Τα έργα του συγκροτούν διαρκώς λόγους  που σημαίνουν αέναα: ανεξάντλητα, έτοιμα να ξεδιπλώσουν μια πλειάδα σημασιών, δοκιμάζουν και ενεργοποιούν διαρκώς τις όποιες ερμηνευτικές κατασκευές των αναγνωστών τους, νεαρών ή ενηλίκων. Στυλίστας της γραφής, δεξιοτέχνης ύφους που επενδύεται σε θαυμαστούς τροπισμούς της γλώσσας, και  εμβολιάζοντας παράλληλα τον λόγο του με λυρισμό και ποιητική υπαινικτικότητα, ο Κοντολέων είναι την ίδια στιγμή συγγραφέας που στηρίζεται στην εύρωστη και εύπλαστη μυθοπλαστική φαντασία και στη διάθεσή του να καλλιεργήσει λόγους κοινωνικής κριτικής και εξερεύνησης της σύγχρονης παθογένειας. Η αποτύπωση της ευμετάβλητης, ρευστής και πολλαπλώς αφυπνιζόμενης ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου (ιδιαίτερα του εφήβου) αποτελεί επίσης μία ακόμη δεσπόζουσα της μυθιστοριογραφίας του, όπως και η διερεύνηση συλλήβδην της ζωής, με όλες τις απρόβλεπτες και διφορούμενες όψεις της . Όμως, ενώ από τη μια ο συγγραφέας κοιτάζει με τόλμη και χωρίς ωραιοποιήσεις την πραγματικότητα και τις προκλήσεις της, από την άλλη διαφεύγει προς τον μαγικό χρονότοπο του παραμυθιού, προς έναν κόσμο ,δηλαδή, εντελώς  απαλλαγμένο από τις δεσμεύσεις της λογικής ή της υλικής αναγκαιότητας,  μέσα στον οποίο αφουγκράζεται τις δονήσεις ενός υπεραισθητού μυστηρίου.

Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο Η μάσκα του Καπιτάνο (2021,εκδ.Πατάκη) ευδιάκριτη είναι για άλλη μία φορά η  κριτική και τολμηρή πραγμάτευση θεμάτων και καταστάσεων  οικείων στους αποδέκτες στους οποίους πρωτίστως απευθύνεται, δηλαδή τους εφήβους. Αυτές οι καταστάσεις ανήκουν ασφαλώς στη ζώνη οικειότητας των εφήβων, νοηματοδοτούν τον κόσμο τους. Γι’ αυτό και στο κέντρο αυτής της μυθοπλαστικής πραγματικότητας που κατασκευάζει ο συγγραφέας βρίσκεται ένας έφηβος, ο Φιλ, ο οποίος αντιμετωπίζει ποικίλα ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα, που εν πολλοίς προκαλούνται από το γεγονός της αναγκαστικής μετοικεσίας του σε ένα νέο, ψυχρό και συναισθηματικά στείρο περιβάλλον, και της παράλληλης προσπάθειάς του να διαχειριστεί  τον αποχωρισμό από τους γονείς του. Όμως, το εκ πρώτης όψεως πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η έντονη διαταραχή ομιλίας (τραυλισμός), το οποίο, όπως είναι αναμενόμενο, οδηγεί σε άλλα προβλήματα που σχετίζονται με την προσαρμογή του σε ένα νέο, εκφοβιστικό και άφιλο σχολικό περιβάλλον. Φυσικά ο Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας που έχει την ικανότητα να προβάλλει και να φωτίζει πολύπλευρα την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα, τοποθετώντας τον παράλληλα σε ένα γλαφυρά σκιαγραφημένο χωροχρονικό σκηνικό και θέτοντας τη δράση του σε μια πλοκή οργανικά και σοφά συνθεμένη, με στοιχεία μυστηρίου και εναγώνιας αναμονής. Η πλοκή συνθέτει ένα ψηφιδωτό με ψηφίδες-πληροφορίες που αποκαλύπτονται σταδιακά. Νευραλγικό ρόλο στην εκτύλιξη και τη δυναμική της αφήγησης διαδραματίζουν τα παλιά κόμικς, θησαυροί του συλλέκτη, και οι ήρωές τους, υπερήρωες , τολμηροί μασκοφόροι εκδικητές και προστάτες των αδυνάτων: «ο μαύρος Ζορό, ο μπλε Σούπερμαν, ο κόκκινος Σπάιντερμαν». Ανάμεσα στους μασκοφόρους κόμικ ήρωες ξεχωρίζει ένας λιγότερο γνωστός (σε σχέση, ας πούμε, με τον Ζορό ή τον Lone Ranger), ο Καπιτάνο:

«Φιγούρα εικονογραφημένης ιστορίας μυστηρίου, σκοτεινής εκδίκησης, εκρηκτικού θυμού. Αρρενωπής γοητείας. Σχέδιο μαυρόασπρου κόμικ τριών διαστάσεων».

Ασφαλώς, ο Καπιτάνο είναι ένα σύμβολο, μια μορφή διφυής, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας στο βιβλίο. Η αφήγηση στηρίζεται έτσι στο διακείμενο των κόμικς και ταυτόχρονα ριζώνει στο φαντασιακό του αφηγήματος της παρενδυσίας, της κάλυψης πίσω από μία μάσκα, κάλυψης απαραίτητης ωστόσο για να μπορέσει το άτομο να εκφράσει δίχως φόβο ή περιορισμό τον αληθινό εαυτό του. Άλλωστε η πλειοψηφία των ηρώων στις αφηγήσεις των κόμικς βασίζεται στην παρενδυσία και τη μεταμφίεση προκειμένου να υπερβεί τους φυσικούς ,κοινωνικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς και τις όποιες προσωπικές αναστολές και να ενδυθεί με επιτυχία τον άλλο του εαυτό. Αξιοποιώντας το εύρημα της μάσκας  και γενικότερα  ενσωματώνοντας στο σημειοδοτικό πλέγμα της αφήγησης ένα πλήθος άλλων σημείων και κωδίκων, ο Κοντολέων δίνει πλούσια τροφή στη σκέψη του αναγνώστη του, μιλώντας για τη συμβολική παρενδυσία των φόβων μας, την αναζήτηση ή την απώλεια του αυθεντικού, την ομορφιά του διαφορετικού, τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης .

  «…όποιος δε συγχωρεί δεν αγαπά. Κι όποιος δεν αγαπά δεν πληγώνεται… Όποιος δεν αγαπά μόνο πληγώνει».

Όμως, ο συγγραφέας αποδεικνύεται αρκούντως επιδέξιος επίσης στο στήσιμο παγίδων ,δολωμάτων για να ‘τσιμπήσει’ ο αναγνώστης. Αυτό που προξενεί ευθύς εξαρχής εντύπωση είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει την αφήγηση σε ένα εμφανώς ξένο (πιθανότατα made in USA) πλαίσιο: τα ονόματα, οι αναφορές σε σκηνικά και πολιτισμικά στοιχεία(όπως η μεξικανική γιορτή της Ημέρας των  Νεκρών ή τα χαρακτηριστικά καπέλα με το πλατύ γείσο), χλωρίδα και πανίδα (γκουάβα, κογιότ, χωράφια με καλαμπόκια), αντικείμενα, το κλίμα, η όλη ατμόσφαιρα, και ιδίως τα επαγγέλματα  των γονέων (η μητέρα εργάζεται στην Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος , ο πατέρας στρατιωτικός) παραπέμπουν εμφανώς σε σκηνές ή καταστάσεις αμερικανικής κοπής. Μα είναι δυνατόν ο συγγραφέας μας να καταφεύγει σε «αμερικανιές»; θα αναρωτηθεί ενδεχομένως ο πιστός αναγνώστης και λάτρης των βιβλίων του(όπως εγώ). Όχι βέβαια, ο Κοντολέων είναι εξόχως ευφυής για να προβεί συνειδητά ή μη σε μια τέτοια συγγραφική ‘συνταγή’. Ο στόχος του είναι να υπονομεύσει κάθε αναγνωστική ευκολία ή βεβαιότητα και στην πραγματικότητα να ανοικειώσει τις όποιες προφανείς αναγνωστικές προσδοκίες προκαλεί η τοποθέτηση του βιβλίου σε μια αμερικανική επαρχία. Η ειρωνεία, λεπτή και διακριτική, με την αμφισημία της, διαβρώνει την αφήγηση, μετατρέποντάς την, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε ένα γοητευτικά ολισθηρό ,πλήρες νοημάτων πεδίο.

Αυτό όμως  που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή είναι η δημιουργία ενός γυναικείου χαρακτήρα, μιας μεσόκοπης γυναίκας με το όνομα Λάουρα, η οποία μιλά με τα λόγια, αυτούσιους στίχους για την ακρίβεια, των παλιών ποιητών. Η φράση « που λέει κι ο παλιός ο ποιητής» αποτελεί μόνιμη επωδό των λόγων της: «Πού πας, μικρέ τραυματία;… Οι μώλωπες της γης προσμένουν την βροχή – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής…». Αυτό έχει βεβαίως σαν αποτέλεσμα το βιβλίο να είναι διάστικτο από μια εκπληκτική γκάμα στίχων(ελληνικής και ξένης ποίησης, διαφόρων περιόδων) αλλά και στίχων από τραγούδια (μήπως και τα τραγούδια ποίηση δεν είναι;), οι αναλυτικές πηγές των οποίων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Η  στερεότυπη επωδός λειτουργεί ως προειδοποίηση για τον νεαρό αναγνώστη έτσι ώστε να αναγνωρίσει το κειμενικό θραύσμα, να το αποκωδικοποιήσει ως κειμενικό δείκτη-ως ‘ξένο σώμα’ που έρχεται από μια άλλη εποχή- και τέλος, να αναζητήσει την προέλευσή του[1].

Τι εξυπηρετεί όμως αυτή η ενορχήστρωση μέσω της οποίας ενσωματώνονται στην αφήγηση με τόσο εμφανή όσο και αρμονικό τρόπο τα ποιητικά διακείμενα;  Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μία σύντομη παρέκβαση , καθώς η Λάουρα θυμίζει -τηρουμένων των αναλογιών- τον περιώνυμο ήρωα του  Edmond Rostand, τον Cyrano de Bergerac, γνωστό για την εκπληκτική ευφράδειά του και για την ικανότητά του να κατέχει το χάρισμα της ποιητικής λαλιάς. Ο μεταμυθοπλαστικός τρόπος ωστόσο με τον οποίο χρησιμοποιεί τους στίχους ο Κοντολέων θυμίζει ειδικότερα τη μεταμοντέρνα διασκευή του έργου του Rostand από τον Martin Crimp για το Playhouse Theatre του Λονδίνου (2019) με τον James McAvoy στον ομώνυμο ρόλο, απαλλαγμένο από τη νατουραλιστική μύτη, εφοδιασμένο όμως με το χάρισμα να μιλά με στίχους, να ανταλλάσσει  ποιητικούς διαξιφισμούς και να εξακοντίζει μοναδικής ομορφιάς και ρυθμικότητας στιχουργήματα, μέσω των οποίων κυοφορείται ο έρωτας.  Οι ποιητικές φράσεις της ηρωίδας του Κοντολέων από την άλλη, εγκιβωτίζουν την κατάφαση στην ποίηση ως ύψιστη αξία, αλλά και την αγωνία η ποίηση να διασωθεί στο σήμερα και να πληρωθεί το κενό της άφευκτης απώλειάς της για τους νεαρούς ιδίως αναγνώστες.

Η Λάουρα είναι ταυτόχρονα η persona του συγγραφέα και ο φορέας του συγγραφικού λόγου. Είναι μια οδηγητική μορφή για τον νεαρό ήρωα, που θα τον στηρίξει με πολλούς τρόπους στην πορεία του προς την ενηλικίωση και την αυτοπραγμάτωση. Ο χώρος που την περιβάλλει περιγράφεται εκτενώς ,λίγο πριν  η ίδια η ηρωίδα κάνει την εμφάνισή της, ως locus amœnus.Είναι ένας τόπος τερπνός και ειδυλλιακός, γαλήνιος και ζεν, περίκλειστος και ασφαλής, απόλυτα περιγεγραμμένος και άφθονος. Περικλείει όλα τα αρχετυπικά στοιχεία-γη, αέρα, νερό, φωτιά (κόκκινο)- και συνομιλεί ευεργετικά με όλες τις αισθήσεις[2]. Είναι έτοιμος να υποδεχτεί την παρουσία της γυναίκας που φέρει τον λόγο της ποίησης και της ομορφιάς: 

 «Η αυλή στρωμένη με γκρίζες πλάκες, σε μια γωνιά και ανάμεσα σε κλώνους γκουάβα πρόβαλλε μια πέτρινη γούρνα, ολόγυρα πήλινες γλάστρες και παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και, αμέσως μετά, τρία σκαλιά οδηγούσαν σε μια απλόχωρη βεράντα. Από τις δυο πλευρές της εξώπορτας, καρφωμένα στον τοίχο δυο κλουβιά. Στο ένα μέσα κάποιο πουλί με κατακόκκινα φτερά∙ στο άλλο ένα με πιτσιλωτό φτέρωμα. Τιτιβίζανε. Και από τη γούρνα έσταζε ήρεμα, ρυθμικά το νερό. Δροσιά».

Η Λάουρα είναι κλειδούχος του παραδείσου, πομπός του λόγου των παλιών ποιητών  και φρουρός ακοίμητος όλων των παλαιών πραγμάτων που φέρουν την πατίνα του χρόνου, την αύρα του παρελθόντος ,ενός παρελθόντος που ανακαλείται στο παρόν εξευγενισμένο, ίσως και εξιδανικευμένο. «Απ’ όλα τα έργα των ανθρώπων, πιο πολύ αγαπώ τα μεταχειρισμένα – όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής», θα πει ,δανειζόμενη τους στίχους του  Bertolt Brecht. Η Λάουρα αντιπροσωπεύει την ποίηση, τη μουσική, τη φύση και εν γένει πράγματα που η σημερινή εποχή τείνει  να λησμονεί ή ακόμη και να θεωρεί ξεπερασμένα:    

    «Βλέπεις, εγώ είχα μάθει να αντιμετωπίζω τη ζωή μέσα από την ομορφιά των λέξεων, των χρωμάτων, των ήχων. Μέσα από τη σχέση μου με τα άνθη και τα χειροτεχνήματα… Ξεπερασμένα όλα αυτά… Οι νέοι του σήμερα…».

Όπως είπαμε στην αρχή, στο έργο του Κοντολέων ο ρεαλισμός και η απογειωμένη φαντασία, η πραγματικότητα και το παραμύθι, διαγράφουν τροχιές διασταυρούμενες και μέσω της υπόρρητης συνομιλίας τους διαμορφώνουν πεδία σημασιών που ολοένα διευρύνονται. Από τη Λάουρα ξεκινά ο μίτος του παραμυθιού, του φαντασιακού, που διατρέχει διακριτικά ολόκληρο το βιβλίο. Όμως, η Λάουρα, ο κύριος φορέας του συγγραφικού λόγου, μην το ξεχνάμε, εμφορείται από νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι η λέξη-κλειδί επάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί συνολικά η ανάγνωση του μυθιστορήματος. Μέσα στη φαντασιακή αχλή της νοσταλγίας το έργο πλάθεται και αποκτά μορφή.

Ασφαλώς η νοσταλγία είναι μια πολυσήμαντη έννοια, ανοιχτή, στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας,  σε φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές ή διεπιστημονικές πραγματεύσεις. Εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους ή μέσω ποικίλων πρακτικών στις κοινωνίες και αποτελεί κυρίαρχη μορφή βίωσης του χρόνου από τον άνθρωπο. Πρωτίστως νοείται ως έντονη επιθυμία για την πατρίδα (Boym,2001), ως  ψυχική κατάσταση που επηρεάζει κάθε άνθρωπο που βρίσκεται μακριά από την πατρογονική  του γη ή το σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο αποτυπώθηκε άλλωστε και στην ομώνυμη ταινία του Tarkovsky, αισθητοποιημένη σε εικόνες -σύμβολα και καλύπτοντας τη φιλμική πραγματικότητα με ένα   μεταφυσικό μαγνάδι ονείρου. Η  κοντολεωνική νοσταλγία είναι αυτοφυής και προσωπική. Δεν σχετίζεται με την καθολική αναβίωση μιας χαμένης χρυσής εποχής (Πολίτη,2013) και δεν νοείται ως συλλογική τάση επιστροφής σε ένα σταθερό και αναπαλλοτρίωτο παρελθόν που αντιτίθεται στην χαοτική και κίβδηλη πραγματικότητα. Πολύ πιο κοντά στον τρόπο που την προσδιορίζει η  Stewart(2003), η νοσταλγία που κατακλύζει το βιβλίο σχετίζεται με την αναμνηστική λειτουργία των αντικειμένων και την ηδονική συνήθεια να κάνουμε συλλογές -παλαιών τευχών κόμικς και δίσκων βινυλίου εν προκειμένω- ή να διατηρούμε τα παλιά και μεταχειρισμένα αντικείμενα– το παλιό σαραβαλάκι της Λάουρας, το παλιό ποδήλατο του Φιλ:  «Ναι, όλα εκεί μέσα… Ναι, όλα έχουν πάνω τους κάτι παλιό… Σαν να έχουν διασχίσει τον χρόνο». Ακόμη και οι «παλιοί» στίχοι που συσσωρεύονται με απόλαυση στο τέλος του βιβλίου λειτουργούν ως συλλογή εξαίσιων ποιημάτων που πρέπει να διασωθούν στο παρόν και να κοινωνηθούν στους νεαρούς αναγνώστες. Το βιβλίο επομένως είναι μία κιβωτός μέσα στην οποία ο συγγραφέας διασώζει με νοσταλγία ό,τι καθόρισε  την «πρώτη ποίησι της ζωής» του : τη μουσική, τα συλλεκτικά πλέον δισκάκια 33 στροφών, τις μουσικές, τα τραγούδια, τα μουσικά είδωλα, τα κόμικς σε στοίβες, τα παλιά παιχνίδια σε κούτες, και τα βιβλία, φυσικά. Με αυτόν τον τρόπο όμως δημιουργεί μία άμεση συναισθηματική σύνδεση με τον ενήλικο αναγνώστη, αφού χτυπά και τη δική του ευαίσθητη χορδή της νοσταλγίας, παρασύροντάς τον να επιστρέψει  προσωρινά σε μια ιδανική κατάσταση που βίωσε στο παρελθόν, όταν και ο ίδιος βρισκόταν στην «πρώτη ποίησι της ζωής» του. Όμως, αυτή ακριβώς η προσωρινή διαφυγή στο παρελθόν είναι η νοσταλγία. Η Stewart(2003) στο βιβλίο της την ορίζει ως «θλίψη χωρίς  αντικείμενο» και ως «επιθυμία για την επιθυμία», ως  δαψίλεια επιθυμίας δηλαδή,  για επιστροφή σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμα η απομάγευση του κόσμου και η οδυνηρή γνώση. H νοσταλγία δημιουργεί ένα ακαθόριστο αίσθημα μελαγχολίας που αναδύεται μέσα στο παρόν ,αφήνοντας μια γλυκόπικρη επίγευση.  Είναι η αίσθηση που μας κατακλύζει ότι έχουμε για λίγο ξανακερδίσει μια εσαεί απολεσθείσα σαγήνη. Είναι η προσωρινή διαφυγή στο ιδανικό ,η αναζήτηση μιας εσαεί απουσίας, μια επαναληπτική διαδικασία  εύθραυστης αναζήτησης του αυθεντικού και ταυτόχρονα επίγνωσης της  μη αυθεντικότητάς του.

 Η νοσταλγία αποζητεί συνήθως χαμένους συνδέσμους με το παρελθόν. Στο βιβλίο πολύ έξυπνα προβάλλεται εξαρχής ο δεσμός της νοσταλγίας ως δεσμός ταυτόχρονα με το μητρικό υποκείμενο , αφού η μητέρα, απούσα στην αφήγηση ως πρόσωπο, «άπλωνε μπροστά του[στον Φιλ ως παιδί] παιχνίδια και βιβλία που εκείνη είχε όταν ήταν στη δική του ηλικία». Επομένως ο Φιλ πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αποκαταστήσει τον δεσμό του με τη σημειωτική επικράτεια της μητέρας  και ταυτόχρονα  να επιστρέψει στη φαντασιακή πηγή  της νοσταλγίας έτσι ώστε να μπορέσει να συναντήσει τη Λάουρα ,το πρόσωπο το οποίο φρουρεί ,όπως είπαμε, τη φευγαλέα και εύθραυστη νοσταλγική επικράτεια, την εξαφανισμένη σαγήνη του παρελθόντος. Έτσι, λίγο πριν πραγματοποιηθεί η γνωριμία του  μαζί της, ο Φιλ πέφτει πάνω σε μια απρόσμενη ανακάλυψη: ένα παλιό ποδήλατο, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Αυτό το ποδήλατο είναι κατά κάποιον τρόπο το «μαγικό μέσο» με το οποίο θα μπορέσει ο ήρωας να προσεγγίσει αυτήν την άλλη , αυθεντικά ποιητική και εξαίσια χώρα:    

«Ακουμπισμένο ένα ποδήλατο. Ρόδες, πετάλια, τιμόνι, φρένο μόνο για την πίσω ρόδα… Παλιό δείχνει. Μιας άλλης εποχής»

Η νοσταλγία αναπτύσσει λόγους για τον χαμένο κόσμο με κύριο μέσον τα αντικείμενα, υλικά ίχνη του παρελθόντος, που λειτουργούν ως σύνδεσμοι με την «πρώτη ποίησιν» της ζωής μας. Όπως είδαμε το βιβλίο κατακλύζεται από  έναν αμητό παλαιών αντικειμένων, τα οποία αντιμετωπίζονται με σεβασμό. Μοναδική εξαίρεση δύο αντικείμενα που στέλνονται ως δώρα στον Φιλ από τους γονείς του, τη μητέρα του, η οποία εργάζεται στην Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος, και τον πατέρα του, που είναι στρατιωτικός: τα δύο αυτά δώρα είναι  ένα πέτρωμα από μετεωρίτη και μία σφαίρα όπλου(βλήμα) αντίστοιχα. Τα αντικείμενα αυτά έρχονται κυριολεκτικά και μεταφορικά ‘από άλλο πλανήτη’- σίγουρα πάντως όχι από τον θαυμαστό χωροχρόνο της Λάουρας.  Επομένως, είναι τώρα καιρός να επιστρέψουμε στην περίφημη παγίδα της «αμερικανιάς» που στήνει ο εξόχως πολυμήχανος συγγραφέας. Το νήμα του παραμυθένιου κόσμου της νοσταλγίας συνυφαίνεται άμεσα με το νήμα της μυθοπλαστικής αναπαράστασης της κοινωνίας, δηλαδή με την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα της αφήγησης. Πολύ γρήγορα διαπιστώνουμε ότι  η κοινωνία που σκιαγραφεί ο συγγραφέας κυριαρχείται μάλλον από χρώματα μελανά. Είναι μια κοινωνία εχθρική ,ρατσιστική, που εμφορείται από τη ρητορική του πολέμου και τη λατρεία των όπλων, την ελεύθερη οπλοκατοχή και οπλοχρησία, τη βία και τη βαρβαρότητα κάποιων θεαμάτων όπως οι παράνομες (προφανώς) κυνομαχίες. Η μιλιταριστική νοοτροπία του πατέρα και η καπιταλιστική εμμονή με την εξερεύνηση και εποίκηση  του Διαστήματος εξεικονίζονται αντίστοιχα στα αντικείμενα της σφαίρας και του μετεωρίτη. Ο Κοντολέων ασκεί την κριτική του λεπτά και υπαινικτικά, αφήνοντας τα πράγματα να μιλήσουν από μόνα τους, επιζητώντας πάντοτε την απόκριση του αναγνώστη για να μετουσιωθούν σε νόημα. Αντιλαμβανόμαστε επομένως, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι η παγίδα έχει στηθεί δεξιοτεχνικά και ότι οι λέξεις προτάσσουν μια φαινομενική και έντονη «αμερικανιά» την οποία στην πραγματικότητα επιδιώκουν να υπονομεύσουν. Ο συγγραφέας πλάθει ηθελημένα μοτίβα/εικόνες άμεσα αναγνωρίσιμες από τον πεπειραμένο(διαβρωμένο-όπως εγώ) στην παρακολούθηση αμερικανικών σειρών αναγνώστη: όπλα, καουμπόικα καπέλα, σφαίρες, διάστημα,  μπαρ, λαμπιόνια και σκονισμένα αγροτικά αυτοκίνητα. Οι νεαροί αναγνώστες είναι ενδεχομένως ακόμη πιο εξοικειωμένοι με την αντίστοιχη αισθητική και τα μοτίβα της. Γι’ αυτό τον λόγο το συγγραφικό τέχνασμα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, μεταμορφώνοντας την αφήγηση  σε κειμενικό πεδίο  μιας υπόρρητης ειρωνείας, με τον συγγραφέα  να πετά σε πρώτο πλάνο το δόλωμα μιας πραγμοποιημένης αισθητικής που είναι ωστόσο γνώριμη στους εφήβους για να προβάλλει και να καταξιώσει τελικά στη συνείδησή τους αυτό το «άλλο», το ποιητικό, το αβρό, παλιό και λησμονημένο, αυτό που αντιπροσωπεύει η Λάουρα, η συγγραφική persona.       

 Η μάσκα του Καπιτάνο είναι ένα εγγενώς δι-ηλικιακό βιβλίο. Για τους νεαρούς αναγνώστες είναι μια τερπνή πρόσκληση να ανακαλύψουν τη μαγεία της ποίησης, της μουσικής, και όλων των παλιών πραγμάτων που έχουν μεταμορφωθεί  μέσα από την αχλή του χρόνου και της    νοσταλγικής αναπόλησης. Πρόκειται βεβαίως για αντικείμενα εμβληματικά, που έχουν νοηματοδοτήσει τον κόσμο και τις πραγματικότητες γενεών. Επομένως αξίζει να τα γνωρίσουν οι νεότεροι. Παράλληλα είναι ένα συναρπαστικό εφηβικό μυθιστόρημα που θίγει σύγχρονα και επίκαιρα προβλήματα.   Για τους ενήλικες αναγνώστες όμως, το βιβλίο είναι μια πρόσκληση από πλευράς του συγγραφέα να μοιραστούν μαζί του την υποδόρια χαρμολύπη της νοσταλγίας. Να πυκνώσουν στη φαντασία τους τη νοσταλγία μέσα σε μια άλω συνειρμών και δυνητικών στίχων, εικόνων και τραγουδιών. Θα πρόσθετα ,στον αμητό των συλλεκτικών αντικειμένων που μας προτείνει ο συγγραφέας, τη μορφή της Amélie ως μασκοφόρου εκδικητή (https://i.pinimg.com/originals/04/10/80/0410802c9d35b165f5daafa560f2053c.jpg), μαζί με το θαυμαστό της Album (2001) και την παιγνιώδη αναζήτηση του κυρίου Bretodeau, ιδιοκτήτη του κουτιού με τους  θησαυρούς της παιδικής ηλικίας (βασικό επεισόδιο τόσο στην ταινία όσο και στο συνοδευτικό της ταινίας άλμπουμ) . Θα πρόσθετα τη φωνή της Cesária Evora και το «Saudade» να ακούγεται μαγνητικά. Όσο για τη λογοτεχνία, θα ξαναγύριζα στην πρώτη πηγή, τον Βιργίλιο και τα «δάκρυα των πραγμάτων» της Αινειάδας (άρρηκτα συνυφασμένα με την τέχνη, αφού προκαλούνται από την εμπειρία της[3]). Μαζί θα πρόσθετα την ομορφιά της νοσταλγίας που μένει «στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα…»[4], όπως θα έλεγε και ο παλιός ο ποιητής.

 

    Βιβλιογραφικές αναφορές

   Svetlana Boym, The Future of Nostalgia. New York: Basic Books 2001.

Martin Crimp, Cyrano de Bergerac, freely adapted from the play by Edmond Rostand. London: Faber and Faber.

Umberto Eco, Η Μυστηριώδης Φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα, μετάφραση Έ. Καλλιφατίδη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2005.

Jean-Pierre Jeunet& Guillaume Laurant avec Phil Casoar,  Le fabuleux album d'Amélie Poulain, Paris: Les Arènes 2001.

Τζίνα Πολίτη, «Η έκφραση της νοσταλγίας και το πρόσωπο του ποιητή», Οι Αιώνιες Φωλέες της Επιστροφής στην Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα: Άγρα 2013,75-81.

Susan Stewart ,On Longing: Narratives of the Miniature, the Gigantic, the Souvenir, the Collection.  Durham and  London: Duke University Press 2003.

Πηγές (ταινίες, τραγούδια, μουσική)

Andrei Tarkovsky, Νοσταλγία (1983).

Jean-Pierre Jeunet, Le Fabuleux Destin d'Amélie Poulain (2001).

Cesária Evora , Saudade (1992).

Yann Tiersen, Amélie, soundtrack album (2001).



[1] Η έντονη διακειμενικότητα του βιβλίου ,η πυκνή χρήση παραθεμάτων και η αξιοποίηση των παλιών κόμικς θυμίζουν το μυθιστόρημα του Umberto Eco Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2005),στο οποίο ο συγγραφέας επιστρέφει στα αγαπημένα του διαβάσματα σε μια απόπειρα να ξανακερδίσει ίσως τον χαμένο χρόνο.

[2] Ο χώρος της Λάουρας έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τον χώρο του παππού, η περιγραφή του οποίου έχει μόλις προηγηθεί: ο χώρος του παππού είναι, όπως και ο ίδιος, ένας τόπος φρυγμένος, ένας ερημότοπος. Ο Κοντολέων είναι γενικότερα άριστος τεχνίτης στο να  πλαστουργεί αντιθέσεις. Η αντίθεση διαρθρώνει συχνά μορφικά τα κείμενά του και ταυτόχρονα στηρίζει τη σημασιολογική δομή τους. Το θέμα θα άξιζε να τύχει συστηματικότερης διερεύνησης.

[3] Τα δάκρυα του Αινεία στον περίφημο στίχο 462 του πρώτου βιβλίου της Αινειάδας, θυμίζουμε για όσους τυχόν δεν το θυμούνται, προκαλούνται όταν ο ήρωας βλέπει μια σειρά τοιχογραφιών στην Καρχηδόνα  που παριστάνουν σκηνές από τον πόλεμο της Τροίας.

[4] Λάμπρος Πορφύρας, “Lacrimae rerum”.


(culturebook.gr - 2/4/2021)