30.6.23

Συνέντευξη στο Ταλκ

 

Η Ανίκα ζει μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε μια χώρα του Βορρά. Η ίδια, όπως βέβαια και οι δικοί της, έχει γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής, αλλά ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη όταν ήταν ακόμα δύο χρονών, ανάγκασε όλη την οικογένεια να μεταναστεύσει και να μετακομίζει διαρκώς ολοένα πιο βόρεια. Η Ανίκα καταπιέζεται από τα αυστηρά ήθη της πατρίδας της, τα οποία οι δικοί της θέλουν να της επιβάλουν. Είναι στην εφηβεία, αναζητά τρόπους να εκπληρώσει τα προσωπικά της όνειρα, ο έρωτας μπαίνει στη ζωή της… Κι ενώ προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της Γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο. Ο Μάνος Κοντολέων, εξαιρετικός όπως πάντα, έγραψε το Ποτέ πιο πριν, μια ιστορία για τις ατομικές ελευθερίες και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, που στάθηκε η αφορμή για μια βαθιά και ουσιαστική συζήτηση.Κ. Κοντολέων, πιστή στο ετήσιο ραντεβού μας, φέτος θα σας «ανακρίνω» για το crossover μυθιστόρημά σας με τίτλο «Ποτέ πιο πριν». Χαίρομαι πολύ που το κείμενο αυτό το έγραψε άνδρας και θέλω καταρχάς να ρωτήσω πώς μπορείτε (γιατί ισχύει στο σύνολο της δουλειάς σας) να συλλαμβάνετε και να αποδίδετε με τόση ακρίβεια τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Η ερώτησή σας μου θυμίζει μιαν άλλη, κάπως παρόμοια, που συχνά μου θέτουν. Πώς μπορείτε και άλλοτε γράφετε για μικρής ηλικίας αναγνώστες, άλλοτε για νεαρούς ενήλικους και άλλοτε για ενήλικους;  Βέβαια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Σχετικά με τη δική σας, έχω να σας πω πως, ως άνδρα, με ενδιαφέρει πολύ να πλησιάζω την ψυχοσύνθεση του άλλου φύλου. Άμα έχεις καταλάβει καλά τον άλλον, εκείνον μέσα από τον οποίον αυτόπροσδιορίζεσαι, τελικά ζεις μέσα σε μια συναισθηματική και πολιτιστική ισορροπία. Πάντα έτσι αισθανόμουν. Για να καταλάβετε, το πρώτο μου «ενήλικο» διήγημα, με το οποία μάλιστα έκανα το 1969 την επίσημη είσοδό μου στη λογοτεχνία, είχε ως ηρωίδα του μια γυναίκα που βίωνε το τέλος της περιόδου της. Και τότε είχαν σταθεί στο παράξενο φαινόμενο ένας εικοσιτριάχρονος νεαρός άνδρας να στέκεται σε ένα καθαρά «γυναικείο» θέμα. Αλλά… Ναι, ας αναλογιστούμε πως άνδρας έπλασε τη Μαντάμ Μποβαρύ, άνδρας και την Άννα Καρένινα…  Για μένα, λοιπόν, είναι κάτι όχι απλώς φυσιολογικό· εκφράζει την ουσία της ισότητας των φύλων. Αγαπώ και κατανοώ τη γυναίκα σημαίνει σέβομαι και κατανοώ τον εαυτό μου.

 

Γιατί επιλέξατε να μπει το βιβλίο στην κατηγορία 16+ (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) και όχι στα αμιγώς εφηβικά. Έχω την αίσθηση ότι όχι μόνο θα γίνει απολύτως κατανοητό και από παιδιά γυμνασίου, αλλά ότι θα είναι και ένα σπουδαίο μάθημα πάνω στα στερεότυπα. Θα βάλει κορίτσια και αγόρια να αναστοχαστούν πάνω στις άδικες παραδόσεις, να τις κρίνουν, να τις κατακρίνουν, να τις απορρίψουν. Να έρθουν σε σύγκρουση με τους ενήλικους που έχουν δυσαρεστηθεί με τη γυναικεία χειραφέτηση και της βάζουν διαρκώς τρικλοποδιές. Φυσικά και είναι σκληρό το κείμενο σε πολλά σημεία, όμως νομίζω ότι η σκληρότητά του αυτή είναι που αφυπνίζει. Γιατί αυτή η αφύπνιση να μην έρθει πιο νωρίς;

Επιλογή του εκδότη η αναφορά σε ηλικία. Προσωπικά, πάντα ήμουν αντίθετος με την όποια αναγραφή στο εξώφυλλο της προτεινόμενης ηλικίας αναγνώστη. Αλλά όσο κι αν την πολέμησα, όσο κι αν (μαζί με κάποιους ακόμα συγγραφείς της γενιάς μου) κατάφερα τουλάχιστον να μην υπάρχει το «από…  έως…», εντούτοις δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε από αυτή τη συνήθεια. Για μένα το αληθινό λογοτεχνικό κείμενο δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεται από κατατάξεις. Το γνήσια λογοτεχνικό κείμενο απλώς υπάρχει και ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τη διάθεσή του, τις γνώσεις του, τα ενδιαφέροντά του, την ωριμότητά του, το πλησιάζει ή όχι.

Αυτό, βέβαια, απαιτεί ένα ενημερωμένο κοινό, που θα μπορεί αμέσως να κατανοεί σε ποιον απευθύνεται ένα βιβλίο. Και στις προηγμένες λογοτεχνικά χώρες κάτι τέτοιο συμβαίνει. Αλλά, ας το παραδεχτούμε, το δικό μας κοινό είναι λογοτεχνικά μη επαρκές. Μα υπάρχει και ο παράλογος φόβος των γονιών –και όχι μόνο αυτών– μήπως το παιδί τους πληγωθεί από ένα κείμενο. Εδώ, αναρωτιέμαι αν θα κρύψουμε από το παιδί μας έναν πίνακα του Μποτιτσέλι ή θα το εμποδίσουμε να ακούσει τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι. Μάλλον ο λόγος θεωρείται περισσότερο μη ελεγχόμενος. Οπότε αν κρίνουν πως κάτι τέτοιο έχει συμβεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο, τότε στρέφονται ενάντια ή στον εκδότη ή στον συγγραφέα ή στον βιβλιοπώλη. Κάτω από μια τέτοια σκιά, οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες επιλέγουν την αναγραφή της ηλικίας. Κι όχι μόνο γι αυτόν τον λόγο. Ας δούμε και την εμπορικότητα. Ό, τι ταξινομείται κατά είδος πουλά περισσότερο. Προσωπικά στις αναγνωστικές επιλογές (για μένα ή για κάποιον άλλον) δεν κοιτώ την ένδειξη, μα προτιμώ να ξεφυλλίσω το βιβλίο. Κι έτσι να αποφασίσω αν θα το πάρω ή όχι.

 

Επιλέγετε να μην προσδιορίσετε ούτε τη χώρα καταγωγής της οικογένειας της Ανίκα ούτε τη χώρα όπου ζουν πλέον. Φυσικά, μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, αλλά γιατί δεν γίνατε πιο συγκεκριμένος;

Κάτι παρόμοιο έκανα, αν θυμάστε, και στη «Μάσκα του Καπιτάνο». Δεν θέλω τα θέματα που θίγω να χαρακτηρίζονται από εντοπιότητα, αλλά από την ίδια τους την ιδεολογική θέση. Από τη μια προοδευτικότητα, από την άλλη συντηρητισμός. Επέλεξα ένα γενικότερο διαχωρισμό βορά και νότου. Και με τη χρήση κάποιων ονομάτων και περιγραφών της φύσης αφήνω ένα στίγμα. Μου αρέσει στα κείμενα μου να υπάρχουν και… «σιωπές».  Κενά, αν θέλετε, τα οποία θα τα γεμίσει μόνος του ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Γενικά, πιστεύω πως στη λογοτεχνία δεν πρέπει όλα να τα εξηγεί ο συγγραφέας. Στην ουσία, μια από τις αρχές μου είναι πως με κάθε ανάγνωση το κάθε βιβλίο ξαναγράφεται.

 

Γράφετε ότι η ιστορία (όχι φυσικά τα πρόσωπα ή η ακριβής πλοκή) βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Από πού την αλιεύσατε και πώς την εντάξατε σε έναν νέο, δικό σας χωροχρόνο;

Συνηθίζω να κρατώ σημειώσεις από διάφορα γεγονότα, είτε διάβασα γι’ αυτά είτε μου τα αφηγήθηκαν είτε τα είδα. Και συχνά από αυτόν τον κατάλογο αντλώ τα θέματά μου. Για πολλά χρόνια παρακολουθούσα το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους. Εκεί είχα δει αρκετές ταινίες που στηρίζονταν στους διαφορετικούς ηθικούς κανόνες από χώρα σε χώρα, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Θέμα πολύ δυνατά παρουσιαζόμενο στην εποχή μας, όπου υπάρχουν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Η μετανάστευση, όπως και η προσφυγιά, φέρνει στην επιφάνεια και τέτοιου είδους συγκρούσεις, αλλά και την πρόθεση αυτές να ξεπεραστούν. Από εκεί και πέρα (όπως και στον «Καπιτάνο»), άφησα τη φαντασία μου να αναπτυχθεί προς όφελος της αφηγούμενης ιστορίας.

 

Πόσο εύκολο είναι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο να ξεφύγουν από αυτό; Ο Αγκίπ μοιάζει να τα καταφέρνει, αντλώντας δύναμη από την κόρη του και ενθυμούμενος τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην εξορία –και τη σύζυγό του στον θάνατο. Όμως, η Νεράν, καίτοι γυναίκα, προτιμάει να χάσει την οικογένειά της, παρά να προδώσει τα συντηρητικά, επικίνδυνα, θανατηφόρα έθιμα του τόπου της. Μια γυναίκα που δεν δέχεται μια άλλη γυναίκα, η αγαπημένη της ανιψιά, να έχει δικαιώματα και της έχει προκαθορίσει ένα μέλλον, χωρίς καν να τολμάει να της το αποκαλύψει…

Γιατί υπάρχουν άνθρωποι προοδευτικοί κι άλλοι συντηρητικοί; Οι πρώτοι είναι οι τολμηροί, αυτοί που αναγνωρίζουν πως το μέλλον αλλάζει και πως θα πρέπει να το ακολουθήσουν, αν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν. Οι δεύτεροι είναι όσοι φοβούνται την αλλαγή. Δεν τολμούν να γκρεμίσουν τις αρχές, τις δοξασίες που τους μεγάλωσαν. Ό,τι η νέα εποχή χαρακτηρίζει ως δικαίωμα, αυτοί το αντιμετωπίζουν ως κατάρρευση όλου του κόσμου τους.  Συγγραφικά αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τραγικά πρόσωπα, καθώς δεν μπορούν να ξεφύγουν από κάτι που στην ουσία τους καταπιέζει και τους πληγώνει. Η Νεράν είναι μια από τις πλέον ζωντανές και αγαπημένες ηρωίδες μου, καθώς υποκύπτει στις αδυναμίες της. Προτού τη χαρακτηρίσω σκληρή προς τους άλλους, είδα πόσο σκληρά συμπεριφέρθηκε στον ίδιο της τον εαυτό.

 

Ο Γιαν και η Ντάφνη δρουν ως καταλύτες για την «επανάσταση» της Ανίκα. Τι, άραγε, θα γινόταν αν δεν τους γνώριζε;

Ο Γιαν και η Ντάφνη, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, λειτουργούν ως καταλύτες. Και η παρουσία τους στη ζωή της Ανίκα ανατρέπει τα πάντα. Αλλά, αργά ή γρήγορα, αυτή η ανατροπή θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Η Ανίκα κοιτά προς τα εμπρός. Διστάζει, ματώνεται, αλλά προχωρά. Η παρουσία δυο νέων ανθρώπων τη βοηθά. Μα και μόνη της κάποια στιγμή θα κατάφερνε την απελευθέρωση… Από την άλλη, μυθιστόρημα έγραφα. Έπρεπε να έχει και μια πλοκή και λίγο έρωτα και… Ξέρετε τώρα –η κουζίνα του συγγραφέα.

 

Άνδρες και γυναίκες θα διαβάσουν με διαφορετικό βλέμμα το βιβλίο. Όταν γράφατε, είχατε αυτή τη διάκριση στον νου σας και πώς σας επηρέασε; Και ως συνέχεια, θεωρείτε αυτό το βιβλίο –όχι λογοτεχνικά, μα ως εργαλείο αποδόμησης στερεοτύπων– πιο «χρήσιμο», ας μου επιτραπεί η έκφραση, για άντρες ή για γυναίκες;

Γιατί να το διαβάσουν διαφορετικά οι άνδρες από ότι οι γυναίκες; Σε μια κοινωνία φυλετικών ανισοτήτων θύματα δεν είναι μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες. Όχι μόνο η Λούρα θύμα, αλλά και ο Μουρχάμ. Και θύτης η Νταμπέμπ, μα θύμα και ο Αγκίπ. Εγώ κάπως έτσι μάχομαι για την ισότητα των φύλων. Αρσενικό και θηλυκό συνυπάρχουν, πρέπει να συνυπάρχουν. Και η ισότητα, που είναι το ζητούμενο, δεν σημαίνει πως διαγράφει τη διαφορετικότητα. Προσπάθησα να τονίσω την ύπαρξη θυμάτων ανάμεσα και στα δυο φύλα. Κι αν θέλετε να συμφωνήσω με τη σκέψη σας, θα έλεγα πως ναι, θέλησα να βοηθήσω όσους άντρες το έχουν ανάγκη να δουν τον ασφυχτικό και άδικο κόσμο μέσα στον οποίο ζουν κάποιες γυναίκες, έστω και σε τόπους μακρινούς. Αλλά και τον ατιμωτικό για τη δική τους ύπαρξη κόσμο, μέσα στον οποίο ζουν αυτοί οι ίδιοι άνδρες.

 

Το θέμα της γυναικείας τιμής, της διατήρησης της παρθενίας μέχρι τον γάμο, θεωρητικά στην Ελλάδα είναι ξεπερασμένο. Είναι, όμως, στην πραγματικότητα; Διότι καθημερινά οι γυναίκες ερχόμαστε αντιμέτωπες με σεξιστικές συμπεριφορές, ενώ ακόμα οι γονείς μεγαλώνουν διαφορετικά τα αγόρια από τα κορίτσια και συνεχίζουν να καλλιεργούν, σε μια διόλου ευκαταφρόνητη πλειονότητα, στερεότυπα όπως ο μάτσο άντρας (ο ανδρισμός μεγαλώνει ανάλογα με τον αριθμό των γυναικών που θα περάσουν από το κρεβάτι του) και η σεμνή γυναίκα (που κρίνεται σαφώς αρνητικά αν έχει μεγάλο αριθμό ερωτικών συντρόφων).

Το θέμα της  παρθενίας είναι ξεπερασμένο. Αλλά, ναι, διαφορετικά αντιμετωπίζεται ο πολυγαμικός άντρας από την πολυγαμική γυναίκα. Τα στερεότυπα σαφώς και υπάρχουν και είναι αυτά που έχουν οδηγήσει σε τόσους φόνους και κακοποιήσεις γυναικών. Ελάτε, τώρα, να σκεφτούμε αν υπάρχει αρσενικό που θα θεωρήσει τον εαυτό του θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Σίγουρα μια τέτοιου είδους παρενόχληση υπάρχει, υπόγεια. Ή, πιο σωστά, δεν δηλώνεται. Αλλά από ποιον να δηλωθεί; Αν το κάνει ένας άνδρας, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί μα…ας.  Θέλουμε ακόμα πολύ δρόμο σε αυτό το θέμα. Και δεν προλαβαίνουμε να συζητήσουμε τίποτα και για τα πρόσωπα που αναζητούν να εκφραστούν μέσα από το φύλο που τα ίδια έχουν επιλέξει. Ξεπερασμένο, λοιπόν, το θέμα της παρθενίας, αλλά ας πιάσουμε το νήμα από εκεί για να πάμε και πιο πέρα.

 

Εσείς, ως πατέρας, «πιάσατε» τον εαυτό σας να ανατρέφει διαφορετικά την Άννα από τον Δομήνικο, σε μια εποχή ακόμα πιο «δύσκολη» για τα κορίτσια απ’ ό,τι η σημερινή;

Ξεκάθαρα σας απαντώ. Όχι! Για μένα η κόρη μου είναι το πλάσμα που έχει μέσα στις φλέβες της το αίμα της μητέρας μου και της συντρόφου μου. Σεβάστηκα και καμάρωσα και προφύλαξα αυτήν τη συνέχεια της ζωής –μάνα, σύντροφος, κόρη. Κάτι αντίστοιχο και με τον γιο μου. Ο πατέρας μου, εγώ, εκείνος –πόσο υπέροχη κι αυτή η αλυσίδα!

 

Τέλος, είστε αισιόδοξος για την πολυπόθητη ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων; Και όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο…

Η ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων είναι συνάρτηση μιας ολόκληρης σειράς άλλων κατακτήσεων. Όλες έχουν στραμμένο το βλέμμα προς την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου και του εαυτού μας. Όλες απαιτούν δικαιοσύνη. Καλύπτεται αυτή η απαίτηση –κι όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο; Νομίζω πως όχι. Θα καλυφθεί; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι… Μπαίνουμε στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, οπότε ίσως έπειτα από μερικά χρόνια αυτό το αίτημα της ισότητας να μην έχει κανένα νόημα. Τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς συζητάμε γι αυτό. Προς το παρόν πάντως αγωνιζόμαστε. Όπως και ο πατέρας της Ανίκα λέει στην τελευταία φράση του μυθιστορήματος, ελπίζω κι εγώ πως «Το πότε… Εσύ το αποφασίζεις».

https://www.talcmag.gr/hot/pote-pio-prin/

 

Ποτέ πιο πριν - Ο Κωστής Μακρής στο iport

 

Σε μερικά μέρη του κόσμου μας, την πρώτη νύχτα του γάμου τους οι νιόπαντροι κοιμούνται σε λευκό σεντόνι που την άλλη μέρα το πρωί πρέπει να έχει ματωθεί και να επιδειχθεί στους συγγενείς και του γαμπρού και της νύφης ως απόδειξη της “αγνότητας” της νύφης.

Αυτό ίσχυε (αν δεν ισχύει ακόμα) και σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Ένα από τα προβλήματα που πρέπει να λύσω όταν γράφω τις εντυπώσεις μου για ένα νεοεκδοθέν βιβλίο, είναι το πώς θα μιλήσω/γράψω γι’ αυτό χωρίς να αποκαλύψω τα σημαντικά σημεία της πλοκής και χωρίς να προϊδεάσω με λεπτομέρειες την αναγνώστρια και τον αναγνώστη για τις “εκπλήξεις” και το τέλος (με την αμφίσημη έννοια του «τερματισμού» αλλά και του «σκοπού») του βιβλίου.

Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει έμπρακτα ότι θέλει και μπορεί να εμβαθύνει στα δράματα και τις τραγωδίες του κόσμου μας. Με την λέξη δράματα δεν αναφέρομαι μόνο σε θλιβερά γεγονότα αλλά και στον τρόπο δράσης μερικών ανθρώπων που σκοπό έχουν (η δράση ή οι δράσεις τους) να ξεφύγουν από τραγωδίες που τους έχουν σημαδέψει, να προλάβουν ή και ―αν μπορέσουν― να αποφύγουν να εμπλακούν σε νέες.

Στο βιβλίο του «Ποτέ πιο πριν», οι βασικοί ήρωες του Μάνου Κοντολέων είναι η Ανίκα, ο Αγκίπ Ζατάν (πατέρας της Ανίκα) και η Ντόνα Νεράν, αδερφή του πατέρα (περισσότερο τίτλος παρά όνομα).

Αυτοί οι κάπως “σκούροι” (ώς απόχρωση δέρματος) ήρωες έχουν φύγει από μια ηλιοκαμμένη χώρα στην Ανατολή και έχουν επιλέξει να πάνε σε μια πολύ βόρεια, πολύ ευρωπαϊκή, πολύ άσπρη και πολύ διαφορετική (από την πατρίδα τους) χώρα. Οι χώρες δεν αναφέρονται και αυτό νομίζω ότι το κάνει επίτηδες ο συγγραφέας· ίσως για να αποφύγει την καταφυγή των αναγνωστών-αναγνωστριών του σε στερεότυπα.

Το «Ποτέ πιο πριν» ―που οι αναγνώστριες/αναγνώστες θα υποψιαστούν γρήγορα και θα μάθουν λίγο αργότερα τι ακριβώς σημαίνει― τους καταδιώκει ως εντολή, ως κατάρα και ως στίγμα στην πορεία τους αυτή προς την βόρεια δυτικο-Ευρωπαϊκή χώρα που επιλέγουν να εγκατασταθούν.

Ο Μάνος Κοντολέων νοιάζεται για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και όλες και όλους του “διωκώμενους” ή “αδικημένους”.

Σχεδόν 74 χρόνια μετά από την έκδοση του «Δεύτερου φύλου», της Σιμόν Ντε Μποβουάρ (1949, Γαλλία), ο Μάνος Κοντολέων επιμένει εμμέσως ―ή τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου προκαλεί―, μαζί με την ρηξικέλευθη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ότι οι γυναίκες «γίνονται και δεν γεννιούνται». Ότι οι κοινωνίες ―ανδροκρατούμενες εν πολλοίς― παράγουν, διαιωνίζουν και προβάλλουν ως θέσφατα ή νόμους απαράβατους τις ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο «Το δεύτερο φύλλο» είχε συναντήσει τόσο την αντίδραση των (τότε) κομμουνιστών (ως «αφήγημα της μπουρζουαζίας») αλλά και την σφοδρή επίθεση πολλών Χριστιανών και κυρίως των Ρωμαιοκαθολικών, καθώς το Βατικανό το είχε κατατάξει στα «Απαγορευμένα Βιβλία». Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραμένει εμβληματικό και αποτέλεσε ισχυρό σύμμαχο του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος.

Ας γυρίσουμε όμως στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων:

Όπως έγραψα πιο πάνω, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει, και μέσα από τα γραπτά του αλλά και με τον δημόσιο λόγο του, ότι τον απασχολεί έντονα το μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα.

Μέσα όμως από το νέο του βιβλίο, το «Ποτέ πιο πριν», δείχνει ότι νοιάζεται κάπως περισσότερο για τις γυναίκες που είναι θύματα προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, διωγμών, απειλών και εθίμων που καθιστούν την (πολλές φορές κακολογημένη ως “άσπλαχνη”) “Δύση” πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο και σίγουρα πολύ πιο πολιτισμένο τόπο διαμονής γι’ αυτές, ό,τι κι αν σημαίνει «πολιτισμένος» για τον καθένα και την καθεμιά.

Μέσα από το βιβλίο του, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει να νοιάζεται ακόμα και για τις γυναίκες εκείνες που μην έχοντας εφόδια μόρφωσης, γνώσεων ή ανοιχτού μυαλού, υπερασπίζονται (ως “πάτριον” έδαφος) εκείνες τις προκαταλήψεις και τα έθιμα που τις κρατάνε δέσμιες μιας απολύτως ανδροκρατικής αντίληψης για τον κόσμο και τις καθιστούν κατά κάποιον τρόπο εχθρικές απέναντι στην γυναικεία χειραφέτηση. 

Από το τεκμήριο της παρθενίας (την ημέρα ―ή νύχτα― του γάμου), μέχρι την κλειτοριδεκτομή και την απόλυτη υποταγή στους άνδρες και τα άλλα πρόσωπα εξουσίας που ορίζουν τη ζωή μιας γυναίκας: πατέρα, αδερφούς, σύζυγο, πεθερό αλλά και Πεθερά!

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο «ενώ η Ανίκα προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο».

Το μυστικό αυτό αργεί κάπως ο συγγραφέας να μας το αποκαλύψει αλλά αυτό αποτελεί μια από τις αρετές του βιβλίου καθώς δεν μας φορτώνει εξαρχής με συναισθήματα που θα έκαναν κάπως πιο προβληματική την παρακολούθηση, από εμάς, του φλερτ της Ανίκα με τον (ντόπιο) Γιαν.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση, ο Μάνος Κοντολέων το αποκαλύπτει σταδιακά αλλά χωρίς να ταλαιπωρεί την αναγνώστρια και τον αναγνώστη του.

Διάβασα με απόλαυση αλλά και χαρμολύπη (χαρούμενη λύπη ή λυπημένη χαρά) το βιβλίο. Λύπη επειδή η ζωή των γυναικών σε μερικές χώρες είναι (απ’ όσο ξέρω) όπως την περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων· και χαρά επειδή ο Μάνος Κοντολέων υπερβαίνει εαυτόν και προβάλλει την επιλογή τής (πολλές φορές συκοφαντημένης, όπως ήδη έγραψα) “Ευρωπαϊκής Δύσης” ως αναλογικά πολύ πιο ασφαλή τόπο καταφυγής κατατρεγμένων ανθρώπων ―κυρίως γυναικών― απ’ όσο άλλες περιοχές του πλανήτη μας.

Όλα αυτά, μαζί με τις πολλές λογοτεχνικές, μυθοπλαστικές, δομικές (με την διάρθρωση των κεφαλαίων να θυμίζει σενάριο ή “μοντάζ” ταινίας) και γλωσσολογικές αρετές του βιβλίου, με έκαναν να το αγαπήσω και να θέλω να το προτείνω ως ανάγνωσμα σε νέους αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες.

Ο λόγος του Μάνου Κοντολέων, όσο οικείος κι αν μου είναι, πολλές φορές με εκπλήσσει ευχάριστα.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάνος Κοντολέων πλέκει την ιστορία της «Βασίλισσας του Χιονιού», του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ―χωρίς να την εξιστορεί ή να την «εγκιβωτίζει», θεωρώντας ότι οι αναγνώστριες/αναγνώστες την ξέρουν ή μπορούν εύκολα να την ανακαλύψουν― μέσα σ’ ένα βιβλίο που μυρίζει προκαταλήψεις ανατολίτικες, «κάρι, κουρκουμά και κάρδαμο» και περιγράφει βάρβαρα (για εμένα) έθιμα και ήθη, με εντυπωσίασε και με γοήτευσε. Όπως με είχε γοητεύσει και η Βασίλισσα του Χιονιού όταν την είχα πρωτοδιαβάσει και είχα χαρεί που η αγάπη της Γκέρντα για τον Κάι είχε νικήσει την παγωνιά των συναισθημάτων, την παραμορφωτική δύναμη των θραυσμάτων ενός μαγικού καθρέφτη και τις μαγικές δυνάμεις της Βασίλισσας του Χιονιού. 

Με την μορφή θεατρικής πράξης ―και με το θέατρο έχει πολύ αγαθές και γόνιμες σχέσεις ο Μάνος Κοντολέων από παλιά―, το παραμύθι θα πλεχτεί στις συναισθηματικές ιστορίες των εφήβων ηρώων του και τελικά θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την τελική έκβαση της ιστορίας του.

Αγοράστε ή με όποιον άλλον τρόπο κρατήστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο, διαβάστε το και προτείνετέ το σε νεαρά κορίτσια και αγόρια.

Όσα περισσότερα ξέρουμε και ξέρουν για τις αμαρτίες του κόσμου μας, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορούν να τις ελέγξουν, να τις δουν κριτικά, να τις χαλιναγωγήσουν ή ―ακόμα― και να τις εξουδετερώσουν. Μέσω της γνώσης, της κατανόησης, της ενσυναίσθησης, της δράσης και ―ίσως― και της συγχώρεσης.

Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη-έρωτας (ή ο έρωτας-αγάπη) παραμένει ο πιο ισχυρός και ο πιο διαδεδομένος τρόπος που έχει ―μέχρι αυτή την στιγμή― ο άνθρωπος για να συνεχίσει να υπάρχει. Και ως είδος και ως άτομα.

Ευχαριστώ τον φίλο Μάνο Κοντολέων για την αναγνωστική απόλαυση.

Ευχαριστώ και τις Εκδόσεις Πατάκη για τις επιλογές τους.

Ευχαριστώ και την iporta.gr για την πάντα φιλόξενη ανοιχτοσύνη της.

Κωστής Α. Μακρής

27 Ιουνίου 2023

24.6.23

Moneynews - Συνέντευξη στην Κατερίνα Δαφέρμου

 


Μάνος Κοντολέων: «Συνεχώς μεταμφιέζομαι» δηλώνει

Κατερίνα Δαφέρμου

24 Ιουνίου 2023

Ενιαίο ων

Με τη βοήθεια της μάσκας

Το θέμα της ταυτότητας

Η έννοια της μεταμόρφωσης

Μέσα στην ενηλικίωση, η διατήρηση της νεανικής έκπληξης

Απωθημένα συναισθήματα

Cross-over

Συνεχώς μεταμφιέζομαι

Πατρίδα, η παιδική ηλικία

Ευτυχώς όχι η απόλυτη νέκρα

Από την Πηνελόπη Δέλτα μέχρι σήμερα

Ο ρόλος της κριτικής

Συγγραφικό σόι

Να δημιουργούνται ερωτήματα για τον κόσμο

Πιστεύω στις πράξεις

Ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος Μάνος Κοντολέων επανέρχεται. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού Νεανικού Μυθιστορήματος για το βιβλίο Η μάσκα του Καπιτάνου (εκδ. Πατάκη, 2022), μια ιστορία ηρωικής υπέρβασης των εσωτερικών εμποδίων. Έχει συνολικά τρία κρατικά βραβεία, μεταξύ άλλων σημαντικών διακρίσεων.

Στη συνέντευξη αποδείχθηκε η οξυδέρκεια της σκέψης και η αυθόρμητη καλλιέπεια της έκφρασής του. Με τις γρήγορες απαντήσεις που έμοιασαν έτοιμες από καιρό χωρίς καμία επιτήδευση ή προετοιμασία. Και βέβαια το ενδιαφέρον και η γλώσσα του λύθηκε όταν η συζήτηση μπήκε «στα βαθιά».

Αφορμή για τη συνέντευξη αποτέλεσε το Κρατικό Βραβείο. Ωστόσο, ο Μάνος Κοντολέων τόσο ως συγγραφέας μυθιστορημάτων για το ενήλικο κοινό όσο και ως κριτικός, δεν παύει να αποδεικνύει την επιρροή του πλαγιοκοπώντας την πραγματικότητα με τον καίριο λόγο του. Μια συνομιλία μαζί του δεν περιορίζεται στην επικαιρότητα.

Ενιαίο ων

Εξάλλου, βρίσκεται στο επίκεντρο της λογοτεχνικής ζωής πάνω από σαράντα χρόνια. Ως πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας. Επιδίδεται με την ίδια πλαστικότητα τόσο στο νεανικό όσο και στο ενήλικο μυθιστόρημα αφού ο συγγραφέας αποτελεί ενιαίο ων. Που προσκαλεί κάθε φορά τον αναγνώστη του να μυηθεί στον εκάστοτε κόσμο του, να συγκινηθεί, να εμπλουτιστεί, να θυμώσει, να αρνηθεί, να συνομιλήσει, και στο summum της υπόθεσης εν τέλει, να μεταμορφωθεί.

 

Ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα που βραβεύτηκε ονομάζεται Φιλ. Ένας μάλλον αδύναμος χαρακτήρας που όμως ανακαλύπτει αποθέματα δύναμης που ούτε εκείνος, ούτε κανείς δεν περίμενε να κατέχει. Η εγωκεντρική μα χαρισματική μητέρα του τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει την υψηλή επιστήμη της. Ο πατέρας του τον αφήνει στον παππού του. Έναν σκληρό επιτυχημένο, παλιάς κοπής άνδρα.

Με τη βοήθεια της μάσκας

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ιστορία του Φιλ ξεκινάει από αυτό το τραύμα. Και ότι όλη η φανταστική του εμπειρία αποτελεί εσωτερική προσπάθεια υπέρβασης ή διαπραγμάτευσης με αυτή την αρχική πληγή με τρόπο ιδιοφυή, δυνατό και τελικά παιδικό. Εν μέρει το παραδέχεται και ο Μάνος Κοντολέων. «Δέχομαι πως ξεκινάει από ένα τραύμα», αποκρίνεται. «Αυτό που δημιουργείται σε ένα παιδί όταν αγνοείται από τους ίδιους τους γονείς του. Όπως επίσης δέχομαι πως μέσα από μια αυθόρμητη εσωτερική διαδικασία, ο έφηβος Φιλ επινοεί μια ιστορία στην οποία ο ίδιος πρωταγωνιστεί και μέσα στην οποία το τραύμα του δεν υπάρχει. Μόνο που αυτήν τη διαδικασία δεν θα τη χαρακτήριζα καθόλου παιδική ή μόνο παιδική. Ούτε βέβαια και ιδιοφυή ή πόσο μάλλον δυνατή. Μάλλον επιλογή δειλίας στο να αντιμετωπισθεί κατάματα το πρόβλημα. Είναι η διαδικασία χρήσης μιας μάσκας. Στην ουσία με τη βοήθεια ενός προσωπείου που ο ίδιος κατασκευάζει, καλύπτει την ταυτότητά του. Από εκεί και πέρα, ας αναλογιστούμε και πόσοι -μικροί και μεγάλοι- σε μια τέτοια διαδικασία καταφεύγουν, αλλά και πόσο αυτή μπορεί τελικά να βοηθήσει».

Το θέμα της ταυτότητας

Άρα στο επίκεντρο του μυθιστορήματος τοποθετείται η έννοια της μεταμόρφωσης. Άλλωστε υπάρχει και μια άλλη μάσκα με κρατικό βραβείο στην καριέρα του, η πρώτη, η Μάσκα στο φεγγάρι (1997). «Αυτό είναι αλήθεια. Φαίνεται πως η μάσκα είναι … γούρικη για μένα» παρατηρεί παιγνιωδώς ο Μάνος Κοντολέων. «Αλλά, αν θέλετε να σας απαντήσω κάπως πιο σοβαρά, ένα κεντρικό ζήτημα που με απασχολεί σε όλα μου σχεδόν τα βιβλία, είναι το θέμα της ταυτότητας. Το θέμα του ποιος είμαι -για τους άλλους, μα και για τον ίδιο μου τον εαυτό. Εφόσον το ζήτημα της αποδοχής της ταυτότητας είναι κεντρικό στις συγγραφικές μου ανησυχίες, μάλλον γίνεται και κατανοητό γιατί στρέφομαι -άλλοτε ξεκάθαρα κι άλλοτε υπαινικτικά- προς το σύμβολο της μάσκας».

Η έννοια της μεταμόρφωσης

Κατά συνέπεια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Φιλ αναδεικνύεται ως (λογοτεχνικός) αντιήρωας. Τραυλίζει και μιλάει ξεψυχισμένα αντίθετα με τους άλλους άνδρες της οικογένειάς του. Και λόγω δειλίας επινοεί τη μάσκα…

«Αντιήρωας; Δεν θα το έλεγα» απαντάει ο συγγραφέας. «Αντίθετα μάλιστα θα τον χαρακτήριζα καθαρόαιμο ήρωα, μιας και δεν αποδέχεται παθητικά να ζήσει με το τραύμα του, αλλά το αντιμετωπίζει. Στην αρχή βέβαια με έναν τρόπο ανεπαρκή -η μεταμφίεση είναι κάλυψη και ό,τι καλύπτουμε δεν εξαφανίζεται. Αλλά στη συνέχεια και καθώς ανακαλύπτει με τη βοήθεια μιας αντισυμβατικής γυναίκας, της Λάουρας, πως υπάρχουν τρόποι να ζεις αυτό που θες να ζήσεις και με τον τρόπο που εσύ επέλεξες, τότε πλέον η λύση που δίνει είναι ολότελα καθαρή και δική του. Χωρίς καμιά μεταμφίεση. Γίνεται αυτός που είναι και αναγκάζει τους άλλους έτσι να τον αποδεχτούνε».

Μέσα στην ενηλικίωση, η διατήρηση της νεανικής έκπληξης

Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του εκδόθηκε το 1969. Και αναρωτιέται κανείς πόσο έχει αλλάξει το ύφος του από τότε. «Θα ήταν μάλλον ένδειξη μη υγειούς συγγραφικής πορείας αν το ύφος μου παρέμενε το ίδιο τόσα χρόνια», επισημαίνει εκείνος. «Μα αυτό που μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι πως το ύφος μου μπορεί να έχει αλλάξει, μα οι προβληματισμοί μου και τα ενδιαφέροντά μου παραμένουν τα ίδια. Όπως τότε, έτσι και τώρα κινούμαι συγγραφικά γύρω από τις έννοιες του ‘Άλλου, της Ταυτότητας και το Έρωτα. Και πάντα -να το σημειώσω κι αυτό- προσπαθώ δίπλα στην συνεχώς αυξανόμενη ενηλικίωσή μου, να διατηρώ το ξάφνιασμα που χαρίζει η ενήλικη παιδικότητα. Γι αυτό άλλωστε και άλλοτε γράφω βιβλία που δείχνουν να είναι στραμμένα προς ένα παιδικό ή εφηβικό κοινό κι άλλοτε προς ένα καθαρώς ενήλικο. Μα στην ουσία είμαι εγώ πάντα… Που εναλλάσσει συγγραφικές μάσκες», διευκρινίζει ο Μάνος Κοντολέων.

Απωθημένα συναισθήματα

Μοιάζει να θεωρεί ότι η μάσκα αποτελεί αναγκαίο όπλο ευρέως διαδεδομένο στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας. «Όχι μόνο στο σημερινό. Ανέκαθεν» απαντά αφοπλιστικά. «Για αυτό άλλωστε και η μάσκα είναι ένα πανάρχαιο σύμβολο. Πάντα ο άνθρωπος ήθελε να έχει έστω και για λίγες ώρες, τη δυνατότητα να μεταμφιέζεται και πίσω από την κάλυψη της επιλεγμένης μεταμφίεσης να εκφράζει απωθημένα συναισθήματα».

Cross-over

Θεωρείται μετρ της cross over λογοτεχνίας (που διασχίζει όλα τα ηλικιακά γκρουπ), γράφει και νεανικά ή και παιδικά βιβλία. Αλλά γίνεται να χωρέσει η λογοτεχνική έκφραση σε αυτές τις κατηγορίες; Για παράδειγμα τα δύο τελευταία του βιβλία, Ποτέ πιο πριν (εκδ. Πατάκη, Απρίλιος 2023) και Ο Άλλος (εκδ. Πατάκη, Μάρτιος 2022) τυπικά εντάσσονται στην κατηγορία του εφηβικού. Θα μπορούσαν ωστόσο να κατηγοριοποιηθούν και στις young adult κατηγορίες (σύμφωνα με την αγγλοσαξονική κατάταξη).

Συνεχώς μεταμφιέζομαι

«Μα νομίζω πως αυτό είπα. Διαχωρισμοί ηλικιακοί δεν υπάρχουν στα λογοτεχνικά κείμενα. Να το εκφράσω διαφορετικά. Δεν θα πρέπει το κείμενο να ΄πηγαίνει’ να συναντήσει τον αναγνώστη του, αλλά αντίθετα ο κάθε αναγνώστης και ανάλογα με την ωριμότητά του, τις διαθέσεις του, την προβληματική του, την ψυχολογία του ή την κουλτούρα του να επιλέγει κάθε φορά το κείμενο που του ταιριάζει. Μα και κάπως έτσι κι εγώ και διαβάζω έργα άλλων, αλλά και γράφω τα δικά μου. Ας πούμε, για παράδειγμα, μετά τα δυο cross over μυθιστορήματά μου που αναφέρατε, το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει μια δική μου μυθιστορηματική ερμηνεία της Μήδειας, ενώ μέσα στις αρχές του 2024 ένα εντελώς παιδικό έργο μου με αφηγητή ένα δωδεκάχρονο αγόρι», δηλώνει ο Μάνος Κοντολέων. Για να συμπληρώσει ότι «το είπα και πιο πριν -συνεχώς ‘μεταμφιέζομαι’. Δείγμα υγειούς νεότητας το θεωρώ. Και ας μου επιτραπεί και να το συστήσω… Τόσο στους αναγνώστες, όσο και σε συγγραφείς».

Ψήγματα της περιπέτειας του Καπιτάνου θα συγκινήσουν ανάλογα όλες τις ηλικίες. Την αναπόληση χαμένων ευκαιριών για τους ενήλικες, τη μεγαλειώδη διεκδίκηση του χώρου τους για τους εφήβους, τη σούπερ ηρωική προσπάθεια για τα μικρότερα παιδιά.

Πατρίδα, η παιδική ηλικία

Η παιδική ηλικία αποτελεί σταθερό πυρήνα της πεζογραφίας του πάντως. «Απλώς είμαι από αυτούς που και πιστεύω και έχω διαπιστώσει πως η πατρίδα του καθενός μας είναι η παιδική του ηλικία», τονίζει.

Ευτυχώς όχι η απόλυτη νέκρα

Δυστυχώς βλέπει και εκείνος ότι ο χώρος σήμερα για παιδική-νεανική λογοτεχνία «ολοένα και λιγοστεύει. Κι αν κάτι ακόμα βλέπουμε να κινείται στο χώρο των παιδιών, καθώς μπαίνουμε στο χώρο των εφήβων ολοένα και επικρατεί η ακινησία. Ευτυχώς όχι ακόμα η απόλυτη νέκρα. Μα φτάσει κι αυτή αν δεν αλλάξουμε τα συστήματα μας που διαπαιδαγωγούν τους νέους. Αν δεν ρίξουμε μια ματιά στο πως το θέμα αυτό το αντιμετωπίζουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και προσπαθήσουμε να παραδειγματιστούμε».

Από την Πηνελόπη Δέλτα μέχρι σήμερα

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ωστόσο ιδιαίτερη παράδοση νεανικής λογοτεχνίας, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με κάποια οίηση. Πέρα από τη Σαρή, τη Ζέη, τη Δέλτα. Ακόμη και ο Κοσμάς Πολίτης, τείνει να εκλείψει… «Τα όρια μεταξύ νεανικής λογοτεχνίας ή πιο σωστά λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και της λογοτεχνίας ενηλικίωσης είναι ως ένα βαθμό ασαφή και σίγουρα στην Ελλάδα όχι κατοχυρωμένα. Ο Κοσμάς Πολίτης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βασικός και πρώτος εκπρόσωπος αυτού του είδους, αν και υπάρχει βέβαια και η Αιολική γη του Βενέζη και Τα ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη. Αλλά αυτά τα μυθιστορήματα δεν τα έχουμε αναγνωρίσει ως πρωτοπόρους του είδους» αποφαίνεται ο Μάνος Κοντολέων. «Μπορεί γιατί γραφτήκανε σε μια εποχή που η νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή αναζητούσε την εδραίωσή της. Από εκεί και πέρα, η Δέλτα με Τα μυστικά του βάλτου και το Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου δημιουργεί μυθιστορήματα που η κάπως έντονη διάθεσή τους να ασχοληθούν με εθνικά ζητήματα τα συγκρατεί από το να αναζητήσουν τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των νεαρών ηρώων τους», διαπιστώνει ο συγγραφέας.

Ποιος αντέχει την εφηβική αμφισβήτηση;

«Η Ζέη έχει γράψει καθαρώς βιβλία για παιδιά που λόγω της μη αυτολογοκριτικής τους τάσης αναγνωρίστηκαν και ως νεανικά, μα στην ουσία δεν είναι. Η Σαρή έχει γράψει -θυμίζω τα Χέγια και τη Νινέτ. Γενικά θα έλεγα πως ως κοινωνία δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να αναγνωρίσουμε την αυθύπαρκτη παρουσία μιας εφηβικής αμφισβήτησης στα μυθιστορήματα που θα διαβάσουν οι έφηβοι μας. Για αυτό και ο νέος ορισμός: μυθιστορήματα cross over σε πολύ λίγα ελληνικά μυθιστορήματα μπορεί να εφαρμοστεί», καταλήγει.

Ο ρόλος της κριτικής

Στην Ελλάδα δεν έχει ωριμάσει αντιστοίχως και ο κριτικός λόγος, ιδιαίτερα στην παιδική νεανική λογοτεχνία. Δεν έχει ορθωθεί γενιά κριτικής, ικανή να διαπλάσει αναγνώστες. «Λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να παραδεχτώ πως ελάχιστα εξασκείται. Οι περισσότεροι που γράφουν κριτικά σημειώματα για βιβλία αυτής της κατηγορίας, τα γράφουν με τη διάθεση μιας κρίσης που δεν αφορά το ίδιο το έργο, αλλά το κατά πόσο θα γίνει κατανοητό από τους ανήλικους αναγνώστες του και αποδεχτό από τους ενήλικες κηδεμόνες τους. Αλλά και αυτό το γεγονός προέρχεται από τη μια λόγω της κοινωνικής συντηρητικότητας και από την άλλη λόγω της απαξίωσης που εκφράζουν προς αυτά τα έργα οι κριτικοί μας. Είναι χαρακτηριστικό πως σε όλα τα βραβεία υπάρχει ξεχωριστή επιτροπή για τα βιβλία που αφορούν παιδιά και νέους και ξεχωριστή για όλα τα υπόλοιπα είδη -από πεζογραφία έως ποίηση και δοκίμιο».

Συγγραφικό σόι

Ο Μάνος Κοντολέων απέκτησε δύο παιδιά με τη συγγραφέα και μεταφράστρια Κώστια: Τον δημοσιογράφο Δομήνικο Κοντολέων και την θεατρολόγο Άννα Κοντολέων. Κατοικούν στην Κηφισιά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα «μεταναστεύουν», όπως σημειώνει, στον Άγιο Λαυρέντιο, το γραφικό χωριό του Πηλίου.

«Τα παιδιά μου μεγάλωναν μέσα στα βιβλία. Σε σημείο που κάποια στιγμή ίσως και να επαναστάτησαν. Λογικό όσο και υγιές. Μα μετά επανήλθαν στη σχέση με την οποία μεγαλώσανε. Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο πως και τα δυο παιδιά μου γράφουν κι αυτά». Εξάλλου, στη μικρή τους ηλικία «δοκίμαζαν» μαζί τα βιβλία του. «Τώρα έχουν τις δικές τους ζωές. Σύμβουλός μου πλέον η σύντροφός μου, όπως βέβαια κι εγώ δικός της», αναφέρει ο Μάνος Κοντολέων.

Διαβάζει (διαβάζουν μαζί;) συνέχεια. «Καθώς γράφω κριτικές σε διάφορα βιβλιοφιλικά σάιτς και στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων, έρχονται συνέχεια νέα βιβλία στο σπίτι μας κι εγώ ως μέλισσα ρουφώ χυμούς και από δυο και από τρία συγχρόνως. Έχω πολλά, πάμπολλα αγαπήσει στη ζωή μου και εύχομαι να υπάρχουν συνέχεια νέες αγάπες στο μέλλον».

Να δημιουργούνται ερωτήματα για τον κόσμο

Στη ροή της συζήτησης με τον σημαντικό συγγραφέα παρεμβάλλεται η ρήση του Κούντερα ότι «η βλακεία των ανθρώπων είναι ότι έχουν μια απάντηση σε όλα. Η σοφία των μυθιστορημάτων είναι ότι έχουν μια ερώτηση για όλα». Και ο Μάνος Κοντολέων δηλώνει ότι «δε χρειάζεται να τη σχολιάσω. Πάρα μόνο να πω ότι ζηλεύω που δεν την είπα εγώ».

Πιστεύω στις πράξεις

Για να κλείσει η συζήτηση, εκφράζεται η μπανάλ ερώτηση για το μέλλον των σημερινών παιδιών, το τι εύχεται για τη μελλοντική γενιά. Αλλά ο Μάνος Κοντολέων επιθυμεί να χρυσώσει το χάπι. «Αν με ευχές μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερο και πιο δίκαιο τον κόσμο, τότε τίποτε απ΄τα όσα συμβαίνουν, τα μαύρα και σκοτεινά που μας περιβάλλουν, δεν θα είχε συμβεί. Όχι, δεν πιστεύω στις ευχές. Πιστεύω στις πράξεις. Ο καθένας μας να κάνει αυτό που πιστεύει πως μπορεί να βελτιώσει τη ζωή τη δική του και των άλλων. Και βέβαια όταν αναφέρομαι σε άλλους, λογικό είναι να έχω πρώτιστα κατά νου τα παιδιά και τους νέους».

https://www.mononews.gr/business/shipping/anek-epimeni-o-marios-iliopoulos

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου

 


     Θυμάσαι;

Τα ματάκια σου γεμάτα απορία κοίταζαν τα πόδια εκείνων που πατούσαν το νοτισμένο χώμα από το πέρασμα μιας απογευματινής ανοιξιάτικης μπόρας.  Κούνησες χαρούμενο την ουρά σου, ‘είμαι κι εγώ εδώ’ ήθελες να φωνάξεις, μα τα πόδια εκείνων των άγνωστων σου ανθρώπων συνέχισαν αδιάφορα το πέρασμα τους, αγνοώντας την παρουσία σου.

Γαύγισες-αδύναμη η φωνούλα-την παράσυρε ο άνεμος.  Κι εκείνοι οι άνθρωποι που τα βήματά τους ακολουθούσες,  έστριβαν τώρα στην καμπή του δρόμου.  ‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες και τους πήρες τρέχοντας στο κατόπι.  Πρόλαβες τον τελευταίο της παρέας, γαύγισες πάλι και μπλέχτηκες ανάμεσα στα βήματα των ποδιών του.  Μα εκείνος είχε και χέρια που σε χάιδεψαν, μια φορά μόνο, κι έπειτα απομακρύνθηκε για να ενωθεί με τους άλλους της συντροφιάς του.

‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες πάλι κι έτρεξες ξοπίσω του.

Μεγάλη η βόλτα και κουράστηκες πολύ, μα συνέχισες να τρέχεις, μέχρι που όλη η συντροφιά μπήκε στον κήπο κάποιου σπιτιού,  μπήκες κι εσύ και πήγες και κρύφτηκες κάτω από το μεγάλο τραπέζι, κοντά στα πόδια εκείνου που είχε πιο πριν σταματήσει για να σε χαϊδέψει .

Λοιπόν… Εκείνος εκτός από χέρια που χαϊδεύουν, είχε και κεφάλι που έσκυψε να σε δει… Τον είδες κι εσύ, τότε δεν ήξερες ακόμα πως ήταν μεν κάποιος που λάτρευε τα σκυλιά, μα που είχε μόλις αποχαιρετήσει το δικό του κι είχε ορκιστεί να μην ξαναπάρει άλλο ποτέ.  Σε λυπήθηκε – εσύ πίστεψες πως σε συμπάθησε- κι άρχισε να σου βγάζει προσεκτικά τα αγκάθια που είχαν μπλεχτεί στο βρεφικό τρίχωμα σου.  Όλο το βράδυ αυτό έκανε, ‘Το λυπήθηκα το καημένο’ είχε ψιθυρίσει στην σύντροφο του κι ύστερα ανέβηκε να κοιμηθεί βέβαιος πως το πρωί θα είχες γυρίσει στο χωράφι κοντά στη μάνα σου.

Μα το επόμενο πρωί, εσύ ήσουν εκεί στην ίδια θέση και τον περίμενες.

Θυμάσαι;

Υπάρχει το κάρμα στα σκυλιά;… Μάλλον, αφού…

Στην επιστροφή του προς την  Αθήνα, εσύ μέσα  σ’ ένα πρόχειρο χαρτόκουτο ταξίδευες μαζί του.

Ναι υπάρχει!

Κι άφησες πίσω σου αμπέλια και γονικά και υιοθετήθηκες από αστούς καινούργιους γονείς -τον άντρα και τη σύντροφό του.  Όσο μεγάλωνες εκείνο το άσχημο σκυλάκι που ήσουν -όπως το άσχημο παπάκι του παραμυθιού-  γινόσουν όλο και πιο όμορφο, απόκτησες και όνομα ‘Σοκολάτα’ σε είπανε κι έκανες ταξίδια με το αυτοκίνητο και διακοπές στο Πήλιο.  Είχες δικό σου αφράτο κρεβάτι να κοιμάσαι, κι έγινες παραχαϊδευμένη αρχόντισσα σ’ εκείνο το σπίτι.

Και πέρναγαν τα χρόνια, κι ήρθαν κι άλλα χρόνια, κι άλλα…  Μεγάλωνε το ζευγάρι και μαζί τους κι εσύ ‘Σοκολάτα’.

Δεκατρία χρόνια μαζί.

Ήταν πολλά;

Ήταν λίγα;

Ποιος ξέρει.

Μαθημένη στα ταξίδια ‘Σοκολάτα’ ξεκίνησες για ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι.  Το τελευταίο σου.  Αυτή τη φορά για τους αμπελώνες του Παραδείσου…                  

Είσαι κι εκεί, είσαι κι εδώ…

Πάντα θα είσαι.

Ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα στο πόδι από αόρατη μουσούδα.

Ένα αγέρι από το κούνημα κάποιας ουράς.

Κάποιο θλιμμένο βλέμμα στα σκοτάδια της νύχτας.

Κάποιο γδάρσιμο της πόρτας στη σιγαλιά του απόβραδου.

Το ανεξήγητα ζεστό κρεβάτι σου.

Όλα σε θυμίζουν.

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης -Ποιήματα για παιδιά

 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

-        «Σαλιγκάρι και φεγγάρι», Εικον.: Μαριλένα Μελισσηνού

-        «Με τις λέξεις αγκαλιά», Εικον.: Κατερίνα Χαδουλού

Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο

           

Λογοτεχνία για παιδιά – βιβλίο για παιδιά.

Ταυτόσημες έννοιες; Όχι ακριβώς. Όπως δεν είναι παρόμοιες μήτε οι τεχνικές συγγραφής τους, μήτε οι στόχοι τους.

Η λογοτεχνία για παιδιά, όπως κάθε άλλη μορφή λογοτεχνίας, στις περιγραφές της ακολουθεί μια εσωτερική πορεία. Στην ουσία θέλει να δώσει στον αναγνώστη της μαζί με την πληροφορία και την ευκαιρία ο ίδιος να προσθέσει μια δική του εμπειρία ή να εμπλουτίσει τις ήδη υπάρχουσες.

Αντίθετα η αφήγηση σε ένα βιβλίο για παιδιά προτιμά να σταθεί μόνο στην περιγραφή και με μια ταχύτητα να προχωρήσει αμέσως σε μια άλλη. Ο εμπλουτισμός εμπειριών και συναισθημάτων, δεν είναι ο στόχος της. Αυτό που επιδιώκει είναι η παροχή μιας πληροφορίας.

Δεν αξιολογώ τα δυο είδη -και στη μια περίπτωση, όπως και στην άλλη μπορούμε να συναντήσουμε επιτυχημένα ή μη κείμενα. Αλλά -νομίζω- πως αξίζει να ξέρουμε τη διαφορά των δυο ειδών. Κυρίως να γνωρίζουμε πως με το ένα είδος βοηθάμε το παιδί να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του κόσμου εντός του οποίου και το ίδιο εισέρχεται, ενώ με το άλλο απλώς του προσφέρουμε την ευκαιρία να περάσει μια ευχάριστη ώρα ψυχαγωγίας -ίσως και γνώσης.

Η διαφορά αυτή γίνεται ακόμα πιο εμφανής όταν η λογοτεχνική έκφραση έχει επιλέξει όχι τον πεζό λόγο, αλλά τον ποιητικό.

Κι αυτό γιατί ο γνήσια ποιητικός λόγος στηρίζεται στην εικονοποιία και στη μεταφορά, άρα και έχει ανάγκη τα σύμβολα και την προσωπική προσέγγιση τους.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στα διάφορα Ανθολόγια και στα βιβλία της Γλώσσας του διαφόρων τάξεων του Δημοτικού, υπάρχουν ποιήματα καταξιωμένων ποιητών μας. Κι ανάμεσα σε αυτά και έργα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Νομίζω πως είναι περιττό να αναφερθεί κανείς στη σημαντική παρουσία στον χώρο της ελληνικής ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Ο Κύπριος ποιητής έχει διεθνώς καταξιωθεί και χαίρει  εκτίμησης.

Και ακριβώς γι αυτόν τον λόγο με ιδιαίτερη χαρά, το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό υποδέχτηκε την έκδοση δυο ποιητικών συλλογών του με ποιήματα προορισμένα να απευθυνθούν σε παιδιά… Ή μάλλον και σε παιδιά.

Γιατί βέβαια οι στοίχοι : Τετρασύλλαβο αστεράκι / προφυλάγει από ψηλά / ένα ψάρι – προσφυγάκι / που ζητά παρηγοριά, μπορεί να δείχνει μια απλότητα που αγγίζει την παιδική ματιά, μα την ίδια στιγμή κυριολεκτικά αυτή η ίδια απλότητα συγκλονίζει και τον ενήλικο αναγνώστη.

Παρόλα αυτά, το ερώτημα παραμένει: γιατί ένας καταξιωμένος ποιητής αποφασίζει σε στιγμή πλήρως ολοκληρωμένης ωριμότητας, να στραφεί σε μια μορφή ποίησης που μέχρι πριν δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη να χρησιμοποιήσει;

Μια πρώτη απάντηση είναι προφανής. Η ιδιότητα του παππού κάνει τον ποιητή να θέλει να επικοινωνήσει με τα εγγόνια του.

Λογικό φαίνεται -η τρίτη ηλικία απαλλαγμένη από τις ευθύνες της ανατροφής της επόμενης γενιάς, μπορεί απλόχερα να αναζητήσει δρόμους επικοινωνίας με το παιδί-εγγόνι.

Αλλά ο ποιητής παραμένει πάντα ποιητής, που σημαίνει πως δεν θέλει να διδάξει, αλλά να συνομιλήσει. Κάτι περισσότερο -ο ίδιος να ανακαλύψει νέους δρόμους εκτόνωσης των ποιητικών όσο και κοινωνικών ανησυχιών του.

Κι έτσι στέκεται μπροστά στην ‘ενήλικη παιδικότητά’ του και με αυτήν ως μούσα του, συνταιριάζει λέξεις, εικόνες, νοήματα, ιδέες…

Και τ΄ άσπρο περιστέρι /που σέρνει το χορό / με παίρνει από το χέρι / μαθαίνει τι μπορώ

Δυο συλλογές ποιημάτων για παιδιά -πιο δίκαια: και για παιδιά- μας χάρισε ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.

Η πρώτη –«Σαλιγκάρι και φεγγάρι»- κυκλοφόρησε το 2018 και τιμήθηκε και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου 2018 και με το Βραβείο Αναγνώστη 2019.

Μια πάρα πολύ προσεγμένη έκδοση, με υπέροχες εικόνες της Μαριλένας Μελισσηνού και εύστοχο όσο και χρηστικό επίμετρο της Άντας Κατσίκι – Γκίβαλου.

Από αυτήν τη συλλογή -που ο ποιητής θεωρεί πως τα ποιήματά της μπορούν άνετα να τα προσεγγίσουν παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού-  αντιγράφω αυτό το σύντομο αριστουργηματικό ποίημα Μες σε κλουβάκι (ίσως γιατί μου θύμισε κάποιο αντίστοιχο του Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ)

Μες σε κλουβάκι / ένα πουλάκι / βλέπει παιδάκι / και το κοιτά

Γινήκαν τότε/ δυο τα πουλάκια / ή δυο παιδάκια/ μες σε κλουβιά

Το ένα τ΄άλλο,/ πουλί, παιδάκι,/βάλαν στο μάτι/ τη λευτεριά

Η λύτρωσή τους / είναι καμάρι/ για το φεγγάρι /και τα βουνά.

Η δεύτερη συλλογή – «Με τις λέξεις αγκαλιά»- κυκλοφόρησε το 2023 πάλι από το Καλειδοσκόπιο, αυτή τη φορά με εικόνες της Κατερίνας Χαδουλού και με μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του ποιητή με την Άντα Κατσίκη – Γκίβαλου. Ο Χαραλαμπίδης θεωρεί πως αυτή η συλλογή πλησιάζει περισσότερο προς την ψυχοσύνθεση μεγαλύτερων παιδιών, και ίσως να έχει δίκιο, αν διαβάσουμε:

Μην πείτε πως δοξάζω/ τον Νέο Ελληνισμό./ Απλώς κρυφοκοιτάζω/ αυτά που νοσταλγώ.

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε -και μάλιστα σε καιρούς ιδιαίτερα αντιποιητικούς- μια σειρά ποιημάτων που διαθέτουν από τη μια την τεχνική και την ευαισθησία ενός καταξιωμένου δημιουργού και από την άλλη την προώθηση, στο προσκήνιο της ποιητικής μας παραγωγής,  της αξίας της Παιδικότητας.

https://www.periou.gr/manos-kontoleon-kyriakos-charalabidis-saligkari-kai-fengari-eikon-marilena-melissinou-me-tis-lexeis-agkalia-eikon-katerina-chadoulou-ekdoseis-kaleidoskopio/

(785 λέξεις)


22.6.23

Αθηνόραμα - Συνέντευξη στο Παύλο Μεθενίτη

 


1)Η πρώτη σας παρουσία στα γράμματα έγινε το 1969, σε μια ανθολογία διηγημάτων νέων συγγραφέων από τις εκδόσεις Καλβος. Η επίσημη εννοείται, γιατί δίνατε, παιδί ων, μικρά κείμενα στο ιστορικό περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων». Η εργογραφία σας, με τις δεκάδες των τίτλων, πιάνει δυο σελίδες.  Έχετε γράψει κυριολεκτικά, εκατομμύρια λέξεις, σε κάθε είδος γραπτού λόγου, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, νουβέλες, θεατρικά, δημοσιογραφικά άρθρα, κριτικές, τα πάντα, εκτός από ποιήματα. Γιατί; Γιατί γράφετε τόσο καιρό, και τόσο πολύ; Γράφετε από επιθυμία, από ανάγκη, από κεκτημένη ταχύτητα, από τι;

- Νομίζω πως η γραφή, μα και η ανάγνωση, είναι οι τρόποι με τους οποίους αντιμετωπίζω τον κόσμο. Η ανάγνωση είναι ο δρόμος  με τον οποίο μπορώ να επικοινωνώ με τους άλλους. Και η γραφή από τη μια μου προσφέρει τη δυνατότητα να καταθέτω θέσεις, απόψεις, ιδεολογίες, μα και από την άλλη είναι  και ο καθρέφτης μέσα από τον οποίο καταλαβαίνω τον ίδιο μου τον εαυτό. Αλλά πέρα απ΄ όλα αυτά , η γραφή είναι και μια προσωπική επιλογή… μάσκας. Δημιουργώ χαρακτήρες και τους προικίζω -ή τους επιβαρύνω- με στοιχεία δικά μου. Κρύβομαι πίσω από αυτούς… Ή και αποκαλύπτομαι. Ανάλογα πως με διαβάζει κανένας.

 

2)Είσαστε από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για νέους, έφηβους  και παιδιά, εκτός φυσικά από τα έργα σας για ενήλικες.  Τι προσέχετε, ποιες είναι οι προτεραιότητές σας, τί έχετε κατά νου όταν γράφετε για πιο μικρούς αναγνώστες; Τί επιδιώκετε;

- Δεν είναι η ηλικία του υποψήφιου αναγνώστη που με κάνει να επιλέγω τον τρόπο γραφής μου κάθε φορά. Αντίθετα είμαι πάντα εγώ. Εγώ που παραμένω και παιδί και έφηβος και σαραντάρης και εβδομηντάρης. Εκτός από κάποια, ελάχιστα βιβλία μου που είναι γραμμένα με στόχευση ηλικιακή, όλα τα υπόλοιπα -αυτά στην ουσία που καθορίζουν και το πλήρες συγγραφικό μου αποτύπωμα- είναι γραμμένα με διάθεση να εκφράσουν το ‘εγώ’ μου. Κι άλλοτε επιλέγω αυτήν την έκφραση να την υλοποιήσω με μια παιδικότητα, άλλοτε με μια εφηβικότητα κι άλλοτε με μια  ασταθή ενηλικότητα. Και χρησιμοποίησα το επίθετο ‘ασταθή’ ακριβώς γιατί θέλω να τονίσω πως πάντα παραμένω ένα ενήλικο, πλέον, άτομο που δεν κατασταλάζει, μα αναζητά, πειραματίζεται, συχνά ζητά την διάψευση του.

3)Η ανατροφή των παιδιών σας πόσο σας βοήθησε να εξειδικευτείτε στη λογοτεχνία CROSS OVER, που γεφυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, το χάσμα μεταξύ εφηβείας και ενήλικης ζωής;

-Με βοήθησε στα πρώτα μου συγγραφικά βήματα. Μέσα από τα παιδιά μου επέστρεφα κατά κάποιον τρόπο στα παρελθόντα χρόνια μου και τα επανακάλυπτα. Μα κάποια στιγμή, αυτή η διαδικασία μπόρεσε να ενεργοποιείται χωρίς τη βοήθεια των άλλων. Όσο κι αν φαίνεται ασυνήθιστο ή περίεργο, εντούτοις συμβαίνει. Μπορώ και κατανοώ όλους τους άλλους που ηλικιακά με ακολουθούν. Κι αν κάτι προσπαθώ μέσα από τα cross over μυθιστορήματά μου είναι να βοηθήσω τους ενήλικες να θυμηθούν το πως σκεφτόντουσαν όταν οι ίδιοι ήταν έφηβοι.

4)Τιμηθήκατε πρόσφατα με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το έργο σας με τίτλο «Η Μάσκα του Καπιτάνο». Βέβαια έχετε βραβευτεί και το παρελθόν: το 1997  και το 2009 με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας , το  2002 είσασταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν, ενώ ένα από τα μυθιστορήματά σας έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, το ελληνικό τμήμα της οποίας σας βράβευσε και για το «Φεύγει, Έρχεται». Τί σημαίνουν όλες αυτές οι βραβεύσεις για σας; Εάν δεν υπήρχαν, θα συνεχίζατε να γράφετε;

-Μα και ασφαλώς θα συνέχιζα. Ξέρετε τα βραβεία δίνουν αναμφισβήτητα μια χαρά και μια ικανοποίηση… Δέχομαι και την αναγνώριση. Αλλά δεν είναι αυτά που σε κάνουν να γράφεις. Κι αν μάλιστα γνωρίζεις πόσο συχνά μια βράβευση είναι στην καλύτερη περίπτωση απόφαση πέντε ή έξι ανθρώπων, ενώ μιας άλλης σύνθεσης επιτροπή μπορεί το ίδιο αυτό βιβλίο να το έχει αγνοήσει, τότε γνωρίζεις και τη σχετικότητα κάθε βράβευσης. Αλλά, ας μην παριστάνω τον υπεράνω παθών συγγραφέα -κάθε βραβείο το χαίρομαι. Αλλά, βαθιά μέσα μου κρατώ πολύτιμη θέση για τα βιβλία μου που αν και εγώ πιστεύω πως θα άξιζαν μια διάκριση, κανείς δεν τα πρόσεξε.

5) Για να μη μιλήσουμε για τους γονείς τους, που διαβάζουν κατά μέσο όρο πέντε βιβλία το χρόνο, τα ελληνόπουλα γενικώς δεν πολυδιαβάζουν λογοτεχνία. Δεν είναι και τόσο εξοικειωμένα με τον γραπτό λόγο, ρέπουν περισσότερο προς την εικόνα. Πώς, και σε ποιον βαθμό έχει επηρεάσει αυτό το γεγονός το έργο σας;  Νιώθετε καμιά φορά σαν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω;»

- Λυπάμαι. Όχι τόσο για το ότι η λογοτεχνία δεν είναι η πρώτη επιλογή των παιδιών και των νέων, όσο για το τι σημαίνει που δεν είναι. Το τι σημαίνει, δηλαδή,  για ένα νέο άνθρωπο, που κάποια στιγμή θα ενηλικιωθεί και θα περάσει τη ζωή του χωρίς να χαίρεται και να αξιώνεται τη συντροφιά χαρακτήρων που ζούνε -σκέπτονται και συναισθάνονται- μέσα στις σελίδες καλών βιβλίων. Η ανάγνωση καλλιεργεί τη σύνθετη σκέψη. Και μια τέτοια σκέψη μόνο το ανθρώπινο γένος μπορεί να τη χαρεί. Αλλά και η λογοτεχνία, κατά κύριο λόγο, να του την προσφέρει.

6)Ποια είναι η γνώμη σας για τις νέες τάσεις της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας στη θεματολογία, το ύφος και τη δομή;

-Κάθε εποχή έχει την Τέχνη που η ίδια μπορεί να δημιουργήσει. Ο δημιουργός παιδί της εποχής του είναι. Η δικιά μας εποχή είναι εποχή παρακμιακή… Στην Ελλάδα ίσως και ακόμα περισσότερο. Οπότε…  Ναι, έχουμε αποκτήσει καλά εφόδια για το ύφος και τη δομή. Αλλά η θεματολογία δεν είναι απαρίθμηση θεμάτων, αλλά ανάλυσής τους. Και η ελληνική σημερινή πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως ικανή στις αναλύσεις.

7)Ποιαν, ή ποιον νέο ‘Έλληνα λογοτέχνη θα ξεχωρίζατε σήμερα; Και ποιο βιβλίο σας έκανε εντύπωση;

- Έχω ξεχωρίσει κάποιους. Έχω και σε κάποια βιβλία σταθεί. Αλλά σίγουρα δεν έχω διαβάσει όλα τα βιβλία και δεν μπορώ να ισχυριστώ πως γνωρίζω όλες τις νέες φωνές. Μα, αν θέλετε και κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις να σας πως δυο ονόματα, τότε σημειώστε: Ασημένια Σαράφη στην ενήλικη λογοτεχνία και Γιώργος Παναγιωτάκης στην εφηβική/παιδική.

8)Πιστεύετε πως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εκφράζει τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τα όνειρα και τους εφιάλτες της ελληνικής κοινωνίας; Κι αν όχι, ποια  ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς γι’ αυτή την κατάσταση;

- Νομίζω πως και από τα όσα προηγούμενα είπα, γίνεται σαφές πως είμαι κάπως διστακτικός στο να απαντήσω με απόλυτη θετικότητα. Τώρα, σχετικά με την ευθύνη των συγγραφέων, παρακαλώ να μη μου ζητάτε να μιλήσω για τις ευθύνες των άλλων. Αναλαμβάνω τις δικές μου και μόνο αυτές.

9) Η «Μάσκα του Καπιτάνο» χτίζεται, σε γενικές γραμμές,  με τα δραματουργικά στοιχεία του  μπούλινγκ, του ερωτικού σκιρτήματος, της γονικής αδιαφορίας, της  εκδίκησης  και των υπερηρώων. Πώς καταλήξατε σ’ αυτό το μύθο; Και τί θέλετε να πείτε μ’ αυτόν, ποιο είναι το μήνυμα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο;

- Στην ουσία η «Μάσκα του Καπιτάνο» έχει ως βασικό της πρόγονο το μυθιστόρημα του Στήβενσον «Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ». Αφορά την πάλη ανάμεσα στο κακό και στο καλό, ανάμεσα στην διαπραγμάτευση και την αποδοχή. Πίσω από μια μάσκα άλλοτε κρύβεται ο εχθρός μας κι άλλοτε εμείς. Οι ρόλοι και η αξία που έχουν στην καθημερινότητα όλων μας και κυρίως των εφήβων. Αυτό που ήθελα να καταθέσω ήταν η αξία της αναγνώρισης του Άλλου. Κι αυτός ο Άλλος μπορεί να είναι και ο ίδιος μας ο εαυτός.

10)Τι σας εμπνέει, τί αγαπάτε, τί φοβόσαστε, τι επιθυμείτε και τί απεχθάνεστε περισσότερο στη ζωή σας;

- Δεν αναζητώ την έμπνευση γιατί όποτε το έκανα, αυτή μου κρυβότανε. Απλώς την περιμένω. Όσον αφορά το τι φοβάμαι… Λοιπόν από τη μια την ατομική ανημποριά σώματος και νου και από την άλλη τον αποχωρισμό από πρόσωπα αγαπημένα. Αυτό που απεχθάνομαι είναι πολύ εύκολο να σας το πω. Τη χυδαιότητα μέσα στην όποιας μορφής καθημερινότητα.


https://www.athinorama.gr/texnes/3018199/deka-erotiseis-ston-mano-kontoleon/?fbclid=IwAR1Klrp-CgKSC5uo2NwA6k8HNcQNbkJnJGRkcL8NFZUTN2tg8VWYrQ78Sno


20.6.23

Μάσκα στο φεγγάρι -Η Νάντια Τράτα στο Fractal

 


Εγχειρίδιο ενηλικίωσης

Γράφει η Νάντια Τράτα

 «Μάσκα στο φεγγάρι» του Μάνου Κοντολέων, Εκδόσεις Πατάκη

Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους για το 1998 για ένα υψηλής έντασης, διαλογικό και ψυχολογικά διεισδυτικό λογοτεχνικό έργο ενηλικίωσης το οποίο αποτυπώνει χωρίς ταμπού τις απρόσμενες διαδρομές προς την αναζήτηση, την απόκρυψη ή και την άρνηση της ταυτότητάς μας έτσι όπως αυτή καθρεφτίζεται πάνω στα μάτια των άλλων, επιστρέφοντάς μας την παραμορφωμένη, αλλαγμένη, τροποποιημένη μας εικόνα, με μία αφήγηση καθηλωτική, ζωντανή, σύγχρονη που μιλά με ευαισθησία και λεπτότητα, με στιβαρή ειλικρίνεια μα και αισθαντικότητα, αποπνέοντας πείσμα και αισιοδοξία, μα πάνω απ’ όλα, επιτρέποντας μία αδιασάλευτη βεβαιότητα: η ωραιότερη εποχή στη ζωή μας είναι ίσως και η πιο βασανιστική, τα χρόνια της εφηβείας, καθώς περπατάμε με τα μάτια σχεδόν κλειστά, συμμετέχοντας σ’ ένα παιγνίδι τυφλόμυγας ψαχουλεύοντας με τα χέρια μας κάπου κάτι ν’ αγγίξουμε, η αφή κάποτε γίνεται σκληρή, άγρια, απωθητική, παραπατάμε, σκοντάφτουμε μα κρατιόμαστε από τη χαραμάδα φωτός που διαπερνά τα σφιχτοσφαλισμένα μας μάτια, αφουγκραζόμενοι ήχους που σαν κύματα έρχονται από το αφανέρωτο ακόμη μέλλον μας.

Δύο έφηβοι, ο Νικήτας και η Κλειώ στα δεκαεπτά τους χρόνια, μαθητές της Β’ τάξης Λυκείου λυγίζουν κάτω από την παγωμένη ανάσα ενός άπληστου βοριά που περονιάζει τις νεανικές ψυχές τους έτοιμος να ξεριζώσει κάθε μίσχο που τολμηρά ξεπετάγεται από τα γεμάτα σφρίγος ανθοστολισμένα νιάτα τους. Η Έλλη, εικοσιπεντάχρονη νεοδιοριζόμενη φιλόλογος, με τη διεισδυτική της ματιά και τη νεανική της ενσυναίσθηση αναγνωρίζει ότι κάτι σκοτεινό κρύβεται πίσω από την παραίτηση και την επιθετικότητα που εκδηλώνουν οι δύο νέοι εντός του σχολικού περιβάλλοντος ως ασυνείδητα αντίποινα για την ψυχολογική  και σωματική κακοποίηση που υφίστανται στον οικογενειακό τους μικρόκοσμο. Η ίδια η Έλλη εδώ και μία δεκαετία περίπου βασανίζεται από το φάντασμα του αυτόχειρα ηθοποιού Λουκά Αλεξίου, οι παροιμιώδεις ερμηνείες του οποίου στοιχειώνουν τη νεαρή κοπέλα. Ένας αγώνας ξεκινά για τους τρεις ήρωες καθώς με αφορμή μία έρευνα που ιχνηλατεί τα κρυφά αίτια και τα περίπλοκα αιτιατά μίας βιωτής που επέλεξε την επώδυνη παύση, ο συναρπαστικός κόσμος του θεάτρου εισβάλλει απροσδόκητα στη ζωή τους, λειτουργώντας ως σωσίβια λέμβος στην ανταριασμένη τους καθημερινότητα.

Ο Μάνος Κοντολέων ίσως δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις καθώς αποτελεί μία λογοτεχνική σταθερά στο ελληνικό συγγραφικό σύμπαν, συνομιλώντας εδώ και δεκαετίες με τους φανατικούς αναγνώστες του που εξακολουθεί, ευτυχώς, να τους ξεσηκώνει και να τους προσκαλεί σε λογοτεχνικές διαδρομές με έργα γεμάτα δροσιά, νεανικότητα, τόλμη, ρεαλισμό, πρωτοτυπία, γλωσσική και δημιουργική virtuosité, όντας, εν τέλει, ένας grand maître της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, με την κυριολεκτική ανάλυση του όρου, ως πρώτος τη τάξει αλλά και ως μέγας Διδάσκαλος. Πολλαπλά βραβευμένος, κατέχει μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας ως συνοδοιπόρος μας στους μεμονωμένους, μικρούς ή μεγαλύτερους, αγώνες μας για προσωπική αυτοδιάθεση και κοινωνική τελείωση, προάγοντας την αλληλεγγύη και την αποδοχή ως φωτεινούς οδοδείκτες.

Ήδη το εξώφυλλο προδιαθέτει τον αναγνώστη και προοικονομεί τις εξελίξεις : ένα πρόσωπο κρύβεται πίσω από μία μάσκα σε σχήμα ολόγιομου φεγγαριού η οποία, με τη σειρά της, κρύβεται κάτω από μία ακόμη μάσκα, ένα φεγγάρι στη χάση του. Θηλυκό και αρσενικό, η γέννηση και ο θάνατος, το φως και το σκοτάδι, το «είναι» και το «φαίνεσθαι», η ζωή μας μέσα από το πρίσμα μίας άλλης, ξένης ματιάς, ποιος υποδύεται ποιον, ποιος κρύβει ποιον, ένα παιγνίδι με τις σκιές, τις εναλλαγές ρόλων, τη χρήση προσωπείου ως μέσο μύησης στην ενηλικίωση, οι ήρωες του αρχαιοελληνικού, του σκανδιναβικού, του αμερικάνικου, του ισπανικού θεάτρου γίνονται παραστάτες σε μία αλλόκοτη παρέλαση.

Τολμηρά μα πάντα με στοχασμό και λεπτότητα, ήδη από το 1997, ο Μάνος Κοντολέων θα εισάγει μέσα στην αφήγησή του το θέατρο, ένα theatre in a box, πολλαπλές αφηγήσεις εναλλάσσονται, έρχονται σαν δροσερό υπόγειο ρεύμα που κυλά αυτόνομα χωρίς να μπλέκεται με τη φορτισμένη κυματισμένη επιφάνεια. Ένα ζωντανό, παλλόμενο κύτταρο, μία κυψέλη συναισθημάτων, ένας κόσμος που καθώς ξεδιπλώνεται αποκαλύπτει τη βαθιά, υπαρξιακή του σημασία: Ρωμαίος, Λεονάρντο, Άμλετ, Όσβαλντ, Οιδίποδας, Ηλέκτρα, ρόλοι-σταθμοί όχι μόνο για τον ίδιο τον Λουκά, από καιρό χαμένο στη λήθη του χρόνου, μα και για τους νεαρούς ήρωες που θα διανύσουν την απόσταση που μεσολαβεί μεταξύ εφηβείας και ωριμότητας, κρατώντας σταθερά σαν φώτα πορείας τα πολύτιμα ευρήματα που αποκομίζουν από τη μελέτη της ζωής και του έργου του Λουκά Αλεξίου.

Μέγας μύστης της λογοτεχνίας, δεινός storyteller, ο Μάνος Κοντολέων ενσωματώνει σε κάθε του έργο προσωπικές αναζητήσεις και ουσιαστικές προτάσεις μιλώντας με τρόπο αβίαστο και προσιτό σε όλους τους αναγνώστες, κάθε ηλικίας και φύλου, ενσωματώνοντας στα βιβλία του τις κατακτήσεις του δικού του νου και τις ευαισθησίες της δικής του καρδιάς, φτιάχνοντας ένα σύμπαν ποιητικό, συγκινητικό μα την ίδια στιγμή ηλεκτροφόρο όπου όλα τα μέσα υπηρετούν γλαφυρά την δική μας βασική ανάγκη να διαβάζουμε ιστορίες.

Η Μάσκα στο φεγγάρι είναι ένα εγχειρίδιο ενηλικίωσης, χωρίς οδηγίες, χωρίς διδακτισμό, χωρίς αυθεντία μα γεμάτο από την αγάπη του ίδιου του συγγραφέα για το θέατρο και τη βεβαιότητα πως τα μεγάλα έργα δεν έχουν ηλικία, ζουν μαζί μας σε κάθε εποχή, αντιστέκονται στο χωροχρόνο διατηρώντας μία δική τους αυτόνομη προσωπικότητα, εκφεύγουν από τον δημιουργό τους και αναπτύσσονται ανεξάρτητα, αέναα, παραδίδοντας σε κάθε εποχή τα μαθήματα που καθένας μας χρειάζεται να αντλήσει από αυτά. Την ίδια περίπου περίοδο με το χρονικό διάστημα της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, ξεκινούν ολοένα και πιο δραστήριες ενέργειες για την πιστοποίηση και την καθιέρωση  της θεατρικής εκπαίδευσης ως αναπόσπαστου τμήματος της καθιερωμένης συστημικής σχολικής παρακολούθησης των εγκύκλιων σπουδών.

Οι νεαροί ήρωες στο έργο Μάσκα στο φεγγάρι χρησιμοποιούν τη μάσκα του τραγικού ηθοποιού ως είδωλο (με την έννοια του λατρευτικού αντικειμένου) μέσω του οποίου ενώ φαίνεται πως προσεγγίζουν εξωτερικά τις ερμηνείες και τα κρυφά τραύματα της βασανισμένης βιωτής του Λουκά Αλεξίου, την ίδια στιγμή συντελείται μία άλλη διαδρομή, ανυποψίαστη και ανεπαίσθητη, μία διαδρομή προς έναν ωριμότερο, πιο ολοκληρωμένο, πιο κατασταλαγμένο, πιο σταθερό, πιο σίγουρο εαυτό. Η θεατρική παιδεία δίνει το έναυσμα για να μελετήσουν τις προκλήσεις που θέτουν τα κοινωνικά στερεότυπα, εκπροσωπούμενα από την καθεστηκυία τάξη στο σχολικό περιβάλλον, να αντιμετωπίσουν τα ευάλωτα συναισθήματά τους καθώς είναι θύματα, ο Νικήτας και η Κλειώ, της απαράδεκτης συμπεριφοράς από τον εκφραστή μίας διεστραμμένης αρρενωπότητας (ο πατέρας της Κλειώς), τη συνθλίβουσα έγνοια της μητέρας του Νικήτα που δεν διστάζει να εκμηδενίσει κάθε επιθυμία του γιου της, την υποταγμένη θηλυκή συμπεριφορά της μητέρας της Κλειώς και την μάλλον αδιάφορη και χλιαρή τοποθέτηση του πατέρα του Νικήτα.

Μα και η Έλλη, νεαρή φιλόλογος στα εικοσιπέντε της χρόνια, που κουβαλά εδώ και  μία δεκαετία το άχθος της δικής της ατελεύτητης εφηβείας που στοιχειώνεται από έναν ακατανόητο πλατωνικό έρωτα για έναν ηθοποιό που ελάχιστα γνώρισε μα κατάφερε να γίνει η εμμονή της και να υπαγορεύει σχεδόν τους βηματισμούς και τις επιλογές της, ψηλαφίζει τις ερμηνείες και τις αλήθειες που αγνοούσε έως σήμερα, καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από το ξόρκι και να ορίσει τη δική της ανεξάρτητη πλέον πορεία προς ένα μέλλον πιο φωτεινό, πιο ανάλαφρο, απαλλαγμένο από τη γητειά που την κρατά μαγεμένη και σφαλίζει την πόρτα της ψυχής της σε κάθε έκφραση νεανικής φρεσκάδας.

Δεν θα μπορούσα να μη σταθώ με θλίψη σε μία ακόμη σχέση, μία σχέση που περιγράφεται ίσως λιγότερο γλαφυρά από άλλες μέσα στο βιβλίο, μία σχέση μητέρας-γιου, καταπιεστική, εξουσιαστική, απορριπτική, που ισορροπεί σε ένα τεντωμένο σχοινί που ολοένα τραντάζεται έως ότου κοπεί ολοκληρωτικά και βυθίσει στο χάος τον πιο αδύναμο, τον πιο εξαρτημένο, τον περισσότερο ευαίσθητο. Η Θάλεια Αλεξίου παρά την αγάπη της προς τον γιο της, παρασύρεται από τη δική της μεγαλύτερη αυταρέσκεια, δεν τολμά να χάσει όσα με κόπο και πόνο κατέκτησε, κανείς, ούτε ακόμη ο ίδιος της ο γιος δεν θα επιτρέψει να σταθεί εμπόδιο σε όσα έχει κατακτήσει. Κρύψου, του ζητά, γίνε κάποιος άλλος, βάλε τη μάσκα όχι πια πάνω στη σκηνή αλλά στην καθημερινή σου ζωή, κάνε πως είσαι κάποιος άλλος, γίνε εσύ ο ίδιος η σκηνή και ο πρωταγωνιστής ενός έργου όπου θα υποδυθείς έναν ρόλο, τον εαυτό σου. Αυτό θα γίνει η σπουδαιότερη ερμηνεία του…… μα και η καταστροφή του……

Ένα, εν τέλει, σπουδαίο έργο, με αντισυμβατική προσέγγιση, ψυχολογικά ειλικρινές και συγγραφικά δεξιοτεχνικό συγγραφικό οδοιπορικό ενηλικίωσης δοσμένο με έναν απόλυτα μοντέρνο τρόπο καθώς εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, η αλήθεια έρχεται σταδιακά στο φως και το αληθινό πρόσωπο του δράματος δεν αποκαλύπτεται παρά στο συγκινητικό απελευθερωτικό φινάλε στο οποίο μας οδηγεί μία σοφή, ψύχραιμη όσο και βαθιά τρυφερή ανθρωποκεντρική προσέγγιση των προβληματισμών που μοιράζεται αφειδώλευτα με τους αναγνώστες του.

Μικρές λεπτομέρειες αποκαλύπτουν πολύτιμες πληροφορίες, αντιφατικά συναισθήματα κυριεύουν χορογραφημένες σκηνοθετικά συζητήσεις, ολόκληρο το μυθιστόρημα πάλλεται αφενός μεν από τη δύναμη και την αμεσότητα της θεατρικής πράξης ως ενός αποτελεσματικού εργαλείου για τη διαδικασία της ενηλικίωσης αφετέρου δε από τη σημασία της μάσκας που καθένας μας φορά σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μας, όπου πραγματικότητα και θεατρική σκηνή μπλέκονται  μεταξύ τους και τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος γίνονται τόσο δυσδιάκριτα όσο και η σημερινή εικονική ταυτότητα που οι περισσότεροι υιοθετούν καθώς γεμάτοι πείσμα και αποφασιστικότητα διανύουμε τις λεωφόρους της νέας ιντερνετικής πραγματικότητας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθώς  οι περισσότεροι προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από λαμπερές μάσκες ενώ, την ίδια στιγμή, πασχίζουμε να λύσουμε δύσκολες εξισώσεις στην καθημερινή μας ζωή….

https://www.fractalart.gr/maska-sto-feggari/

 Μάιος 2023

19.6.23

Παυλίνα Παμπούδη "Χάρτινη ζωή"

 

Παυλίνα Παμπούδη

«Χάρτινη ζωή»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Ροές

 

 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Παυλίνας Παμπούδη «Χάρτινη ζωή».

Στην ουσία πρόκειται για την επανακυκλοφορία ενός μυθιστορήματος που είχε δει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 2002 και που εφέτος, έρχεται και πάλι στα ράφια  των βιβλιοπωλείων με μια παρόμοια μεν δομή, αλλά πολύ περισσότερο επαυξημένη με ποικίλα στοιχεία και ντοκουμέντα, όπως και με τους ίδιους, μεν, ήρωες, αλλά με τα πραγματικά τους ονόματα.

Στην ουσία πρόκειται για μια μεγάλη εξιστόρηση των ζωών δυο οικογενειών -η μια με καταγωγή από την Κρήτη, από τη Χαλκίδα η άλλη- από το 1900 έως το 2000 και που τώρα τεκμηριώνεται με περισσότερες πληροφορίες.

Η ίδια η Παυλίνα Παμπούδη -που συνδέεται άμεσα με τις δυο αυτές οικογένειες μέσω των γονιών της- σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, ερμήνευσε τον τίτλο του έργου της αυτού.

Είπε χαρακτηριστικά: Ο τίτλος κυριολεκτεί. Το βιβλίο βασίστηκε στην ιδέα αυτής της παράλληλης ζωής, της χάρτινης, που μας ακολουθεί όλους από το χαρτί της ληξιαρχικής πράξης γέννησης μέχρι το χαρτί της ληξιαρχικής πράξης θανάτου: Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ημερομηνίες συσσωρεύονται τα άφθονα χάρτινα ντοκουμέντα, που πιστοποιούν διαρκώς την ύπαρξή μας. Έγγραφα επίσημα και ιδιωτικά, δημοσιεύσεις, προκηρύξεις, ανακοινώσεις, ενημερώσεις, σημειώματα, γράμματα, κ.ο.κ. Οι ζωές μας, οι σκέψεις και οι πράξεις, αφήνουν ίχνη και στην καρδιά και στο χαρτί. (συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, diastixo.gr)

Οι προσωπικές ιστορίες επηρεάζονται από τη γενική Ιστορία, αλλά με τον δικό τους τρόπο και αυτές, πιο πριν και πιο μετά, τη διαμορφώνουν.

Και είναι γεγονός πως τον τελευταίο καιρό, τόσο σε ελληνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, οι συγγραφείς  αναζητούν την όποια ταυτότητα (ατομική, κοινωνική, εθνική  κλπ.) ανιχνεύοντας και ανασυνθέτοντας τις καθημερινές στιγμές καθημερινών ανθρώπων του χτες.

Ως σχετικά και πρόσφατα παραδείγματα αναφέρω τα έργα  του Τζόναθαν Κόου «Bournville: Το διαιρεμένο βασίλειο» (Εκδόσεις Πόλις) και της Μάνιας Παπαδημητρίου «Σμύρνη, Μανίτσα μου» (Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο)

Μα φαίνεται πως η Παυλίνα Παμπούδη είχε προηγηθεί μιας και η «Χάρτινη ζωή» της είχε κάνει την εμφάνισή της από το 2002. Και πρέπει να αναγνωριστεί πως για εκείνα τα χρόνια και για τα ελληνικά δεδομένα, το εγχείρημα είχε μια πρωτοπορία και πρωτοτυπία.

Πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο έργο, με πολλές πληροφορίες για ιστορικά γεγονότα του τότε, για κοινωνικές νόρμες του παρελθόντος, για τα πάθη που δείχνουν πως έχουν πεθάνει μα στην ουσία μεταλλάσσονται.

Θέλει προσεχτικό χειρισμό η διαχείριση ενός τόσο πλούσιου υλικού, έτσι ώστε να μπορέσει να ‘δεθεί’ σε μια ενιαία μορφή και να προσφέρει στον αναγνώστη του και αυτά που τυχόν θα ζητά από ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο και αυτά που θα θέλει να βρει σε ένα βιβλίο γεμάτο με αρχεία (έγγραφα, δημοσιεύματα, φωτογραφίες, αλληλογραφία κλπ.) που συνυπάρχουν με λογοτεχνικές κατασκευές.

Η Παμπούδη το είχε επιτύχει αυτό από το 2002. Οπότε μένει το ερώτημα γιατί τάχα προχώρησε σε μια επανέκδοση του έργου, αυτή τη φορά με περισσότερα στοιχεία, αλλά κυρίως με τα πραγματικά ονόματα των ανθρώπων που κυκλοφορούν μέσα στις σελίδες του.

Και είναι ερώτημα που το θέτω εντός ενός κριτικού σημειώματος και όχι με πρόθεση ψυχανάλυσης. Αλλά και από την άλλη, δεν γίνεται να μην αναζητήσω συναισθηματικά  και ψυχαναλυτικά αποτυπώματα σε ένα τόσο σύνθετο έργο που φωτίζει οικογενειακά μυστικά και ερμηνεύει πορείες και αποφάσεις πολλών ζωών.

Μα όποιος κι αν υπήρξε ο μοχλός με τον οποίο επαναλειτούργησε η ανάγκη επανέκδοσης, το γεγονός πως έχουμε στα χέρια μας ένα σπαρταριστό κείμενο που περιγράφει έναν αιώνα και μαζί με αυτόν τις ερμηνείες διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών τριών γενεών, είναι καλοδεχούμενο.

Καθώς έχουμε πλέον εισέλθει στην εποχή των διαδοχικών και ταχύτατων ενημερώσεων κάθε ανθρώπινης πράξης, ο κίνδυνος όλες αυτές να μετατρέπονται σε μια ασαφή και χωρίς παλμό μάζα πληροφοριών, είναι πλέον υπαρκτός. Οικογενειακά μυστικά δεν υπάρχουν, ατομικές απομονώσεις εξαφανίστηκαν, όλα σε μια παγκόσμια εικονική οθόνη  προβάλλονται και οι θεατές δεν προλαβαίνουν να πάρουν θέση για την όποια περίπτωση. Αμέσως μετά μια άλλη, άλλες τους αποσυντονίζουν.

Αλλά ο γραπτός λόγος μένει. Έχει μια σταθερότητα. Και για αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά και για εκείνον από τον οποίο γράφεται.

Τα ντοκουμέντα πρέπει να βγουν από κλειστά σεντούκια ή σκοτεινές βιβλιοθήκες. Και οι άνθρωποι πρέπει να διεκδικήσουν τη θέση τους στη μνήμη των επερχόμενων γενεών με το δικό του όνομα ο καθένας. Και ο καταγραφέας όλων αυτών, αξίζει να τολμά να λειτουργεί ως ένας άνθρωπος που θέλει να μιλήσει ξεκάθαρα για αυτούς που τον γέννησαν και για όσους τον διαμόρφωσαν, μα και για όσους ο ίδιος μέσα στην πορεία της ζωής του  επηρέασε.

Η Παυλίνα Παμπούδη πριν από 23 χρόνια το είχε τολμήσει. Τώρα ολοκληρώνει την τόλμη της. Έτσι κι αλλιώς είναι μια λογοτεχνική περσόνα που δεν μπορείς εύκολα να την εντάξεις σε ένα είδος. Και ποιήτρια και πεζογράφος και δημιουργός ΄’δήθεν παιδικών κειμένων΄ και στιχουργός και μεταφράστρια και ζωγράφος.

Πριν από 23 χρόνια είχε κλείσει το μάτι στους αναγνώστες της και τους είχε δείξει πως μπορεί να συνεργαστούν κοινωνία, οικογένεια, χαρακτήρες για να δημιουργήσουν μια ατομική  σελίδα ιστορίας. Τώρα το νεύμα γίνεται πιο ξεκάθαρο. Όλα στο φως.

Και όλα και πάλι να ειπωθούν από την αρχή. Άλλωστε –

Ένα άηχο βουητό ανέβηκε από την άβυσσο. «Εγώ. Χωρίς εγώ, χωρίς ονόματα και ιδιότητες. Χωρίς υπάρχοντα, σάρκα, όργανα, γλώσσα. Νου. Ιστορίες. Όλη η οικογένεια του ανθρώπου απ΄΄την αρχή του χρόνου κι ως το τέλος του κόσμου. Σε υποδέχομαι στην πύλη ως μαμά γιατί επικαλέστηκες μαμά, σχεδόν 90 χρόνων μωρό»

Οι τελευταίες προτάσεις του βιβλίου φωτίζουν συγγραφικές προθέσεις και καλύπτουν αναγνωστικές αγωνίες.

(882 λέξεις)

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/17876-xartini-zoi-tis-pavlinas-pampoydi-kritiki-ola-sto-fos