4.4.20

Thomas Mann Η απατημένη

Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα

Thomas Mann
«Η απατημένη»
Μετάφραση: Γιάννης Κοιλής
Εκδόσεις Κριτική

                                  
Ο Τόμας Μαν (1875 -1955), ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1929 Γερμανός συγγραφέας, αναντίρρητα υπήρξε μια ηγετική μορφή στην πνευματική κίνηση της Δύσης κατά τον 20ο αιώνα.
Μυθιστορήματα του όπως το «Μαγικό Βουνό, το «Δόκτωρ Φάουστους»  ή το «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού» αποτελούν άξονες διαμόρφωσης της δυναμικής αυτού του λογοτεχνικού είδους καθώς δίπλα στην μυθιστορηματική πλοκή (συχνά και πάνω από αυτήν) τοποθετούν φιλοσοφικές ανησυχίες και κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις.
Το έργο του Μαν συνομιλεί με τις απόψεις φιλοσόφων όπως οι Νίτσε και  Σοπενχάουερ, ψυχαναλυτών όπως ο Φρόιντ  ή προγενέστερων λογοτεχνών όπως ο Γκαίτε.
Μα αν και ο Μαν θεωρείται (και είναι) ένας από τους σημαντικούς μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα, έχει παράλληλα γράψει και άλλα πολλά μικρότερης έκτασης λογοτεχνικά κείμενα (διηγήματα και νουβέλες)
Και από μια σκοπιά μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως εν τέλει η αξία ενός μυθιστοριογράφου επιβεβαιώνεται μέσα από τα συντομότερα έργα του. Κι αυτό γιατί τόσο σε  μια νουβέλα όσο και σ΄ ένα διήγημα η δυνατότητα εξάπλωσης των ιδεών -όταν μάλιστα  πρέπει αντίστοιχα να προσέχεται και η αναλογία τους με την όποια πλοκή- είναι αν όχι περιορισμένη, σίγουρα πάντως απαιτεί ευστοχία και αποτελεσματική εμβάθυνση.
Στην περίπτωση, λοιπόν, του Μαν, τα μικρότερης έκτασης λογοτεχνικά του κείμενα διαθέτουν σε υπέρμετρο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά και έτσι χωρίς να πάψει κανείς να θεωρεί το μυθιστορηματικό του αποτύπωμα ως ένα από τα πλέον σημαντικά όλων των εποχών, παράλληλα αξίζει να σταθεί και στη μεγίστη δυναμική των διηγημάτων του.
Θα τολμούσα δε να ισχυριστώ πως σε ένα πλατύτερο κοινό, αυτά τα μικρής έκτασης έργα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο προσιτά και πιο πολύ να αγαπηθούν καθώς είναι λιγότερα εμποτισμένα σε αναπτύξεις φιλοσοφικών αναλύσεων.
Το παράδειγμα της νουβέλας «Θάνατος στη Βενετία» αποδεικνύει αυτή την άποψη.

Αλλά το κύρος του μυθιστοριογράφου Μάν επισκιάζει -πάντα σε ένα πλατύτερο κοινό- τον διηγηματογράφο.
                                       ****
Πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κριτική επανακυκλοφόρησε η νουβέλα του Μαν «Η απατημένη» σε μετάφραση του Γιάννη Κοιλή.
(Το έργο, στην ίδια μετάφραση, είχε  πρωτοκυκλοφορήσει το 1989 μαζί με δυο ακόμα νουβέλες και κάτω από τον ενιαίο τίτλο ‘Τρεις νουβέλες’)
Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής μιας πενηντάχρονης χήρας   μεσοαστής, της Ροζαλί Φον Τίμλερ που ζει στο Ντίσελντορφ, εκεί γύρω στα 1930, μαζί με τα δυο παιδιά της* την  τριαντάχρονη περίπου Άννα που είναι χωλή και έχει ζωγραφικό ταλέντο και τον δεκαεξάχρονο περίπου γιο της τον Έντουαρτ που επειδή σχεδιάζει να σπουδάσει στο εξωτερικό θέλει να μάθει αγγλικά κι έτσι προσλαμβάνεται ο  γοητευτικός νεαρός Αμερικάνος Κεν Κίτον για να του παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
Η είσοδος ενός νεαρού αρσενικού που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ατόμου μιας νέας εποχής μέσα στο συγκρατημένο μικρόκοσμο της οικογένειας Τίμλερ, θα αποτελέσει το θέμα της νουβέλας, με καταλυτικό τέλος την απόφαση της Ροζαλί να τολμήσει να εκφράσει το πάθος της προς τον Κεν. Αλλά στο σημείο αυτό το σώμα προδίδει το συναίσθημα. Και εκεί όπου η Ροζαλί προετοιμάζεται για την τελευταία καρποφορία της σάρκας της, θα βρεθεί απόλυτα νικημένη από την άρνηση της Φύσης να αποδεχτεί την αμφισβήτηση της.
Το αίμα που ξαφνικά κάνει  και πάλι την επανεμφάνισή του και η Ροζαλί θα το εκλάβει ως ένδειξη άνθισης της θηλυκής φύσης της,  θα αποδειχτεί πως είναι το πρώτο σημάδι ενός καρκίνου που θα φέρει τον θάνατο της.
Μια τελεσίδικη αντίθεση, τελευταία στη σειρά άλλων παρόμοιων διπολικών αντιθέσεων που διαπερνούν όλο το έργο.  
Ο παλιός κόσμος  και ο νέος* η συγκρατημένη στάση της αναπηρίας και η παράφορη έκφραση της υγειούς νεότητας* ο αυτοπεριορισμός της καλλιτεχνικής  δημιουργίας λόγω κοινωνικών δεσμεύσεων και η χωρίς τις όποιες συνδέσεις με το παρελθόν στάση ενός εκπροσώπου της νέας εποχής και συλλέκτη εμπειριών. Και τέλος η μεγίστη αντίθεση ανάμεσα στο πάθος της ψυχής και στην πεπερασμένη δύναμη του σώματος.
Όπως και στο «Θάνατος στη Βενετία», έτσι και εδώ ο Τόμας Μαν αναπτύσσει την αυτοκαταστροφική έλξη του γήρατος  προς την νεότητα. Και μπορεί στην περίπτωση του ‘Θάνατος στη Βενετία» να υπάρχει επιπλέον και η ‘ιεροσυλία’ της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, αλλά και στην «Απατημένη» έχουμε μια άλλη μορφή -διαχρονικής ίσως;-  ύβρεως, αυτήν της ελεύθερης έκφρασης του σεξουαλικού πάθους από μια μεγαλύτερη γυναίκα προς ένα νεότερό της άντρα. Και επέλεξα στην προηγούμενη πρόταση να χρησιμοποιήσω τη λέξη ‘διαχρονική΄ γιατί όσο και αν η αναγνώριση το δικαιώματος της γυναικείας σεξουαλικότητας  δείχνει στην εποχή μας να είναι σεβαστή, παρόλα αυτά το κοινωνικό στάτους σε κάθε επίπεδο δεν το αποδέχεται ή τουλάχιστον προσπαθεί να το αγνοήσει.
Αλλά αυτό το ζήτημα αποτελεί μόνο τη βάση της πλοκής. Πάνω σε αυτό ο Μαν βρίσκει την ευκαιρία να αναζητήσει παρόμοιες αντιθέσεις ανάμεσα στο υπαρξιακό ‘θέλω’ και στο βιολογικό ‘είμαι’.
Και αυτήν την αναζήτηση την επιχειρεί σε όλα σχεδόν τα κεντρικά πρόσωπα του έργου.
Η κόρη, η Άννα, ζωγραφίζει τα χρώματα της Φύσης ακριβώς γιατί δεν μπορεί -λόγω αναπηρίας- να γευτεί τις μυρωδιές της. Ο συμβολισμός του διαχωρισμού των δύο αισθήσεων, της όρασης και της όσφρησης, είναι καίρια διεισδυτικός. Η Τέχνη θα μπορεί να αποδώσει ότι ‘οράται’ μα και  ότι ‘διαισθάνεται’  μόνο αν ο δημιουργός της έχει τολμήσει να αγνοήσει το ‘φαίνεσθαι’ και να αποδεχθεί το ‘είναι’.
Αν και η ίδια η Άννα είναι μια νέα γυναίκα, θα προσπαθήσει να κάνει την μητέρα της να αποδεχτεί το γήρας της* στην ουσία η ανάπηρη καλλιτέχνης ταυτίζει τη δική της σωματική μειονεξία με την όποια μειονεξία μπορεί να φέρνει μαζί του το γήρας. Αυτοευνουχίζεται ως δημιουργός για να αποδεχτεί την σωματική της αδυναμία.
Ο νεαρός Έντουαρτ χάνει την ευκαιρία να μυηθεί σε μια νέα άποψη της μελλοντικής του ζωής τη στιγμή που κάτι τέτοιο θα τον εξανάγκαζε  να αναγνωρίσει την σεξουαλικότητα της μητέρας του.
Ο Κεν Κίτον έχει την εγωκεντρική αυτάρκεια της νέας τάξης πραγμάτων και απέναντι στις αξίες του χτες κρατά μια στάση κατανάλωσής τους και όχι κατανόησής τους.
Αυτή η συμπόρευση των αντιθέσεων παρουσιάζεται με μια μοναδική συγγραφική μαεστρία στην περιγραφή ενός περιπάτου μάνας και κόρης καθώς εκεί όπου έχουν μαγευτεί από τα χρώματα της Φύσης, ξαφνικά τους γλυκαίνει τις σκέψεις μια  ενδιαφέρουσα μυρωδιά που όμως αποδεικνύεται πως προέρχεται από πτώμα ζώου σε αποσύνθεση.
Θα ήθελα ακόμα να επισημάνω τον τρόπο που περιγράφεται η σεξουαλική έλξη που δημιουργεί ο νεαρός Κεν στην Ροζαλί. Σπάνια μια γραφή άρρενος θα μπορούσε να διεισδύσει στη πυρηνική εκπομπή της σεξουαλικότητα ενός άλλου άντρα και να καταγράψει τόσο αυτήν όσο και το πως εισπράττεται από μια γυναίκα.
Η σκηνή που αναφέρεται σε ένα γεύμα στο σπίτι της Ροζαλί, αλλά και μια από τις τελευταίες όπου η Ροζαλί, πάλι, προξενεί τον άγριο θυμό ενός μαύρου κύκνου  καθώς αντί να τον ταΐσει με ένα κομμάτι ψωμιού που της δίνει ο Κεν, εκείνη προτιμά να το φάει η ίδια μιας και αυτό έχει απάνω του τη θέρμη του σώματος του νεαρού άντρα,  αποτελούν μεγάλες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας -ιδίως αυτή με τον κύκνο όπου στην ουσία προαναγγέλλεται  η εκδίκηση της Φύσης προς εκείνη που την αμφισβητεί (η νουβέλα σε αγγλική έκδοση έχει τον τίτλο «Μαύρος Κύκνος).
Δίπλα σε όλα αυτά, ο Τόμας Μαν, με την προσφιλή του τεχνική, φωτίζει με φιλοσοφικό βάθος ζητήματα όπως αυτά του Θανάτου, του Έρωτα, της Ψυχής, της Τέχνης, του Πολιτισμού, της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας, των Αισθήσεων, της Φθοράς.
Η γραφή του Τόμας Μαν -με την συνθετικότητα της γερμανικής γλώσσας από τη μια και από την άλλη με την αναζήτηση φιλοσοφικών εφαρμογών στις συγγραφικές του θέσεις- ασφαλώς και είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα.
Στο βαθμό που γνωρίζω θα έλεγα πως ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής δυναμικής του μάλλον μειώνεται από τις κατά καιρούς μεταφράσεις των έργων του.
Ο Γιάννης Κοιλής είναι εδώ και χρόνια ένας από τους πλέον δόκιμους μεταφραστές μας έργων του Μάν αλλά και άλλων μεγάλων Γερμανών συγγραφέων.
Η νουβέλα «Η απατημένη» στην ελληνική της έκδοση πολλά οφείλει  στην δική του μεταφραστική ικανότητα.
(Σημείωση: Η επιστολή του Αντόρνο προς τον Μαν που συνοδεύει τη νουβέλα, προσφέρει το δικό της κύρος για μια πληρέστερη  κατανόηση του έργου)



(Βιβλιοδρόμιο, 4/4/2020)