Μάνος Κοντολέων «Η μάσκα του Καπιτάνο» (προδημοσίευση -απόσπασμα)
http://www.periou.gr/%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd-%ce%b7-%ce%bc%ce%ac%cf%83%ce%ba%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%bd%ce%bf/
ΠΡΏΤΑ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΕ κάτι υγρό να μουσκεύει το κούτελό του.
Κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και είδε τη μουσούδα του Ραστ με τη γλώσσα κρεμασμένη πάνω από το πρόσωπό του.
Η ανάσα του σκυλιού κοφτή κι αμέσως μετά μια φωνή βραχνή – κάπως έτσι ακουγότανε η γιαγιά του, που κάπνιζε δυο πακέτα τσιγάρα τη μέρα μέχρι την τελευταία ώρα της ζωής της.
«Έλα, πιάσε μου το χέρι και προσπάθησε να σηκωθείς… Ένα γδάρσιμο, μονάχα, στα γόνατα έχεις…»
Μια γυναίκα τού μιλούσε. Η ματιά του Φιλ σκίρτησε.
«Μάτι που παίζει σαν τη δική σου τη ματιά… Τίποτε άλλο δεν έπαθες!» Η άγνωστη συγκράτησε το αγόρι. «Για να σε δω… Κάνε ένα δυο βήματα…»
Ο Φιλ λύγισε το γόνατο. Το πληγωμένο δέρμα εκεί στην άρθρωση τον έκανε να βογκήξει.
Η γυναίκα τον στήριξε από τον ώμο.
«Με το πόδι, δοκιμάζω τη γέφυρα*1 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Με σοβαρότητα μιλούσε η άγνωστη και παράλληλα έφερε τον Φιλ προς τη μεριά της ξύλινης αυλόπορτας που οδηγούσε στην αυλή του σπιτιού της.
Ο Ραστ είχε ήδη μπει και χαριεντιζότανε με μια παρδαλή γάτα.
Η αυλή στρωμένη με γκρίζες πλάκες, σε μια γωνιά και ανάμεσα σε κλώνους γκουάβα πρόβαλλε μια πέτρινη γούρνα, ολόγυρα πήλινες γλάστρες και παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και, αμέσως μετά, τρία σκαλιά οδηγούσαν σε μια απλόχωρη βεράντα. Από τις δυο πλευρές της εξώπορτας, καρφωμένα στον τοίχο δυο κλουβιά. Στο ένα μέσα κάποιο πουλί με κατακόκκινα φτερά∙ στο άλλο ένα με πιτσιλωτό φτέρωμα.
Τιτιβίζανε. Και από τη γούρνα έσταζε ήρεμα, ρυθμικά το νερό.
Δροσιά.
Η γυναίκα έβαλε τον Φιλ να καθίσει κάτω από τον ίσκιο μιας μοσχοϊτιάς.
«Πάω να φέρω βαμβάκι, οινόπνευμα…» – η φωνή της πάντα βραχνή και σταθερή.
Ο Φιλ προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες. Το αίμα τον αναστάτωνε.
Οι άντρες δεν κλαίνε! θα του φώναζε ο πατέρας, αν… Ο Φιλ κοίταξε ολόγυρά του. Από την αφημένη μισάνοιχτη αυλόπορτα φαινότανε ο δρόμος και ένα μέρος του πεσμένου στο χώμα ποδηλάτου.
Το είδε ο Φιλ και πήγε να σηκωθεί. Δεν έπρεπε να μείνει εκεί πέρα το ποδήλατο. Μπορεί κάποιος να το άρπαζε. Και τότε ο παππούς…
Με το πρώτο κιόλας βήμα κατάλαβε πως ο πόνος ήταν ακόμα οξύς.
«Ποια, τάχα, φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου και ποια ανεμοζάλη *2 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Η γυναίκα προσπέρασε τον Φιλ. «Κάτσε εκεί που σ’ έβαλα και σ’ το φέρνω εγώ… Να σ’ το κλέψει κανείς, πάντως, μη φοβάσαι…» Επέστρεψε κρατώντας το ποδήλατο. «Παλιατσαρία!… Άσε που ποιος θα τολμούσε να μπλέξει με τον γέρο του πέρα σπιτιού… Όλοι ξέρουμε πως δικό του είναι τούτο δω… Κι εσύ το εγγόνι που περίμενε…» πρόσθεσε και, για να προλάβει την όποια ερώτηση, φρόντισε να διευκρινίσει: «Στα μικρά μέρη… Κρυφά μου ’στειλαν μαντάτα, κι ο καλός μου είναι στη στράτα*3 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής».
Ο Φιλ κατάλαβε πως εννοούσε τον παππού του… Όσοι στον τόπο αυτόν κατοικούσαν θα είχαν ακούσει για τον ερχομό του… Γι’ αυτό και μόνο; Ξέρουν κι άλλα, άραγε;
Ο Φιλ λες και τρέμει.
«Έλα, άπλωσε το πόδι σου!» Η γυναίκα δε δείχνει να προσέχει την ταραχή του. «Με τούτη δω την αλοιφή που θα σου βάλω, μέχρι το βράδυ θα έχει κλείσει το τραύμα» λέει κι αρχίζει να περιποιείται την πληγή.
Ο Φιλ δάγκωσε τα χείλη του. Γέλασε, τώρα, η γυναίκα.
«Έλα, κόψε από τη γλάστρα τούτη δω ένα φυλλαράκι μέντας. Μύρισέ το!… Σταλάζει η πρωινή δροσιά από κάθε φύλλο του κήπου *4 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Τώρα η γυναίκα τύλιγε με επίδεσμο το τραύμα.
Και ανασηκώθηκε.
Του δίνει μαντιλάκια ποτισμένα σε αντισηπτικό.
«Καθάρισε και τα χέρια σου… Καφεδάκι μάλλον δεν πίνεις… Γάλα είναι για τα μωρά… Οπότε, τι απομένει;… Σταφύλια… Θες; Ή μήπως καλογινωμένο μάνγκο;»
Ο Φιλ κοίταξε το δεμένο του γόνατο. Ο πόνος μαλάκωνε.
«Ευχαριστώ… Καλύτερα να φύγω τώρα!»
«Λάουρα!…» Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της και έσφιξε την παλάμη του Φιλ. «Πρόσεξε, όχι Λώρα, αλλά Λάουρα… Έτσι θα με φωνάζεις» είπε και φάνηκε πως περίμενε να ακούσει το δικό του όνομα.
«Φιλ… Με λένε Φιλ» είπε.
Η γυναίκα τράβηξε μια πάνινη πολυθρόνα από πιο δίπλα και κάθισε.
Ο Φιλ την περιεργάστηκε.
Ίσως πιο νέα από τον παππού του – έτσι, τουλάχιστον, έδειχνε. Μα σίγουρα μεγαλύτερη από τη μητέρα του. Τα μαλλιά της… Τρίχες λευκές και γκριζόμαυρες… Αλατοπίπερο! Και τα μάτια της ίδια με δυο γυάλινες, κατάμαυρες χάντρες. Χείλη μικρά. Ζουμερά. Δέρμα φωτεινό – από τις άκριες των ματιών μικρές ρυτίδες ζωγραφίζανε, λες, ακτίνες που ξεκινούσαν από τις λαμπερές ίριδες και σβήνανε προς τη μεριά των κροτάφων. Αδύνατη. Μα όχι κοκαλιάρα. Και το ρούχο της… Μια ολόσωμη φόρμα – τόσο κίτρινη που σου πληγώνει το βλέμμα.
Την περιεργάζεται ο Φιλ κι η γυναίκα κάνει το ίδιο. Κι έπειτα λέει…
«Λοιπόν… Δε θα περάσουμε όλο το πρωινά κοιτώντας ο ένας τον άλλον… Άλλωστε, όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής: δεν ξεχνώ, μα ούτε στιγμή, δυο γαλανά ματάκια, δυο χείλη ρόδινα…» *5 Αναστενάζει πρώτα με σοβαρότητα και μετά βάζει τα γέλια. «Εσύ δεν έχεις πάντως μήτε κόκκινα μαλλιά μήτε και φακίδες…»
Χαμογελά ο Φιλ.
«Ο εγγονός του, λοιπόν… Έτσι;» Η Λάουρα δείχνει με το κεφάλι προς τη μεριά του κτήματος του παππού.
«Ναι…»
«Μικρό το μέρος, όλα μαθαίνονται…» η Λάουρα εξηγεί. «Αλλά η ώρα περνά κι εγώ έχω…» Με το βλέμμα αναζητά τη θέση του ήλιου.
Ο Φιλ πάει να σηκωθεί.
«Πού πας, μικρέ τραυματία;… Οι μώλωπες της γης προσμένουν την βροχή *6 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής…» Η Λάουρα έχει κι εκείνη σηκωθεί. «Πρέπει να βγάλω την τυρόπιτα από τον φούρνο – αυτή τη δουλειά εννοούσα πως έχω… Προσώρας, δηλαδή… Μετά θα σε ξεναγήσω στο σπίτι μου για να δεις… πόσο πιο δω πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε *7– όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής» λέει και γελά.
«Μα…» Ο Φιλ σηκώνεται, αλλά μια γκριμάτσα προδίδει τον πόνο του.
«Όπως τα είπα όλα θα γίνουν!»
«Αλλά είναι κι ο Ραστ…»
Η Λάουρα στρέφει το βλέμμα.
«Για δες τον!»
Ο Ραστ κυλιέται μέσα στα παρτέρια με τη γάτα.
«Κάθε πρωί μας κάνει την επίσκεψή του. Φιλαράκια με τον Μπατίκ μου… Την ίδια μέρα νομίζω γεννηθήκανε… Ξέρει ο Ραστ τον δρόμο και για το “έλα” και για το “φεύγα”…» Η Λάουρα κοντοστέκεται στα σκαλάκια της εισόδου. «Από εδώ κι εμπρός κι εσύ όποτε θες… Τώρα τον δρόμο τον έμαθες!» λέει, κι ενώ δρασκελά το πλατύσκαλο, ο Φιλ την ακούει να μουρμουρίζει: «Έχει μιαν ήρεμη καρδιά και σα μικρού πουλιού δειλή…»*8
Αυτά μόνο μπόρεσε να ξεχωρίσει. Μα υπέθεσε όσα θα είχαν –σίγουρα– ακολουθήσει…
Όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής.
Και ο Φιλ χαμογελά. Κι έπειτα δακρύζει.
Για πρώτη φορά αισθάνθηκε… Βρήκε… Βρέθηκε…
ΣΗΜΈΙΩΣΈΙΣ
- Χαϊκού από τη συλλογή Χαϊκού και σενριού, μτφρ. Σωκράτης Σκαρτσής, εκδόσεις Καστανιώτη 1988.
- Από το ποίημα «Μια πίκρα» του Κωστή Παλαμά.
- Από το ποίημα «Η γριά στο χορό» του Ν. Πετιμεζά Λαύρα.
- Από το ποίημα «Συνάντημα» του Τάκη Παπατσώνη.
- Από το ποίημα «Πορτρέτο» του Κ. Κουκή.
- Από το ποίημα «Κράμα ενιαυτών» του Ανδρέα Εμπειρίκου.
- Από το ποίημα «Προθαλάμιο» του Γιώργου Καραβασίλη.
- Από το ποίημα «Ήθελα» του Νίκου Καββαδία.