8.6.19

40 χρόνια - Έψαχνα πάντα την Αιτία




Αμαρτωλή Πόλη
Ανίσχυρος άγγελος
Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε
-Μάνος Κοντολέων : 40 χρόνια… Έψαχνα πάντα την Αιτία-
                      Από τις Εκδόσεις Πατάκη

Πώς αλλιώς άλλωστε; Αφού ο έφηβος είναι αυτός που συνειδητά και με πάθος αναζητά την Αιτία και απαιτεί την Ευθύνη.
                     
                             ***********

Ένας μυθιστόρημα για την εφηβεία σε αδιέξοδο

Ανίσχυρος άγγελος
Ένα μυθιστόρημα για μια εφηβεία που θέλει να αναλάβει την δική της Ευθύνη.


‘Ενα  μυθιστόρημα για την εφηβική απόφαση -το θάρρος, ή τον δισταγμό να την υπερασπιστείς.

Η βροχή έγινε ποτάμι, έγινε χείμαρρος.
Ο χείμαρρος πέφτει σε λίμνη.
Στη λίμνη μέσα κύκνοι αλαφιασμένοι θα μαζευτούνε.
Όμορφα πουλιά, πλασμένα όμως να ζούνε σε νερά ήρεμα. Όχι μέσα σε λίμνη που ολοένα και νέοι καταρράχτες ανταριάζουν την επιφάνειά της.
Αλαφιασμένοι κύκνοι, μέσα στα μάτια τους καθρεφτίζεται η οργή, η απορία, η περηφάνια… Το μίσος. Ο φθόνος. Η απόγνωση.
Αποφάσεις καθρεφτίζονται μέσα στις κόρες των ματιών κάθε κύκνου.
Και μετά η βροχή σταματά.
Η πλατεία πάντα μια λίμνη παραμένει. Τη γεμίζουν σιωπές ανθρώπων.
Και κύκνοι – περήφανα, αλλοπρόσαλλα πουλιά.
Κατάμαυρα πουλιά. Σαγηνευτικά πλάσματα. Οργισμένα.
Κύκνοι που τους στερούν το μέλλον. Το όνειρο. Την ελπίδα.
Μετά την καταιγίδα έρχεται –λένε– η νηνεμία.
Μα και πριν την μπόρα, την άγρια χιονόπτωση, πάλι μια ηρεμία πέφτει.
Η βασιλεία της σιωπής.
Μάλλον η βασιλεία της απόγνωσης.
Στην αρχή σιωπηλή.
Μόνο κάποιες κραυγές. Κύκνεια άσματα.
Όταν αρχίσουν οι κύκνοι να τραγουδάνε είναι είτε γιατί πεθαίνουν, είτε γιατί ετοιμάζονται να σκοτώσουν.
Αμαρτωλή Πόλη

                            ***************


Δεν είμαστε λίγοι, αλλά μπροστά στο πλήθος που είστε εσείς, τότε εμείς ως ελάχιστοι μετράμε…
Εμείς – οι άγγελοι.
Εσείς – οι άνθρωποι.
Ένας, λοιπόν, από τους λίγους κι εγώ, κυκλοφορώ ανάμεσά σας. Σπάνια συναντώ άλλους αγγέλους. Άλλωστε εμείς δεν χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Οι άγγελοι δεν χρειάζονται συμπαράσταση, συμβουλή, προστασία. Αυτά είναι που προσφέρουν σε σας. Συνήθως – εννοώ όταν μπορούν.
Γιατί δεν είμαστε παντοδύναμοι… Αθάνατοι, ναι. Αλλά υπάρχουν φορές που θα θυσίαζα την αθανασία μου για μια στιγμή παντοδυναμίας.
Όχι, δεν έχω τη δύναμη να αλλάξω το μέλλον κάποιου από εσάς. Έχω όμως τη διάθεση να σας δείξω μια άλλη προοπτική στη ζωή σας. Όμως σπάνια εσείς οι άνθρωποι ακούτε τους αγγέλους…
Δικές σας είναι οι ζωές σας, σας ανήκουν, άρα καλά κάνετε και τις ζείτε με όποιο τρόπο θέλετε… Δικαίωμά σας ακόμα και να τις σπαταλήσετε, νa τις διακόψετε. Αλλά να ξέρετε το γιατί… Όχι έτσι, με μια απόφαση της στιγμής – παρόρμηση νομίζω πως είναι η πιο σωστή έκφραση.
Τότε, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, είναι που θα ήθελα να ήμουν παντοδύναμος. Αφέντης σας…
Ανοησίες! Αν κάτι αγαπώ σε σας τους ανθρώπους είναι αυτή η άγνοιά  σας. Τα χάδια μου προορίζονται να σας παρηγορούν από τις λανθασμένες σας πράξεις.
Γι’ αυτό υπάρχουμε εμείς οι άγγελοι. Επειδή εσείς δεν γνωρίζετε…
Ανίσχυρος άγγελος


                                     *************
Το χέρι του πέρασε πάνω από τα μαλλιά της, τα δάχτυλά του περπατήσανε στα μάγουλα και τα χείλια της, γδάρανε ελαφρά τον λαιμό, φτάσανε στο τρίτο το κουμπί, το πέρασαν κι αυτό έξω από την κουμπότρυπα…
«Αλήθεια, αν θυμάμαι καλά σε λένε Ρεγγίνα» είπε , η φωνή του βραχνή όσο ποτέ πιο πριν και υγρή όπως από εδώ κι εμπρός θα ήταν…
Η κοπέλα σήκωσε τα δικά της χέρια, απομάκρυνε το δικό του, πήρε μόνη της να ξεκουμπώνει το λευκό το φόρεμα.
Οι σκιές, μια – μια σβήνανε… Διαλυόντουσαν.
«Όχι!» κούνησε το κεφάλι…
Τελευταία σκιά που έφυγε, αυτή του πατέρα.
 «Όχι!...» αποχαιρέτησε, «Δεν με λένε Ρεγγίνα!», είπε.

                                                            ####

Το χέρι του πέρασε πάνω από τα μαλλιά του Άλεχ, τα δάχτυλά του περπατήσανε στα μάγουλα και τα χείλια του, γδάρανε ελαφρά τον λαιμό, φτάσανε στο τρίτο το κουμπί του πουκαμίσου, το πέρασαν κι αυτό έξω από την κουμπότρυπα…
«Αλήθεια, δε θυμάμαι να μου έχεις πει πως σε λένε…» είπε ο Κοσάρ, η φωνή του βραχνή όσο ποτέ πιο πριν και υγρή όπως από εδώ κι εμπρός θα ήταν…
Ο Άλεχ σήκωσε τα δικά του χέρια, απομάκρυνε το χέρι του άντρα, πήρε από μόνος του να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του.
Οι σκιές –η πρώτη, η δεύτερη σβήνανε… Διαλυόντουσαν.
«Όχι!» κούνησε το κεφάλι, «Δεν στο έχω πει…»
«Θα μου το πεις τώρα;» δίπλα στο αυτί του Άλεχ η φωνή του Κοσάρ.
Η τελευταία σκιά δεν έφευγε. Δίσταζε. Να μείνει; Να φύγει; Της μητέρας η σκιά λες και ρωτούσε…
 «Ναι!...», της υποσχέθηκε την προστασία του  και «Άλεχ, με λένε!», είπε.
Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε