28.8.22

Αλεχάντρο Παλόμας «Ένας σκύλος»

 


Αλεχάντρο Παλόμας

«Ένας σκύλος»

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου

Εκδόσεις Opera

 

                                  Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Ο Αλεχάντρο Παλόμας (Alejandro Palomas) γεννήθηκε το 1967 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με ένα Master in Poetics στο New College του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέφρασε έργα σημαντικών συγγραφέων όπως η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Τζακ Λόντον κ.ά. Το 2018 έλαβε το βραβείο Nadal για το βιβλίο του Un amor. Για το μυθιστόρημα του "Ένας γιος" (Opera, 2018) έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και το Εθνικό Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας της Ισπανίας (2016). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα μυθιστορήματα του και είναι αρκετά για να δείξουν στον έλληνα αναγνώστη την ιδιαίτερη ικανότητα αυτού του συγγραφέα να προσεγγίζει και με απρόσμενα βαθιές όσο και ευαίσθητες τομές να αναλύει ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας -της όποιας  οικογένειάς- όχι μόνο δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά και μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πολλαπλές αναλύσεις τους και μυθιστορηματικές συνθέσεις τους.

Αυτό, ο Αλεχάντρο Παλόμας μας αποδεικνύει με τούτο το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του.

Όλα τα πρόσωπα -και όλα τους κεντρικά μιας και συνηθίζει ο συγκεκριμένος συγγραφέας να γράφει μυθιστορήματα όπου όλοι οι χαρακτήρες ισότιμα αναλύονται- που ο αναγνώστης τα έχει συναντήσει στο «Ένας γιος» είναι και εκείνα που κυκλοφορούν στο «Μια μητέρα»

Μια τετραμελής οικογένεια -η μητέρα, ο γιος και οι δυο κόρες. Και τρία σκυλιά. Και ο απών πατέρας.

Και αν στο «Μια μητέρα» η όποια πλοκή στηριζότανε στην προσέγγιση της απώλειας ενός ανθρώπου, εδώ ο φακός πέφτει πάνω στις αντιδράσεις από την απώλεια ενός σκύλου.

Αντιγράφω: Τότε, με φωνή οργισμένη που δεν είχα ξανακούσει και δε θα ξανάκουγα ποτέ, η γιαγιά είπε, με περιφρονητικό ύφος: «Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να αποφασίσεις ν΄ αγαπήσεις κάποιον που ξέρεις ότι θα πεθάνει πριν από σένα». Και χωρίς ν΄ απομακρύνει το βλέμμα της από την τηλεόραση, πρόσθεσε μέσα από τα δόντια της: «ακόμα κι αν πρόκειται για σκυλί».

Το εύρημα -η απώλεια ενός ζώου και το πως κάτι τέτοιο διαμορφώνει τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας- ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας φιλοζωικής προσέγγισης και γίνεται προβληματισμός υπαρξιακών δομών.

Και αυτοί οι προβληματισμοί συνυπάρχουν κατά τη μυθιστορηματική διάρκεια μιας και μόνο μέρας, αλλά -ένα ακόμα συγγραφικό εύρημα- έτσι αποκτούν τη δυναμική ενός καταλύτη που θα ανασυνθέσει σχέσεις και απόψεις.

Τα ίδια, λοιπόν, πρόσωπα, και πάλι γύρω από ένα τραπέζι, μα τώρα και ενώ το καθένα διατηρεί την από το προηγούμενο μυθιστόρημα διαμορφωμένη οντότητά του, παράλληλα την προεκτείνει.

Κυρίως ο γιος και ακόμα πιο έντονα η μητέρα.

Μια μοναδική μυθιστορηματική περσόνα είναι η Αμάλια, η μητέρα τόσο του «Ένας σκύλος» όσο και του «Μια μητέρα»

Με αντιδράσεις που άλλοτε δείχνουν να είναι αφελείς, άλλοτε να εντάσσονται σε αντιδράσεις ατόμου με στοιχεία άνοιας, μα που τελικά είναι στάσεις κατανόησης και βοήθειας, η Αμάλια χαρίζει τη φωνή της στο συγγραφέα και μέσω αυτής εκείνος άλλοτε περιγράφει την τραγικότητα της πορείας του βίου προς το τέλος του – Μαζεύω σελιδοδείκτες των μυθιστορημάτων που δεν θα μπορέσω πια να διαβάσω, παρόλο που θα μου άρεσε- κι άλλοτε τολμά να πει την πιο απλή αλήθεια που συχνά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε – Ίσως κάνω λάθος… αλλά ένα πράγμα έχω μάθει αυτά τα τελευταία χρόνια: πως ο μοναδικός τρόπος για να μη χάσουμε κάτι, είναι να του δώσουμε ένα όνομα… Γι αυτό ,όμως, για να δώσουμε όνομα σε ότι, έχει σημασία, πρέπει να είμαστε θαρραλέοι και σχεδόν ποτέ δεν είμαστε…

Και να πως η ύπαρξη ενός ζώου μπορεί να πυροδοτήσει την ονοματοδοσία κρυφών ίσως και απωθημένων σχέσεων.

Μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαθέτει την αγωνία μιας έντονης πλοκής, χωρίς παράλληλα να περιγράφει τίποτε το έντονο.

Μα ακριβώς γι αυτό και τόσο αιχμηρό -όσο αιχμηρό αλλά και ανατρεπτικό  μπορεί να ήταν το αρνητικό φιλμ εκείνων των φωτογραφιών που κάποτε τραβούσαμε με τις παλιές, συμβατικές φωτογραφικές μηχανές.

 

(σελ. 639)

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου

Εκδόσεις Opera

 

                             

Ο Αλεχάντρο Παλόμας (Alejandro Palomas) γεννήθηκε το 1967 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με ένα Master in Poetics στο New College του Σαν Φρανσίσκο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέφρασε έργα σημαντικών συγγραφέων όπως η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Τζακ Λόντον κ.ά. Το 2018 έλαβε το βραβείο Nadal για το βιβλίο του Un amor. Για το μυθιστόρημα του "Ένας γιος" (Opera, 2018) έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και το Εθνικό Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας της Ισπανίας (2016). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα μυθιστορήματα του και είναι αρκετά για να δείξουν στον έλληνα αναγνώστη την ιδιαίτερη ικανότητα αυτού του συγγραφέα να προσεγγίζει και με απρόσμενα βαθιές όσο και ευαίσθητες τομές να αναλύει ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας -της όποιας  οικογένειάς- όχι μόνο δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά και μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πολλαπλές αναλύσεις τους και μυθιστορηματικές συνθέσεις τους.

Αυτό, ο Αλεχάντρο Παλόμας μας αποδεικνύει με τούτο το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του.

Όλα τα πρόσωπα -και όλα τους κεντρικά μιας και συνηθίζει ο συγκεκριμένος συγγραφέας να γράφει μυθιστορήματα όπου όλοι οι χαρακτήρες ισότιμα αναλύονται- που ο αναγνώστης τα έχει συναντήσει στο «Ένας γιος» είναι και εκείνα που κυκλοφορούν στο «Μια μητέρα»

Μια τετραμελής οικογένεια -η μητέρα, ο γιος και οι δυο κόρες. Και τρία σκυλιά. Και ο απών πατέρας.

Και αν στο «Μια μητέρα» η όποια πλοκή στηριζότανε στην προσέγγιση της απώλειας ενός ανθρώπου, εδώ ο φακός πέφτει πάνω στις αντιδράσεις από την απώλεια ενός σκύλου.

Αντιγράφω: Τότε, με φωνή οργισμένη που δεν είχα ξανακούσει και δε θα ξανάκουγα ποτέ, η γιαγιά είπε, με περιφρονητικό ύφος: «Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να αποφασίσεις ν΄ αγαπήσεις κάποιον που ξέρεις ότι θα πεθάνει πριν από σένα». Και χωρίς ν΄ απομακρύνει το βλέμμα της από την τηλεόραση, πρόσθεσε μέσα από τα δόντια της: «ακόμα κι αν πρόκειται για σκυλί».

Το εύρημα -η απώλεια ενός ζώου και το πως κάτι τέτοιο διαμορφώνει τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας- ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας φιλοζωικής προσέγγισης και γίνεται προβληματισμός υπαρξιακών δομών.

Και αυτοί οι προβληματισμοί συνυπάρχουν κατά τη μυθιστορηματική διάρκεια μιας και μόνο μέρας, αλλά -ένα ακόμα συγγραφικό εύρημα- έτσι αποκτούν τη δυναμική ενός καταλύτη που θα ανασυνθέσει σχέσεις και απόψεις.

Τα ίδια, λοιπόν, πρόσωπα, και πάλι γύρω από ένα τραπέζι, μα τώρα και ενώ το καθένα διατηρεί την από το προηγούμενο μυθιστόρημα διαμορφωμένη οντότητά του, παράλληλα την προεκτείνει.

Κυρίως ο γιος και ακόμα πιο έντονα η μητέρα.

Μια μοναδική μυθιστορηματική περσόνα είναι η Αμάλια, η μητέρα τόσο του «Ένας σκύλος» όσο και του «Μια μητέρα»

Με αντιδράσεις που άλλοτε δείχνουν να είναι αφελείς, άλλοτε να εντάσσονται σε αντιδράσεις ατόμου με στοιχεία άνοιας, μα που τελικά είναι στάσεις κατανόησης και βοήθειας, η Αμάλια χαρίζει τη φωνή της στο συγγραφέα και μέσω αυτής εκείνος άλλοτε περιγράφει την τραγικότητα της πορείας του βίου προς το τέλος του – Μαζεύω σελιδοδείκτες των μυθιστορημάτων που δεν θα μπορέσω πια να διαβάσω, παρόλο που θα μου άρεσε- κι άλλοτε τολμά να πει την πιο απλή αλήθεια που συχνά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε – Ίσως κάνω λάθος… αλλά ένα πράγμα έχω μάθει αυτά τα τελευταία χρόνια: πως ο μοναδικός τρόπος για να μη χάσουμε κάτι, είναι να του δώσουμε ένα όνομα… Γι αυτό ,όμως, για να δώσουμε όνομα σε ότι, έχει σημασία, πρέπει να είμαστε θαρραλέοι και σχεδόν ποτέ δεν είμαστε…

Και να πως η ύπαρξη ενός ζώου μπορεί να πυροδοτήσει την ονοματοδοσία κρυφών ίσως και απωθημένων σχέσεων.

Μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαθέτει την αγωνία μιας έντονης πλοκής, χωρίς παράλληλα να περιγράφει τίποτε το έντονο.

Μα ακριβώς γι αυτό και τόσο αιχμηρό -όσο αιχμηρό αλλά και ανατρεπτικό  μπορεί να ήταν το αρνητικό φιλμ εκείνων των φωτογραφιών που κάποτε τραβούσαμε με τις παλιές, συμβατικές φωτογραφικές μηχανές.

 

(σελ. 639)

21.8.22

Benito Perez Galdos


 

Benito Perez Galdos

«Μια τέχνη που ζει από τον θάνατο -και άλλες φανταστικές ιστορίες»

Μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο: Δήμητρα Παπαβασιλείου

Εκδόσεις  Ροές

 

Ο Benito Pérez Galdós (1843 – 1920) υπήρξε ένας εμβληματικός Ισπανός συγγραφέας και θεωρείται εξίσου σημαντικός μυθιστοριογράφος με τον Θερβάντες.

Άφησε ένα πλούσιο έργο -31 μυθιστορήματα, 20 συλλογές διηγημάτων, 23 θεατρικά έργα και 46 ιστορικά μυθιστορήματα, γνωστά ως Εθνικά Επεισόδια καθώς καταγράφουν τις σημαντικότερες στιγμές της ισπανικής ιστορίας.

Προσωπικότητα έντονη -έζησε με πάθος την καθημερινότητά του, μελέτησε βαθιά την παγκόσμια λογοτεχνία, τη σκέψη του τη χαρακτήριζε μια ουσιαστική πολιτικοποιημένη δομή και όλα αυτά καθρεφτίζονται στα έργα του.

Θεωρείται ως βασικός εκπρόσωπος του ρεαλιστικού μυθιστορήματος της Ισπανίας (εφάμιλλος του Μπαλζάκ) αλλά και του νατουραλισμού  (μια ισπανική εκδοχή του Ζολά)

Αν και έμεινε κυρίως γνωστός για τα ρεαλιστικά του έργα (ο Μπουνιουέλ πάνω σε μυθιστορήματά του στήριξε δυο από τις πλέον γνωστές ταινίες του – Τριστάνα και Βιριδιάνα) μέσα από τα οποία και κάνει μια έντονη κριτική στα ήθη και τις αρχές της αστικής τάξης,  παράλληλα ασχολήθηκε και με το είδος εκείνου του διηγήματος που μπορεί κανείς να το ονομάσει φανταστικό και σίγουρα προπομπό του μαγικού ρεαλισμού, αλλά και των έργων του Μπόρχες.

Όπως συχνά συμβαίνει με συγγραφείς που εκφράζονται με ποικίλους τρόπους, έτσι και στην περίπτωση του Galdós τα ρεαλιστικά έργα του υπερίσχυσαν των φανταστικών και κατά τη διάρκεια των χρόνων που έζησε, αλλά και στα αμέσως επόμενα. Γενικότερα, το καυστικά κριτικό πνεύμα του δεν ήταν αρεστό στη δικτατορία του Φράνκο κι έτσι η αναγνώριση του ταλέντου του σε διεθνές επίπεδο άργησε να έλθει.

Αλλά πλέον ολοένα και περισσότερο τα έργα του επανέρχονται στο προσκήνιο.

Στην Ελλάδα στην ουσία είναι σχεδόν άγνωστος -κάποιες εκδόσεις της Τριστάνα, ενός ακόμα ρεαλιστικού μυθιστορήματος και παραδόξως κάποια από τα φανταστικά έργα του -κυρίως διηγήματα.

Το πλέον πρόσφατο αυτό με τον τίτλο «Μια τέχνη που ζει από τον θάνατο και άλλες φανταστικές ιστορίες»

Ιδιαίτερα κατατοπιστική έκδοση σχετικά με την πλευρά αυτή της συγγραφικής ταυτότητας του Galdós καθώς η Δήμητρα Παπαβασιλείου έχει φροντίσει πέρα από την ρέουσα και μέσα στο πνεύμα του αρχικού κειμένου μετάφραση που υπογράφει, να εμπλουτίσει το βιβλίο με πολλές σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να διαπιστώσει το πως ο συγκεκριμένος συγγραφέας ενσωμάτωνε μέσα στις φράσεις του και διάφορα πολιτιστικά ή γεωγραφικά κ.α στοιχεία, αλλά και με το επίσης ενδιαφέρον επίμετρο όπου τοποθετεί τον Galdós μέσα στην εποχή του.

Από εκεί και πέρα μένει στον αναγνώστη να αφεθεί σε μια πάλλουσα και ευρηματική εξιστόρηση θαυμαστικών, υπερρεαλιστικών και φανταστικών συμβάντων όπου το αναπάντεχο τέλος άλλοτε απομυθοποιεί το ρεαλισμό  της καθημερινότητας κι άλλοτε πάλι τον στρέφει προς μια νέα θεωρητική διάσταση.

Κι έτσι ενημερωνόμαστε πως έρχονται κάποιες φορές που τα γεγονότα και ανατρέπουν τα αναμενόμενα, αλλά και πως οι παραδεδεγμένοι μύθοι αντιστρέφονται, ποιας υφής και περιεχομένου ίσως να είναι τα δώρα που το θείο βρέφος προσφέρει σε άλλα βρέφη, με ποιον τρόπο μια απλή διαδρομή με ένα τραμ μετατρέπεται σε μυθιστόρημα λαϊκών προδιαγραφών, αλλά και τα καλλιτεχνήματα που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αν συνεργαζόντουσαν καλλιτέχνες διαφορετικών εθνικοτήτων και εποχών.

Τέτοια περιστατικά και άλλα ακόμα παρόμοια που καθώς αμφισβητούν τη λογική, καταφέρνουν να φέρουν στην επιφάνεια την ανατροπή και την επανάσταση τόσο στη σκέψη όσο και στις προθέσεις.

Μα αυτή έτσι αλλιώς είναι η στόχευση της λογοτεχνίας του υπερρεαλισμού και ο Galdós την επιτυγχάνει απόλυτα όσο και ευρηματικά.

Οι περιγραφές είναι γεμάτες από λεπτομερείς μα  και ολοζώντανες εικόνες τόπων και οδών, ενώ την ίδια στιγμή οι δομές των ιστοριών άλλοτε παραπέμπουν σε παραμύθια και άλλοτε οδηγούν σε αμφισβητήσεις διαχρονικών συμβόλων.

Τα μέσα που χρησιμοποιεί συχνά διαθέτουν έναν κοινωνικό σαρκασμό, αλλά και ένα διαβρωτικό χιούμορ. Δε διστάζει να αναζητήσει νέες προοπτικές φωτισμού σε σύμβολα και να αφεθεί σε μια διάθεση ανατροπής τους.

Τελικά ο Galdós αποδεικνύει πως η μη ρεαλιστική προσέγγιση άλλοτε μιας  καθημερινότητας κι άλλοτε διαχρονικών αξιών, μπορεί να εμπλουτίζει έναν τρόπο μη συμβατικής  σκέψης, μια στάση εν τέλει ζωής που με ελευθερία μπορεί να αποφασίζει ποιες αξίες αξίζει να ακολουθεί και ποιες όχι.

(Βιβλιοδρόμιο, 625 λέξεις)

 

14.8.22

Για την Αγγελική Βαρελλά

 






Η Αγγελική Βαρελλά πριν από μερικές μέρες  ξεκίνησε το ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Η ίδια λάτρευε τα ταξίδια -όταν ταξίδευε γινότανε ένα παιδί που ανακάλυπτε τον κόσμο* πρόσωπα, πόλεις, πολιτισμούς. Κι έτσι σκέφτομαι πως κι αυτό το τελευταίο της ταξίδι κάτι παρόμοιο θα της προσφέρει -άλλωστε η Αγγελική ήταν πάντα άτομο που ήξερε να ανακαλύπτει το χαμόγελο ακόμα κι αν αυτό ήταν κρυμμένο σε σκοτεινές γωνιές.

Σε ένα πρόχειρο και εντελώς προσωπικό σημείωμα μου στο face book την αποχαιρετούσα ως την ‘απόλυτη έκφραση του συγγραφέα για παιδιά μιας ολόκληρης εποχής’.

Τη φράση αυτή την επαναλαμβάνω και μπορώ να την τεκμηριώσω.

Η Βαρελλά κάνει την παρουσία της στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας το 1966 -αρκετά, δηλαδή, χρόνια πριν της Άνοιξη της Μεταπολίτευσης.

Είναι μια εποχή που στην Ελλάδα μόλις είχε αρχίσει μια προσπάθεια διάδοσης του ποιοτικού βιβλίου για ανήλικους αναγνώστες και αυτή τη διάθεση τη σηματοδοτεί η ίδρυση της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιά, το 1955.

Μια ομάδα γυναικών πεζογράφων και ποιητριών, θέτουν ως στόχο τους να εξαλειφθεί από τη μια ο διδακτισμός στα κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά και από την άλλη να γράφονται αυτά τα κείμενα με σωστά και πλούσια ελληνικά.

Στόχος που αργά, αλλά σταθερά θα υλοποιείται και που τελικά θα βρει την απόλυτη εφαρμογή του 25 περίπου χρόνια αργότερα.

Αλλά στο ενδιάμεσο διάστημα τα καλογραμμένα παιδικά βιβλία ολοένα και γίνονται περισσότερα.

Ανάμεσα σε εκείνους που τα γράφουν είναι και η Αγγελική Βαρελλά.

Θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως όλη αυτή η πορεία προς μια ποιοτική Παιδική Λογοτεχνία γίνεται και μέσα στα πρώτα χρόνια της ελληνικής άνοιξης του ’60, αλλά και μέσα στη βαρυχειμωνιά της επταετίας ’67-’74.

Υπενθυμίζω το όλο κλίμα εκείνων των χρόνων, για να κατανοήσουμε την αξία όλων αυτών των συγγραφέων (κυρίως ήταν γυναίκες) που κατάφεραν να συνδυάσουν -η κάθε μια με τον τρόπο της- την προσωπική τους πολιτική και κοινωνική ταυτότητα με την προσπάθεια να γράψουν έργα που θα εδραίωναν την -με συνείδηση- δημιουργία μιας λογοτεχνίας για παιδιά που θα δικαιούται την ένταξή της στο σώμα των Νεοελληνικών Γραμμάτων.

Ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο, λοιπόν, έπαιξε και η Αγγελική Βαρελλά.

Πολύ σύντομα και καθώς τα βιβλία της διαδέχονται το ένα το άλλο, τα συγγραφικά αποτυπώματα της γίνονται εμφανή.

Η Αγγελική Βαρελλά γράφει με τη διάθεση συνομιλίας με ένα παιδί. Θέλει να του μιλήσει για βασικές αξίες -πατρίδα, οικογένεια, πολιτιστική κληρονομιά, οικολογία. Κυρίως για τη φαντασία και το χαμόγελο.

Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να καταγράψει τις εμπειρίες ενός ενήλικα και να τις μοιραστεί με ένα ανήλικο. Αντίθετα «με χιούμορ, χυμώδη γλώσσα και παιχνιδιάρικη φαντασία προβάλλει μιαν άλλη οπτική γωνία και εξαίρει την καλή πλευρά των πραγμάτων χωρίς να τα ωραιοποιεί ή να τα εξιδανικεύει. Ο κόσμος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Είναι αυτός που είναι κι αντί να τον απορρίπτουμε ή να επιδιώκουμε να τον εμφανίσουμε διαφορετικό, καλό θα είναι να τον ατενίζουμε με τα μάτια του παιδιού αναθέτοντας στη φαντασία τη μεταμόρφωσή του» -σημειώνει η Νένα Κοκκινάκη σε μονογραφία της για την Αγγελική Βαρελλά.

Και νομίζω πως είναι ακριβώς αυτό που κι εμένα με κάνει να χαρακτηρίζω την Αγγελική Βαρελλά ως ‘την απόλυτη έκφραση του συγγραφέα για παιδιά μιας ολόκληρης εποχής’.

Ναι, μιας εποχής όπου όλα όσα θα τολμούσαν πλήρως να ανανεώσουν και να εμπλουτίσουν τη θεματολογία, αλλά και τις τεχνικές αφήγησης της λογοτεχνίας για παιδιά (ο ρεαλισμός, η πολιτική στάση, η κοινωνική κριτική, η πολυφωνική αφήγηση κ.α) ετοιμαζόντουσαν να συναντήσουν τη νέα γενιά που τα εξέφραζε.

Η προηγούμενη γενιά συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας (ανάμεσά σε αυτούς κεντρική περσόνα η συγγραφέας του ‘Καλοκαίρι στην Μονεμβασιά’) στρώνει με το δικό της τρόπο και τη δική της δυναμική -συχνά μη ταξινομημένη- το δρόμο προς την πλήρη ανανέωση.

Μέσα στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έγιναν στη δεκαετία του ’80, υπήρξε μια περίοδός όπου κάθε τι το παλαιότερο αντιμετωπίστηκε ως οπισθοδρομικό. Μια εποχή όπου η αστική νοοτροπία σχεδόν ταυτίστηκε με τη στείρα συντήρηση.

Η Αγγελική Βαρελλά έχοντας συγγράψει (μόνη της ή και σε συνεργασία με άλλους) μια σειρά αναγνωστικών για κάποιες τάξεις του Δημοτικού, βρέθηκε στο στόχαστρο (αν καλά θυμάμαι για ένα από αυτά, εκείνο της χρονιάς  του 1973) μιας κριτικής πολεμικής που αγνοούσε τις πολιτικές συνθήκες και καταλόγισε ενοχικό συντηρητισμό στη συγγραφέα του.

Μια επίθεση άδικη και σίγουρα μη διαθέτοντας την ηρεμία να δει πίσω από την απουσία μιας πολιτικής στράτευσης, την συγγραφική ματιά που υπηρετούσε την υγιή αστική στάση.

Σαφέστατα, όμως, η άνθιση της Λογοτεχνίας για Παιδιά που ξεκινά από τη Μεταπολίτευση και μετά, συμπεριλαμβάνει και τα βιβλία της Βαρελλά -να θυμηθούμε έστω και μόνο ένα, το το «Φιλενάδα Φουντουκιά μου» που θέτει με ευρηματικό όσο και γνήσια οικολογικό προβληματισμό το ζήτημα της προστασίας της Φύσης.

Αλλά επίσης σαφέστατο είναι πως τα βιβλία της (όπως επίσης και εκείνα της άλλης εμβληματικής παρουσίας σε αυτόν τον χώρο -της Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη) σε αρκετά -αν και τελικά όχι και σε τόσα πολλά-  διαφέρουν από εκείνα που έγραψαν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή (οι δυο κεντρικοί εκφραστές μιας αριστερής ομάδας συγγραφέων Π. Λ. εκείνων των χρόνων).

Αλλά όλα τους (όπως και πολλών ακόμα συγγραφέων λιγότερο ή περισσότερο προοδευτικής συγγραφικής τάσης) αποτελούν το πλήρες οικοδόμημα που έχει πλέον με επάρκεια αυτοπροσδιοριστεί και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέες φωνές.

Η Αγγελική Βαρελλά δεν έχει απλώς και μόνο εγγραφεί στο corpus της ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, αλλά πιστεύω πως θα παραμείνει για πολύ καιρό μια ιδιαιτέρως αγαπητή συγγραφέας και στα παιδιά του αύριο.

Πέρα από την γλαφυρότητα της γραφής της, και η ίδια μένει στη μνήμη όσων την γνώρισαν ως μια προσωπικότητα ιδιαιτέρως ζεστή, πάντα χαμογελαστή και με έντονη τη χρήση ενός χιουμοριστικού σχολιασμού.

Κάποια από τα έργα της κρύβουν πέρα από τα γνωστά και  αγνωρίσημα  χαρακτηριστικά της γραφής της και ένα υπόγειο σχολιασμό διαπροσωπικών σχέσεων που μαρτυρούν πως αυτή η γυναίκα που έφυγε πλήρης ημερών δεν πρόσφερε στους άλλους μόνο το χιούμορ και την αισιοδοξία, αλλά και το ίδιο της τον εαυτό τον είχε θωρακίσει με ένα αξιοπρόσεχτο αυτοσαρκασμό.

Σε κάθε περίπτωση η Αγγελική Βαρελλά σφράγισε μια εποχή και υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στην προσπάθεια να αγαπήσουν οι νέοι μας τη λογοτεχνία. Πέντε γενιές συντρόφευσαν τα βιβλία της. Και η ίδια πέρα από το καθαρώς συγγραφικό της έργο, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δράσης της στην εδραίωση της ποιότητα των βιβλίων για παιδιά. Για χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιά και επίσης για πολλά χρόνια η ψυχή του θεωρητικού περιοδικού ‘Διαδρομές στηςΛογοτεχνία για  παιδιά και νέους’. Για χρόνια -σχεδόν έως το βιολογικό της τέλος- μιλούσε και συζητούσε σε σχολεία και πολιτιστικούς φορείς για την ομορφιά και της αξία των κειμένων που διαβάζουν τα παιδιά μας.

Για τον όποιον άλλον συγγραφέα αυτής της εμβέλειας, που όμως θα έγραφε βιβλία για ενήλικες, η Πολιτεία και οι διάφοροι πολιτικοί φορείς, θα είχαν εκδώσει σχετικά δελτία τύπου όπου θα εξέφραζαν την λύπη τους για την απώλεια των ελληνικών γραμμάτων και για το πόσο πτωχή μένει  η λογοτεχνία μας.

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην περίπτωση της Αγγελικής Βαρελλά.

Μια ακόμα απόδειξη πως Πολιτεία, πολιτικοί φορείς και αρκετά έντυπα ή ηλεκτρονικά ΜΜΕ αντιμετωπίζουν τα βιβλία που διαβάζουν τα παιδιά μας και όσους τα γράφουν ως λογοτεχνικά προϊόντα και συγγραφείς δευτέρας διαλογής.

Και είναι κρίμα που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί αν θέλουμε -μάλλον αν Πολιτεία, πολιτικοί φορείς και ΜΜΕ θέλουν να αντιμετωπιστούν πολλές παθογένειες που πλήττουν τους νέους μας καλό θα είναι σκεφτούν πόσο πολύτιμη είναι η συνεισφορά της καλής λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.

Πόσο βοηθούν σε μια τέτοια εκστρατεία βιβλία όπως το «Δράκε, δράκε είσαι εδώ;» και «Καλημέρα Ελπίδα» -δυο από τα κοντά πενήντα που η Αγγελική Βαρελλά με κέφι και ταλέντο είχε φροντίσει να μας χαρίσει.

(Slpress, 14/8/2022)

1260 λέξεις

6.8.22

A.S. Byatt «Εμμονή»

 

A.SByatt

«Εμμονή»

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Εκδόσεις Πόλις

                          

H A. S. Byatt (1936) είναι βρετανίδα μυθιστοριογράφος, ποιήτρια και ακαδημαϊκός.

Το 1990 κέρδισε το Booker  Price για το μυθιστόρημα της ‘Possession’. Έχει ακόμα τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, το πλέον πρόσφατο από αυτά είναι το Hans Christian Andersen Literature Award (2018), ενώ κατέχει μια θέση ανάμεσα στους 50 σημαντικότερους εν ζωή βρετανούς μυθιστοριογράφους.

Κάποια από τα βιβλία της έχουν πριν από αρκετά χρόνια μεταφραστεί στα ελληνικά και μεταξύ αυτών και το “Possession”, που με τον τίτλο ‘Αιχμάλωτα πάθη’ κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη.

Το ίδιο μυθιστόρημα, τώρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, με τον τίτλο «Εμμονή» (που ασφαλώς και εκφράζει καλύτερα την βαθύτερη έννοια του possession έτσι όπως τουλάχιστον θέλησε να την χρησιμοποιήσει η συγγραφέας)

Η «Εμμονή» θεωρείται το σημαντικότερο έργο της Byatt, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα απροσδόκητα πολυδύναμο (αλλά και πολυσέλιδο) έργο.

Σε μια ιδιαιτέρως συνοπτική παρουσίαση της υπόθεσης, θα μπορούσε κανείς να σημειώσει τα εξής: Δυο ακαδημαϊκοί -κάπου μέσα στη δεκαετία του ’80- μελετούν τη ζωή και το έργο δύο βικτοριανών ποιητών, του Ράντολφ Χένρι Ας και της Κρίσταμπελ Λα Μοτ (που ασφαλώς και δεν πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα, αλλά μυθιστορηματικά κατασκευασμένους ήρωες). Καθώς προχωρά η έρευνά, οι δυο σύγχρονοι ερευνητές θα ανακαλύψουν σταδιακά, μέσα από τη μελέτη ποιημάτων και επιστολών της βικτοριανής εποχής, ότι οι δύο ποιητές ήταν εραστές. Παράλληλα με αυτή την ανακάλυψή τους θα συνειδητοποιήσουν και τους προσωπικούς τους  λόγους που θα τους φέρνουν τον ένα κοντά στον άλλον. Τα λογοτεχνικά ίχνη των δυο ποιητών του παρελθόντος, παρεμβαίνουν στα βήματα δύο νέων ανθρώπων.

Με άλλα λόγια -η επιστημονική έρευνα δημιουργεί μια ερωτική ιστορία. 

Περιληπτικά αυτή είναι η υπόθεση του έργου. Και όπως όλες οι περιλήψεις λογοτεχνικών έργων, αναγκαστικά αγνοούν την ουσία της ίδιας της λογοτεχνικής υπόστασης της αφηγούμενης ιστορίας.

Γιατί η Byatt μέσα στις 625 πυκνογραμμένες σελίδες  (της ελληνικής έκδοσης του έργου της) ασχολείται και θίγει πάρα πολλά θέματα και επίσης χρησιμοποιεί πολλές τεχνικές χρήσης της γλώσσας.

Σημειώνω, για παράδειγμα, τους σχολιασμούς πάνω στην ίδια την πανεπιστημιακή έρευνα και μελέτη χειρόγραφων, επιστολών, διαφόρων σημειώσεων ποιητών του παρελθόντος: α/ ερμηνεύεται καλύτερα ένα έργο αν γνωρίζουμε τους προσωπικούς λόγους που ο δημιουργός του το κατασκεύασε; β/ έχει ο ερευνητής το ηθικό δικαίωμα να φέρει στο φως της δημοσιότητας κάτι που ο δημιουργός του θέλησε να το κρατήσει κρυφό; γ/ αν μέσα στα στοιχεία που η έρευνα έφερε στο φως υπάρχουν και κάποια που είχαν δημιουργηθεί από πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του ποιητή και των οποίων η αποκάλυψη διαφοροποιεί όσα ο ίδιος ο ποιητής δεν είχε θελήσει να αναγνωρίσει ή είχε θελήσει να μείνουν κρυφά, τότε ο ερευνητής ποια θέση πρέπει να κρατήσει;

Κι όλα αυτά τα ερωτήματα όταν κάποιος τα θέτει σε μια διαφορετική εποχή, από αυτήν που το έργο είχε δημιουργηθεί, όταν νέες ιδέες και απόψεις επεμβαίνουν τόσο στη δημιουργία του λογοτεχνικών έργων όσο και στις αναγνωστικές συνήθειες, δεν δημιουργείται  και ένα θέμα αντικειμενικότητας της έρευνας και της κριτικής;

«Όλοι εμείς οι ερευνητές στο πεδίο της λογοτεχνίας αμφισβητούμε τα πάντα εκτός από τον κεντρικό ρόλο της σεξουαλικότητάς. Δυστυχώς και ο φεμινισμός έδωσε προτεραιότητα  σε τέτοια ζητήματα -δεν κατάφερε να το αποφύγει. Είναι φορές που εύχομαι να είχα σπουδάσει γεωλογία» (σελ. 285)

Δίπλα σε ένα τέτοιο κλίμα προβληματισμών, η Byatt φροντίζει και να τονίσει την αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων πανεπιστημιακών και Πανεπιστημίων  για το ποιοι θα είναι εκείνοι που θα δώσουν στο φως της δημοσιότητας τα νέα στοιχεία. Μια αντιπαλότητα που κοστίζει πολλά χρήματα, δημιουργεί πολλά κέντρα έρευνας, πολλές συλλογές χειρόγραφων και άλλων αντικειμένων. Και στο τέλος  αφήνει να πλανάται το ερώτημα αν όλα αυτά εν τέλει αφορούν ένα πλατύτερο κοινό (που σαφέστατα αυτό θα ωφελείτο από την επαφή του με τα έργα του παρελθόντος) ή μια μικρή μερίδα ειδικών που φροντίζουν, στην καλύτερη περίπτωση για τις δικές τους εμμονές και στη χειρότερη για την ατομική τους προβολή.

«Είχε αντιληφθεί ότι ο άνθρωπος αυτός καλλιεργούσε μια ιδιόμορφη και μοχθηρή εκδοχή της βιογραφίας, ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντεστραμμένη αγιογραφία: την επιθυμία να μειώσει το θέμα του, το υποκείμενο της έρευνάς του» (σελ. 319)

Καθώς η αφήγηση ‘πατά’ σε δυο εποχές -από τη μια στα χρόνια όπου ζουν οι ερευνητές και που παράλληλα είναι και η εποχή όπου η Byatt συγγραφεί το μυθιστόρημά της και από την άλλη στη βικτωριανή εποχή όπου οι δυο ποιητές έγραφαν, ζήσανε και ερωτευτήκανε- λογικό είναι το βάρος να πέφτει στην εποχή του παρελθόντος, που άλλωστε θα είναι και αυτή η οποία θα πυροδοτήσει τις αντιδράσεις των δυο ερευνητών.

Έχουμε, λοιπόν,  μια ιδιαιτέρως ελεγχόμενη επισήμανση των συνθηκών που ίσχυαν τον 19ο αιώνα. Έτσι για παράδειγμα έχουμε την επέμβαση κινημάτων (όπως το φεμινιστικό) στη διαμόρφωση των αντιδράσεων των ηρώων ή στην δημιουργία σχέσεων ανάμεσά τους. Ακόμα τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις που έρχονται να συνυπάρξουν με τη δυναμική παρουσία της Φύσης μέσα στη λογοτεχνία, την έντονη παρουσία μιας ρομαντικής ματιάς, την διάθεση εξερεύνησης τόπων και πολιτισμών…

Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα. Και υπάρχουν με ένα τρόπο που το καθιστούν όχι μόνο σημαντικό, αλλά και απόδειξη της ικανότητας της Byatt να χρησιμοποιεί πολλές και διαφορετικές τεχνικές δημιουργίας γλωσσικών μορφών.

Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η «Εμμονή» είναι και μυθιστόρημα με έντονη πλοκή, αλλά και μυθιστόρημα με φιλοσοφικούς προβληματισμούς, μα και επιστολογραφία, ημερολογιακά αποσπάσματα και συλλογή ποιημάτων όπως και παραμυθιών.

Στην σύντομη εισαγωγή η ίδια η Byatt επισημαίνει, σε σχέση με την αρχική παρόρμησή της να συγγράψει αυτό το μυθιστόρημα: Ποια εμμονή απόκτησης και κατοχής ωθεί όσους συλλέγουν χειρόγραφα εκλιπόντων συγγραφέων;

Και κάπως έτσι συνέλαβε την ιδέα δυο ερωτικών ζευγαριών, ενός σύγχρονου και ενός βικτωριανού, που κυριαρχούνται από εμμονή, σε όλες τις εκφάνσεις της.

Αυτό, όμως που και τελικά καθόρισε τη μορφή του συγκεκριμένου έργου ήταν η ανάγνωση από την Byatt του μυθιστορήματος του Έκο  ‘Το όνομα του ρόδου’. Και η σκέψη πως:  οι αστυνομικές ιστορίες πρέπει να κατασκευάζονται ανάποδα -η πλοκή πρέπει να επινοηθεί για να φτάσει σε μιαν έκβαση στην οποία ο συγγραφέας έχει ήδη καταλήξει.

Αλλά οι ιστορίες μοιχείας στην ουσία είναι αστυνομικές ιστορίες. Και αν αυτό ισχύει τότε η πλοκή της ‘Εμμονής’ ήταν δεδομένη και εκείνο που παρέμενε ήταν η ιδέα που θα περιείχε.

Και -πάντα στην Εισαγωγή της- η Byatt, διευκρινίζει: Η ‘ιδέα’ του μυθιστορήματος ήταν ότι τα ποιήματα ζουν περισσότερο από τους ποιητές, ότι τα ποιήματα και οι ποιητές είναι πιο ζωντανά από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και τους βιογράφους, οι οποίοι βιώνουν από δεύτερο χέρι τη ζωή τους.

Μια ιδέα που τη οδήγησε σε ένα στοίχημα -όχι μόνο να περιγράφει, αλλά και να κατασκευάσει όχι μόνο την καθημερινότητα των ηρώων του σήμερα, αλλά και τα βασικά στοιχεία -επιστολές, ημερολόγια, ποιήματα, παραμύθια- που οι ερευνητές της θα ανακαλύπτουν και θα μελετούν.

Το πέτυχε απόλυτα. Με μια μοναδική συγγραφική ευστροφία μεταπηδά από το ένας είδος στο άλλο, ενώ παράλληλα συναρμολογεί μια ιστορία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Μυθιστόρημα ευρηματικό, διεισδυτικό, πολύμορφο. Μυθιστόρημα πλοκής, μα και έρευνας.

Απαιτεί σκληροτράχηλους αναγνωστικές* αλλά και βαθιά αναγνωστική απόλαυση θα προσφέρει.

Που βέβαια, αυτή η απόλαυση στη νέα αυτή μετάφραση πολλά, πάρα πολλά οφείλει στην μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.

Αν η A. S. Byatt επιτέλεσε ένα μυθιστορηματικό άθλο, η Κατερίνα Σχινά από την πλευρά της κατόρθωσε ένα μεταφραστικό επίτευγμα.

 (Βιβλιοδρόμιο -6/8/2022)

(1190 λέξεις)

5.8.22

Το Ρίφι και ο Μ.Α.Υ.Ρ.Ο.Σ


ΤΟ ΡΙΦΙ

Ο έμπειρος δημοσιογράφος Μινάς Βιντιάδης με το μυθιστόρημα του αυτό μας χαρίζει ένα συναρπαστικό αφήγημα φαντασίας αλλά και προβληματισμού.

Πώς μπορεί ένα παιδί που πέρασε τις δυο πρώτες δεκαετίες της ζωής του σε μια απόλυτη απομόνωση σε φυσικό και πρωτόγονο περιβάλλον να ενταχθεί στην κοινωνία και μάλιστα με τέτοιον τρόπο ώστε τελικά να υπάρχει ως φωτεινό παράδειγμα ευαισθησίας και προσφοράς προς τους άλλους;

Κάτω από αυτόν τον προβληματισμό στήνεται το μυθιστόρημα που περιλαμβάνει ολοζώντανες σκηνές μιας ιδιαίτερης ζωής, ενώ παράλληλα προσφέρει και πολύτιμες πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν των Δωδεκανήσων και της Κάσου ειδικότερα.


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΓΙΑΝΝΟΣ, Ο Μ.Α.Υ.Ρ.Ο.Σ. ΚΙ ΕΓΏ

Η Ελένη Βλιώρα κάνει την είσοδό της στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά με ένα σύντομο μυθιστόρημα όπου στηρίζεται στον προβληματισμό του πως μια κοινωνία πρέπει και μπορεί να αποδεχτεί την ιδιαιτερότητα ατόμων που έρχονται από άλλες χώρες.

Γραμμένο κυρίως με ολοζώντανους και φυσικού διαλόγους παιδιών, το έργο στέλνει το μήνυμά του μέσα από τη δημιουργία χαρακτήρων παρμένων από της καθημερινότητα μιας μικρής πόλης.

Στα συν της όλης έκδοσης και και ο όλος σχεδιασμό της με προεξέχουσες τις εικόνες του Πέτρου Ματζάκου