28.11.20

21 + 1 Συγγραφείς γράφουν Καλλιτέχνες εικονογραφούν Για το 18’21


21 + 1

Συγγραφείς γράφουν

Καλλιτέχνες εικονογραφούν

Για το 18’21

 

Εκδόσεις Παπαδόπουλος

 

 

            

 

 

Για όσους , όπως εγώ, γεννηθήκαμε σε αστικές περιοχές της Ελλάδας και κατά τη διάρκεια των χρόνων αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του Εμφυλίου, τα βιβλία για παιδιά χωρίς να είναι πολλά, πιστεύω πως καλύπτανε -ως προς τον αριθμό των εκδόσεων, εννοώ- ένα μεγάλο μέρος, ίσως και πλήρως τις αναγνωστικές προτιμήσεις ενός παιδιού εκείνης της εποχής.

Υπήρξα ένα από τα παιδιά που είχαν ένα μεγάλο αριθμό εξωσχολικών, λογοτεχνικών βιβλίων για να εξασκώ την φαντασία μου, να καλύπτω τις προτιμήσεις μου για περιπέτειες, να ικανοποιώ τις διαθέσεις μου προς ονειροπόληση.

Τα περισσότερα από εκείνα τα βιβλία τα έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου.

Δύο είναι οι συγγραφείς που κυριαρχούν – ο Ιούλιος Βερν και η Πηνελόπη Δέλτα. Και ασφαλώς μυθιστορήματα κλασικά, με ήρωες κλασικούς -Τομ Σόγιερ και Χωκ Φιν, Μπάρμπα Θωμά και Μαύρη Καλλονή, Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, Γκιούλιβερ, Τρεις Σωματοφύλακες, Δον Κιχώτης και Γαργαντούας.

Πολύ αργότερα -ενήλικος πια και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία εκείνη που απευθύνεται, βασικά, σε παιδιά- επισήμανα το γεγονός πως τα, χωρίς αμφιβολία, περισσότερα ήταν ξένων συγγραφέων.

Πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα, ίσως να είχα διαβάσει Πιπίνα Τσιμικάλη, κάποιες ακόμα ελληνίδες συγγραφείς που δεν είχα -τότε- συγκρατήσει τα ονόματά τους, αλλά και ακόμα…

Ναι, δίπλα σε Βερν και Δέλτα θέση στην τριάδα των συγγραφέων με τους περισσότερους τίτλους στα ράφια της παιδικής  μου βιβλιοθήκης, είχε και ο Τάκης Λάππας.

Ομολογώ πως δε θυμάμαι -και υποθέτω πως ελάχιστα τοτινά παιδιά και σημερινά άτομα της λεγόμενης τρίτης ηλικίας επίσης δεν θα πρέπει να θυμούνται- το τι ακριβώς αποκόμισα ως ουσιαστική γνώση για το ‘‘21 από το σχολείο μου. Ίσως τα πλέον εντόνως εγγεγραμμένα στη μνήμη -τη δική μου, τουλάχιστον- να είναι τα ποιήματα και τα σκετσάκια της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου.

Αλλά το ’’21 το είχα καλά γνωρίσει. Και η γνωριμία είχε γίνει με τα βιβλία του Τάκη Λάππα.

Ο Λάππας υπήρξε όχι μόνο μια σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων  (ανήκει στη γενιά του ’30), αλλά και ένας πολύ σημαντικός ερευνητής της Ελληνικής Επανάστασης.

Πλουσιότατο το έργο του -πάνω από 80 πρέπει να είναι τα βιβλία που έγραψε. Μελέτες ιστορικές και λαογραφικές, αλλά και πεζογραφήματα (διηγήματα και μυθιστορήματα).

Με τα μυθιστορήματά του έδωσε λογοτεχνική ενσάρκωση σε επώνυμους ή ανώνυμους έλληνες της Επανάστασης.

Σχεδόν όλα του τα μυθιστορήματα, αν και ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να τα υλοποιήσει με τις τότε προδιαγραφές ενός πεζογραφήματος προορισμένου να διαβαστεί από παιδιά και μόνο, ως παιδικά βιβλία κυκλοφόρησαν και μάλιστα από μεγάλους και σοβαρούς εκδοτικούς οίκους εκείνης της εποχής και με εικόνες σημαντικών ζωγράφων μας (Βαλασάκης, Μποσταντζόγλου κ.α) να κοσμούν τα εξώφυλλα και τις μέσα σελίδες τους.

Δεν ισχυρίζομαι, λοιπόν, δίχως λόγο πως η γνώση και η σχέση ενός παιδιού του 1950 με τα γεγονότα και τους ανθρώπους του 18’21, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στον τρόπο που ο Τάκης Λάππας έγραψε  άλλοτε για τον Κανάρη, άλλοτε για τον Ανδρούτσο και τον Μπότσαρη, μα και πέρα από τους επώνυμους ήρωες και για ήρωες αφανείς, συχνά κάποιοι από αυτοί ήταν και παιδιά (εδώ ίσως μπορεί κανείς να εντοπίσει την επιλογή του Λάππα να ‘επικοινωνεί’ με ανήλικο κοινό).

Μα πάντα χρησιμοποιούσε μια μεστή δημοτική γλώσσα και δεν δίσταζε να φέρνει στην επιφάνεια και λέξεις, ονομασίες τοπικών διαλέκτων.

Από αυτή τη σκοπιά αν δει κανείς το έργο του, θα συνειδητοποιήσει -καθώς θα το συγκρίνει με τα σημερινά βιβλία για παιδιά, το πόσο η γλώσσα που οι τωρινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν είναι πολύ πιο απλή… Γιατί να μην την χαρακτηρίσω ακόμα και ‘φτωχή’.

Αλλά πέρα από τη γλωσσική οντότητα, τα έργα εκείνα (και όχι μόνο του Λάππα) είχαν μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο ‘21. Δεν το ανέλυαν, μα το εξυμνούσαν ως μια περίοδο μεγάλης ανάτασης του Γένους, μια περίοδο όπου ξεφυτρώνανε, λες, δώθε  κείθε ηρωικά άτομα και έκαναν πράξεις ηρωικές.

Το ‘21 -δεν ξέρω πόσο συνειδητά και προγραμματισμένα- δεν φαινότανε να έχει κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις, παρά μόνο παράτολμες αποφάσεις απόκτησης της ελευθερίας.

Σαφέστατα αυτά τα έργα είχαν γραφτεί μετά από μια σειρά πολέμων απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών, μετά από μια Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και με ακόμα έντονη την ανάγκη να εδραιωθεί παντού μια συνείδηση εθνικής ταυτότητας. Άλλωστε έτσι πρέπει να πλησιάζουμε το λογοτεχνικό παρελθόν -βάζοντας δίπλα του ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.

Βέβαια, κάπου την ίδια περίοδο, έχουμε και άλλες προσεγγίσεις του ’’21 -θυμίζω αυτές του Καραγάτση και του Σκαρίμπα.

Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε εκείνα τα ‘αιρετικά’ για την εποχή τους κείμενα να θεωρήσει πως απευθυνόντουσαν και σε παιδιά ή έστω εφήβους.

Να, λοιπόν, η ερμηνεία του γιατί ένα τόσο καλογραμμένο (ως προς τη γλώσσα και την δομή αφήγησης) έργο, όπως αυτό του Λάππα, πολύ γρήγορα εντάχθηκε στα παιδικά αναγνώσματα (όπως η κρατούσα τότε άποψη τα ήθελε να είναι) και σήμερα, στην ουσία,  να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου στα βιβλιοπωλεία.

Στη συνέχεια, όμως, από εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’50 ως τις μέρες μας, η παρουσία του ’’21 στη λογοτεχνία μας γενικότερα, όπως και ειδικότερα στην παιδική, μάλλον απουσίαζε ή έστω υποτονικά (ως προς τον αριθμό των τίτλων) δήλωνε την παρουσία της (πρόχειρα και ενδεικτικά αναφέρω έργα των Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Άννας Γκέρτσου – Σαρρή, Μαρίας Σκιαδαρέση). Μα σχεδόν όλα τους στηρίζονται στις ζωές και στα έργα επωνύμων αγωνιστών (Κανάρης, Βισβίζη, Ρήγας κ.α). Ο ανώνυμος έλληνας εκείνων των χρόνων δεν ενεργοποιεί μια συγγραφή όπου ο ίδιος θα πρωταγωνιστούσε.

Έπρεπε να φτάσει η επέτειος των 200 χρόνων για να δούμε να επανέρχεται ένα συγγραφικό και εκδοτικό ενδιαφέρον για το 18’21.

Από το χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων, αναφέρω το μονόλογο του Ανδρούτσου έτσι όπως τον καταγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στο «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» (Άγρα) και όπου με ξεκάθαρο τρόπο παρουσιάζεται όλη η αντιφατική προσωπικότητα του πρωταγωνιστή στο Χάνι της Γραβιάς.

Η ειλικρίνεια και η πλέον απελευθερωμένη ανάγνωση της Ιστορίας έρχεται να χαρίσει νέες διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα του ‘21.

Παράλληλα, η επέτειος των 200 χρόνων έφερε στο εκδοτικό προσκήνιο και ένα νέο ενδιαφέρον για βιβλία γύρω από το ‘21 που έχουν γραφτεί με τρόπο  που θα μπορούσε να τα πλησιάσει ένα παιδί.

Από τις διάφορες εκδόσεις που ήδη κυκλοφορήσανε (σαφώς αναμένουμε και άλλες), στέκομαι σε μια και μόνο και η οποία στην ουσία είχε όλες τις προδιαγραφές να με κάνει να καταγράψω τις προηγούμενες σκέψεις μου.

Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια συλλογή ‘21 + 1 μικρών, στην ουσία ιστοριών (περί τις 500  λέξεις η κάθε μια τους) που γράφτηκαν από αντίστοιχο αριθμό νέων μα και νεότατων συγγραφέων του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά. Και που η καθεμιά τους έχει επίσης εικονογραφηθεί από νέους ζωγράφους και εικονογράφους.

Πρόκειται με άλλα λόγια για μια πολυσυλλεκτική  έκδοση  που την έφεραν στην κυκλοφορία οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος και τη σχεδίασε η Μαρίζα Ντεκάστο μαζί με την Ελένη Σβορώνου.

Το πολυσυλλεκτικό αποτύπωμα εκπροσώπων τόσο της νέας όσο και της νεότατης γενιάς συγγραφέων (όλοι τους έχουν παρουσιαστεί από τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά) απέναντι στο ‘21 νομίζω πως αξίζει να μας ερεθίσει  το ενδιαφέρον και να το διερευνήσουμε σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και το μέλλον, όσον τουλάχιστον αφορά τον τρόπο που τα σημερινά παιδιά θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν μέσα από τη λογοτεχνία το λόγω ύπαρξης της Ελληνικής Επανάστασης.

Πέρα όμως από αυτό, η συγκεκριμένη έκδοση είναι και μια αρκούντως ενδεικτική απεικόνισή του τρόπου σκέψης και γραφής εκείνων των συγγραφέων που ακολουθούν τη γενιά της Μεταπολίτευσης, μιας γενιάς που άλλαξε άρδην το ήθος και το ύφος των βιβλίων για παιδιά και νέους.

Αλλά ας επανέλθω στο πλέον συγκεκριμένο στόχο της συλλογής αυτής.

Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως οι δύο συντονίστριες έθεσαν ως βασική προϋπόθεση για τη συγγραφή κάθε διηγήματος τις 500 περίπου λέξεις και ακόμα μια ματιά κάπως ασυνήθιστη, ίσως και χιουμοριστική, πάνω στα ιστορικά συμβάντα εκείνης της περιόδου.

Τον αριθμό των λέξεων όλοι οι συμμετέχοντες τον ακολούθησαν. Ως προς το χιούμορ, νομίζω πως όχι, αλλά σίγουρα όλοι τους μπόρεσαν να εκφραστούν με μια άνεση και ελευθερία που πολύ έως και πάρα πολύ απέχει από μια κλασικότροπη και στενών εθνικών προδιαγραφών σύνθεση.

Ακόμα -ιδιαίτερα σημαντικό αυτό- το ’’21 εντάσσεται στην παγκόσμια ιστορική περίοδο

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός στη νεότερη ιστορία. Ξέσπασε σε μια εποχή που εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα σε πολλά μέρη στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και εξεγέρσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -σημειώνουν στο εισαγωγικό τους κείμενο οι δυο επιμελήτριες, ενώ λίγο πιο πάνω θα υπενθυμίζουν πως: οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή μας εκδηλώθηκαν όταν διαδόθηκαν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Αμέσως, λοιπόν, γίνεται φανερό πως ο αναγνώστης θα διαβάσει κείμενα όπου το εθνικό θα παρουσιάζεται ως ένα μέρος μιας γενικότερης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να το κατανοήσουν οι μελλοντικοί πολίτες αυτού του τόπου.

Από εκεί και πέρα κάθε ένας από τους συγγραφείς φαίνεται πως αποδέχτηκε  αυτό το γενικό κλίμα και επέλεξε ή επινόησε ένα συμβάν για να το αναπτύξει σε διήγημα 500 περίπου λέξεων.

Συχνά με χιούμορ (Κατσαμά, Αγγέλου - Σίνη, Μανδηλαράς, Κουτσάκης, Βατικιώτη). Μερικές φορές με πολυσήμαντο φεμινισμό (Λυχναρά, Κοντολέων, Οθωναίου, Χριστοδούλου), αλλά και με παραλληλισμούς διαφόρων εποχών (Πίνη, Τσερόλας, Κουκιάς, Σβορώνου). Με στοχαστική διάθεση (Ντεκάστρο, Ηλιόπουλος), με αναγνώριση της δράσης των φιλελλήνων (Παπαγιάννη, Αθανασιάδης). Και ασφαλώς με φωτισμό μικρών επεισοδίων  απλών ανθρώπων (Παπαϊωάννου, Πατσαρός, Λαμπρέλλη, Ζορμπά-Ραμμοπούλου), αλλά και επωνύμων ηρώων (Πέτρου)

Είναι ανέκαθεν δεδομένο πως τα λογοτεχνικά κείμενα εκφράζουν τις απόψεις τους, κυρίως δείχνουν το κατά πόσο απεχθάνονται ή ίσως  και υποκύπτουν στον όποιον συντηρητισμό, όχι μόνο με την επιλογή των θεμάτων τους, όχι μόνο με τον τρόπο που αυτά τα θέματα τα διαχειρίζονται δραματουργικά, αλλά και με τον τρόπο που γλωσσικά τα καταγράφουν. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως όλες οι 19 πεζογραφικές αφηγήσεις ( 2 έχουν τη μορφή του κόμικ) χρησιμοποιούν μια γλώσσα καθημερινή, εύπλαστη, διόλου μεγαλόστομη. Γλώσσα που μπορεί και να κρατήσει το ενδιαφέρον του ανήλικου αναγνώστη, αλλά και να του καλλιεργήσει υγιώς το γλωσσικό ένστιχτό του.

Συμπερασματικά θα καταλήξω στη διαπίστωση πως η ιδέα της δημιουργίας μιας συλλογής διηγημάτων για παιδιά με θέμα το ’’21, γραμμένων από χαρακτηριστικούς εκπροσώπους των νέων και νεότερων συγγραφέων αυτού του είδους, αλλά και εικονογραφημένων από αντίστοιχους σύγχρονους εικαστικούς, δίνει την ευκαιρία να επαναδιατυπωθεί το πως ένα γεγονός που δημιούργησε ένα σύγχρονο κράτος εισπράττεται από τους σημερινούς νεαρούς αναγνώστες.

Είναι όμως και μια μικρή ανθολογία κειμένων νέων συγγραφέων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας και που επίσης αυτή η αντιμετώπισή της την καθιστά σημαντική.

Τελευταία, αλλά όχι αμελητέα, η επισήμανση της άρτιας εμφανισιακά όλης έκδοσης. Μα και το ότι οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου εκχωρούν τις αμοιβές τους στο Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως δωρεά.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 28/11/2020)

 

+