J. M. Coetzee
‘Ο Πολωνός’
Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Χριστίνα Σιδηροπούλου
Εκδόσεις Διόπτρα
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις το τελευταίο μυθιστόρημα του
γεννημένου το 1940 στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, Τζον Μάξγουελ Κούτσι.
Συγγραφέας τιμημένος
με δυο βραβεία Booker και με το Nobel Λογοτεχνίας το 2003, στο νέο του βιβλίο χρησιμοποιεί μια
-και με ένα δικό του τρόπο- αποστασιοποιημένη λογοτεχνική τεχνική, η οποία όμως
κάτω από την φαινομενικά ψυχρή, αλλά ενδυναμωμένη από φιλοσοφική διάθεση
αφήγηση, περικυκλώνει και την ίδια στιγμή απλώνει το κεντρικό θέμα.
Στην περίπτωση αυτού του τελευταίου του μυθιστορήματος, το
κεντρικό θέμα θα μπορούσε κανείς να το ορίσει ως τον έρωτα που από την εικόνα
του άλλου ξεκινά για να καταλήξει στην ψυχή του. Μόνο που αυτή η πορεία μπορεί
κάλλιστα να ανατραπεί ή με άλλο τρόπο διατύπωσης δεν είναι πάντα η ομορφιά της
εικόνας που μας οδηγεί στο να ερωτευθούμε την ψυχή του άλλου. Μπορεί να συμβεί
και στο αντίθετο.
Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος η Ισπανίδα
πενηνταπεντάχρονη Μπεατρίθ – Είναι ψηλή και κομψή* ίσως δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί καλλονή με τα συμβατικά πρότυπα, αλλά τα χαρακτηριστικά της
-σκούρα μαλλιά και μάτια, ψηλά ζυγωματικά, γεμάτα χείλη- είναι εντυπωσιακά και
η φωνή της χαμηλή, κοντράλτο, έχει μια γλυκιά γοητεία (σελ. 11)
Σύζυγός τραπεζίτη, μητέρα δυο νέων και επιτυχημένων ανδρών,
ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη της Βαρκελώνης και καλύπτει τον άφθονο ελεύθερο
χρόνο της συμμετέχοντας στις δράσεις ενός σωματείου που διοργανώνει εκδηλώσεις κλασικής
μουσικής.
Μια από αυτές κι εκείνη στην οποία έχει προσκληθεί πολωνός
πιανίστας – εβδομηντάρης, ακμαίος εβδομηντάρης, κλασικός πιανίστας, κυρίως
γνωστός ως ερμηνευτής έργων του Σοπέν, αλλά είναι αμφιλεγόμενος ερμηνευτής…
Καθόλου ρομαντικός, αντιθέτως κάπως αυστηρός… Η ψυχή του δίνει την εντύπωση ότι
είναι ασυνήθιστα στεγνή και αυστηρή, ίσως αυτό καταδεικνύει μια κάποια ανυδρία
της δικής του ιδιοσυγκρασίας (σελ. 12)
Με τη χρήση μιας προσεχτικής όσο και αντικειμενικής
περιγραφής, ο Κούτσι συστήνει στους
αναγνώστες του τα δυο πρόσωπα που πάνω τους θα απλωθεί όλο το μυθιστόρημα.
Η τυπικά ζεστή όσο και συγκρατημένα θηλυκή παρουσία εκείνης
θα βρεθεί στο στόχαστρο του ερωτικού ενδιαφέροντος εκείνου. Εκ πρώτης όψεως
απρόσμενα για τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη. Ο πολωνός έχει την εικόνα ενός
ηλικιωμένου που έχει παραιτηθεί από τα ερωτικά καλέσματα. Άλλωστε προσεγγίζει
τον Σοπέν ως κληρονόμος του Μπαχ. Αλλά δεν είναι έτσι.
Πίσω από τις νότες έχει καταχωνιάσει την ποιητική
δημιουργία. Ίσως γιατί δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να την καλλιεργήσει, ίσως
γιατι δεν το είχε τολμήσει, ίσως γιατί οι συνθήκες της χώρας του να μην του το
είχαν επιτρέψει.
Σε κάθε περίπτωση και καθώς έχει κλείσει την όγδοη δεκαετία
της ζωής του, μπορεί -με τον δικό του τρόπο και λίγο πριν το τέλος της ζωής του
- να διεκδικήσει ότι δεν είχε μέχρι τότε γευτεί και να μεταφέρει την ερωτική
έλξη από την εικόνα στην ψυχή και εν τέλει να βιώσει το πάθος που πιο πριν μήτε
είχε δημιουργήσει μήτε και ερμηνεύσει.
Αυτός ο δικός του στόχος. Και τον υποστηρίζει με την κατασταλαγμένη
ευγένεια του ανθρώπου που γνωρίζει πως ότι θα κερδίσει θα είναι και το
τελευταίο του κέρδος που μαζί με αυτόν, θα χαθεί κι εκείνο -Όχι, δεν είμαι ο
Δάντης. Δεν είμαι εμπνευσμένος. Και δεν έχω χάρισμα με τις λέξεις (σελ. 95)
Στην ουσία χρησιμοποιεί -πόσα άραγε ηθελημένα;- μια τεχνική εντελώς
αντίθετη από αυτήν που τον είχε οδηγήσει στην έρωτα. Μια και δεν διαθέτει την
εικόνα που θα φέρει στο φως την ψυχή, προσπαθεί να πείσει πως υπάρχει και ένας
άλλος δρόμος.
Δεν θα καταφέρει παρά μόνο να κερδίσει τρεις μέρες έρωτα.
Η Μπεατρίθ μόλις αισθανθεί πως η καλά δομημένη υπόστασή της
κινδυνεύει, θα διακόψει κάθε επαφή μαζί του. Αλλά δεν θα έχει υποψιαστεί πως
από ένα τυπικό ερμηνευτή, ο πρόσκαιρός πολωνός εραστής της, θα έχει μετατραπεί
-εκείνη θα τον έχει άθελά της μετατρέψει- σε ένα αυθεντικό δημιουργό.
Που αποκλεισμένος στο μίζερο διαμέρισμά του κάπου στα
περίχωρα της Βαρσοβίας θα γράφει -με σκοπό να της κληροδοτήσει μετά τον θάνατό
του -τα ποιήματα που περιγράφουν την ψυχική διάσταση της σχέσης τους. Το πως
την είχε δει. Το πόσο μπορεί ένας έρωτας να εξυψώσει το πρόσωπο που τον
ενέπνευσε.
Κι όταν αυτό συμβεί, τότε εκείνη -όσο κι αν προσπαθήσει να
αντισταθεί σε ένα συναίσθημα που θα της διαφοροποιήσει τις μέχρι εκείνη την ώρα
αρχές της- θα υποκύψει στη γοητεία της ψυχής και θα του γράψει σε γράμμα χωρίς
απτό αποδέχτη -Σ΄ ευχαριστώ για την καλή σου άποψη για εμένα. Θα προσπαθήσω
να φανώ αντάξια… Καληνύχτα, πρίγκιπά μου, είναι ώρα να πας στο κρεβάτι σου.
Καλόν ύπνο. Όνειρα γλυκά… ΥΓ: Θα σου ξαναγράψω (σελ. 165)
Πρόκειται για ένα σχετικά σύντομο μυθιστόρημα, με άψογη
τεχνική γραμμένο, περικυκλωμένο με τη βαθιά σοφία ενός μεγάλου συγγραφέα, μα
και έμπειρου μελετητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς που δεν διστάζει να σταθεί
απέναντι στην πορεία προς το γήρας, να αντισταθεί στην κυριαρχία του θανάτου,
να επικυρώσει την κεντρική σημασία του έρωτα ακόμα και όταν το σώμα έχει χάσει
το κύρος της νεότητάς.
Το απέριττο και επιφανειακά απρόσωπο ύφος του Κούτσι, η
μετάφραση τη Χριστίνας Σωτηροπούλου το υποστήριξε με συνέπεια και αξιόλογη
αποτελεσματικότητα.
(Βιβλιοδρόμιο, 4/11/2023)
(820 λέξεις)