29.7.21

«Όσα έχω ζήσει δεν τα έχω όλα γράψει. Μα έχω ζήσει όλα όσα έγραψα»

 

«Όσα έχω ζήσει δεν τα έχω όλα γράψει. Μα έχω ζήσει όλα όσα έγραψα»

 

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

(your e-articles.com – 29/7/2001

 

)

Πρόκειται για έναν από τους πιο σπουδαίους Έλληνες πεζογράφους. Έχει καταπιαστεί με τα περισσότερα είδη του πεζού λόγου αλλά είναι ευρέως γνωστός για τα λογοτεχνικά του έργα που αφορούν τα παιδιά και τους νέους. Σήμερα, φιλοξενώ στο your e-articles τον συγγραφέα Μάνο Κοντολέων.

 

 

- Γεννηθήκατε στην Αθήνα, Ποιες είναι οι μνήμες της παιδικής σας ηλικίας;

Μοναχοπαίδι και μέσα στην ασφάλεια της αγάπης δυο γονιών που φροντίζανε να με μεγαλώνουν με βάση την ισότητα ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Θα έλεγα πως η ανατροφή μου βασίστηκε στις αρχές μιας ελεύθερης αστικής νοοτροπίας, όπως την ζούσανε οι σμυρνιοί γονείς μου. Τέτοιας υφής και οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας

 

 

 

-Η πιο ισχυρή ανάμνηση που κουβαλάτε ως σήμερα;

Η γέννηση των δυο παιδιών μου και ο θάνατος των δυο γονιών μου.

 

 

-Οι εικόνες που έχετε από τη διάρκεια της δικτατορίας;

Τα πρώτα μου βιβλία τα έγραψα αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Και από τότε, από εκείνα τα πρώτα μέχρι και τα πλέον πρόσφατα, αυτό που χαρακτηρίζει τα βιβλία μου είναι μια πολιτική ματιά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο συγγραφέα, αλλά σίγουρα πολιτικοποιημένο -είτε γράφω για ενήλικες, είτε για νέους, είτε για παιδιά. Κι όμως μέχρι τότε, μέχρι δηλαδή την πτώση της Χούντας, στην ουσία ήμουνα ένα μη πολιτικά συνειδητοποιημένο άτομο. Ίσως γιατί περνούσα μια μακριά  περίοδο μαθητείας καθώς διάβαζα με μανία μεγάλα λογοτεχνικά  έργα.

 

 

-Σπουδάσατε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τι αποκομίσατε;

Κάτι ιδιαίτερα βασικό, πιστεύω, για ένα συγγραφέα. Πως οι νόμοι της Φυσικής έχουν εφαρμογή και στη ίδια τη ζωή, αλλά και στην ίδια τη λογοτεχνία.

 

-Πως οδηγηθήκατε  στο γράψιμο; Υπήρχε επιρροή από το σπίτι σας;

Έγραψα το πρώτο μου κείμενο, κάπου γύρω στα 14 χρόνια μου και το έστειλα να δημοσιευθεί στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων». Είχε να κάνει με τα συναισθήματά μου από την απώλεια ενός μικρού γατιού που αγαπούσα. Καθώς είδα το κείμενο αυτό να είναι δημοσιευμένο, κατανόησα πως και ότι αισθανόμουνα το μοιραζόμουνα με πολλούς, αλλά παράλληλα κρατούσα ζωντανή την ανάμνηση του αγαπημένου ζώου. Λόγοι ικανοί να με κάνουν να αποφασίσω πως θέλω να γίνω συγγραφέας. Παράλληλα αυτή μου την διάθεση, οι γονείς μου με τη στάση τους και τις θετικές κρίσεις τους για τα έργα μου, μου την τονώνανε.

 

 

-Δημοσιεύατε κείμενα σας στη Διάπλαση Των Παίδων. Ήταν ένα περιοδικό-σταθμός για τα ελληνικά γράμματα;

Θεωρώ πως οι γενιές εκείνες αλλά και οι μετέπειτα οφείλουν την αναγνωστική τους παιδεία σε αυτό το περιοδικό. Χάθηκε στα  χρόνια που ήρθαν αυτή η συνέχεια με αντίστοιχα αναγνώσματα καλλιέργειας και διαμόρφωσης της αγάπης προς το βιβλίο;

Ναι έτσι ήταν. Όπως επίσης και μετά από χρόνια ένα άλλο περιοδικό για παιδιά -Το Ρόδι- έγραψε τη δική του ιστορία. Είναι κρίμα που σήμερα δεν εκμεταλλευόμαστε τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού τύπου για να δημιουργήσουμε αντίστοιχα περιοδικά όπου τα σημερινά παιδιά θα μπορούσαν να καταθέτανε τι λογοτεχνικές ανησυχίες τους. Αλλά ίσως κάτι τέτοιο να μην είναι πλέον εφικτό. Μια νέα εποχή αφηγήσεων έχει ξεκινήσει.

 

 

 

-Πως κρίνετε το αναγνωστικό κοινό σήμερα;

Αν και σίγουρα πολυπληθέστερο από παλαιότερα και ένα μεγάλο μέρος τους περισσότερο ενημερωμένο, διακρίνω στις αναγνωστικές τάσεις μια ομαδοποίηση. Όπως και σε άλλες εκφράσεις της κοινωνικής / πολιτιστικής ζωής, επεμβαίνουν κι εδώ οι νέοι τρόπου καθοδήγησης και επηρεασμού απόψεων και προτιμήσεων.

 

 

-Οι νεότερες γενιές αγαπούν το διάβασμα;

Οι εκδόσεις λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά και νέους  έχουν αυξηθεί εδώ και κάμποσα χρόνια. Αυτό σημαίνει, όμως, πως οι νέοι μας είναι περισσότερο λάτρεις της λογοτεχνίας από ότι εμείς οι παλιότεροι;

Δεν είμαι και τόσο βέβαιος. Ασφαλώς υπάρχει η αύξηση αναγνωστών, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στην άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου- δεν υπάρχουν πλέον αναλφάβητοι. Το ζήτημα όμως είναι να δούμε την ποιότητα τόσο των ίδιων των έργων όσο και των αναγνωστών. Το θέμα είναι μεγάλο και ξεφεύγει από τα πλαίσια της συζήτησής μας. Απλώς να υπενθυμίσω πως τα προγράμματα φιλαναγνωσίας στα σχολεία έχουν καταργηθεί και ακόμα πως οι μαθητές από το τέλος του Γυμνασίου και σε όλο το Λύκειο εξαναγκάζονται από το εκπαιδευτικό σύστημα  να κρατάνε αποστάσεις από την όποια λογοτεχνική ανάγνωση.

 

 

 

-Αποτελούν τα χαμηλά ποσοστά της βαθμολογίας στην έκθεση, το οποίο αποτελεί και το μόνο κοινό μάθημα όλων των κατευθύνσεων, κάποια ένδειξη;

Δεν είμαι φιλόλογος για να εκφέρω άποψη. Απλώς θέλω να επισημάνω πως άλλο είναι το λογοτεχνικό κείμενο και άλλο το κείμενο που έχει να κάνει με μια έκθεση.

 

 

-Τι σημαίνει για εσάς η συγγραφή;

Ζω γιατί γράφω και γράφω γιατί ζω

 

 

-Από που αντλείτε έμπνευση;

Από αυτά συμβαίνουν γύρω μου και  έτσι όπως φιλτράρονται μέσα στις σκέψη μου και στα συναισθήματά μου.

 

 

-Πρώτα ζείτε και μετά γράφετε; Αντίστροφα, παράλληλα;

Όσα έχω ζήσει δεν τα έχω όλα γράψει. Μα έχω ζήσει όλα όσα έγραψα

 

 

-Οι συγγραφείς που σας συγκλόνισαν όταν τους διαβάσατε για πρώτη φορά;

Πολλοί, πάρα πολλοί. Και στο παρελθόν και τώρα… Ελπίζω και εύχομαι και στο μέλλον

 

 

-Αν είχατε τη δυνατότητα να συναντήσετε κάποιον εξ' αυτών, ποιος θα επιθυμούσατε να είναι;

Κάποτε ίσως να ήθελα να γινότανε να γνώριζα το συγγραφέα κάποιου έργου που με είχε συγκλονίσει. Τώρα πλέον όχι… Προτιμώ να γνωρίζω τους συγγραφείς μέσα από τα έργα τους.

 

 

-Γράφετε ενεργά για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Ο χρόνος φέρνει ρουτίνα και συνήθεια ή περιέργεια για το καινούργιο και ανυπομονησία;

Γράφω σημαίνει δημιουργώ. Και η δημιουργία ποτέ δεν είναι ρουτίνα. Θα έλεγα μάλιστα πως τις περιόδους που δεν γράφω τότε είναι που η ρουτίνα της καθημερινότητας με καταδυναστεύει.

 

 

-Έχετε δοκιμαστεί σε όλα τα είδη του πεζού λόγου. Που κινείστε με μεγαλύτερη ευκολία;

Κάθε φορά εκεί όπου η διάθεσή μου με οδηγεί. Για μένα όλα όσα έχω γράψει -για παιδιά, για νέους, για ενήλικες- είναι απόλυτα δικές μου εκφράσεις.

 

 

-Αποτελείτε μια καίρια μορφή της λογοτεχνίας για παιδιά. Είναι πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό από τους μεγάλους;

Δεν γράφω έχοντας κατά νου το κοινό στο οποίο θα απευθύνεται το βιβλίο μου. Λογοδοτώ κυρίως απέναντι στους ήρωές  μου, στο ίδιο μου το κείμενο.

 

 

 

-Ποια στοιχεία οφείλει να διαθέτει ένας συγγραφέας για να προσεγγίσει με το έργο του τα παιδιά;

Να μην έχει αποξενωθεί από την αξία της Παιδικότητας.

 

 

-Η επίδραση του διαδικτύου στις νεότερες γενιές;

Σημαντικότατη. Πιστεύω, δε,  πως ακόμα δεν έχουμε δει την πλήρη εξάπλωση αυτής της επίδρασης… Η οποία-ας το σημειώσω- δεν την θεωρώ εκ προοιμίου αρνητική. Είδομεν…

 

 

-Πως ηχεί στα αυτιά σας αν ένας νέος αντί να έχει στο σακίδιο του τρία βιβλία να έχει τρακόσια σε pdf στο τάμπλετ του;

Μα σας είπα… Δεν είμαι εκ προοιμίου ενάντια στην εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλωστε κάποτε είχαμε περγαμηνές… Και πιο πριν, πολύ πιο πριν πλάκες από πέτρα… Ας μη μένουμε στην εικόνα, αλλά στο περιεχόμενο.

 

-Ποιο είναι το πιο αντιπροσωπευτικό βιβλίο που έχετε γράψει;

Σαφέστατα όλα τα βιβλία μου δεν τα θεωρώ το ίδιο σημαντικά. Αλλά όλα τους είναι παιδιά μου. Ας μου επιτρέψετε να μην δημοσιοποιήσω οικογενειακά μυστικά

 

 

Ως δημιουργός έχετε βιώσει πληρότητα ή είναι μια άπιαστη ιδέα;

Η δημιουργία εμπεριέχει την έννοια της πληρότητας. Άρα…

 

-Έχετε λάβει δυο φορές το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Η άποψη σας για τα βραβεία;

Αναμφίβολα δίνουν χαρά και αποτελούν μια μορφή καταξίωσης. Από την άλλη όμως… Ε, κάποια από τα βιβλία μου που ιδιαίτερα εκτιμώ, δεν έτυχε να βραβευθούνε… Όπως και βιβλία άλλων που εγώ θεώρησα σταθμούς, αγνοηθήκανε από επιτροπές και κριτικούς. Άρα, από ένα σημείο και πέρα όλα είναι σχετικά. Καλό θα είναι για αυτό η σκέψη κάθε επιτροπής βραβείων να διακατέχεται από μια πολυσυλλεκτική αντίληψη… Πιο σωστά θα έλεγα να οικοδομείται όχι στο τυχαίο, αλλά και στο δομημένο. Μα και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα που ξεφεύγει η πλήρης ανάλυσή του από τα πλαίσια αυτής της συζήτησής μας.

 

 

-Τι αίσθηση σας προκαλεί η σημερινή πολιτική πραγματικότητα;

Απέχθεια. Φόβο. Απελπισία. Αδιέξοδο…

 

-Οι έννοιες αριστερά και δεξιά είναι ρευστές; Έχουν φθαρεί στο πέρασμα του χρόνου;

Οι ιδεολογίες είναι πάντα συγκεκριμένες. Και οι βασικές από αυτές παραμένουν αναλλοίωτες.  Οι τρόποι εφαρμογής τους είναι που έχουν το πρόβλημα.

 

 

-Ανήκετε στην αριστερά. Σε τι κατάσταση βρίσκεται; Μπορεί να εμπνεύσει τον ελληνικό λαό σήμερα;

Εμπνέει εμένα και τα έργα μου.

 

 

-Συνολικά, τι γεύση είχατε από τη τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ;

Σαφέστατα περίμενα μια άλλη γεύση… Αλλά σημασία δεν έχει ποια γεύση κάποτε μας απογοήτευσε ή όχι. Μα αυτή που έχει η τροφή που τώρα γευόμαστε… Τουλάχιστον αυτή μπορούμε να την αλλάξουμε… Αν θέλουμε…

 

-Η σημερινή Κυβέρνηση σε τι νερά πλέει;

Νομίζω σε απόλυτα ξεκάθαρα για όποιον ήξερε να διαβάζει πίσω από συνθηματολογίες, τα προγράμματα. Δε με  ξεγέλασε.

 

-Ποιον βαραίνει η ευθύνη για την πορεία μιας χώρας; Το εκλογικό σώμα ή τους Κυβερνώντες; Υπάρχει κάποια διαβάθμιση ευθυνών;

Δημοκρατία σημαίνει συμμετοχή. Και τόσο το εκλογικό σώμα όσο και οι κυβερνώντες έχουν τις δικές τους ευθύνες.

 

-Πότε κλάψατε τελευταία φορά;  

Αλήθεια πότε;… Όμως τρέμω για την επόμενη… Που μακάρι να μην την συναντήσω

  

 

-Πιστεύετε  στον Θεό;  

Φοβάμαι πως όχι

 

 

-Το  καταφύγιο σας;  

Έχει καταφύγιο ένας άνθρωπος;

 

 

-Ο μεγάλος σας φόβος;  

Η αρρώστια, το μίσος, η βία, η ανέχεια

 

 

 

-Πως λειτουργείτε υπό το καθεστώς του έρωτα;  

Δημιουργώ… Θέλω να πω -γράφω

 

 

-Νιώθετε ευτυχισμένος; 

Είμαι υγιής… Οι δικοί μου επίσης…

 

 

-Τι άνθρωπος είναι ο  Μάνος Κοντολέων;  

Μα τι με ρωτάτε; Αφού… Τίποτε από εμένα δε φαίνεται!

  

 

-Αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε;  

Όχι… Ότι έγινε, έγινε… Αν κάτι άλλαζα, ποιος ξέρει το τι θα το ακολουθούσε;

 

 

-Πως φαντάζεστε τη τελευταία μέρα σας στη γη;  

Δεν θέλω να τη φαντάζομαι…

 

 

-Τα όνειρά σας για το μέλλον;  

Να γράφω και να διαβάζω… Τόσο εγώ όσο και όλοι μας να μην αισθανόμαστε ανασφαλείς

 

 

-Ετοιμάζετε  κάτι αυτή περίοδο;  

Πάντα κάτι ετοιμάζω… Αρχές φθινοπώρου θα κυκλοφορήσει το νέο μου μυθιστόρημα

 

 

-Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;  

Να πιστεύει σε αυτά ακόμα κι όταν αυτά παραμένουν όνειρα

 

 

-Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν λέτε το όνομα Μάνος Κοντολέων; 

Ο Μάνος Κοντολέων -ένας άνθρωπος

 

 

25.7.21

Ολυμπιακοί Παρίσι 1924: Το χρυσό έμεινε στην οικογένεια

 

Παρίσι, 1924. Ο Αμερικανός Μπίλι Χέιβενς αν και έχει επιλεγεί να εκπροσωπήσει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς του 1924 στο Παρίσι, ως μέλος της ομάδας κωπηλασίας στην τετράκωπο με πηδαλιούχο, εντούτοις δεν λαμβάνει μέρος. Προτιμά να μείνει δίπλα στη γυναίκα του που περιμένει το πρώτο τους παιδί. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες η ομάδα των ΗΠΑ κερδίζει το χρυσό μετάλλιο. Όχι, όμως και ο Χέιβενς. Θα πιάσει στα χέρια του ένα άλλο χρυσό μετάλλιο, μετά από 28 χρόνια, όταν ο γιος του θα κερδίσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι στο κανόε.

Εκείνου το κορμί γινότανε κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο σκληρό, ολοένα και περισσότερο ευλύγιστο. Κι αυτή, τις νύχτες τον άκουγε να ανασαίνει με ρυθμούς σταθερούς και καταλάβαινε πως ο άντρας της ακόμα και στα όνειρά του προσπαθούσε. Προπονείτο. Κι άπλωνε το χέρι της –πολύ αργά, πολύ ήρεμα το άπλωνε, για να μην τον ξυπνήσει– και με τα δάχτυλά της ψαχούλευε τους μυς της κοιλιάς και τους μυς των μπράτσων και σκεφτότανε το πόση προσπάθεια, πόσα όνειρα κρύβανε μέσα τους αυτοί οι μυς που ακόμα και την ώρα του πιο βαθύ ύπνου δε λέγανε να ξεχάσουνε την αποστολή τους.

Μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε η ησυχία της νύχτας, αλλά αυτή, με τα μάτια ανοιχτά και την ακοή της σε ετοιμότητα, μπορούσε να δει και να ακούσει τον παφλασμό των νερών καθώς τα τέσσερα ζεύγη κουπιών τα αναταράσσανε. Και ήξερε, μπορούσε να το δει με το βλέμμα των ονείρων της, πως ένας από τους τέσσερις άντρες που ριχνόντουσαν στη νίκη, ήταν κι ο δικός της, αυτός που τώρα δίπλα της ανάσαινε αργά και σταθερά, ίδια η αναπνοή του πάντα με εκείνη που είχε την ώρα των προπονήσεων.

Μήτε κι έπρεπε…

Μια εικόνα ήταν αυτή που την γέμιζε χαρά. Μα και αγωνία. Γιατί ήθελε να κοιμάται δίπλα σε έναν πρωταθλητή, της άρεσε τόσο να σβήνει μέσα στα δυνατά του μπράτσα, αλλά την ίδια τη στιγμή κι αναστατωνότανε καθώς ήθελε και να έχει δίπλα της, στη δικιά πια μεγάλη ώρα, το σύντροφο, τον άντρα που της είχε σπείρει μέσα στα σπλάχνα το πρώτο της παιδί. Το παιδί του, το παιδί τους.

Ήξερε πως δε θα γινότανε έτσι, μήτε κι άλλωστε έπρεπε, ήθελε να γίνει. Ποτέ της δεν έπρεπε να του πει το πόσο θα το λαχταρούσε να ήταν αυτός που θα έσκυβε από πάνω της και το δικό του το πρόσωπο να ήταν το πρώτο που θα έβλεπε όταν θα άνοιγε τα μάτια της και η δικιά του η φωνή να ήταν εκείνη που θα της μουρμούριζε «Να μας ζήσει ο γιος μας!» Ήξερε πως δε θα γινότανε αυτό, μήτε κι άλλωστε έπρεπε. Ήταν ανάγκη να το αποδεχτεί… Το αποδεχότανε.

Ακριβώς όπως αποδεχότανε και χαιρότανε να βλέπει το δικό της σώμα, μέρα τη μέρα, να γλυκαίνει, να ωριμάζει, να φουσκώνει, να προετοιμάζεται για την κυοφορία και τη γέννα.
Δίπλα στο δικό του σώμα που εξέπεμπε τη δύναμη της νίκης, απλωνότανε το δικό της που φεγγοβολούσε από την πληρότητα της κύησης. Δυο σώματα με διαφορετικούς προορισμούς…


Το χρώμα των ματιών

Τα ξημερώματα εκείνος ξύπναγε, ετοιμαζότανε, την άφηνε να είναι ξαπλωμένη στα σεντόνια που είχαν ακόμα πάνω τους τη γεύση του ιδρώτα των ονείρων του και την φιλούσε στο στόμα. «Να μου τον προσέχεις!» της χάιδευε με την ανάσα του το αυτί και έφευγε. Τον περιμένανε οι ασκήσεις και οι λίμνες, τα κουπιά και οι συναθλητές. Τον περίμενε η δόξα.

Αυτή τη δόξα –την προσμονή της– την διέκρινε και τα βραδάκια, που εκείνος επέστρεφε και την έκλεινε στην αγκαλιά του και πολύ προσεχτικά την έγερνε πάνω στον καναπέ και την παρέσερνε μαζί του σε ήρεμες βαρκάδες του έρωτα. Εκείνος δεν υποψιαζότανε, αυτή ήξερε. Αυτή προετοίμαζε τη ζωή, εκείνος σχεδίαζε τον άθλο. Και οι μήνες κυλούσανε. Πλησιάζανε οι μέρες των αγώνων. Πλησιάζανε οι μέρες που αυτή θα γεννούσε.

Κάποιες Κυριακές εκείνος την έπαιρνε και τραβάγανε για μικρές βόλτες. Σε μέρη εξοχικά και απόμερα. Βουνίσια μέρη. «Όχι και σήμερα νερά!» γελούσε εκείνος, «Όχι και σήμερα στάλες και ήχοι παφλασμών! Σήμερα θέλω ν΄ ακούσω τους ήχους του βουνού και μέσα στην ησυχία της χλόης, να αγγίξω τα μικρά σκιρτήματα του παιδιού μας!» Το περίμενε το παιδί τους. «Τί χρώμα ματιών, λες, να έχει;» τη ρωτούσε, καθώς είχανε ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι μιας πλαγιάς.

Η λάμψη του χρυσού

«Γαλάζια, υποθέτω!» του απαντούσε εκείνη. γαλάζια όπως τα δικά του, όπως τα δικά της. Γαλάζια όπως τα νερά των λιμνών. «Και κάνει τα μωρά να δούνε τη λάμψη του χρυσού;» εκείνος συνέχιζε να παίζει με το διπλό του όνειρο. «Γιατί» συνέχιζε, «το πρώτο πράγμα που θα δει ο γιος μας θα είναι το χρυσό μετάλλιο που θα του έχω φέρει από τους Ολυμπιακούς!»

Την κοιτούσε και στα μάτια του μέσα σπαρταρούσανε η δόξα του νικητή και το πάθος του πατέρα. Πώς να του έλεγε πως την ώρα τη μεγάλη τη δικιά της, εκείνος θα ήταν αλλού;
«Γιατί συννέφιασες;» τη ρώτησε. Πήρε βαθιά ανάσα. Το αποφάσισε. «Έχεις υπολογίσει καλά τις μέρες;» «Να υπολογίσω, τί;» «Τις μέρες που θα γενώ, εσύ θα είσαι στους αγώνες!»

Υπάρχουν λόγια που δεν ταιριάζουν με το γλυκό θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς και της σημύδας; Φαίνεται ως υπάρχουν. Το σώμα της, έτσι όπως ακουμπούσε πάνω στον κορμό του δέντρου, ήταν σαν μια υπέροχη άποψη της γενναιοδωρίας της φύσης. Το σώμα της, τα πρησμένα στήθια και η φουσκωμένη κοιλιά, το πρόσωπο με πάνω του τα σημάδια του μοναδικού μυστικού τους. «Θες να πεις…». Σήκωσε το χέρι της, με τα δάχτυλά της του σφάλισε τα χείλια. «Δεν έχει νόημα να ταράζεσαι… Θα μπορέσω και μόνη μου… Θα…» Εκείνος ανατρίχιασε. Μόνη της; Τί θα πει μόνη της;

Τα όνειρα για μια δόξα

Δηλαδή την ώρα που εκείνη θα συνεργάζεται με τη φύση για να φέρει στο φως της ζωής ένα πλάσμα που θα έχει μέσα στις φλέβες του και το δικό του το αίμα, που θα έχει πάνω στο δέρμα του τις αναμνήσεις και του δικού του δέρματος, που μέσα στις κόχες των ματιών του θα φωλιάζουν μάτια ίδια στο χρώμα με τα δικά του και της φαμίλιας του, μια τέτοια ώρα, αυτός να βρίσκεται μίλια για μίλια μακριά, για να προπονείται και να αγωνίζεται… Να νικά ή να χάνει…


Ανάσαινε βαθιά. Το στήθος του προσπάθησε να μαζέψει όλο το οξυγόνο του βουνού. Η σκέψη του ατόνησε, έμεινε μόνο μια εικόνα να βασιλεύσει μέσα στο βλέμμα της φαντασίας του. Μια εικόνα: εκείνη και ο γιος τους. Μόνοι τους. Πού θα ήταν αυτός; Για τί πράγμα θα αγωνιζότανε;

Σηκώθηκε. Μπροστά του απλωνότανε η πλαγιά, πιο πέρα ήταν η πόλη. Πιο πέρα η θάλασσα. Στην άλλη της την άκρη, μια άλλη ήπειρος. Εκεί θα ήταν αυτός. Εδώ εκείνη και το πλάσμα που θα είχε μάτια στο χρώμα των δικών του. Το πρώτο βλέμμα αυτών των ματιών, πού θα έπεφτε; Ποιανού το πρόσωπο θα αντίκριζε;

Ένα πλασματάκι που θα θυμότανε τους ήχους του σώματος της μητέρας. Από τη δικιά του παρουσία τί θα είχε να θυμάται; Κι έπειτα του ήρθαν στο νου όλες εκείνες οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια της προσπάθειας και των ελπίδων. Τα όνειρα για μια δόξα αιώνων. Η πιθανότητα μιας νίκης που θα τον έκανε αθάνατο.

Το χρυσό στην οικογένεια!

Κι πάλι ανατρίχιασε. Και τότε άκουσε το τιτίβισμα των πουλιών. Και σήκωσε το κεφάλι και είδε τα χελιδόνια –δυο πανέμορφα πουλιά– που πηγαινοερχόντουσαν στη φωλιά τους –μια το ένα, μια το άλλο– και ταΐζανε τα μικρά τους. Μικρά πουλάκια, τρυφερούδια, με ανοιγμένα στόματα, έτοιμα πάντα να ευχαριστήσουνε και τον ένα γονιό και τον άλλο. Πάντα και από τους δυο να παίρνουνε τη ζωή. Και από τους δυο να τη ζητάνε.

Και το αποφάσισε. «Για μια νίκη μόνο εγώ νοιάζομαι!» της είπε και την βοήθησε να σηκωθεί. Η παλάμη του κατρακύλησε στην κοιλιά της. Και το αισθάνθηκε το μήνυμα του γιου. «Το χρυσό μετάλλιο θα έρθει στην οικογένεια!» χαμογέλασε, «Αν όχι σε λίγους μήνες, σε κάποια χρόνια… Πάντως, σίγουρα θα έρθει!» «Μα τί λες;» Η παλάμη του ευφράνθηκε από το μήνυμα του γιού.

«Είμαστε … κι οι δυο σίγουροι!» είπε και το χαμόγελο έγινε γέλιο, «Εσύ μη νοιάζεσαι γι’ αυτά! Ανδρικές δουλειές είναι! Άσε εμένα και το γιο μου –τους δυο άντρες της ζωής σου– να το κανονίσουνε μεταξύ μας… Ξέρουμε εμείς!» Την κράτησε από το χέρι και πήρανε να κατηφορίζουν. Πίσω τους μείνανε τα χελιδόνια –δυο πανέμορφα πουλιά– να προσφέρουν στα μικρά τους σπόρους και μικρά ζωύφια. Η φύση στην πιο καλή της ώρα. Ο ήλιος στο μέσο του ταξιδιού του. Στη στιγμή της νίκης του.


https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-parisi-1924-to-chryso-emeine-stin-oikogeneia/?fbclid=IwAR1ULSej9AsMVS9bWdvJvSyX_AMhgTDvWAO3LLif1lQt6W3O3uJ-VdAYlJs


20.7.21

Ελένη Κατσαμά «Η ζωή και οι θάνατοι της Αλεξάνδρας Δελλή»

 

Ελένη Κατσαμά

«Η ζωή και οι θάνατοι της Αλεξάνδρας Δελλή»

Εκδόσεις Πατάκη

 

                      

Λίγοι είναι εκείνοι οι έλληνες πεζογράφοι που έχουν μια ισοδύναμη παρουσία τόσο στο χώρο της λογοτεχνίας για ενήλικες αναγνώστες, όσο και σε εκείνη που είναι στραμμένη προς τα παιδιά και τους έφηβους.

Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς αν πίσω από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, στην ανάπτυξη του θέματος, στο κύκλωμα των χαρακτήρων του έργου, υπάρχουν εκείνα τα κοινά σημεία που φανερώνουν  την ταύτιση της πατρότητας του δημιουργού.

Γράφω τα πιο πάνω έχοντας -όπως είναι φυσικό- ως βασικό παράδειγμα τον ίδιο μου τον εαυτό και τα ίδια μου τα έργα.

Γνωρίζω πολύ καλά πως οι κεντρικές εμμονές της συγγραφικής  μου παρουσίας τόσο στην ενήλικη λογοτεχνία όσο και στην παιδική/εφηβική είναι οι ίδιες.

Αλλά κάτι παρόμοιο έχω διαπιστώσει και σε έργα άλλων ‘διπολικών’ συγγραφέων. Για παράδειγμα, στην Ελένη Πριοβόλου την πολιτική ματιά, στον Παντελή Καλιότσο την σκωπτική άποψη, στην Ελένη Σαραντίτη την αισθαντικότητα της γραφής κ.α.

Με μια παρόμοια διάθεση ανακάλυψης  κοινού τόπου ανάμεσα στην εφηβική και την ενήλικη γραφή της Ελένης Κατσαμά, θέλησα να διαβάσω το τελευταίο βιβλίο  της που οι Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησαν ενταγμένο στη σειρά της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Δεν είναι η πρώτη  φορά που η Κατσαμά έγραψε κείμενο προορισμένο  να διαβαστεί από ενήλικο κοινό. Αλλά είναι επίσης γεγονός πως το κυρίως έως τα τώρα έργο της ανήκει στην εφηβική λογοτεχνία και μάλιστα  άνετα μπορεί να θεωρηθεί πως διαθέτει τα στοιχεία μιας cross over γραφής.

Και εδώ ακριβώς συνάντησα τα βασικά στοιχεία της συγγραφικής της ταυτότητας.

Η γλώσσα -όχι μόνο και τόσο ως εργαλείο καταγραφής γεγονότων, όσο επίσης και ως τρόπος ανάγνωσης του περιγραφόμενου θέματος.

Η Ελένη Κατσαμά χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού για να φωτίσει από τη μια τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της και από την άλλη για να περιγράψει και τις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες  εντός των οποίων οι ήρωές της ζούνε και πεθαίνουν.

Κεντρική της ηρωίδα η Αλεξάνδρα, μια κοπέλα γεννημένη κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα σε κάποιο ξεχασμένο χωριό.

Έχει απάνω της τη μοίρα που συνοδεύει όλες τις γυναίκες του σογιού της. Άλλες συνομιλούν με τον θάνατο, άλλες γνωρίζουν πότε αυτός θα έρθει, η Αλεξάνδρα μπορεί να διακρίνει τα χνάρια του πάνω στα πρόσωπα που κάποτε θα επισκεφθεί.

Κι όμως είναι ένα πλάσμα αδικημένο κοινωνικά -σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία η θέση της γυναίκας είναι μέσα στο χώρο του υπερβατικού και μόνο. Το ατομικό της μέλλον δεν της ανήκει.

Και καθώς η Αλεξάνδρα θα μεγαλώνει ολοένα και θα βιώνει και από ένα προσωπικό της θάνατο. Αποκόπτεται από τις ίδιες της δυνάμεις του φύλου της και με σκυμμένο το κεφάλι θα υποτάσσεται στις αποφάσεις των αρσενικών στους οποίους ανήκει. Στον πατέρα, στον άντρα της.

Και μαζί με τον τελευταίο θα βρεθεί να είναι εσωτερική μετανάστης. Από τους ελεύθερους  αναστεναγμούς της φύσης, στους περιοριστικούς θορύβους της πόλης -και όλα αυτά  καθώς ένας αιώνας κρύβεται στην ασφάλεια της ιστορικής καταγραφής του.

Μαζί με την Αλεξάνδρα και μια ολόκληρη χώρα ξεκόβεται από τα νήματα του παρελθόντος της.

Πάνω σε αυτό το γενικό πλάνο η Ελένη Κατσαμά έστησε την ιστορία της και την αφηγήθηκε με γλωσσική συνέπεια ως προς τις τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού.

Το μυθιστόρημα δομείται με μικρά κεφάλαια, συχνά η εξιστόρηση ξεφεύγει από την πορεία της, ακριβώς όπως το μαγικό στοιχεία βγάζει εκτός προγραμματισμένης διαδρομής την επίτευξη του στόχου.

Ένα απρόσμενο μυθιστόρημα που έχει γερά γλωσσικά θεμέλια και σίγουρα τις φρέσκες αναζητήσεις αφηγηματικών τεχνασμάτων- το τελευταίο αυτό πολλά οφείλει στην θητεία της Ελένης Κατσαμά στην εφηβική λογοτεχνία.

Με δυο παραδείγματα  το επιβεβαιώνω:

-«Στα πόδια της κούρνιαξε νυσταγμένο κι ανυπόμονο το κρύο που τρύπωσε κάτω από το νυχτικό της και την τύλιξε ασφυχτικά, ψάχνοντας κι αυτό για λίγη ζέστη» (σελ. 15)

-«Από το χώμα ανάβλυζε νερό λες και το δάσος ήταν φυτρωμένο μέσα σε λίμνη και ρούφαγε, πνιγόταν και ξεχείλιζε. Ως κι οι πέτρες έσταζαν» (σελ. 20)


https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/16675-zoi-thanatoi-delli

18.7.21

Ολυμπιακοί Λονδίνο 1948: Τα όνειρα μιας εφηβείας

 

Λονδίνο, 1948. Η Ολλανδέζα Φάνι Μπλάνκερς Κοέν, μητέρα δύο παιδιών, κερδίζει τέσσερα χρυσά μετάλλια στα 100μ, 200μ, 80μ εμπόδια και 4Χ100. Είχε πρωτοεμφανιστεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, αλλά ο πόλεμος που ενδιάμεσα είχε ξεσπάσει, διέκοψε την αναμενόμενη αθλητική της πορεία.

Μετάλλια κρεμασμένα πάνω από μωρουδιακά κρεβατάκια. Υποθέτω πως όταν ήταν παιδί θα προτιμούσε να τρέχει στους ίσιους δρόμους της πατρίδας της, παρά να χρησιμοποιεί ένα ποδήλατο… Αστειεύομαι… Αλλά και γιατί να μην είχε συμβεί κάτι τέτοιο; Η χώρα της ήταν, έτσι κι αλλιώς, τόσο επίπεδη, με τόσο πλούσιο και υγρό χώμα, με τόσο πράσινο χορτάρι… Μια χώρα που σε προκαλεί να την περπατήσεις… Γιατί όχι και να μην την διασχίσεις τρέχοντας.

Ναι, αυτό εκείνη έκανε! Έτρεχε! Τα λιβάδια απλωνόντουσαν έως εκεί που έφτανε η ματιά της. Οι αγελάδες και κάποια πρόβατα μένανε σχεδόν ακίνητα καθώς βοσκούσαν. Και μόνο κάποια κανάλια έδειχναν μια διάθεση κίνησης. Τα νερά τους, γκρίζα και σκοτεινά, αφήνονταν σε μια χαμηλών διαθέσεων μετακίνηση.

«Πετάω!»

Ο ήλιος συνήθως φλερτάριζε με τα σύννεφα. Τις περισσότερες φορές δεχότανε να δαμασθεί από την μελαγχολική κυριαρχία τους. Και οι άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της ανεβασμένοι σε λαμπερά ποδήλατα. Την προσπερνούσαν ίδια με στιγμιαίες αστραπές μιας μακρινής μπόρας. Αλλά εκείνη προτιμούσε να υπάρχει ανάμεσα σε όλα αυτά, τρέχοντας. Της άρεσε, πόσο της άρεσε να τρέχει.

Της λέγανε πως έμοιαζε με μικρή καμηλοπάρδαλη –λεπτή, αδύνατη, φωτεινή– που είχε βρεθεί από τους τόπους της πυκνής βλάστησης, στα μέρη του χορταριού και των ήσυχων μικρών ποταμιών. Κι εκείνη γελούσε. Μα προτιμούσε να παρομοιάζει τον εαυτό της με ένα μικρό γλάρο. Ένα γλάρο που αντί να έχει επιλέξει τον αέρα για τις πτήσεις του, είχε διαλέξει το πυκνό χορτάρι και τους δρόμους που θυμίζανε καλοτεντωμένες κορδέλες.

«Δεν τρέχω!» δήλωνε, «Πετάω!» Πετούσε. Μαζί με τα όνειρα των παιδικών και εφηβικών της χρόνων. Πετούσε αφήνοντας τις σφιχτοπλεγμένες ξανθιές κοτσίδες της να ανεμίζουν στο ρυθμό ενός σταθερού τρεχαλητού. Πετούσε. Ήταν γρήγορη. Κάποιοι της είπανε πως έχει ταλέντο. Τι ταλέντο; –αναρωτήθηκε εκείνη. Θέλει ταλέντο για να αγαπάς το χάδι του ανέμου στα πρόσωπό σου; Ταλέντο θέλει να αισθάνεσαι ίδια με πτηνό του εδάφους; Θέλει ταλέντο για να επιτρέψεις στα πόδια σου να γευτούν όχι μόνο την μονότονα κυκλική κίνηση των πεντάλ, αλλά και την υπέροχη αίσθηση να πιέζουν τον υγρό χώμα;

Τα όνειρα και το ταλέντο

«Θέλει ταλέντο!» της επιμένανε. «Τα σκέφτεσαι όλα αυτά, γιατί ακριβώς έχεις ταλέντο», της εξηγούσανε. «Προορισμένη είσαι να διαπρέψεις. Μια αθλήτρια θα γίνεις. Μια πρωταθλήτρια των δρόμων ταχύτητας!». Της σχεδιάζανε το μέλλον. Εκείνη ήταν μια κοπελίτσα. Και λαχταρούσε να φτιάχνει όνειρα, ποια είναι τα όνειρα που αρέσουν σε ένα κορμί που αναπτύσσεται διασχίζοντας τις αποστάσεις με την ταχύτητα μιας άγριας περιστέρας ή ενός ατίθασου γλάρου;

Είναι τα όνειρα που μιλάνε για τον θρίαμβο και τη δόξα. Για το χειροκρότημα και τις επευθυμίες. Τα όνειρα της αναγνώρισης. Τα όνειρα… Όνειρα που σε κάνουν να θες να γίνεις μια Ολυμπιονίκης. Η χώρα της ήταν μικρή. Οι συμπατριώτες της ήταν λίγοι. Σε μικρή χώρα, με λίγους κατοίκους, λίγα και τα ταλέντα.

«Είναι μικρή, ακόμα!» κάποιοι διστάζανε. «Ας βρεθεί μέσα στο κλίμα των αγώνων. Ό,τι κι αν καταφέρει κέρδος θα της είναι!… Εμπειρία!» Κι έτσι έγινε και βρέθηκε στην καρδιά μιας πόλης που διοργάνωνε τη γιορτή της ειρήνης, την ίδια στιγμή που στελέχωνε τις στρατιές του τρόμου. Εκείνη δεν κατάλαβε, δεν μυρίστηκε το φόβο που κυκλοφορούσε στους υπονόμους της πόλης. Εκείνη αφέθηκε στους ήχους των αγωνισμάτων και στις υπέροχες ζητωκραυγές για όσους προσπαθούσαν τον ειρηνικό αγώνα.

Εκείνη δεν έμεινε στον όποιο προβληματισμό που μπορεί να σημείωνε τον επερχόμενο κίνδυνο. Ντύθηκε τα ρούχα της άμιλλας και γεύτηκε τον δροσερό ιδρώτα της προσπάθειας.
Η αποτυχία δεν την κλόνισε. Κι έπειτα της είχαν πει, το είδε και μόνη της, πως αυτός ήταν ο κόσμος της, ο χώρος που θα μπορούσε να κάνει το παιδικό όνειρο, πράξη αναγνώρισης της ενήλικης γυναίκας.

Το όνειρο της εφηβείας

Μέστωνε, άλλωστε. Το σώμα δυνάμωνε, τα πόδια ξέρανε τους τρόπους να διασχίζουν πιο γρήγορα τις αποστάσεις. Μέστωνε και ωρίμαζε. Στους επόμενους αγώνες θα ήταν μια πρωταγωνίστρια. Οι επόμενοι αγώνες… δεν το ήξερε πως θα αργούσαν τόσο πολύ να γίνουν. Εκείνα που της το έμαθαν ήταν ο ήχος των όπλων, οι κραυγές της απόγνωσης, η μυρωδιά της τρομοκρατίας. Ο θάνατος.

Κι έτσι της έμεινε… το τρέξιμο! Μόνο το τρέξιμο θα μπορούσε πια να τη σώσει. Όχι, δε θα της χάριζε την ενσάρκωση του ονείρου, μα θα της πρόσφερε το σωσίβιο της ψυχικής επιβίωσης. Θεέ, πόσο γρήγορα γερνά το σώμα ενός αθλητή! Και πόσα είναι αυτά που το κορμί μιας γυναίκας δε θέλει να στερηθεί, θέλει να γνωρίσει.

Το χάδι της αντρικής παλάμης, την ανάσα του έρωτα να της συντροφεύει στον ύπνο, το κάρπισμα της μήτρας, τη μετατροπή αυτού του κορμιού από σάρκα σε κοίτη νέας ζωής. Και μετά το κανάκεμα του ίδιου σου του βλασταριού και το ξεκούρασμα πλάι στον σύντροφο…

Δεν τολμήσανε να της πούνε πως η απόλαυση όλων αυτών ίσως να έδιωχνε μακριά το όνειρο της εφηβείας. Για ποιο όνειρο να της μιλούσαν, όταν ένας ολόκληρος κόσμος χανότανε, όταν εκείνο το περιστέρι της ειρήνης είχε ή κρυφτεί στα πιο απόκρημνα βράχια μιας παραλίας ή και –γιατί όχι– θανάσιμα πληγωθεί, καθώς προσπαθούσε να λουφάξει στα καπνισμένα απομεινάρια πόλεων και μικρών χωριών.

Η ανάσα της ειρήνης

Δεν της το είπανε αυτό. Αλλά εκείνη το είχε σκεφτεί. Είχε σκεφτεί και το θάψιμο του ονείρου και το πόσο μπορεί να της κόστιζε όλο αυτό το απόλυτο δόσιμο στον έρωτα και τη μητρότητα. Αλλά επειδή τα είχε όλα σκεφτεί, είχε και αποφασίσει πως ήταν τα μόνα που μπορούσε να κάνει. Ήθελε να ζήσει. Και μέσα σε ένα πόλεμο ζεις μόνο όταν όχι απλώς και μόνο επιβιώνεις, αλλά και πιστεύεις στην τελική νίκη της ειρήνη. Δεν ελπίζεις, μα πιστεύεις.

Εκείνη θα συντηρούσε την ανάσα της ειρήνης ανακαλύπτοντας και πιστεύοντας στον έρωτα, υπηρετώντας την μητρότητα και… –εδώ κρυφοχαμογελούσε– μηδέποτε εγκαταλείποντας το όνειρο που της ανέμιζε, κάποτε, τις δυο κοτσίδες. Πάντα έτρεχε. Πάντα συνέχιζε να τρέχει. Πάντα τα πόδια της απαξιούσαν την κυκλικές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Έτρεχε και περίμενε. Ήταν ο δικός της αγώνας.

Ο πόλεμος θα τελειώσει και θα τελειώσει δίκαια, όταν πιστεύεις πως από το δικό σου προσωπικό όραμα κρατιέται όλη η ύπαρξη μιας παγκόσμιας επαναφοράς της ειρήνης.
Στα παιδιά της μίλαγε για εκείνη την ανάμνηση από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που είχε γνωρίσει.

Τα παιδιά όλου του κόσμου

Την ακούγανε, ήταν πολύ μικρά για να την καταλάβουν, αλλά τα λόγια της κυκλοφορούσανε μέσα στα τρυφερά τους όνειρα και σκεπάζανε τους απόηχους από τις κραυγές των θυμάτων, τα κλάματα και τα αγκομαχητά των επιζώντων, προσφέρανε τη φρεσκάδα της μυρωδιάς τους στα τρυφερά ρουθούνια τους που τα κάλυπτε η σκόνη των βομβαρδισμών. Και ήταν μια βραδιά που τους υποσχέθηκε πως κάποια μέρα πάνω από τα κρεβάτια τους θα τους έστηνε για να τα φωτίζει και να παίζει μαζί τους, ένα χρυσό ήλιο.

Ήλιο δικό της, χαρισμένο σε αυτά. Η προσπάθεια της ήταν στηριγμένη στο όνειρο που δεν παραδόθηκε, στην ελπίδα που νίκησε, σε δυο παιδιά που συμβολίζανε το πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Κράτησε την υπόσχεσή της. Οι ήλιοι κρεμαστήκανε στα κρεβατάκια των παιδιών της. Την ώρα που τα κοίταζε να κλείνουν τα βλέφαρα θαμπωμένα από τη λάμψη της ελπίδας, ήταν τόσο ανθρώπινα ευτυχισμένη.

Τα παιδιά της, ήταν σαν όλα τα παιδιά όλου του κόσμου. Και πάνω από τα κρεβατάκια των παιδιών όλου του κόσμου μπορούσε να δει τους χρυσούς ήλιους των ονείρων που αξιώθηκαν την ενσάρκωσή τους. Όλων των ονείρων. Των δικών της, των φίλων, των συμπατριωτών… Της ανθρωπότητας.

https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-londino-1948-ta-oneira-mias-efiveias/?fbclid=IwAR2ZUH38aBZQQ2KtukVngJRX0XvxoYb1EetsIujr1b_7nYigAzW_1K5861Q

Μέρες και νύχτες της ζωής μας, της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη

 

lia seferiadi

Για το μυθιστόρημα της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη «Μέρες και νύχτες της ζωής μας» (εκδ. Κέδρος).

Του Μάνου Κοντολέων

Η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη είναι μια χαρακτηριστική παρουσία στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1945, μετοικεί μόνιμα από το 1965 στην Αθήνα και σχεδόν αμέσως δίνει το λογοτεχνικό της παρόν με ένα διήγημα σε σοβαρό περιοδικό εκείνης της εποχής. Από τότε μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει σημαντικό αριθμό πεζογραφικών, κυρίως, έργων και μπορεί κανείς να της αναγνωρίσει μια πολυετή θητεία στον χώρο του μυθιστορήματος.

Το ιστορικό παρελθόν ως βίωμα ατομικής εμπειρίας υπήρξε πολύ συχνά ο καμβάς όπου η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη στήριξε την ανάπτυξη μυθιστορηματικών αφηγήσεων.

Το ιστορικό παρελθόν ως βίωμα ατομικής εμπειρίας υπήρξε πολύ συχνά ο καμβάς όπου η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη στήριξε την ανάπτυξη μυθιστορηματικών αφηγήσεων. Θα έλεγα, μάλιστα, πως δυο είναι οι άξονες που γύρω τους περιστρέφει τους προβληματισμούς της: η συλλογική ευθύνη, από τη μια, και από την άλλη η ατομική αδελφή της.

Ο απλός καθημερινός άνθρωπος μέσα στο ιστορικό συμβάν. Πώς αντιδρά αυτός που ζει ένα γεγονός; Και τελικά η όποια δική του ευθύνη κληροδοτείται στους απογόνους του; Ακριβώς αυτές οι δυο ερωτήσεις αποτελούν τον πυρήνα του τελευταίου μυθιστορήματός της, όπως βέβαια και οι απαντήσεις τους.

Για το μυθιστόρημα 

Αλλά η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη είναι πεζογράφος και μάλιστα ιδιαιτέρως έμπειρη. Κι έτσι αποφάσισε σ’ αυτόν τον διπλό προβληματισμό να χαρίσει μια ιδιότυπα διπλή μυθιστορηματική οντότητα. Το έργο βασικά χωρίζεται σε δύο μέρη. Αν και τα δυο περιγράφουν σκέψεις και συναισθήματα με τριτοπρόσωπη εκφορά εμπλουτισμένη όμως με ολοζώντανους διαλόγους, εντούτοις είναι εστιασμένα σε δυο διαφορετικούς χαρακτήρες.

Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την καθημερινότητα μιας αστής, της Δέσποινας, που ξαφνικά μέσα στην απόλυτα τακτοποιημένη και σε ένα βαθμό αποστειρωμένη ζωή της, εισβάλει μια πληροφορία από το παρελθόν που θα ανατρέψει όλα τα συναισθήματα και τις ιδέες που πάνω τους είχε στηρίξει τη ζωή της.

 Αλλά η όποια κατάληξη που μπορεί να υποψιαστεί κανείς πως είναι πιθανή, το δεύτερο μέρος του έργου, έρχεται αν όχι να την ανατρέψει, σίγουρα πάντως να τη διευρύνει.

Θα είναι μια απόλυτη ανατροπή που η Δέσποινα θα θελήσει να την ανιχνεύσει σε κάθε της λεπτομέρεια και να ξεκαθαρίσει αν αυτή η γονιδιακή εγγραφή αποτελεί ή όχι κεντρικό θεμέλιο της ίδια της ταυτότητας της. Με τρόπο διεξοδικό όσο σπαρακτικό ο αναγνώστης παρακολουθεί την αυτομαστίγωση της ηρωίδας. Αλλά η όποια κατάληξη που μπορεί να υποψιαστεί κανείς πως είναι πιθανή, το δεύτερο μέρος του έργου, έρχεται αν όχι να την ανατρέψει, σίγουρα πάντως να τη διευρύνει.

seferiadi meres kai nixtesΕδώ το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Κουρτ, ένας Γερμανός άνδρας που δεν μπορεί να βρει ψυχική ισορροπία καθώς ολοένα και πιο βαθιά συνειδητοποιεί πως οι δικοί του υπήρξαν πιστοί οπαδοί του ναζισμού, ειδικά δε πατέρας του ένας ψυχρός εκπρόσωπος της πολεμικής μηχανής του Γ’ Ράιχ.

Τα δυο αυτά πρόσωπα, η μυθιστορηματική ευρηματικότητα της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη θα τα φέρει σε επαφή και τότε πλέον θα ξεδιπλωθεί απόλυτα ο προβληματισμός πάνω στη συλλογική ευθύνη ενός έθνους, αλλά και στην ατομική συνείδηση εκείνων που καλούνται, δίχως να έχουν από τα πριν ρωτηθεί, να πάρουν μια θέση απέναντι στο τι μπορεί να σημαίνει να έχουν εγγεγραμμένη στα κύτταρά τους την εγκληματική συμπεριφορά των πατέρων τους.

Ιδιαιτέρως πρωτότυπη η μυθιστορηματική ιδέα, αλλά και πολύ επιτυχημένη η γλωσσική της υλοποίηση. Στο πρώτο μέρος η γραφή έχει κάτι το ψυχρό, το αποστασιοποιημένο. Κι έτσι ταιριάζει με την γενικότερη στάση της ηρωίδας που άξαφνα καλείται να γνωρίσει το αποτρόπαιο που την είχε γεννήσει. Το δεύτερος μέρος είναι γραμμένο με περισσότερη εσωτερική αναταραχή. Ακριβώς όπως αναταραγμένη είναι και η συναισθηματική κατάσταση του ήρωα αυτού του μέρους.

Δίπλα στις αισθαντικές και εύστοχες περιγραφές συναισθημάτων, υπάρχουν πολλές πληροφορίες ιστορικών συμβάντων, από αυτά που ίσως δεν θα τα συναντήσει κανείς σε επίσημα ιστορικά γραφτά. Λεπτομέρειες που όμως αποτέλεσαν συνθήκες σκληρής διαβίωσης και αιτίες σκληρών θανάτων, που όλες μαζί εκφράζουν μια συλλογική μνήμη και η οποία με τη σειρά της, και καθώς τα χρόνια περνάνε, μετατρέπεται σε προσωπική πλέον εμπειρία που απαιτεί να δηλώσει κι αυτή το παρόν της.

Ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Με καλή δόμηση. Και γλωσσική ευστοχία.

(https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/13848-meres-kai-nyxtes-tis-zois-mas-tis-lias-megalou-seferiadi?fbclid=IwAR3prRc-QB31eiuYbFIRB8rC-Gh6SbPYFCaS8itBdYXoIrnnyJA14blgczA)