Τζάκλιν
Γούντσον
«Ένα
άλλο Μπρούκλιν»
Μυθιστόρημα
Μετάφραση:
Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις
Πόλις
Η
Τζάκλιν Γούντσον (Οχάιο, 1963) είναι η συγγραφέας εκείνη που κέρδισε το The
Hans Christian Andersen Award 2019 της Διεθνούς
Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ)
Το
βραβείο αυτό είναι η πλέον σημαντική διάκριση για συγγραφείς που γράφουν για
παιδιά και νέους. Αλλά για την Γούντσον δεν είναι και η μόνη σημαντική και μεγάλη
διάκριση.
Έχοντας
ακόμα τιμηθεί με το εξ΄ ίσου σημαντικό The Astrid
Lindgren Memorial Award,
αλλά και με τα Newbery Honor Medal,
National Book Award,
The Caldecott Medal
κ.α για τα 32 έως τώρα βιβλία της, εκ των οποίων τα 30 ανήκουν στις κατηγορίες
βιβλίων για παιδία και εφήβους, είναι μια από τις πιο δυναμικές -όσο και
παγκόσμια αναγνωρισμένες- παρουσίες της
σύγχρονης αφροαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Από
τα 32 βιβλία που έχει γράψει, τα 2 ανήκουν στη λογοτεχνία για ενήλικες
αναγνώστες και το τελευταίο από αυτά είναι και το μυθιστόρημα «Ένα άλλο
Μπρούκλιν» που μετέφρασε με ιδιαίτερη επιτυχία η Άννα Μαραγκάκη και το εξέδωσαν
οι Εκδόσεις Πόλις (από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και την ίδια μεταφράστρια ετοιμάζεται
και το άλλο της ενήλικο’ μυθιστόρημα).
Η
Γούντσον διατηρεί τους ίδιους συγγραφικούς προβληματισμούς σε όλα της τα βιβλία,
ανεξαρτήτως είδους στο οποίο ανήκει το καθένα τους.
Είναι
ζητήματα όπως αυτά της φυλετικής ταυτότητας, της κοινωνικής ζωής των μαύρων,
του σεξουαλικού προβληματισμού και γενικότερα ενός φωτισμού της ζωής και των
συναισθημάτων των έγχρωμων κατοίκων των ΗΠΑ.
Η
ίδια δηλώνει πως μέντoρας της υπήρξε ο Τζέημς
Μπόλντγουιν, αλλά είναι επίσης σαφές πως ακολουθεί τα ίχνη της Μάγιας Αγγέλου
(αν και η τελευταία, ως αφροαμερικάνα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, προώθησε με περισσότερη επαναστατική
διάθεση τα θέματα των εγχρώμων κατοίκων της χώρας της).
Θα
ήθελα στο σημείο αυτό -και προτού προχωρήσω στο ξεφύλλισμα του μυθιστορήματος
που στέκεται η αφορμή να γραφτεί αυτό το σημείωμα- να σημειώσω το γεγονός πως
ενώ το κυρίως έργο της Γούντσον -εικονογραφημένες ιστορίες και μυθιστορήματα
για παιδιά- για το οποίο έχει με τόσο σημαντικά βραβεία τιμηθεί, δεν έχει μέχρι
τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά, το έργο της για ενήλικες ήδη συναντά, και με
επιτυχία, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ένα
γεγονός που αποδεικνύει τον διαφορετικό τρόπο που στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται η
λογοτεχνία για παιδιά από εκείνη που αφορά τους ενήλικες. Αλλά η ανάλυση μιας
τέτοιας στάσης απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση από εκείνη που στηρίζει το
σημερινό τούτο σημείωμα.
**************
Το
Μπρούκλιν -ένα από τα πέντε γεωγραφικά διαμερίσματα της Νέας Υόρκης- πέρα από
το ότι είναι και το πλέον πυκνοκατοικημένο, είναι παράλληλα και μια περιοχή
όπου φιλοξενεί και πολλές φυλετικές ομάδες.
Με
την πάροδο των ετών, ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών του, συνεχώς και
ιδιαιτέρως μεταβάλλεται και έτσι προσφέρεται ως τη βάση για να γραφτούν λογοτεχνικά έργα,
κάποια από τα οποία έχουν αποτελέσει και σταθμούς στην αγγλόφωνη λογοτεχνία.
Για
τους παλαιότερους να υπενθυμίζω το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» της
Μπέτι Σμιθ, αλλά και το πλέον σύγχρονο «Μπρούκλιν» του Κόλμ Τοϊμπίν.
Και
στα δυο αυτά μυθιστορήματα η συνοικία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα και η
κεντρική ηρωίδα και του ενός και του άλλου είναι ιρλανδικής καταγωγής. Τα
γεγονότα του ενός απλώνονται στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ενώ του
δεύτερου στο δεύτερο μισό.
Η
Γούντσον περιγράφει το Μπρούκλιν του
τέλους του 20ου αιώνα από την πλευρά όμως τεσσάρων έγχρωμων
κοριτσιών.
Και
έτσι επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά πως θέλει να φέρνει στη πρώτη γραμμή μιας
λογοτεχνικής ενσάρκωσης τον τρόπο σκέψης και την δομή συναισθημάτων ατόμων που
διεκδικούν και ως ένα βαθμό έχουν κερδίσει μια ισότιμη θέση μέσα στην
αμερικάνικη μεγαλούπολη, δίπλα στους λευκούς κατοίκους της.
Η
γραφή της Γούντσον είναι ιδιαιτέρως ποιητική την ίδια στιγμή που διαθέτει ένα
απόλυτο ρεαλισμό
Ένας
τύπος, που είχε μεγαλώσει στη γειτονιά μας, τριγύριζε στους δρόμους με τη στολή
του. Το ένα του χέρι έλειπε. Είχε μάθει να κρατάει τη σύριγγα ανάμεσα στα
δόντια και , με τη βοήθεια της γλώσσας του, να σουτάρει την πρέζα στις φλέβες
της μασχάλης.
Ο
αδελφός μου κι εγώ τον παρακολουθούσαμε τη νύχτα από το παράθυρό μας* βλέπαμε
το κεφάλι του να ταλαντεύεται και να γέρνει, θυμίζοντας πουλί που κουρνιάζει
κάτω από τη φτερούγα του.
Με
μια τέτοια γραφή και με μικρές, συχνά αυτόνομες, παραγράφους περιγράφει την
καθημερινότητα τεσσάρων κοριτσιών που όλες μαζί και η καθεμία τους ανεξάρτητα
αναζητούν την ατομική της οδό προς την ενηλικίωση.
Ολόγυρά
τους ένα ολόκληρος κόσμος άλλοτε τους
κρύβει κι άλλοτε τους φανερώνει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του, την εξαθλίωση
αλλά και το μεγαλείο του. Ένας κόσμος ενηλίκων που τα τέσσερα νεαρά πλάσματα
καλούνται και να τον κατανοήσουν και να καταφέρουν να επιβιώσουν καθώς
εισέρχονται μέσα στις δομές του.
Η
πορεία της καθεμιάς τους διαφορετική, διαφορετικά και τα τέλη τους.
Η
εξιστόρηση γίνεται από τις μια από αυτές, χρόνια μετά το τέλος της εφηβείας
αλλά και της σχέσης τους.
Κάποια
στιγμή, τα πάντα, το καθετί κι ο καθένας μας, γίνονται μια ανάμνηση -είναι η τελευταία φράση
του έργου. Μια φράση που θα πρέπει ο αναγνώστης να την διαβάσει καθώς θα φέρνει
στη μνήμη του μια από τις πρώτες φράσεις της πρώτης σελίδας του μυθιστορήματος
– Το ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή* είναι η ανάμνηση.
Ένα
βιβλίο για την δύναμη των αναμνήσεων. Όχι με την έννοια της αναπόλησης, αλλά
της κατανόησης και της ερμηνείας του ιδίου μας του εαυτού όσο και των άλλων.
Στην
ουσία έχουμε μια μοντέρνα αφήγηση μυθιστορήματος ενηλικίωσης ή cross
over. Και όπως όλα τα έργα αυτής της κατηγορίας πέρα από την
ανίχνευση του εσωτερικού κόσμου των εφήβων ηρώων τους, παράλληλα διερευνούν και
τον κόσμο μέσα στον οποίο αυτοί οι ήρωες έφηβοι καλούνται να βρούνε την δική
τους θέση.
Όταν πια
είχαμε πια κλείσει τα δεκατρία, ήταν λες και παντού γύρω μας υπήρχαν
χέρια και γλώσσες. Λάγνα βλέμματα και άντρες που έγλειφαν τα χείλη τους, όπου
κι αν περιφέραμε τα ασχημάτιστα ακόμα στήθη μας κι αυτά τα πόδια που ολοένα και
μάκραιναν.
Αληθινά
λεπτών αποχρώσεων αφήγηση, με έντονα και συγκεκριμένα στοιχεία πολιτιστικής
ταυτότητας που ακριβώς γιατί με τόσο ένταση και σαφήνεια τα καταγράφει, τα
μετατρέπει σε πανανθρώπινα και εν τέλει διαχρονικά.
Γιατί
-η ίδια η Τζάκλιν Γούντσον υπενθυμίζει: Κι όπου κι αν κοίταζα, η αλήθεια
πρόβαλλε μπροστά μου σαν θρυμματισμένο γυαλί.
Θεωρώ
πως η αμερικάνικη λογοτεχνία έχει ένα δικό της ξεχωριστό ύφος -συχνά δείχνει να
είναι κοφτό και παράλληλα φλύαρο. Αλλά με τέτοιο τρικ μετατρέπει τη φευγαλέα
στιγμή σε μόνιμη εμπειρία. Η μεταφορά μιας τέτοιας γραφής σε μια άλλη γλώσσα, πολύ περισσότερο περιγραφική
και σαφώς με πολύ μεγαλύτερο παρελθόν, απαιτεί από τον μεταφραστή να διαθέτει
από τη μια καλή γνώση των δύο γλωσσών και από την άλλη να τολμά ευέλικτες
αποφάσεις επιλογών λέξεων και συνθέσεων φράσεων, έτσι ώστε το ένα ύφος να
εισέρχεται στο άλλο, την ίδια ώρα που το δεύτερο θα διατηρεί όλη του την
αμεσότητα.
Στοιχεία
που η μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη απόλυτα τα έχει.