(Κεφάλαιο 4ο)
Ποια χρώματα , άραγε, να συμβολίζουν εκείνα τα χρόνια ,
τα χρόνια που άφηναν πίσω τους τον πόλεμο; Ίσως το κόκκινο –αλλά πάλι όχι αυτό,
μιας και το κόκκινο συμβολίζει το αίμα και όλοι –τότε- θέλανε να ξεχάσουν τα
φονικά. Μαζί τους ίσως να ξεχνούσαν και τη φλόγα της επανάστασης, αλλά υπήρχαν
εκείνοι που πιστεύανε πως η επανάσταση μιας κι είχε γίνει κάπου καθεστώς,
μπορούσε να ενσωματωθεί στις αποχρώσεις του πράσινου της ελπίδας. Με το
πράσινο, λοιπόν, ο συμβολισμός μιας εποχής –εκείνης της εποχής; Καλύτερα, ας το
αποφύγουμε προς το παρόν* δεν υπονοεί το τραύμα που επουλώνεται, μήτε και
προαναγγέλλει την παντοδυναμία της επερχόμενης κατανάλωσης –άλλωστε αυτό το χρώμα θα είχε, στο μέλλον,
άλλους ρόλους να διαδραματίσει. Το καφέ, εξ΄ άλλου, παραπέμπει στους καρπούς της γης και γι αυτό
εξοστρακίζεται, το γκρι στη μιζέρια που όλοι θέλουν να ξεχάσουνε, το κίτρινο
λες και λησμονά τους νεκρούς που έτσι κι αλλιώς μας επισκέπτονται τις νύχτες
μαζί με τους κρυμμένους εφιάλτες, το γαλάζιο επιζητά να συνυπάρξει με το ροζ,
γι αυτό και τα δυο μόνο μια ηλικιακή περίοδο ίσως να έχουν τη δυνατότητα να
σκιαγραφήσουν. Κανείς δε συζητά χρώματα σαν και το μοβ, τo φούξια
ή το γκρενά. Μένει το μαύρο και το λευκό.
Το μαύρο –το πιο έντονα θηλυκό. Και το λευκό με την
απόλυτη αρρενωπότητά του.
Οι θηλυκοί εκπρόσωποι
της κυρίαρχης λευκής φυλής έλκονται από τις έντονες αντιθέσεις ανάμεσα
στο χρώμα του δέρματός τους και των ενδυμάτων εκείνων με τα οποία περιβάλλουν
τα κρυφά μέρη των σωμάτων τους. Πάντως τα εσώρουχα των γυναικών, και οι άντρες
προτιμούν να είναι σε χρώμα μαύρο. Μαύρες κιλότες και μαύροι στηθόδεσμοι,
μαύροι κορσέδες –όλα να περικλείνουν ανοιχτόχρωμες και τρυφερές σάρκες. Σάρκες
με μια υποψία από χνούδι να τις στολίζει, με σκουρόχρωμους λεκέδες να σκιάζουν
τα πλέον απόκρυφα των σημείων τους, με μικροσκοπικές ελιές να σηματοδοτούν τα
σημεία της ηδονής –ελιές δίπλα σε ρόδινες θηλές, ελιές δίπλα στο κούφωμα των
αφαλών, ελιές εκεί που σταματάνε τα χείλια… Οι σάρκες των γυναικών ενώνουν την
παθητικότητά τους με την τριζάτη έκφραση μια μαύρης, από σατέν,
κομπινεζόν. Και κομμάτια δαντέλας να
στολίζουν με κομψή διακριτικότητα τα όρη των μαστών, τις κατηφόρες των γλουτών
και την πάλλουσα περιοχή του κοιλιακού χώρου. Δαντέλες, προς ώρας διστακτικές,
μα εντούτοις με υπομονή να αναμένουν τα χρόνια όπου θα κυριαρχούσαν απόλυτα ,
μα και θα δεχόντουσαν άλλοτε να υποχωρούν
κρυπτόμμενες στη σχισμή του πρωκτού κι άλλοτε να διαπερνιόνται από τις
λεπτές τριχούλες των σαρκοβόρων αιδοίων.
Και τα βαριά
αντρικά χέρια να τσαλακώνουν το μαύρο ύφασμα, να γυμνώνουν τη σάρκα, να την
οσφραίνονται, να τη γεύονται, να την πιπιλούν, να την κάνουν δική τους.
Τα εσώρουχα των αντρών πρέπει πάντα να είναι λευκά – το λευκό που αποκρύπτει το δολερά
σχέδια του κυνηγού, την κατακτητική προοπτική των σχεδιασμών του.
Τα σώβρακα γίνονται πιο κοντά, από υφάσματα που δεν
γδέρνουν το εσωτερικό των μηρών, έτσι όπως αναγκάζονται πλέον να παραμένουν
καθηλωμένοι υπό οξεία γωνία στα γραφεία της αστικής εξέλιξης. Πλέον κοντά, για
να αναπνέουν με άνεση οι αδένες της αναπαραγωγής και της ηδονής. Ναι, πάντα
λευκά, για να έχουν τη δυνατότητα να δείχνουν το λεκέ από τις σταγόνες του
σπέρματος που επέμενε να τρέξει σε στιγμές κοινωνικής καταπίεσης του ερωτικού
ξεσπάσματος –ο άντρας που επέζησε του πολέμου, ακόμα και την ώρα της βιοποριστικής
απασχόλησης δεν ξεχνά το ειρηνικό μήνυμα της ηδονής που σπέρνει μια νέα ζωή.
Άλλωστε, δεν θα αργούσε να ενσκήψει η κυριαρχία των σλιπς για να βρούνε γόνιμα
μέρεα το τόπο όπου θα στήνανε το
καραούλι τους –και τα τρία, σε απόλυτη συνύπαρξη, θα μπορούσαν να εκπέμπουν την
ένταση του όγκου των και να παραλλάσσουν τη δολερή επιθετικότητά τους μέσα στην
παρθενική απαλότητα του λευκού βαμβακερού.
Λευκή –βέβαια- και η φανέλα. Που αφήνει γυμνούς τους
ώμους και αποκαλύπτει τη δύναμη των μπράτσων, περιχαρακώνει το δασάκι απ΄ όπου
φυτρώνει ο λαιμός και φέρνει στο φως του απογεύματος το κρυμμένο πάθος της
μασχάλης. Οι λευκές φανέλες σπάνε τη μελαγχολία της άπνοιας και φέρνουν στο νου
την εικόνα ενός ταξιδιού –ο καραβοκύρης που περιμένει στην πιο κρυφή καμπίνα εκείνη που διάλεξε να τον συντροφεύσει στο
ταξίδι. Μια πρώτη γεύση της επανάστασης μα και της έκθεσης του ημίγυμνου σώματος, πολύ πριν
αποτελέσει πεδίο κοινωνικών αναταράξεων και οικονομικών στόχων
Η βασιλεία των εσωρούχων δεν είχε ακόμα ενσκήψει, μα
υπήρχαν εκείνοι –ανάμεσά τους και ο Χρήστος Βαλλής- που το ένστιχτό ήταν εκείνο
που τους οδηγούσε στην πρωτοπορία των φαντασιώσεων. Ήταν ζήτημα επιμονής και
υπομονής το να αναμένουν την απόλυτη επιβολή των φωτογραφιών με τα ημίγυμνα
σώματα να στολίζουν στάσεις λεωφορείων, προσόψεις κτισμάτων και τις σελίδες του
περιοδικού τύπου. Η εμπορία του σώματος προαναγγέλλετο –όπου νάναι ο Μάρλον
Μπράντο θα πρότεινε την προκλητική αρρενωπότητα του Κοβάλσκι και μετά από λίγα,
ελάχιστα χρόνια η Μαίριλυν θα αποκάλυπτε την ερωτική τελειότητα των γυναικείων
ποδιών των κλεισμένων στη διάφανη κάλτσα.. Τα ήθη άλλαζαν με ιλιγγιώδεις
ρυθμούς, κανείς δεν είχε τη σωφροσύνη να αναμένει, όλα γινόντουσαν γρήγορα και
αν τα χρόνια που θα μεσολαβούσαν από το τέλος της δεκαετίας του 40 σε αυτά των
αρχών του 80 δεν μπορεί να θεωρηθούν λίγα για το μέγεθος της ζωής ενός
ανθρώπου, εντούτοις διάβηκαν ίδια με στάλα νερού που κατρακυλά και χάνεται από
το στόμιο του ποτηριού στο μάρμαρο του νεροχύτη κι έτσι σε κλάσμα λες του
χρόνου πέρασε μισός πάνω – κάτω αιώνας και ο Χρήστος Βαλλής θα ερχότανε η
στιγμή που θα κοιτούσε από το παράθυρο
του δωματίου του σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, τον ημίγυμνο, τον σχεδόν γυμνό
άντρα, με μόνο του ένδυμα ένα πάνλευκο
σλιπάκι Κάλβιν Κλάιν –γιγαντοαφίσα κρεμασμένη στην οροφή ουρανοξύστη στην
καρδιά της Times Square. Μια γιγαντοαφίσα κρεμασμένη
πάνω από την πόλη και έτοιμη να ξεκινήσει την περιοδεία της σε άλλες χώρες της
υφηλίου. Επιτέλους ο ηδονισμός κατάφερνε να γίνει κτήμα των πολλών, γινότανε
κοινωνική αξία και οικονομική οντότητα. Εμπορεύσιμος, ανταλλάξιμος,
καταξιωμένος.