29.3.08

«Ο ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής»


«Ο ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής» Georges Bataille

«Ερωτική Αγωγή»
Μια συνομιλία με το Μάνο Κοντολέων και όπου μας οδηγήσει
Tου Βασίλη Πάνου
Η παρουσίαση του βιβλίου του Μάνου Κοντολέων «Ερωτική Αγωγή», πραγματοποιήθηκε στο Caf e Art souita . Ένας χώρος που πιστεύουμε ότι αποτελεί ένα βήμα καλλιτεχνικής έκφρασης για πολλούς δημιουργούς της πόλης, εναλλακτικής διασκέδασης και όχι μόνο, αλλά και ο ίδιος ο χώρος εκπέμπει ένα παριζιάνικο ερωτισμό της εποχής των μποέμ.
Η «Ερωτική Αγωγή» είναι ένα βιβλίο διαφορετικό και συνάμα προκλητικό με την έννοια ότι έδωσε αφορμή να αναπτυχθεί ένας διάλογος με το συγγραφέα για ένα θέμα όπως είναι ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα όπου η ελληνική λογοτεχνία μέχρι σήμερα το έχει πλησιάσει εξ απαλών ονύχων. Ο λίγος και περιορισμένος χρόνος δεν μας επέτρεψε να «ξεκοκαλίσουμε» όσο θέλαμε τον συγγραφέα και το κάνουμε τώρα με ερωτήσεις – γδυσίματος καθώς όπως πιστεύει ο Μάνος Κοντολέων, ο συγγραφέας τελικά με κάθε βιβλίο κάθε φορά εκδίδεται.
Μια «βίζιτα» με τον Μάνο Κοντολέων και όπου μας οδηγήσει.

Ας ξεκινήσουμε από του ήρωες του βιβλίου και συγκεκριμένα από τους κεντρικούς ήρωες που καθ΄ όλη την διάρκεια του 20 ου αιώνα η πορεία τους είναι εντελώς απολιτική, με την έννοια ότι δε συμμετέχουν σε ό,τι χαρακτηρίζεται στη πολιτική «στρατευμένο». Ωστόσο η στάση των κεντρικών ηρώων με τα γεγονότα και τη ζωή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς επαναστατική ;
Κοντολέων : Όσο αφορά την μη πολιτικοποιημένη ζωή του Χρήστου, μα και του Άρη, πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι, οι καθημερινοί άνθρωποι αυτό ακριβώς είναι – μη πολιτικοποιημένοι. Πέρα δε από αυτά και μιας το μυθιστόρημα αναφέρεται στην άνοδο και την πτώση των αστών, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η πτωτική πορεία στηρίχτηκε κυρίως στην άποψη ότι πολιτική πράξη είναι μόνο όποια έχει να κάνει μόνο με τα πολιτικά και κυρίως κομματικά γεγονότα. Μα είναι λάθος-πολιτική εξασκώ και με τον τρόπο που αναθρέφω τα παιδιά μου και με το πώς μιλώ στους φίλους μου, το πώς συμπεριφέρομαι με τους συναδέλφους μου ή όταν οδηγώ και βέβαια με τον τρόπο που εκφράζω την σεξουαλικότητά μου. Αλλά οι δυο συγκεκριμένοι ήρωές μου ίσως με τη στάση που κρατούν - αυτήν την υποστήριξη του καθαρού έρωτα - τελικά θα έλεγα ότι εκφράζουν μια πολιτική θέση με σαφέστατα επαναστατικά στοιχεία.
Το «Ερωτική Αγωγή» έχει στοιχεία που θα μπορούσε κανείς να τα συνδέσει με την μπίτ λογοτεχνία της Αμερικής και ιδιαίτερα με τους τρεις κυριότερους εκπροσώπους όπως είναι ο Γκίνσμεργκ-Κέρουακ-Μπάροουζ. Μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 80. Λίγο καθυστερημένα δεν εμφανίζεται αυτό το λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα ;
Κοντολέων : Προσωπικά δεν βλέπω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μου να έχει στοιχεία της αμερικάνικης μπιτ λογοτεχνίας. Μπορεί να εκφράζει μια επαναστατική ανάγνωση της κοινωνικής και ερωτικής συμπεριφοράς των αστών, αλλά το επαναστατικό στοιχείο στην «Ερωτική Αγωγή» δεν έχει να κάνει τόσο με την κριτική προς τον συμβιβασμένο αστό, αλλά προς τον μη ερωτικό. Αν, λοιπόν, θα έπρεπε να εντάξω το έργο μου σε ένα λογοτεχνικό κίνημα, αυτό θα ήταν της λεγόμενης ερωτικής λογοτεχνίας. Είδος που επίσης στην Ελλάδα δεν έχει βρει χώρο να υπάρξει, με την εξαίρεση του «Μεγάλου Ανατολικού» του Εμπειρίκου.
Κάποτε η μεγάλη Μάρλεν Ντίτριχ είχε πει ότι: «Στην Αμερική το σεξ είναι εμμονή. Στην Ευρώπη είναι μέρος της ζωής». Η Ελλάδα τελικά που ανήκει ;
Κοντολέων : Η Ελλάδα είναι μια ιδιόμορφη ευρωπαϊκή χώρα. Με πολλές καταβολές από την Ανατολή και με έντονη διάθεση να μιμείται τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Κάθε μέρα που περνά, πολύ φοβάμαι πως κάνει τους σημερινούς έλληνες να ξεχνάνε περισσότερο την ανατολική συμπεριφορά και τείνουν προς τις εμμονές των αμερικάνων… Άρα…
Αν τελικά ισχύει το πρώτο τότε διαφαίνεται και σε σας μια εμμονή που έχει σχέση με ό,τι: Το κυρίαρχο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα είναι ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα ;
Κοντολέων : Όχι! Δεν είναι ακριβώς αυτό. Το κυρίαρχο ή ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Ελλάδα είναι η καταναλωτική συμπεριφορά. Θέλουμε να καταναλώνουμε τα πάντα, ακόμα και τα συναισθήματα, ακόμα και τον έρωτα…
Πόσο φοβάστε ότι ο κυρίαρχος πλέον καπιταλισμός θ΄ αρχίσει να αποκαθαρίζει απ΄ όλες τις μορφές τέχνης και ιδιαίτερα από τη λογοτεχνία τα στοιχεία που τα χαρακτηρίζει «βρώμικα» για να προωθήσει στη συνέχεια «αγνές» και «αμόλυντες» αξίες της ελληνικής οικογένειας ;
Κοντολέων : Ο καπιταλισμός δεν φοβάται το περιθώριο που τον αμφισβητεί. Θάλεγα ότι σχεδόν προκαλεί να εμφανίζονται τέτοιες τάσεις, μιας κι έτσι μπορεί να ισχυρίζεται ότι λειτουργεί δημοκρατικά. Σε πολλές ακραίες περιπτώσεις ίσως να δείχνει τα δόντια του, αλλά και τότε όχι γιατί τυχόν θέλει να υπερασπιστεί ηθικές αξίες, αλλά για να μπορεί να ξεγελά και να μην γίνονται αντιληπτά τα τερτίπια του με την εκπόρνευση που προτείνουν οι μέθοδοι προώθησης και κατανάλωσης των προϊόντων του.
Οι ήρωες της «Ερωτικής Αγωγής» οδηγούνται στο τέλος σε ένα είδος αδιέξοδου ;
Ναι. Είναι το ίδιο αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί ο κάθε πολίτης που έζησε μέσα στον 20 ο αιώνα, πίστεψε στις μεγάλες ιδεολογικές ανατροπές του, στα επαναστατικά πολιτικά και καλλιτεχνικά κινήματα του. Ο κάθε πολίτης που πάνω σε μια τέτοια στάση ζωής στήριξε το έργο του και που στη συνέχεια είδε πως οι αντίπαλες δυνάμεις τελικά κέρδισαν…
Τα όποια αδιέξοδα της κοινωνίας συνδέονται σήμερα με την πορνογραφία, δηλαδή με τη σεξουαλικότητα που έχει βγεί στο σφυρί και κρέμεται με μανταλάκια στα περίπτερα στις ειδικές σελίδες των εφημερίδων και περιοδικών και στο διαδίκτυο ;
Ασφαλώς και συνδέονται. Αφού την πλέον ελεύθερη και επαναστατική έκφραση του ανθρώπου–την ερωτική συμπεριφορά – κάποιοι έχουν καταφέρει να την μετατρέψουν σε τυποποιημένο και χυδαίο προϊόν και στη συνέχεια να της έχουν δώσει τα στοιχεία μιας εικονικής πραγματικότητας…
Κατά τον Bataille ο ερωτισμός είναι : Η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής τα αδιέξοδα των ηρώων σας έχουν σχέση με τον χαρακτηρισμό του Bataille ;
Απόλυτη…
Η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής όπως στη περίπτωση του Χριστού και άλλων που έχουν γίνει σημεία αντιλεγόμενα στη ιστορική συνείδηση της ανθρωπότητας μπορεί να ΄ναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος ;
Κοντολέων : Όταν έως θανάτου υποστηρίζει κάποιος της επιδοκιμασία της ζωής, τότε αυτός ο κάποιος είναι ένα γνήσια ερωτικό άτομο. Και το γνήσια ερωτικό άτομο είναι ένας επαναστάτης.
Γι αυτό και πολύ συχνά τους ερωτικούς ανθρώπους τα κοινωνικά κατεστημένα θέλησαν να τους ευνουχίσουν, να τους εξολοθρέψουν. Να τους δυσφημίσουν.
Τελικά ο φλογερός έρωτας που ελλοχεύει ; Ανάμεσα στα σκέλια, δηλαδή στο κάτω κεφάλι ή στο πνεύμα-ψυχή στο επάνω κεφάλι ;
Κοντολέων : Ένα το σώμα μας και μια ψυχή μας.
Η λογοτεχνία μπορεί να απελευθερώσει τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου ;
Κοντολέων: Η λογοτεχνία απελευθερώνει γενικώς και συγκεκριμένως. Το ζήτημα είναι για ποια λογοτεχνία μιλάμε και για ποιον αναγνώστη.
Ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο σας ;
Κοντολέων : Κυκλοφορεί σε ένα μήνα περίπου. Ο τίτλος του «Μια ιστορία του Φιοντόρ». Θέμα του ο σύγχρονος οικονομικός μετανάστης, η υπεράσπιση της ταυτότητας του καθένας μας και το πώς όλα αυτά μπορεί να συνδεθούν με τη καθημερινή ζωή και τη διαχρονική Τέχνη… Θα ενταχθεί σε σειρά λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Κινείστε συνεχώς ανάμεσα στη συγγραφή έργων για παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Είναι τόσο εύκολη ιστορία να κινείσαι ανάμεσα σ΄ αυτά τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη παραλλήλως ;
Κοντολέων : Όλα νομίζω ότι έχουν να κάνουν με τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτόν σου δίπλα στους άλλους. Και ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η συγγραφική δυνατότητα που έχω παρουσιάσει ξαφνιάζει. Εγώ άλλοτε θέλω να επικοινωνώ με τις νέες γενιές, ίσως γιατί δεν έχω αποδεχτεί ότι ανήκω οριστικά στην ομάδα των ενηλίκων κι άλλοτε πάλι θέλω να συνομιλώ με άτομα παρόμοιας της δικής μου ηλικίας γιατί θέλω να λαμβάνω μέρος στα κέντρα προβληματισμού και αποφάσεων. Και τελικά ας μην ξεχνάμε πως η λογοτεχνία, η πεζογραφία πιο σωστά, είναι μία. Οι αναγνώστες της είναι εκείνοι που παρουσιάζουν διαφορές, άλλοτε ηλικιακές, άλλοτε μορφωτικές, άλλοτε αισθητικές κλπ.

γνήσια πολιτικός ο πλέον ερωτικός



Μια συνέντευξη στον Παναγιώτη Ρηγόπουλο (http://panagiotisrigopoulos.gr/) για το μυθιστόρημα μου 'Ερωτική Αγωγή'
3/9/07

-Επιχειρείτε μια “ανάγνωση” του εικοστού αιώνα βάσει της ιστορίας της σεξουαλικότητας; Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
“Ο 20ός αιώνας είναι ο δικός μου αιώνας, η εποχή της γενιάς των γονιών μας και των συνομηλίκων μου. Είναι ακόμα αυτός ο αιώνας που τον απόηχό του ακούν τα παιδιά μας. Δεν γινότανε, λοιπόν, να μη σκεφτώ κάποια στιγμή να τον αντιμετωπίσω συγγραφικά.
Υπήρξε ένας αιώνας που ξεκίνησε μέσα σε οράματα και κατέληξε σε εφιάλτες. Και μόνο έτσι να δει κανείς την πορεία του, παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο συγγραφικό ενδιαφέρον.
Βέβαια, εγώ προτίμησα να δω αυτόν τον αιώνα κάτω από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία –ως τον αιώνα που μετατρέπει τον έρωτα σε ηδονισμό. Την ιδεολογία, δηλαδή, σε καταναλωτική πράξη.
Συχνά με ρωτούν τι είδους μυθιστόρημα είναι η “Ερωτική Αγωγή”. Κι εγώ απαντώ ότι είναι πρωτίστως ένα πολιτικό μυθιστόρημα, χωρίς να πάψει να είναι και κοινωνικό και ερωτικό κείμενο”.
-Χρησιμοποιείτε επίμονα αρχαίους όρους για τις περιγραφές της ερωτικής πράξης, πλην όμως δεν πρόκειται για σεμνότυφη υπεκφυγή, καθώς δε λείπουν οι αντίστοιχες αναφορές με λέξεις τελείως καθημερινές και διόλου σεμνότυφες. Τι εξυπηρετεί αυτή η γλωσσική μείξη;
“Ναι, ήδη αναφέρθηκα στο λεξιλόγιο κάπως “εκτός ορίων”. Λοιπόν, δεν θεωρώ ότι υπάρχουν λέξεις που ένας συγγραφέας απαγορεύεται να χρησιμοποιεί. Οι λέξεις έχουν δημιουργηθεί από τους ανθρώπους για να εκφράζουν τα διάφορα συναισθήματά τους και τις ποικίλες πράξεις τους. Έτσι λοιπόν, θα ήταν σεμνοτυφία και εν τέλει έκφραση συγγραφικής ανηθικότητας και υποκρισίας αν μιλούσα για την ερωτική ζωή των ανθρώπων και δεν το έκανα χρησιμοποιώντας ένα πλούσιο ερωτικό λεξιλόγιο.
Αν δίπλα στις σύγχρονες ερωτικές λέξεις, βάζω και αντίστοιχες αρχαίες είναι γιατί από τη μια ήθελα κάπως να υπενθυμίσω την ύπαρξή τους και το γεγονός ότι ακόμα και οι πρόγονοί μας (που τόσο εκτιμούμε) τις χρησιμοποιούσαν και από την άλλη για να δώσω ένα ιδιαίτερο ύφος στο κείμενό μου… Είναι τόσο όμορφες λέξεις…”
-Ο έρωτας είναι γένους αρσενικού; Προσεγγίζετε περισσότερο την ηδονιστική πλευρά του έρωτα ή το σεξ όπως θα λέγαμε σήμερα μέσα από την πλευρά του αρσενικού;
“Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι είναι ένα μυθιστόρημα που κραυγάζει το ότι γράφτηκε από άντρα. Κυρίως γιατί περιγράφει, μιλά για τις εσωτερικές διεργασίες σώματος και συναισθήματος του άντρα μπροστά στον έρωτα. Αλλά και γιατί τελικά στηρίζεται όχι τόσο στην όποια άποψη, όσο σε μια συγκεκριμένη εικόνα – αυτή που παρουσιάζει ένα μύστη κι ένα βωμό με την ιέρειά του. Μύστης είναι ο άντρας, βωμός και ιέρεια η γυναίκα”.
-Τι θέση έχει η γυναίκα στον έρωτα; Oι γυναικείες παρουσίες του μυθιστορήματος σας, πως εισπράττουν τον έρωτα;
“Όσες από αυτές εκφράζονται μέσα από το ρόλο της ιέρειας και αποδέχονται να γίνουν ο βωμός της θρησκείας του έρωτα, αυτές είναι και που τελικά κερδίζουν. Όσες δεν αποδέχονται αυτήν την αποστολή θα χαθούνε… Αλλά το ίδιο γίνεται και με τους άντρες εκείνους που αντί για μύστες του έρωτα, αφήνονται σε ρόλο καταναλωτή της ερωτικής πράξης. Κι αυτοί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χάνονται.
Τελικά ίσως εκείνο που η “Ερωτική Αγωγή” λέει, είναι το ότι ο πλέον πολιτικός άνθρωπος είναι ο γνήσια ερωτικός”.

25.3.08

Ελίτσα ή Παπαρούνα;



Εκεί που τελειώνανε τα σπίτια άρχιζε το λιβάδι.
Άνοιξη ήταν. Και χλόη πράσινη έχει καλύψει το χώμα. Κι ανάμεσα από τα χορταράκια, οι παπαρούνες. Πολλές. Πάρα πολλές. Κόκκινες πινελιές πάνω σε πράσινο χαλί.
Και κάπου σε μια γωνιά του λιβαδιού το μόνο δέντρο. Μια ελιά.
Το αγόρι κλωτσούσε την μπάλα του –ένα μεγάλο τόπι.
Κι η μπάλα άλλοτε κύλαγε πάνω στο γρασίδι, άλλοτε έπεφτε πάνω στις παπαρούνες κι έκανε τη μία να γέρνει το κοτσανάκι της, κι έκανε μιαν άλλη να χάνει ένα από τα πέταλά της.
Κι έπειτα η μπάλα κύλησε μέχρι εκεί που φύτρωνε η ελιά και ο χοντρός κορμός του δέντρου τη σταμάτησε.
Το αγόρι πλησίασε, έσκυψε να πιάσει το τόπι του, άκουσε έτσι το παραπονιάρικο κλάμα ενός σκύλου. Κλάμα μωρουδίστικο.
Πίσω από τον κορμό της ελιάς, το αγόρι είδε το κουτάβι.
Σκυλάκι λίγο ημερών, με γκρίζο τρίχωμα. Γκρίζο σαν το χρώμα του ξύλου της ελιάς.
Αδύνατο σκυλάκι, με μάτια σκούρα, σκούρα πράσινα. Σαν τους καρπούς του δέντρου.
Το αγόρι πήρε στα χέρια του το σκυλί. Είδε πως ήταν θηλυκό.
Το κουτάβι έγλυψε με την κόκκινη –σα πέταλο παπαρούνας, τόσο κόκκινη- γλωσσίτσα του τα δάχτυλα του παιδιού.
Το αγόρι ανατρίχιασε.
«Να σε λέω Ελίτσα ή Παπαρούνα;» μουρμούρισε και με το σκυλάκι αγκαλιά πήρε να τρέχει προς τα σπίτια, εκεί που ήταν και το δικό του.
Η μπάλα ξεχάστηκε ανάμεσα στις ρίζες της ελιάς.

************
«Θα μένει, όμως, στον κήπο» η μητέρα του αγοριού δεν ήθελε τη σκυλίτσα μέσα στο σπίτι.
Το αγόρι δεν δάκρυσε –είχε μάθει να περιμένει.
«Θα με βοηθήσεις να της φτιάξουμε ένα σπιτάκι;» παρακάλεσε τον παππού του.
Κι όταν το στήσανε το ξύλινο σπιτάκι, ο παππούς ρώτησε το αγόρι
«Και πως θα την πεις;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
«Άστην να το διαλέξει μόνη της» του απάντησε ο παππούς.
Το κουτάβι μπήκε μέσα στο σπιτάκι και το μύριζε.
Το αγόρι γέμισε μια παλιά λεκάνη με νερό.
«Ελίτσα!» φώναξε και η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και ήπιε το νερό.
Μετά το αγόρι πήγε στην κουζίνα και γέμισε ένα πιάτο με το φαγητό που είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα.
Το έβαλε δίπλα στο ξύλινο σπιτάκι και φώναξε
«Παπαρούνα!»
Η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και έφαγε το φαγητό.
Και μετά τρίφτηκε στα πόδια του αγοριού.
Κι όταν αυτό μπήκε μέσα στο σπίτι, η σκυλίτσα το ακολούθησε.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν το έβλεπε.
Άρπαξε το σκυλί στην αγκαλιά του και χώθηκε στο δωμάτιο του.
Την άλλη μέρα το πρωί η μητέρα πήγε να τον ξυπνήσει.
Καθώς έσκυβε πάνω από το κοιμισμένο αγόρι για να του πει την «καλημέρα» της με ένα φιλάκι, μια μουσούδα πρόβαλε μέσα από το σκεπάσματα και της έγλυψε το μάγουλο.
«Τώρα πια εσύ θα με ξυπνάς με ένα φιλί και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με ένα άλλο» το αγόρι αγκάλιασε τη μητέρα.
Στην δική της την αγκαλιά χώρεσε ο γιος και το κουτάβι.
Και το ξύλινο σπιτάκι στον κήπο ξεχάστηκε.
«Άδικος ο κόπος μου» μουρμούραγε ο παππούς, αλλά το παχύ, λευκό μουστάκι του δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο των χειλιών του.

*************

Το κουτάβι γινότανε σκυλάκι και η Άνοιξη τέλειωσε και ήρθαν οι μέρες που κρατούσανε πολύ. ΄ρθε το καλοαΉ
Ήρθε το καλοκαίρι.
Τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με το κεφάλι της πέταγε ψηλά την μπάλα, ψηλά και μακριά και έβαζε το γκολ.
Τα αγόρια γκρινιάζανε, ίσως και να θυμώνανε που ένα θηλυκό πλάσμα κατάφερνε να τους νικήσει.
«Πάρε το σκύλο σου από εδώ» δεν θέλανε να παίξουν άλλο με το παιδί.
Κι έτσι μένανε τα λιβάδια και οι λόφοι και το μικρό το ποταμάκι –εκεί το αγόρι έριχνε το τόπι του μακριά και φώναξε «Πιάστο Ελίτσα» και το σκυλί του το έφερνε πίσω κουνώντας την ουρά του.
Στα λιβάδια, στους λόφους και στο μικρό το ποταμάκι δίπλα, το αγόρι έριχνε μακριά μια βέργα και φώναζε «Πιάστο Παπαρούνα» και το σκυλί του έφερνε πίσω το κλαρί κουνώντας την ουρά του.
«Επιτέλους διάλεξες το όνομα που θάχει;» η μητέρα ρωτούσε το γιο της, όταν πια είχε νυχτώσει και έξω στην αυλή με το γιασεμί να μοσχοβολά και τις ορτανσίες να συναγωνίζονται σε λάμψη το φεγγάρι, το αγόρι είχε αγκαλιά το σκυλί και πάνω στο ξύλινο τραπέζι απλωμένο το βιβλίο με τα παραμύθια που αγαπούσε.
«Μου φαίνεται πως αγαπά και τα δυο ονόματα το ίδιο» έλεγε το παιδί και ο παππούς χαμογελούσε,
«Ωραία, ας κάνουμε υπομονή μέχρι να διαλέξει το ένα» έλεγε.
Κάπως έτσι όλο το καλοκαίρι, μέχρι που οι μέρες πήραν και πάλι να μικραίνουν, και μια ψύχρα άρχισε να πέφτει μαζί με το σούρουπο και όταν ήρθε η μέρα να ανοίξουν τα σχολεία, το αγόρι ήξερε σε πια τάξη θα πήγαινε, αλλά δεν ήξερε ακόμα πως η σκυλίτσα δεν θα προλάβαινε να διαλέξει το όνομά της.

*************

Στη γωνιά του δρόμου, κάθε πρωί στεκότανε το σκυλί και με ένα γλυκό, λίγο θλιμμένο γαύγισμα αποχαιρετούσε το αγόρι που τραβούσε για το σχολείο.
Και στην ίδια τη γωνιά ήταν τα μεσημέρια και με ένα χαρούμενο, βροντερό γαύγισμα υποδεχότανε το αγόρι.
«Αυτό το σκυλί πρώτα θα μάθει τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση και μετά θα αποφασίσει το πώς θα το λένε» αστειευότανε ο παππούς καθώς έβλεπε τον εγγονό του σκυμμένο πάνω από το τετράδιο να λύνει τις ασκήσει και το σκυλί να παρακολουθεί τη μύτη του μολυβιού να σχεδιάζει του αριθμούς, τα σύμβολα του «συν», του «πλην», του «επί» και του «δια».
«Πάντως από τότε που η Ελίτσα ή Παπαρούνα παρακολουθεί το γιο μου όση ώρα γράφει τις εκθέσεις του, πάντα ο δάσκαλος του βάζει άριστα και δέκα», η μητέρα αγαπούσε πια κι αυτή πολύ τη μικρή, γκρίζα σκυλίτσα που είχε μάτια σαν ελιές και γλώσσα κόκκινη σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας.
Το αγόρι έγραφε στις εκθέσεις αυτά που του γνώριζε το σκυλί του –το τι σημαίνει αγάπη και συντροφιά, πρωινό χαδάκι και τρυφερό αποχαιρετισμό. Ξένοιαστο παιχνίδι, ύπνος με καλά όνειρα να σε συντροφεύουν, μοίρασμα της λιχουδιάς και φίλος να μοιράζεσαι μαζί τα μυστικά σου.
Γι αυτά έγραφε και ο δάσκαλος γέμιζε τις σελίδες του τετραδίου με θαυμαστικά και μπράβο.
Όλα έτσι γινόντουσαν τις μέρες που έκανε κρύο κι έριχνε χιόνι, μα ήταν μια μέρα από αυτές που το σκυλί δεν επέστρεψε στο σπίτι από το απογευματινό σουλάτσο του.
Και μέσα στο κρύο και το χιονιά και με φακούς να φωτίζουν το σκοτάδι το αγόρι κι ο παππούς πήραν να φωνάζουν
«Ελίτσα!... Παπαρούνα!...»
Τη βρήκανε να ανασαίνει βαριά, εκεί κάτω από τη μοναχική ελιά, μισοσκεπασμένη με νιφάδες.
Μια πληγή βαθιά στο πόδι κι αίμα που είχε ξεραθεί.
«Κάποιο αγρίμι» μουρμούρισε ο παππούς και η φωνή του είχε τη θλίψη αυτού που γνωρίζει το κακό το τέλος.
Το αγόρι την τύλιξε μέσα στο παλτό του και μέσα στο καλάθι της την σκέπασε με την πιο ζεστή κουβέρτα και δίπλα στο τζάκι το καλάθι έμεινε για όλη την υπόλοιπη τη νύχτα, όλη την άλλη μέρα.
Μέχρις ότου επέστρεψε το αγόρι από το σχολείο
«Η Ελίτσα;… Η Παπαρούνα μου;» ρώτησε από την εξώπορτα κιόλας τη μητέρα κι εκείνη για να μη δει τα δακρυσμένα μάτια της θέλησε γρήγορα, γρήγορα να τον κλείσει μέσα στην αγκαλιά της.
Μα το παιδί έσπρωξε τη μάνα του και έτρεξε στο τζάκι δίπλα. Δίπλα στο τζάκι ο παππούς με βλέμμα σκοτεινό και μέσα στο καλάθι το σκυλί να βαριανασαίνει.
Έσκυψε από πάνω του το αγόρι και το γκρίζο ζωάκι άνοιξε τα μάτια του –ίδια με ελιές που έχουν ζαρώσει- και τον κοίταξε.
Κι η γλωσσίτσα του –κόκκινη σα μαραμένο φύλλο παπαρούνας- θέλησε να του αφήσει ένα φιλί πάνω στα δάχτυλα, να του τα ζεστάνει από τη παγωνιά της χιονισμένης μέρας.
Κι έπειτα… τίποτε. Μήτε ελίτσες μάτια, μήτε γλωσσίτσα σαν πέταλο παπαρούνας.
«Γιατί;…» το αγόρι κοίταζε μια τη μητέρα μια τον παππού, μια το σκυλάκι.
Η μάνα κι ο παππούς δεν είχαν κάτι να του πουν. Το σκυλί δεν γινότανε πια να του προσφέρει την παρηγοριά του.
Μοναχά οι φλόγες στο τζάκι ξαφνικά δυνάμωσαν κι έκαναν το κούτσουρο να βγάλει μια κραυγή καθώς το τυλίγανε και το καίγαν.

*************

Το ίδιο βράδυ σκάψανε ένα λάκκο στη ρίζα τις ελιάς. Και το σκεπάσανε το άψυχο το σώμα με χώμα ποτισμένο με το χιόνι.
Και το χάραμα εκείνης της επόμενης μέρας, προτού ξεκινήσει το παιδί για το σχολειό, κάθισε κι έγραψε σε ένα χαρτί το πόνο του, μα κι όλες τις άλλες τις χαρές που η φιλενάδα του τού είχε χαρίσει.
Η μητέρα διάβασε αυτά που ο γιος της είχε γράψει.
Δάκρυσε και χάρηκε και φώναξε τον παππού να του τα διαβάσει κι εκείνου.
Δάκρυσε και χάρηκε ο παππούς και πήρε το χαρτί με την ιστορία του εγγονού και στη μέση του καφενείου στάθηκε και το διάβασε στους γνωστούς και τους γειτόνους.
Όλοι συγκινηθήκανε –πάει να πει πως και λυπηθήκανε και χαρήκαν- κι έτσι με γεμάτη την καρδιά τους επέστρεψαν στα σπίτια τους και διηγηθήκανε στους άλλους την ιστορία ενός παιδιού κι ενός σκυλιού.
Κι από στόμα σε στόμα η ιστορία αυτή ταξίδεψε όλο τον υπόλοιπο χειμώνα και τις πρώτες μέρες του Μάρτη και όταν πια το λιβάδι το σκέπασε και πάλι το πράσινο χορτάρι και το στόλισαν ξανά οι κόκκινες παπαρούνες και τα φυλλαράκια της ελιάς ασημίζανε στο φως του ήλιου, το αγόρι που καθότανε δίπλα από εκεί που ΄κοιμότανε΄ το σκυλί του, είδε να τον πλησιάζουν άλλα παιδιά, πολλά παιδιά –παιδιά της τάξης του, του δικού του σχολείου, παιδιά από άλλες πολιτείες και άλλα χωριά και το κάθε παιδί κάτι κρατούσε… Μια ζωγραφιά κρατούσε το κάθε παιδί.
Το κάθε παιδί είχε με το δικό του τρόπο ζωγραφίσει την Ελίτσα ή Παπαρούνα, που πάει να πει πως στου κάθε παιδιού την καρδιά είχε χωθεί η ιστορία που είχε γράψει το αγόρι και πως μέσα από αυτήν, η σκυλίτσα για πάντα ζούσε.
Και το αγόρι τότε πρώτα ζήλεψε γιατί δεν ήθελε να μοιράζεται με άλλους μήτε τις χαρές μήτε τις λύπες του.
Αλλά μια παπαρούνα που είχε φυτρώσει ακριβώς κάτω από την ελιά, έγινε ξαφνικά τόσο όμορφη, τόσο έλαμψε, που λες και κάποιο μήνυμα ήθελε να στείλει.
Και το αγόρι τότε κατάλαβε και σηκώθηκε πήρε να μαζεύει όλες τις ζωγραφιές των άλλων των παιδιών και το καθένα το ρωτούσε «Ελίτσα ή Παπαρούνα;… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
Και δεν αποφασίσανε ποτέ για το όνομα. Γιατί πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει της ελιάς ο καρπός και πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει στα πέταλά της η παπαρούνα.
Πάντα και στον καθένα η σκυλίτσα μέσα στην καρδιά του θα ζούσε. Γιατί είχε γίνει πια ιστορία και ζωγραφιά. Είχε γίνει ανάμνηση και μνήμη.

2.3.08

Η μαύρη λίμνη


Μελίνα Καρακώστα
«Η Μαύρη Λίμνη»
Εικονογράφηση Σόλης Μπάρκη
Εκδόσεις Πατάκη


Ποια μπορεί να είναι η Μαύρη Λίμνη στη ζωή ενός ανθρώπου;
Η Μελίνα Καρακώστα θέλησε το παρελθόν, το ατομικό παρελθόν ως Μαύρη Λίμνη να το περιγράψει.
Μια λίμνη που κάτω από την ακύμαντη και σκούρα επιφάνεια της, κρύβει ότι καθόρισε την ύπαρξή μας και το οποίο ζητά να μας τραβήξει πίσω, εκεί που αυτό για πάντα και δίχως καμιά –πλέον εξέλιξη- συνεχίζει να ζει.
Αλλά αν το παρελθόν έχει περιγράψει, ακόμα και έχει καθορίσει το τι είμαστε, υπάρχει το μέλλον που απελπισμένα ζητά να εκφρασθεί κι αυτό. Και το μέλλον εμείς οι ίδιοι θα το σχεδιάσουμε, θα το αποφασίσουμε. Εντέλει εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να πάρουμε το ρίσκο αν θα ζήσουμε σύμφωνα με τη δική μας βούληση ή με όσα κάποιοι άλλοι μας έχουν κληροδοτήσει.
Ο Αντρέας είναι ένα αγόρι με το χάρισμα της μουσικής να αναβλύζει ελεύθερα από την ύπαρξή του. Ποιος του το χάρισε; Αλλά και πως αυτός θα το χρησιμοποιήσει;
Ανάμεσα στη δωρεά και την επιλογή, μεσολαβεί η εφηβεία.
Έφηβος ο Αντρέας είναι όταν μαθαίνει πως το ζευγάρι που θεωρεί ως γονείς του, δεν είναι οι βιολογικοί γεννήτορές του. Κι όσο κι αν τους αγαπά και τον αγαπούνε, αυτός αποφασίζει πως πρέπει να ψάξει να βρει τις ρίζες του.
Άλλωστε το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έχει μεγαλώσει –γειτονιά και σχολείο- πολύ συχνά τον έχει τραυματίσει. Όσους διαθέτουν ένα ξεχωριστό χάρισμα, η μετριότητα των άλλων τους επιτίθεται.
Αλλά ο Αντρέας πιστεύει στις δυνάμεις με τις οποίες έχει προικιστεί. Και τις πιστεύει τόσο έντονα –εφηβικά έντονα- που δεν σταθμίζει καθόλου σχεδόν το πόσο τον επηρέασαν κι αυτοί που αν και δεν τον γέννησαν, τον μεγάλωσαν.
Θα ξεκινήσει, λοιπόν, το ταξίδι της ατομικής του γνώσης. Μια πορεία που θα τον φέρει εκεί όπου θα μάθει το ποιος είναι, αλλά και που θα πρέπει να αποφασίσει το ποιος θα γίνει.
Τελικά θα στρέψει τα νώτα στο κάλεσμα όσων εντός του βυθού της Μαύρης Λίμνης ζούνε και θα επιστρέψει στον τόπο που κατοικούν εκείνοι που τον πίστεψαν κι εκείνοι που τον αμφισβήτησαν. Η Μαύρη Λίμνη θα μείνει ως ανάμνηση, μπορεί και ως πηγή έμπνευσης. Όχι πάντως ως ο χώρος όπου θα δημιουργήσει και θα ζήσει.
Σύντομο μυθιστόρημα ή εκτεταμένο διήγημα; Κείμενο ρεαλιστικό ή συμβολικό; Ποιητική πρόζα ή σύγχρονο παραμύθι;
Η Μελίνα Καρακώστα σε όλα σχεδόν τα έργα που πρόλαβε να γράψει κινήθηκε στην ακμή του διαχωρισμού λογοτεχνικών ειδών και ύφους.
Έτσι και σε αυτό. Το κοινωνικό ζήτημα της υιοθεσίας και της ψυχοσύνθεσης που μπορεί να αναπτύξει ένα υιοθετημένο παιδί, το ανιχνεύει με υπευθυνότητα, ψυχαναλυτική γνώση, αλλά και τολμηρή ποιητική παρέκκλιση.
Δεν ήθελε να περιγράψει τόσο τους χαρακτήρες της, αρνιότανε να χαρακτηρίσει τις πράξεις τους. Προτιμούσε να γράφει για υπόγεια συναισθήματα και να φωτίζει τους λαβύρινθους των συναισθημάτων.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που εισάγει μέσα στην ιστορία της μια απόχρωση ομοφυλοφιλικής σχέσης. Ο Αντρέας και ο Χρήστος είναι αυτό που λέμε αχώριστοι, αν και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Κι όμως ο ένας συμπληρώνει ουσιαστικά τον άλλον, και η αλληλοσυμπλήρωσή τους αυτή πολύ γρήγορα αποκτά την οντότητα μιας μοναδικής ύπάρξης, κάτι που μας έφερε στο νου αυτό που συμβολίζει η μορφή του Ανδρόγιδος.
Με τον ίδιο συμβολικό τρόπο περιγράφεται εκείνο που εκπέμπει η έννοια της βιολογικής μητέρας, ενώ αντίθετα ρεαλιστικότατα και σχεδόν συμβατικά ανασαίνουν τα πρόσωπα των θετών γονιών, ακόμα και του άντρα που θα μυήσει τον ήρωα στην αυτογνωσία.
Όπως και νάναι, έχουμε ένα κείμενο που αν και έχει εκδοθεί σε σειρά για παιδιά, μπορεί να επικοινωνεί και με ενήλικες αναγνώστες –υλοποιώντας έτσι την πρώτη απαίτηση για το τι μπορεί να είναι το καλό παιδικό / εφηβικό βιβλίο.

Απόσπασμα

… Κι όλη τη μέρα κλαίει. Για τη μάνα που δεν πρόφτασε να γνωρίσει, για τον άδικο χαμό της,… για το χρόνο που δε γυρίζει πίσω. Δεν είναι πια ο Αντρέας. Είναι ένα φοβισμένο παιδάκι, που δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ένα «ναι» ή ένα «όχι». Το πρώτο θα τον φέρει κοντά σ΄ αυτήν που τον γέννησε, σ΄ αυτήν που ονειρεύεται τόσο καιρό. Θ΄ αποκοιμηθεί στα χάδια της κι η προστασία της θα τον ζεσταίνει πια για πάντα. Το δεύτερο θα τον φέρει κοντά στην άλλη του μάνα. Και στον πατέρα του. Σ΄ αυτούς που αντίκρισε όταν πρωτάνοιξε τα μάτια του. Κοντά στον Χρήστο και στη ζωή του, που μόλις ξεκινάει.
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ε. Τ. της Κυριακής , 2/3/2008)