11.7.21

Ολυμπιακοί Αγώνες Μόσχα 1980 - Τα δάχτυλα ενός άντρα, η αγάπη μιας άγνωστης γυναίκας

 

Μόσχα, 1980

Ο Άγγλος δρομέας Σεμπάστιαν Κόου ήταν ο νικητής του αγωνίσματος  των 1500 μ.

Την ώρα της απονομής σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον ουρανό.

 Είναι φορές που στέκεται και κοιτά το σώμα του. Σκύβει το κεφάλι και παρατηρεί τις λεπτομέρειες του στήθους, το πως πάλλεται το δέρμα στο ύψος της κοιλιάς.

Κοιτά το σώμα του και προσπαθεί να φανταστεί ότι κρύβεται πίσω από τη λευκή επιδερμίδα, να εισχωρήσει μέσα στους μυς, να τρέξει μαζί με το αίμα του  τους δρόμους που χαράσσουν αρτηρίες και φλέβες.

Κοιτά το σώμα του.

Τους τένοντες και τα νεύρα που διαγράφονται σχηματίζοντας τα αποτυπώματα μακρόχρονης προσπάθειας.

Κοιτά το στήθος που υποτάσσεται στους ρυθμούς της καρδιάς. Παρακολουθεί τους ρυθμούς της αναπνοής.

Κι έπειτα κοιτά το κούτελό του. Με την παλάμη του περιγράφει τις διαστάσεις και τις καμπύλες του κρανίου του.

Γερά προστατευμένος μέσα στην κρανιακή κοιλότητα ο εγκέφαλος. Από εκεί -έχει ακούσει να λένε- οι εντολές. Από εκεί οι επιθυμίες, οι διαταγές. Από εκεί τα όνειρα, οι φόβοι. Από εκεί οι χαρές.

Κάποτε κάποιος τον είχε ρωτήσει αν πιστεύει πως όλα όσα κάνουν έναν αθλητή πρωταθλητή ξεκινούν από τον εγκέφαλο.

Δεν είχε απαντήσει. Τον είχε τρομάξει μια τέτοια λογική... Ίσως να ήταν σωστή.

Αλλά εκείνος... Εκείνος ήταν δύσκολο να αποδεχτεί κάτι τέτοιο, γιατί τότε το αστεράκι του δε θα είχε λόγο ύπαρξης... Θα ήταν ένα αστέρι - φάντασμα. Ένα αστέρι φερμένο από το τίποτε...

Χαμηλώνει τον κορμό, λυγίζει τα γόνατα. Κάθεται στο πάτωμα. Σκύβει. Τα δάχτυλα των χεριών του πιάνουν τα δάχτυλα των ποδιών του.

Τα δάχτυλα των ποδιών του είναι λεπτά και νευρώδη. Το δέρμα τους διαθέτει πάντα την προστασία μιας σωστής υγιεινής και τα λεπτά τους νεύρα έχουν κερδίσει όσα προσφέρει ένα άψογα επαγγελματικό μασάζ.

Από τα δάχτυλα αυτά ξεκινούν όλα. Τα δάχτυλα, τα δέκα δάχτυλα των ποδιών του.

Αυτά είναι που πρώτα έρχονται να διερευνήσουν τη σιγουριά με την οποία πρέπει να γίνει ο δρασκελισμός που ακολουθεί. Αυτά που κρυμμένα μέσα στα επιλεγμένα παπούτσια, θωρακισμένα με κρέμες και σκόνες και αλοιφές, θα σηκώσουν το βάρος μιας κίνησης που πρέπει να είναι ταχύς, σίγουρη, άμεση.

Τα δάχτυλα για έναν αθλητή αγωνισμάτων δρόμου  είναι ο μεγάλος σύμμαχος -έτσι αυτός πιστεύει. Τα δάχτυλα των ποδιών του.

Αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα των ποδιών του και στη συνέχεια τα κουνά σε ρυθμούς ανεξάρτητους από τον όποιο σκοπό και στόχο.

Δέκα δάχτυλα που τον κοιτούν και λες και του γνέφουν. Αυτά γνωρίζουν... Θυμούνται.

Ξέρουν για το αστεράκι.

Είναι τα ίδια δάχτυλα -πάνε χρόνια από τότε. Τα ίδια δάχτυλα, τότε μόνο πιο μικρά, πολύ πιο μικρά,  πιο τρυφερά τότε, πολύ πιο τρυφερά... Ρόδινες, απαλές απολήξεις ενός ρόδινου, απαλού σώματος.

Και ήταν κλεισμένα μέσα στα χέρια της μητέρας και εκείνη τα χάιδευε και τα νανούριζε, τα έκανε να στέλνουν  μηνύματα άλλοτε γέλιου κι άλλοτε προστατευτικής νάρκης.

Η μητέρα χάιδευε τα δέκα μικρά, τρυφερά δάχτυλα και τους ψιθύριζε παραμύθια, τους συλλάβιζε όνειρα, τους πρόσφερε τη γλύκα της αγάπης της.

Μικρά δαχτυλάκια τότε, αλλά και που μεγάλωσαν δεν ξέχασαν εκείνα τα πρώτα χάδια. Τα θυμούνται, έχουν βαφτιστεί με την ιερότητα της μητρικής αγάπης.

Αλλά η αγάπη -η κάθε μορφής αγάπη- πάντα είναι ιερή. Γι αυτό και  γίνεται αστεράκι. Τα δάχτυλα μπορεί να κοιτούν τη γη, να πατούνε πάνω στο χώμα, στις πέτρες, στην άσφαλτο, σε χαλιά, σε πλαστικά, σε νερά ή σε λάσπες, αλλά πάντα θυμούνται την αγάπη και στρέφουν το βλέμμα προς τα απάνω -στο αστεράκι.

Τυχερά δάχτυλα. Τα δάχτυλα ενός μωρού που έγινε αγόρι, ενός αγοριού που έγινε άντρας.

Κι ο άντρας -νάτος- εκεί πάντα καθισμένος με λυγισμένα τα γόνατα και να κοιτά τα δέκα δάχτυλα που του χαρίσαν το βάθρο ενός θριάμβου.

Τα δάχτυλα, τα τυχερά δάχτυλα ενός άντρα που κάποια νύχτα, την ώρα που ένα φεγγάρι γέμιζε με το πιο λαμπερό ασήμι τον ουρανό, αυτά ξεκουραζόντουσαν πάνω στα γυμνά πέλματα μιας γυναίκας. Κι ήταν την ώρα της πιο ύψιστης κυριαρχίας του φεγγαριού που η γυναίκα έσκυψε και άγγιξε τα δάχτυλα* ένα- ένα, από το μικρό αριστερό ξεκίνησε, έφτασε και τέλειωσε στο άλλο μικρό, το δεξί. Τα άγγιξε κι άρχισε να τους λέει τα ξεχασμένα παραμύθια του έρωτα και τα παλιά νανουρίσματα του πάθους, τα πιο αθώα γέλια της αγάπης να τους προσφέρει, τα πιο ανιδιοτελή σκιρτήματα της σάρκας τους χάρισε.

Τα χάδια του έρωτα πλάθονται από τα χάδια της μητέρας, τα χάδια του έρωτα ανθίζουν κάτω από τα δάχτυλα μιας υπέροχα προσωπικής Εύας. Γιατί η γυναικεία παρουσία είναι μόνο μία στη ζωή ενός άντρα -μία μόνο, όσα πρόσωπα κι αν αποχτήσει. Κι αυτό, απ΄όλο το κορμί μόνο τα δάχτυλα το έχουνε γνωρίσει -αν το αξίζανε- και πάντα θα το θυμούνται.

Κι αν είναι ο έρωτας να τελειώνει, κι αν είναι η γυναίκα από το παρελθόν να περνά στο μέλλον, να στέκεται -όσο στέκεται- στο παρόν, υπάρχει πάντα η συνέχεια, η αδιάκοπη συνέχεια της αγάπης της, εκείνη η έκφραση μιας νίκης που δεν φοβάται την ταπείνωση, που υποκύπτει στην προσφορά, που έχει γίνει το αστεράκι -το αστεράκι που κανείς δεν το βλέπει γιατί το κρύβει το φέγγος μιας απόλυτης σελήνης.

 Αλλά τα δάχτυλα έχουν μάθει να μη βλέπουν, να μη χρειάζονται την όραση. Ξέρουν αυτά να θυμούνται και να υποψιάζονται. Καταλαβαίνουν.

Γι αυτό και ποτέ δεν ξεχνούν πως όταν κάνουν τις απίθανα οργανωμένες και τέλεια  ενορχηστρωμένες κινήσεις τους, δεν είναι για να δρασκελίσουν πιο γρήγορα το έδαφος. Μα είναι γιατί θέλουν να φτάσουν όσο ποιο κοντά μπορούν προς το αστέρι. Τη νίκη τους από αυτό την παίρνουν και σε αυτό την αποδίδουν.

Κι είναι εκείνες τις στιγμές του μεγάλου αγώνα, σαν να πετούνε. Σα να μην θέλουν να αρκεστούν στη σκόνη του χώματος, αλλά να πασπαλιστούν και με τη σκόνη του διαστήματος.

Εκείνος. Αυτά σκέφτεται. Αυτά νοιώθει. Κάθεται πάντα με λυγισμένα τα γόνατα και κοιτά τα δάχτυλά του.

Και όπως τα κοιτά χαμογελά. Θυμάται την ερώτηση.  <<Γιατί τη στιγμή του ύψιστου θριάμβου κοίταξες τον ουρανό;>>

Κι αυτός έσφιξε λίγο μέσα στη χούφτα του το χρυσάφι που είχε κερδίσει και χαμογέλασε πρώτα, μετά  είπε <<Ίσως κάποιος, κάπου εκεί ψηλά με αγαπάει ακόμα>>.

Έτσι ακούστηκε πως απάντησε. Το χαμόγελό του αποθανατίστηκε στον βάθος των φακών, τα λόγια του γραφτήκανε σε περιοδικά.

Το αστεράκι, ξέρει πως ποτέ δε θα το δει  με τα μάτια του. Πως ποτέ ο εγκέφαλός του δε θα στείλει το μήνυμα μιας αναγνώρισης.

Ότι ξέρει γι αυτό το αστεράκι, του το έχουν μαρτυρήσει τα δάχτυλά του. Τα δάχτυλα που νανουρίστηκαν  στον έρωτα της μάνας, της ερωμένης -στον έρωτα της γυναίκας.

Και που δεν ξεχνούν την εμπειρία τους. Ανταποδίδουν το χρέος τους μετατρέποντας την απόσταση που μετριέται πάνω στη γη, σε αέρινο διάστημα που όσο και να χωρίζει, όμως δεν αποκλείει και την πιθανότητα της ένωσης  -πάει να πει την επανάληψη της ίδιας εμπειρίας.

 Είναι η αγάπη που σε τάισαν αυτά τα χάδια, η τροφή που σε έκανε πρωταθλητή. Είναι ο έρωτας που σου πρόσφερε τη νίκη.

Πάντα με λυγισμένα τα γόνατα. Να κοιτά τα δάχτυλα των ποδιών του. Να θυμάται και να ανατριχιάζει. Να ευχαριστεί σκύβοντας το κεφάλι -να ευχαριστεί αυτός, αυτός που έγινε το αρσενικό πρότυπο- την ανώνυμη γυναίκα. Και τον έρωτά της.

Από τα δάχτυλα των ποδιών, στον αστερισμό των συναισθημάτων. Κι ένα χρυσό μετάλλιο  που μηδενίζει τις αποστάσεις -η δικιά του ανταπόδοση.

Πόσο, πάντα, παραμένει άντρας.

(Από το φιλόξενο και αντικειμενικό  https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-moscha-1980-ta-dachtyla-enos-antra-i-agapi-mias-agnostis-gynaikas/)  -11/7/2021