«Το
Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» είναι ένα αλληγορικό παραμύθι που απευθύνεται
τόσο σε παιδιά όσο και μεγάλους που θέλουν να επαναμαγευτούν και να ανακαλύψουν
ξανά την αισιοδοξία και τη χαμένη τους παιδικότητα. Η αίσθηση της μελαγχολικής νοσταλγίας είναι
διάχυτη στο βιβλίο για μια παρελθούσα εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι ήταν
ευτυχισμένοι. Ο συγγραφέας εύστοχα και έμμεσα παραπέμπει στο λογοτεχνικό
αρχέτυπο της έκπτωσης από τον παράδεισο που επιβιώνει στο συλλογικό ασυνείδητο
και την επιθυμία για επιστροφή σε μια πρότερη χρυσή εποχή, κάτι που αποτελεί
βαθιά ανθρώπινη υπαρξιακή ανάγκη.
Ο
Μάνος Κοντολέων ουσιαστικά περιγράφει την εποχή μας, όταν αναφέρεται στο νησί,
σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι «μήτε θυμούνταν μήτε ονειρευόντουσαν»,
μπάζωναν τα ποτάμια, έκτιζαν πρόσθετα δωμάτια, γιατί τα παλιά σπίτια δεν τους
χωρούσαν, «σκέφτονταν το τώρα και αδιαφορούσαν για το αύριο», κι επιπρόσθετα
έπασχαν από «αμνησία», αφού ξέχασαν τις παλιές ιστορίες και τις λέξεις που
αγαπάνε, εξοβελίζοντας τη φαντασία από τη ζωή τους. Το νησί κυβερνούν ο
ηγεμόνας και η αρχόντισσα σε ένα σύστημα απόλυτης μοναρχίας. Όλα αυτά
φωτογραφίζουν την εποχή μας. Όλα εκτός από την απόλυτη μοναρχία θα μπορούσε να
αντιτείνει κανείς. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως η κατ’ επίφασιν δημοκρατία
στις δυτικές κοινωνίες ελέγχεται από μια δράκα ανθρώπων-οικογενειών. Πρόκειται
για ολιγαρχία, πολιτική και οικονομική, δύο μορφές εξουσίας που στην ουσία
συμπλέουν˙ είναι το ίδιο και το αυτό. Ο λαός βρίσκεται σε απόσταση από αυτή την
ελίτ και πολύ μακριά από τα κέντρα αποφάσεων. Η θέλησή του ελάχιστα λαμβάνεται
υπόψιν. Πόσο απέχει, λοιπόν, αυτή η κατ’ επίφασιν δημοκρατία, στην ουσία της
ολιγαρχία, από την απόλυτη μοναρχία;
Ο
Μάνος Κοντολέων αφήνει, ωστόσο, το παράθυρο ανοικτό για να έρθουν καλύτερες
μέρες. Στο αισιόδοξο αυτό παραμύθι (ή εν προόδω μυθιστορηματική σύνθεση) η
ελπίδα παραμένει ζωντανή. Οι ηγεμόνες, μέσα στην πεφωτισμένη σοφία των
γηρατειών τους, θα ζητήσουν από τους υπηκόους τους να γράψουν ιστορίες με
λέξεις που αγαπάνε. Αυτός που θα γράψει την καλύτερη ιστορία, θα χριστεί
διάδοχός τους, μια και το βασιλικό ζευγάρι είναι άκληρο.
Κοντά
τους φτάνουν έξι φάκελοι. Και στις έξι ιστορίες κεντρική θέση κατέχει ο έρωτας,
η αγάπη. Αυτή η αγάπη θα ξεπεράσει κάθε δυσκολία. Είναι αυτή που θα φέρει κοντά
τους ανθρώπους, αυτή που θα τους ωθήσει να φυτέψουν δέντρα-παιδιά και λουλούδια
για να συνεχίσουν να ελπίζουν, και να νικήσουν το σκοτάδι, αυτή που θα
παρακινήσει τους νέους να ερωτευτούν, έναν πατέρα να τολμήσει το ακατόρθωτο για
το παιδί του, μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και κόκκινο φόρεμα να νικήσει έναν
τυραννικό άρχοντα. Ο ηγεμόνας θα δυσκολευτεί να διαλέξει τον διάδοχό του. Και
εν τέλει, θα αποφασίσει να παραχωρήσει την εξουσία σε όλους. «Ο ηγεμόνας δε θα
είμαι εγώ… Ένας μόνο-όχι πια! Όλοι εσείς!… Οι άλλοι!… Όλοι μαζί… Όλοι σας! Οι
Εκλεκτοί-εκείνοι που γράφουν Ιστορίες Αγάπης! Που τις πιστεύουν και τις ζούνε»,
θα αναφωνήσει μέσα στη συναισθηματική ευφορία του στο τέλος του βιβλίου. Τώρα
πια δεν θα είναι ένας Πεφωτισμένος Δεσπότης, καθώς θα παραδώσει τα ηνία της
εξουσίας. Η επιστροφή στον χαμένο παράδεισο παίρνει σάρκα και οστά.
Έτσι,
στο νησί θα εγκαθιδρυθεί η άμεση δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία. Όμως, «Το
Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό
μάθημα περί δημοκρατίας. Ο Μάνος Κοντολέων επαναφέρει στο επίκεντρο της
καθημερινής ζωής τη φαντασία, τη δημιουργία, την αφήγηση, την ίδια τη
λογοτεχνία ως στοιχεία απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας.
Έχει την πεποίθηση πως το σημερινό αδιέξοδο που βιώνουμε στις κοινωνίες μας θα
μπορούσε να ξεπεραστεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αν η φαντασία, η
καλλιτεχνική δημιουργία και η λογοτεχνία κατείχαν σημαντικότερη θέση στη ζωή
μας. Επιπρόσθετα, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ ένα βασικό συνεκτικό στοιχείο των
ανθρώπινων σχέσεων, την αγάπη. Και αυτή η αγάπη αναβρύζει σε κάθε φράση του
βιβλίου. «[…] το ξέρεις πως σε αγαπώ», θα πει η αρχόντισσα στον ηγεμόνα. «Αλλά
ποτέ πια δε μου το λες», θα απαντήσει εκείνος. Όπως οι υπήκοοί τους, έτσι και
οι ηγεμόνες είχαν ξεχάσει τις λέξεις που αγαπάνε. «Το Νησί με τις λέξεις που
αγαπάνε» είναι ένα κατεξοχήν βιβλίο για την αγάπη, γραμμένο με ευαισθησία,
τρυφερότητα και αφηγηματική μαεστρία.
Ο
Μάνος Κοντολέων συνομιλεί με πολλά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα και
παραθέτει ως προμετωπίδες στις έξι εγκιβωτισμένες ιστορίες στίχους από
σπουδαίους ποιητές, Έλληνες και ξένους. Ο συγγραφέας έντεχνα παραπέμπει στον
αναγεννησιακό ουμανισμό, στη Δημοκρατία των Γραμμάτων, των Εγκυκλοπαιδιστών του
18ου αιώνα, στην εποχή του Διαφωτισμού, της Πεφωτισμένης Δεσποτείας και στην
Πολιτεία του Πλάτωνα.
«Το
Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» είναι ένα βιβλίο επαναστατικό στις ιδέες του,
πολυεπίπεδο, βαθιά ανθρώπινο και τρυφερό, σε άψογο λογοτεχνικό στιλ και υπέροχα
φροντισμένη γλώσσα (κυριαρχεί ο λυρικός και ποιητικός λόγος), κάτι που η
πλειοψηφία των σημερινών συγγραφέων τείνουν να παραμελούν (ίσως γιατί αδυνατούν
να ανταποκριθούν). Από το 1969 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, και
το 1979, όταν εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, πάνω από μισό αιώνα πια, ο Μάνος
Κοντολέων εξακολουθεί να γράφει με μια ευαισθησία σπάνια, με την αγνότητα ενός
παιδιού και τον ρομαντισμό ενός εφήβου. Όπως δηλώνει ο ίδιος: «Όταν είμαι -ή
θέλω να είμαι- αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά. Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες».
Η
εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου δένει αρμονικά με το κείμενο, το δε εξώφυλλο
είναι εξαιρετικό και υπέροχο.
https://www.fractalart.gr/to-nisi-me-tis-lexeis-poy-agapane/
* Ο Αιμίλιος Σολωμού είναι Συγγραφέας