Της Τέσυς Μπάιλα
«Δυο φορές Άνοιξη»
Το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και για μένα πράγματι η άνοιξη αυτού του βιβλίου με συνάντησε δυο φορές. Την πρώτη φορά βρισκόμασταν όλοι μαζί στην αυλή του Μάνου και της Κώστιας στο Πήλιο. Εκεί, ένα καλοκαιρινό βράδυ, ένα βράδυ από αυτά που χαράζονται στη μνήμη με τη δύναμη ενός λιγνού γιασεμιού, καθισμένοι όλοι μαζί στην πέτρινη αυλή τη γεμάτη λουλούδια, ο Μάνος μας ρώτησε αν θα θέλαμε να ακούσουμε αποσπάσματα από το νέο βιβλίο που έγραφε. Κι άξαφνα η βραδιά πήρε μια νέα τροπή, ο υπολογιστής επανέφερε το κείμενο κι αυλή γέμισε από τη σιγαλή φωνή του Μάνου που μας ξεναγούσε στον κόσμο της Ανθής, του Δημήτρη, του Μανουήλ, της Αλίκης, της Χριστίνας Γκλαβανη, της Μάρθας Χρυσογόνου.
Το ένα απόσπασμα έφερε το άλλο και το πρώτο βράδυ ένα επόμενο κι η ιστορία της Ανθής και του Δημήτρη που αγαπήθηκαν από τα φοιτητικά τους χρόνια και παντρεύτηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία, σχεδόν πριν κλείσουν τα είκοσι έγινε η αφορμή για να γνωρίσουμε τους ήρωες ενός βιβλίου που έμοιαζε να αφορμάται από την αγάπη και τον έρωτα δυο παιδιών και την ύπαρξη μιας εγκυμοσύνης, για να μιλήσει για τα διλήμματα που φέρνει στη ζωή ο έρωτας, για το πάθος που δυναμώνει όταν μπλέκονται οι ζωές των ανθρώπων, για τα λάθη και τις επιλογές μας που μπορεί να φέρουν την άνοιξη αλλά ταυτόχρονα και τον πόνο στη ζωή μας με την ίδια ευκολία που καθορίζουν την τύχη μας.
Ο Ελύτης είχε πει πως «την Άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις». Ο Μάνος Κοντολέων κάνει κάτι ακόμα. Φέρνει την Άνοιξη δυο φορές. Και οι τρείς αυτές λέξεις κατορθώνουν να συνοψίσουν το σύνολο αυτού του λογοτεχνικού έργου στα πολλαπλά του επίπεδα, τα οποία καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε εμβαθύνοντάς σε ένα μυθιστόρημα ερωτικό που μιλά για τις ενδόμυχες επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων για ελεύθερη αυτοδιάθεση, για ζωή, για ελευθερία.
Η Ανθή και ο Δημήτρης θα παντρευτούν και το πρώτο τους παιδί θα οδηγήσει τη ζωή τους, της Ανθής κυρίως, προς ένα νέο προσανατολισμό. Σύντομα θα γεννηθεί και το δεύτερο παιδί. Κι ενώ όλα δείχνουν ότι η νέα αυτή οικογένεια έχει όλη την απαιτούμενη δυναμική για να πραγματοποιήσει τα κοινωνικά και οικογενειακά της όνειρα, η νέα γυναίκα σύντομα αρχίζει να νιώθει εγκλωβισμένη σε μια σχέση που την καταδικάζει σταδιακά σε μια ασφυκτική αίσθηση ρουτίνας.
Ο Δημήτρης ανθίζει επαγγελματικά αλλά η Ανθή μαραίνεται, νιώθοντας την πλήξη της καθημερινής ομοιομορφίας να περιορίζει το οξυγόνο που χρειάζεται για να ζήσει. Ο γάμος τους γίνεται η εστία της δυαδικής μοναξιάς τους και η Ανθή νιώθει καταδικασμένη σε ένα οικογενειακό πρότυπο ζωής που την πνίγει.
Οι ισορροπίες θα διαταραχθούν όταν στη ζωή της Ανθής εισβάλλει κυριολεκτικά ο Μανουήλ, ένας νέος φωτογράφος που καλεί την Ανθή να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι ερωτικό, να βυθιστεί σε ένα πάθος, σε μια σχέση φωτιά που πυροδοτεί τη δική της δημιουργικότητα και την κάνει να νιώθει και πάλι ζωντανή φέρνοντας της μια νέα άνοιξη. Η ζωή της παίρνει ξαφνικά κάτι απ΄ τον αγέρα της μέθης και η Ανθή θα ερωτευτεί τον Μανουήλ και στο πρόσωπό του θα ερωτευτεί με πάθος τον εαυτό της ξανά, θα αγαπήσει αυτό που μπορεί να είναι η ίδια, περισσότερο κι από το ίδιο το αντικείμενο του έρωτά της και θα δεθεί μαζί του σε μια μοιραία σχέση.
Ο Μανουήλ όμως είναι ο έρωτας και ο έρωτας είναι πάντα απαιτητικός. Αρέσκεται να βάζει διλήμματα στους ερωτευμένους. Έτσι όταν η Ανθή κληθεί να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει τον Μανουήλ και θα φύγει μαζί του, εκείνη δε θα μπορέσει να αφήσει πίσω της την οικογένειά της και θα προτιμήσει να αργοσβήσει τις προσωπικές της επιθυμίες.
Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ότι θα συμβεί. Γιατί η ζωή γράφει μόνη της το πεπρωμένο των ανθρώπων και η ανατροπή που θα φέρει στη ζωή όλων τους ένα νέο παιδί θα πυροδοτήσει μια σειρά εξελίξεων και αποκαλύψεων από όλες τις πλευρές που θα σημαδέψουν τη ζωή όλων και θα αφήσουν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή τους.
Η Ανθή μετατρέπεται σταδιακά σε μια τραγική ηρωίδα. Ο παράνομος έρωτάς της για τον Μανουήλ είναι η προσωπική της ύβρη κι ο αναγνώστης γνωρίζει ότι την ύβρη διαδέχεται η κάθαρση που αναπόφευκτα θα έρθει όταν η Νέμεση την καλέσει να πληρώσει το αντίτιμο της επιλογής της και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει με το δικό του τρόπο τη σεξουαλικότητα των ανθρώπων της εποχής, τα πρέπει και τις δεσμεύσεις που αρνούνται ή καλούνται να ακολουθήσουν.
Κάπως έτσι γνώρισα τους ήρωες αυτού του βιβλίου όμως ο Μάνος εκείνο το καλοκαίρι δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη το βιβλίο του και φεύγοντας από το Πήλιο η αίσθηση της φωνής του να διαβάζει με ακολουθούσε μαζί με την περιέργεια για τη συνέχεια αυτού του βιβλίου. Πώς το κουβάρι που είχε πλέξει η μοίρα στη ζωή αυτών των ανθρώπων θα ξεδιαλυνόταν.
Λίγο καιρό αργότερα η άνοιξη του Μάνου ήρθε για δεύτερη φορά να με βρει, όταν εκείνος ολοκλήρωσε το βιβλίο και μου το εμπιστεύτηκε. Και είναι περίεργο αλλά ανοίγοντας το αρχείο για να διαβάσω τη συνέχεια, σε κάθε νέα φράση που διάβαζα, συνειρμικά άκουγα και πάλι τη φωνή του να δίνει το χρώμα της αφήγησης και οι μυρωδιές από την καλοκαιρινή αυλή του Πηλίου επανέρχονταν στο νου. Ίσως επειδή τελικά η δύναμη της Άνοιξης είναι ακριβώς αυτή, να επιτίθεται στις αισθήσεις και να τις προσδιορίζει μετά από κάθε συνάντησή τους μαζί της και το βιβλίο αυτό έφερνε μαζί του την Άνοιξη και μάλιστα δυο φορές.
Το βιβλίο αποτελεί μια ελεγεία για τον έρωτα και είναι η γοητεία της συγγραφής του Μάνου Κοντολέων, γνωστή από το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου, που απελευθερώνει το λόγο σ΄ αυτό το τρυφερό μανιφέστο για την αγάπη, την τέχνη και τον έρωτα σε όλες τους τις μορφές.
www.thinkfree.gr
«Δυο φορές Άνοιξη»
Το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και για μένα πράγματι η άνοιξη αυτού του βιβλίου με συνάντησε δυο φορές. Την πρώτη φορά βρισκόμασταν όλοι μαζί στην αυλή του Μάνου και της Κώστιας στο Πήλιο. Εκεί, ένα καλοκαιρινό βράδυ, ένα βράδυ από αυτά που χαράζονται στη μνήμη με τη δύναμη ενός λιγνού γιασεμιού, καθισμένοι όλοι μαζί στην πέτρινη αυλή τη γεμάτη λουλούδια, ο Μάνος μας ρώτησε αν θα θέλαμε να ακούσουμε αποσπάσματα από το νέο βιβλίο που έγραφε. Κι άξαφνα η βραδιά πήρε μια νέα τροπή, ο υπολογιστής επανέφερε το κείμενο κι αυλή γέμισε από τη σιγαλή φωνή του Μάνου που μας ξεναγούσε στον κόσμο της Ανθής, του Δημήτρη, του Μανουήλ, της Αλίκης, της Χριστίνας Γκλαβανη, της Μάρθας Χρυσογόνου.
Το ένα απόσπασμα έφερε το άλλο και το πρώτο βράδυ ένα επόμενο κι η ιστορία της Ανθής και του Δημήτρη που αγαπήθηκαν από τα φοιτητικά τους χρόνια και παντρεύτηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία, σχεδόν πριν κλείσουν τα είκοσι έγινε η αφορμή για να γνωρίσουμε τους ήρωες ενός βιβλίου που έμοιαζε να αφορμάται από την αγάπη και τον έρωτα δυο παιδιών και την ύπαρξη μιας εγκυμοσύνης, για να μιλήσει για τα διλήμματα που φέρνει στη ζωή ο έρωτας, για το πάθος που δυναμώνει όταν μπλέκονται οι ζωές των ανθρώπων, για τα λάθη και τις επιλογές μας που μπορεί να φέρουν την άνοιξη αλλά ταυτόχρονα και τον πόνο στη ζωή μας με την ίδια ευκολία που καθορίζουν την τύχη μας.
Ο Ελύτης είχε πει πως «την Άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις». Ο Μάνος Κοντολέων κάνει κάτι ακόμα. Φέρνει την Άνοιξη δυο φορές. Και οι τρείς αυτές λέξεις κατορθώνουν να συνοψίσουν το σύνολο αυτού του λογοτεχνικού έργου στα πολλαπλά του επίπεδα, τα οποία καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε εμβαθύνοντάς σε ένα μυθιστόρημα ερωτικό που μιλά για τις ενδόμυχες επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων για ελεύθερη αυτοδιάθεση, για ζωή, για ελευθερία.
Η Ανθή και ο Δημήτρης θα παντρευτούν και το πρώτο τους παιδί θα οδηγήσει τη ζωή τους, της Ανθής κυρίως, προς ένα νέο προσανατολισμό. Σύντομα θα γεννηθεί και το δεύτερο παιδί. Κι ενώ όλα δείχνουν ότι η νέα αυτή οικογένεια έχει όλη την απαιτούμενη δυναμική για να πραγματοποιήσει τα κοινωνικά και οικογενειακά της όνειρα, η νέα γυναίκα σύντομα αρχίζει να νιώθει εγκλωβισμένη σε μια σχέση που την καταδικάζει σταδιακά σε μια ασφυκτική αίσθηση ρουτίνας.
Ο Δημήτρης ανθίζει επαγγελματικά αλλά η Ανθή μαραίνεται, νιώθοντας την πλήξη της καθημερινής ομοιομορφίας να περιορίζει το οξυγόνο που χρειάζεται για να ζήσει. Ο γάμος τους γίνεται η εστία της δυαδικής μοναξιάς τους και η Ανθή νιώθει καταδικασμένη σε ένα οικογενειακό πρότυπο ζωής που την πνίγει.
Οι ισορροπίες θα διαταραχθούν όταν στη ζωή της Ανθής εισβάλλει κυριολεκτικά ο Μανουήλ, ένας νέος φωτογράφος που καλεί την Ανθή να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι ερωτικό, να βυθιστεί σε ένα πάθος, σε μια σχέση φωτιά που πυροδοτεί τη δική της δημιουργικότητα και την κάνει να νιώθει και πάλι ζωντανή φέρνοντας της μια νέα άνοιξη. Η ζωή της παίρνει ξαφνικά κάτι απ΄ τον αγέρα της μέθης και η Ανθή θα ερωτευτεί τον Μανουήλ και στο πρόσωπό του θα ερωτευτεί με πάθος τον εαυτό της ξανά, θα αγαπήσει αυτό που μπορεί να είναι η ίδια, περισσότερο κι από το ίδιο το αντικείμενο του έρωτά της και θα δεθεί μαζί του σε μια μοιραία σχέση.
Ο Μανουήλ όμως είναι ο έρωτας και ο έρωτας είναι πάντα απαιτητικός. Αρέσκεται να βάζει διλήμματα στους ερωτευμένους. Έτσι όταν η Ανθή κληθεί να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει τον Μανουήλ και θα φύγει μαζί του, εκείνη δε θα μπορέσει να αφήσει πίσω της την οικογένειά της και θα προτιμήσει να αργοσβήσει τις προσωπικές της επιθυμίες.
Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ότι θα συμβεί. Γιατί η ζωή γράφει μόνη της το πεπρωμένο των ανθρώπων και η ανατροπή που θα φέρει στη ζωή όλων τους ένα νέο παιδί θα πυροδοτήσει μια σειρά εξελίξεων και αποκαλύψεων από όλες τις πλευρές που θα σημαδέψουν τη ζωή όλων και θα αφήσουν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή τους.
Η Ανθή μετατρέπεται σταδιακά σε μια τραγική ηρωίδα. Ο παράνομος έρωτάς της για τον Μανουήλ είναι η προσωπική της ύβρη κι ο αναγνώστης γνωρίζει ότι την ύβρη διαδέχεται η κάθαρση που αναπόφευκτα θα έρθει όταν η Νέμεση την καλέσει να πληρώσει το αντίτιμο της επιλογής της και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει με το δικό του τρόπο τη σεξουαλικότητα των ανθρώπων της εποχής, τα πρέπει και τις δεσμεύσεις που αρνούνται ή καλούνται να ακολουθήσουν.
Κάπως έτσι γνώρισα τους ήρωες αυτού του βιβλίου όμως ο Μάνος εκείνο το καλοκαίρι δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη το βιβλίο του και φεύγοντας από το Πήλιο η αίσθηση της φωνής του να διαβάζει με ακολουθούσε μαζί με την περιέργεια για τη συνέχεια αυτού του βιβλίου. Πώς το κουβάρι που είχε πλέξει η μοίρα στη ζωή αυτών των ανθρώπων θα ξεδιαλυνόταν.
Λίγο καιρό αργότερα η άνοιξη του Μάνου ήρθε για δεύτερη φορά να με βρει, όταν εκείνος ολοκλήρωσε το βιβλίο και μου το εμπιστεύτηκε. Και είναι περίεργο αλλά ανοίγοντας το αρχείο για να διαβάσω τη συνέχεια, σε κάθε νέα φράση που διάβαζα, συνειρμικά άκουγα και πάλι τη φωνή του να δίνει το χρώμα της αφήγησης και οι μυρωδιές από την καλοκαιρινή αυλή του Πηλίου επανέρχονταν στο νου. Ίσως επειδή τελικά η δύναμη της Άνοιξης είναι ακριβώς αυτή, να επιτίθεται στις αισθήσεις και να τις προσδιορίζει μετά από κάθε συνάντησή τους μαζί της και το βιβλίο αυτό έφερνε μαζί του την Άνοιξη και μάλιστα δυο φορές.
Το βιβλίο αποτελεί μια ελεγεία για τον έρωτα και είναι η γοητεία της συγγραφής του Μάνου Κοντολέων, γνωστή από το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου, που απελευθερώνει το λόγο σ΄ αυτό το τρυφερό μανιφέστο για την αγάπη, την τέχνη και τον έρωτα σε όλες τους τις μορφές.
www.thinkfree.gr