27.5.13

Η ανθολόγηση της συντριβής μας


Διαβάζοντας το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων

Του Στέφανου Δάνδολου





Ο Μάνος Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των μυθιστοριογράφων που βυθίζουν το μαχαίρι βαθιά στη σάρκα, φτάνουν μέχρι το κόκκαλο. Είναι ένας διχοτομημένος δημιουργός, που χρησιμοποιεί τη παιδική λογοτεχνία για να εκβάλλει την αθωότητά του, και την ίδια ώρα, με όχημα το κοινό των ενηλίκων, παίρνει αυτή την αθωότητα και την αποδομεί για να μας φέρει αντιμέτωπους με την αμφιλεγόμενη, συχνά τερατώδη διάσταση που παίρνουν τα παιδιά όταν γίνονται ενήλικες. Η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, η καταπίεση των ενστίκτων, η διαδρομή μεταξύ επιθυμίας και απόλαυσης, η αρχέγονη υπαρξιακή ερώτηση για το Τι Είναι εν τέλει ο Άνθρωπος στη μεσοαστική κοινωνία, αποτελούν τους πυλώνες μέσα από τους οποίους έχει χτίσει τα θεμέλια του έργου του. Και το βασικό του θέμα, το αγαπημένο του θέμα –εκείνο που χαράζει το πιο έντονο στίγμα στο κομμάτι των μυθιστορημάτων του- είναι ο έρωτας. Μα όχι ο Έρωτας στην επιδερμική του μορφή, μα ως απάντηση στην ψυχική ανατομία του Ανθρώπου. Ο Έρωτας ως Κουλτούρα. Ως δείγμα πολιτισμού, ταυτότητας, Ιστορίας.
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα, «Μέλι κόλλησε στα χείλη» (εκδόσεις Πατάκη), το κλειδί είναι αυτή η λέξη στον τίτλο, το «Μέλι». Η μαγική γεύση της Ζωής. Αυτή που αποπλανεί και παρασύρει. Η Μέλω –το κορίτσι του μελιού– μια ακόμα θολή φιγούρα, μα πολύ όμορφη, σε ένα πανέμορφο χωριό του Πηλίου, ψάχνει την ελευθερία, τον έρωτα, τη φυγή. Ο μικρός τόπος την πνίγει, τα χείλη της ψάχνουν τον καρπό του πάθους, μια αίσθηση λύτρωσης από τη κλειστή κοινωνία. Η πρώτη διάψευση θα έρθει από το νεαρό που εκείνη θα πιστέψει πως μπορεί να κάνει τα χείλια της να κολλάνε.  Μα εκείνος δεν είναι ικανός να ξεφύγει από τις δικές του δεσμεύσεις. Κι έτσι, ξεμυαλισμένη από τις ανάγκες της, θα πέσει στην αγκαλιά του Σήφη, για να βυθιστεί σε ένα ταξίδι σκοτεινό, όπου το Μέλι θα σημάνει την ίδια την υποταγή της και θα της κοστίσει ακριβά στη ψυχή.
Το πρώτο στοιχείο που με εντυπωσίασε ήταν η ανατομία των ηρώων, επειδή η τριτοπρόσωπη αφήγηση αγκαλιάζει στοργικά όλες τις αδυναμίες των τραγικών προσώπων, τις εκθέτει χωρίς να τις κατακρίνει, και αυτό για μένα αποτελεί την πεμπτουσία του σύγχρονου μυθιστορήματος,  το να παρουσιάζει χαρακτήρες διχοτομημένους, με ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις, όπου η θετική παρόρμηση και τα λανθάνοντα ένστικτα δεν διαχωρίζονται αλλά μπολιάζονται σε ένα σύνολο. Το δεύτερο στοιχείο ήταν η ίδια η πλοκή. Δομικά είναι ένα έργο χτισμένο από την στόφα μιας μεγάλης συγγραφικής εμπειρίας, και το βλέπεις στις λεπτομέρειες, εκεί όπου η αφήγηση διατρέχει όλους τους ήρωες και τα γεγονότα, χωρίς να μεροληπτεί, χωρίς να πλατιάζει, χωρίς να αφήνει ερωτηματικά γύρω από τα ενδόμυχα κίνητρα του κάθε πρωταγωνιστή.  Ωστόσο το τρίτο στοιχείο που με κατέπληξε είναι το πιο σημαντικό για μένα, και έρχεται να συνδεθεί με όσα είπα πρωτύτερα για την θεματική του Έρωτα, που αποτελεί την λογοτεχνική πατρίδα του Μάνου Κοντολέων.
Γιατί εδώ ο συγγραφέας βγάζει έναν άλλο άσο από το μανίκι του και μέσα από την ιστορία της Μέλως γράφει μιαν άλλη ιστορία, που έντεχνα την έχει κρύψει πίσω ημερομηνίες και τόπους. Μιαν ιστορία που διάβασα πεντακάθαρα στην δεύτερη ανάγνωση αυτού του υπέροχου μυθιστορήματος. Την ιστορία της χώρας μου, την ιστορία την δική μας, την ιστορία του νεοέλληνα.
Ποια ήταν η χρυσή εποχή της σύγχρονης Ελλάδας; Το χρονικό διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Τι σημάδεψε αυτή την εποχή; Το μέλι. Το μέλι στην κοινωνία, το μέλι στην κατανάλωση, το μέλι στην πολιτική, το μέλι που διόγκωσε την ευδαιμονία μας και μετέτρεψε αυτή τη χώρα σε έθνος νεόπλουτων. Μέσα από την ιστορία της Μέλως και του Σήφη, λοιπόν, ο Κοντολέων μιλάει για την χώρα του που προδόθηκε από τα ένστικτά της –και υπήρχαν στιγμές, όταν συνέλαβα τούτη τη πτυχή, που στα μάτια μου η Μέλω ήταν η ίδια η Ελλάδα, και ο Σήφης ήταν ο διάβολος που κατέκτησε την ψυχή της.
Το «Μέλι κόλλησε στα χείλη» δεν είναι ένα απλό ερωτικό έργο με δαντικές προεκτάσεις. Είναι μια αντανάκλαση του προσώπου μας και μια ανατριχιαστική εκδοχή για το πώς τα ένστικτα άλωσαν την ψυχή μας.
 Αν η «Ερωτική Αγωγή» ανθολόγησε τον εικοστό αιώνα από το ξεκίνημά του, η ιστορία της Μέλως ανθολογεί την παραφορά και την συντριβή σε μια κοινωνία που γνωρίζουμε πολύ καλά, σε μια κοινωνία που σαπίζει εσωτερικά και δεν το είχε καταλάβει. Γιατί όλοι μας έχουμε γευτεί το Μέλι… ή θελήσαμε κάποια στιγμή να το γευτούμε. Το κάναμε εθνικά, ως χώρα, γυρεύοντας διαρκώς περισσότερα … χωρίς καν να ξέρουμε τι είναι αυτό που γυρεύουμε.
Και όταν δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ζητάς και κυνηγάς το πάθος με λάθος τρόπο, τότε σύντομα το στόμα στερεύει από μέλι. Και τα χείλη απομένουν στεγνά. Φαγωμένα. Όπως είναι τα χείλη της Ελλάδας σήμερα.
 
(Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στον ΙΑΝΟ, 16 Απριλίου 2013 και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο 
http://www.dailygoal.gr)