Daniel Wiles
«Το μερίδιο της γης»
Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Εκδόσεις Διόπτρα
Δεν ήταν το μόνο δυστύχημα στην ευρύτερη περιοχή της Μερκίας
(η παλιά ονομασία των σημερινών Μίντλαντς).
Χαρακτηριστικό είναι πως εκείνη η περιοχή έχει γίνει γνωστή
ως Black Country (Μαύρη Χώρα) λόγω τόσο του χρώματος του εδάφους όσο και της
μολυσμένης ατμόσφαιρας.
Βρισκόμαστε στην καρδιά της περιόδου της Βιομηχανικής
Επανάστασης στην Αγγλία και η πρώτη ύλη που χρησιμοποιείτο στις βιομηχανίες, το
κάρβουνο δηλαδή, έπρεπε να εξορίζεται σε μεγάλες ποσότητες.
Οπότε πολλά ορυχεία δημιουργήθηκαν και πολλοί οικισμοί
αναπτύχθηκαν καθώς εργάτες από διάφορες άλλες περιοχές του βασιλείου, έφταναν
εκεί για να βρούνε εργασία.
Οι συνθήκες κατά τα ωράρια όπου οι άνθρωποι αυτοί εργαζόντουσαν
μέσα στις στοές, όσο και η καθημερινή ζωή τους, ήταν αφόρητες και φοβερά
επιβαρυμένες λόγω μεγάλων οικολογικών καταστροφών. Καπνοί και δηλητηριώδη αέρια
από τη μια και οι στενές, γεμάτες από καρβουνόσκονη στοές των ορυχείων ήταν ο
βέβαιος προάγγελος ποικίλων θανατηφόρων ασθενειών.
Δίπλα σε αυτές και τα συχνά θανατηφόρα δυστυχήματα.
Ένα από αυτά και εκείνο που συνέβη στις 14 Νοεμβρίου του
1872 -22 νεκροί άντρες και παιδιά. Και
θα είναι η αφορμή να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα. Η ύπαρξη παιδιών ανάμεσα στα
22 θύματα, φανερώνει πως κάτω από τη γη εργαζόντουσαν και παιδιά και μάλιστα με
πολύ σκληρές, απάνθρωπες, συνθήκες.
‘Δύο αγόρια αναδύθηκαν μέσα από μια μικρή τρύπα αερισμού.
Δεν έμοιαζαν με ανθρώπινα όντα- θύμιζαν περισσότερο τυφλά, καραφλά τρωκτικά που
ξετρύπωναν απ΄ το χώμα αναζητώντας απομεινάρια κεριών’ (σελ. 23)
Η φτώχια των οικογενειών που είχαν έλθει στη Μαύρη Χώρα ήταν
τόσο μεγάλη, ώστε το να κατεβαίνουν στα σπλάχνα
της γης όχι μόνο άντρες και γυναίκες, αλλά και αγόρια και κορίτσια ήταν
κάτι το συνηθισμένο.
Ο πλούτος ήταν στα χέρια των ολίγων, οι ανθρακωρύχοι ζούσανε
σε άθλια σπίτια που τους παραχωρούσαν οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων, οι
περισσότεροι των οποίων είχαν και τα μαγαζιά από τα οποία οι εργάτες
προμηθευόντουσαν τα απαραίτητα εφόδια για να ζήσουν.
Αυτές οι συνθήκες είχαν προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και
είναι χαρακτηριστικό πως το 1884 (δώδεκα, δηλαδή, χρόνια μετά το δυστύχημα του
Πέλσαλ) ο Εμίλ Ζολά θα γράψει το κορυφαίο μυθιστόρημά του «Ζερμινάλ»
καταγγέλλοντάς αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες και περιγράφοντας κάποιες
εξεγέρσεις.
Και έχει ιδιαίτερη αξία να αναγνώσει παράλληλα κανείς τα δυο
αυτά μυθιστορήματα γιατί πέρα από το συγγραφικό ύφος (που χαρακτηρίζει ως ένα
βαθμό και τις εποχές κατά τις οποίες γραφτήκανε), εκείνο που ουσιαστικά τα
διαφοροποιεί είναι ο τρόπος με τον οποίον αναπτύσσουν το θέμα τους. Από την
επαναστατικότητα του τέλους του 19ου αιώνα, στην προσέγγιση του
ατομικού δράματος του 21ου.
Σίγουρα δεν ζούμε εποχές επαναστάσεων, αλλά ενδοσκοπήσεων
και αναζητήσεων του παρελθόντος.
Και ο Daniel Wiles είναι ένα εντελώς σύγχρονος και πολύ νέος και σε ηλικία
συγγραφέας (‘Το μερίδιο της γης’ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα), οπότε η
προσέγγισή του είναι επηρεασμένη όχι μόνο από κοινωνικές αντιρρήσεις, αλλά και
οικολογικές ανησυχίες, όπως επίσης από τη διάθεσή του να αναλύσει την ατομική
στάση απέναντι σε ένα βαθιά πολιτικό γεγονός.
Γιατί βέβαια η Βιομηχανική Επανάσταση δεν είχε μόνο
οικονομικές συνέπειες , αλλά και έντονα κοινωνικές.
Ο Wills γεννημένος στα Δυτικά Μίντλαντς επέλεξε ως θέμα του πρώτου
του έργου το πολύνεκρο δυστύχημα του ανθρακωρυχείου του Πέλσαλ και στήριξε την
όλη υπόθεση σε ιστορικά στοιχεία. Πρωταγωνιστής του ένα από τα θύματα, ένα
άντρας, ο Μάικλ, ανθρακωρύχος, πατέρας ενός γιου, που με τίποτε δεν θέλει να
δει τον γιο του να έχει την ίδια ζωή με εκείνον. Η μόνη διέξοδος οι σπουδές,
αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί χρήματα. Ο Μάικλ κάνει ακόμα και τριπλοβάρδιες για να
μπορέσει να στέλνει το παιδί στο σχολείο, αλλά καταλαβαίνει πως κάποια στιγμή
το σώμα του θα τον προδώσει.
Και τότε θα τύχει να πέσει πάνω σε ένα κοίτασμα που το
θεωρεί πολύτιμο -ανάμεσα στο κάρβουνα χρυσάφι.
Η ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον του παιδιού του
παρουσιάζεται και ο Μάικλ είναι αποφασισμένος να την εκμεταλλευτεί.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά στήνεται όλη η πλοκή και ο
αναγνώστης ταυτίζεται με την απέλπιδα προσπάθεια ενός άντρα που αναζητά τρόπους
να αλλάξει το μέλλον του.
Έγραψα πιο πάνω πως το μυθιστόρημα αυτό με έκανε να θυμηθώ
το αντίστοιχο του Ζολά. Και σημείωσα το πως κανείς μπορεί να ‘δει’ τις εποχές
μέσα από τη λογοτεχνία κάθε μιας. Ο Ετιέν του ‘Ζερμιναλ’ διασώζεται από το έρεβος
θανάτου του ορυχείου και το μέλλον
μπορεί να του προσφέρει νέες ευκαιρίες, ενώ έτσι κι αλλιώς έχει ήδη
προκαλέσει μαζικές αντιδράσεις μέσω μιας
πολιτικής συνειδητοποίησης. Ο Μάικλ του Wiles πράττει μέσω μια υπαρξιακής ατομικότητας
-αυτός και ο επίγονός του. Δεν επαναστατεί* δεν παρασύρει άλλους προς την όποια
εξέγερση. Ότι θα επιτύχει, θα το επιτύχει μόνος του.
Το ότι όμως δεν θα σωθεί -ένα από τα 22 θύματα, υπενθυμίζω-
θα αποτελέσει μέρος μιας μελλοντικής κοινωνικής αντίδρασης. Το τελευταίο
ορυχείο στη Μαύρη Χώρα έκλεισε το 1968* το τελευταίο στο Ηνωμένο Βασίλειο το
2015.
Μια διαφορετική στάση -συγγραφική και πολιτική. Οι εποχές
αλλάζουν* μένουν παρόμοιες οι συγγραφικές ανησυχίες όπως και τα ερεθίσματα που
τις προκαλούν.
Μυθιστόρημα που καθώς το διαβάζεις αισθάνεσαι πως
κυκλοφορείς ο ίδιος μέσα στη Μαύρη Χώρα. Λέξεις άγριες, φράσεις κοφτές, περιγραφές
ρεαλιστικές.
‘Στην είσοδο των λατομείων, οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν
ελεύθερα. Το δέρμα τους σκονισμένο και πιο ξηρό κι από ξασπρισμένα κόκαλα.
Το φως που περνούσε από το άνοιγμα έφτανε μόνο μέχρι τα μισά των σπηλαίων. Από
εκεί κι έπειτα, σκοτάδι. Οι εργάτες εξαφανίζονταν μέσα. Ταυτόχρονα, άλλοι
αναδύονταν σαν τα φαντάσματα μες΄ απ΄ αυτόν τον ζόφο, σκιάζοντας τα μάτια τους
και σπρώχνοντας καρότσια με πέτρα.» (σελ. 153)
Η μετάφραση της Έφης Τσιρώνη κατάφερε να αποδώσει στη γλώσσα
μας την τραχύτητα του πρωτοτύπου.
Το έργο ανήκει σε μια νέα σειρά των Εκδόσεων ‘Διόπτρα’, η
οποία κάτω από τον γενικό τίτλο ‘Φωνές του Κόσμου’, υπόσχεται να μας γνωρίσει
νέους συγγραφείς που θα πρωταγωνιστήσουν στα επόμενα χρόνια. Η πρώτη αυτή
επιλογή επιβεβαιώνει την υπόσχεση.
(Βιβλιοδρόμιο,
8/4/2023)