25.4.20

Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος»


Χαν Γκανγκ
«Η χορτοφάγος»
Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη

                                      Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα, περιλαμβάνεται ο Μάνος Κοντολέων

Η πενηντάχρονη Χαν Γκανγκ  γεννήθηκε και ζει στη Νότια Κορέα. Κόρη συγγραφέα, πανεπιστημιακή καθηγήτρια, αλλά και η ίδια  συγγραφέας δύο συλλογών διηγημάτων και έξι μυθιστορημάτων.
Έχει κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα από το 1993, αλλά  γίνεται γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο όταν κερδίζει το Man Booker International Prize του 2016 με το μυθιστόρημα της «Η χορτοφάγος», που στη Νότια Κορέα είχε κυκλοφορήσει από το 2007.
Το μυθιστόρημα δομείται σε τρία μέρη -το καθένα περιγράφει και ένα στάδιο της αμετάκλητης απόφασης της ηρωίδας να αλλάξει ολότελα τις διατροφικές της συνήθειες.
Η ΓιόνγκΧιε, μια μεσοαστή νέα γυναίκα της Νότιας Κορέας ζει με τον άνδρα της, ένα τυπικό υπάλληλο, ενώ και  την ίδια δεν τη χαρακτηρίζει κανένα ιδιαίτερο πάθος ή η όποια ανησυχία. Αυτά ως τη μέρα όπου η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει να γίνει χορτοφάγος.
Μια απόφαση που την πήρε μετά από ένα όνειρο άκρας βιαιότητας και πλυμμηρισμένο στο αίμα.
Αλλά ένα όνειρο δεν μπορεί να πείσει μήτε το σύζυγο, μήτε το κοινωνικό περιβάλλον, μήτε και την ευρύτερη οικογένεια της. Η άρνηση να τρέφεται με οτιδήποτε ζωικό μαζί με την νέα της επίσης τάση να μη συμμετέχει σε προκαθορισμένης μορφής σχέσεις, προκαλεί έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των άλλων που θα σταθούν και η αιτία η νεαρά γυναίκα να κάνει μια ατελέσφορη προσπάθεια να δώσει τέλος στη ζωή της.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που το κάνει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο σύζυγος.
Στο δεύτερο μέρος, η τριτοπρόσωπη πλέον αφήγηση εστιάζεται στην στάση του συζύγου της αδελφής της ΓιόνγκΧιε και ξεκινά δύο περίπου χρόνια από το τέλος του πρώτου μέρους.
Ο άνδρας αυτός είναι φωτογράφος και δημιουργός καλλιτεχνικών βίντεο. Η όλη στάση της κουνιάδας του και ο ιδιότυπος ερωτισμός που εκπέμπει το άσαρκο σώμα της, τον ερεθίζουν τόσο σεξουαλικά όσο και καλλιτεχνικά. Συμφωνεί μαζί της να της ζωγραφίζει το σώμα με λουλούδια και στη συνέχεια να το βιντεοσκοπίσει και μετά από κάποιες συναντήσεις, θα σκεφτεί και ο ίδιος το ίδιο να κάνει με το δικό του σώμα και στο τέλος να ενωθούν τα δυο κορμιά ως δυο φυτά που πλέκονται το ένα με το άλλο. Το δεύτερο αυτό μέρος ολοκληρώνεται καθώς η αδελφή και σύζυγος ανακαλύπτει τους δυο εραστές και αυτοί θα προσπαθήσουν -και πάλι ανεπιτυχώς- να αυτοκτονήσουν.
Το τρίτο μέρος ανήκει στη ματιά της αδελφής της ΓιόνγκΧιε. Έχουν περάσει άλλα περίπου δυο χρόνια, η ΓιόνγκΧιε είναι κλεισμένη σε μια ιδιωτική νευρολογική κλινική μιας και πλέον όχι μόνο αρνείται να τραφεί με κάθε ζωικό υλικό, αλλά το μόνο που επιζητά είναι το νερό.  Θεωρεί πως είναι  -ή θέλει να γίνει- ένα δέντρο.
Η αδελφή της της συμπαραστέκεται και προσπαθεί να κατανοήσει το γιατί όλα αυτά έχουν συμβεί. Μέσα όμως στη κλινική, οι γιατροί  πιέζουν με βασανιστικό τρόπο τη ΓιόνγκΧιε να δεχτεί τροφή με τη μορφή χυλού,  τελικά την τραυματίζουν και η αδελφή της, σχεδόν ημιθανή τη μεταφέρει σε ένα γενικό νοσοκομείο.
Αυτή είναι με λίγες λέξεις η ιστορία που η Χαν Γκανγκ στήνει στην προσπάθειά της να μιλήσει από τη μια για το δικαίωμα ενός ανθρώπου (και δη γυναίκας) να διαχειριστεί την ίδια του τη ζωή, και από την άλλη για τον τρόπο που ο έτερος κάθε μορφής και σχέσης  ζητά να επέμβει στις επιλογές του άλλου, όταν αυτές ξεφεύγουν από μια αναγνωρίσιμη κατάσταση.
Η απόφαση της ΓιόνγκΧιε να ακολουθήσει ότι  ένα όνειρο (εφιάλτης ή πρόταση διεξόδου από τον εφιάλτη) της έχει αποκαλύψει, θα τη φέρει αντιμέτωπη με τηn παράδοση (οικογένεια και κοινωνία), θα χρησιμοποιηθεί από την Τέχνη που αυτάρεσκα σκέφτεται μόνο μια έμπνευση δίχως αντίκρισμα προς τον άνθρωπο, θα υποστεί τη βιαιότητα της επιστήμης που δεν αναγνωρίζει την ισοτιμία μεταξύ της επιλογής ζωής ή θανάτου.
Κάποια στιγμή (εκεί προς το τέλος του τρίτου μέρους που είναι και εκείνο το οποίο προσφέρει και τα περισσότερα κλειδιά κατανόησης των θέσεων του έργου) η ΓιόνγκΧιε θα ψιθυρίσει:
Αυτό που προσπαθώ να πω… Ίσως όλο αυτό είναι κάτι σαν όνειρο
 Στην ουσία αναφέρεται σε ένα όνειρο όχι απλώς άρνησης της όποιας βίας, όχι απλώς επιστροφής σε ένα πλέον φυσικό τρόπο διαβίωσης, αλλά στην -ουτοπική ασφαλώς- ένωση του ανθρώπου με την Φύση.
Αλλά σε μια τέτοια κατάσταση εγκλωβισμού σε όνειρο μπορεί ο καθένας μας να βρεθεί κάποια στιγμή –η Χαν Γκανγκ, τουλάχιστον, μας ζητά να το αντιμετωπίσουμε. Και ως εκ τούτου, ο καθένας μας μπορεί, καθώς θα προσπαθεί να κρατηθεί από το λεπτό σχοινί  που μας διατηρεί σε επαφή με την καθημερινότητα, να χάσει την ισορροπία του και να πέσει.
Αν κάτι, σε μια τέτοια στιγμή θα μπορούσε να βοηθήσει, είναι μια ουσιαστική σχέση. Η ΓιόνγκΧιε δεν την αξιώθηκε ή και δεν τόλμησε να την δημιουργήσει. Θύμα κι αυτή συνθηκών αλλοτρίωσης και θύμα ακόμα της διαφυγής προς ένα αδιέξοδο όνειρο.
Μυθιστόρημα μιας ιδιαίτερης σύλληψης όσο και άποψης.
Μπορεί να εκφράζει και τον τρόπο σκέψης ανθρώπων που έχουν άλλες προσλαμβάνουσες και άλλα φιλοσοφικά κληροδοτήματα.
Ο βαθμός που ένα τέτοιο έργο μπορεί με επάρκεια να επικοινωνήσει με αναγνώστες διαφορετικών δομών σκέψης και καθημερινότητας, εξαρτάται και από την μετάφραση.
Η κριτική για τη ‘Χορτοφάγο» στην αγγλική της έκδοση έχει επισημάνει  πως ευτύχησε όσον  αφορά τη μεταφορά της στα αγγλικά. Έχει, όμως, επίσης γραφτεί και πως κορεάτες αναγνώστες κατηγόρησαν για αυθαιρεσίες την μεταφράστρια Deborah Smith (το μυθιστόρημα το έδωσαν σε κυκλοφορία οι εκδόσεις Portobello Books).
Η Smith απάντησε πως μια λογοτεχνική μετάφραση δεν μπορεί να μένει πιστή τόσο στη σύνταξη των προτάσεων , όσο στο ύφος του κειμένου. Και πως άλλωστε εργάστηκε έχοντας δίπλα της την ίδια τη συγγραφέα.
Οι Εκδόσεις Καστανιώτη ανέθεσαν τη μετάφραση του μυθιστορήματος στην Αμαλία Τζιώτη η οποία χρησιμοποίησε το κορεάτικο κείμενο. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν και η ίδια ακολούθησε τη θέση της Smith. Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου μου κράτησε το ενδιαφέρον, οι συχνά έντονες σκηνές ερωτισμού ή βίας νομίζω πως με μεγάλη δεξιοτεχνία αποδόθηκαν στη γλώσσα μας, όπως άλλωστε και οι λεπτές αποχρώσεις των θέσεων της Χαν Γκανγ μπόρεσαν να εδραιωθούν στη σκέψη μου και στα συναισθήματά μου.
(πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοδρόμιο των Νέων, 25/4/2020)