Ξένια Καλογεροπούλου
«Γράμμα στον Κωστή»
Πατάκης, 2015
Νομίζω πως ο άνθρωπος από τότε που απέκτησε τη γνώση της
Μνήμης, θέλησε και να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους για να μοιράζετε με
αυτούς συναισθήματα και γεγονότα που τον διαμόρφωναν, τον συγκινούσαν,
ενεργοποιούσαν την δόμηση της ολότελα δικής
του προσωπικότητας.
Μια μορφή τέτοιας υφής επικοινωνίας είναι και η λογοτεχνία
–τόσο ως πράξη συγγραφής, όσο και ως πράξη ανάγνωσης.
Γράφω γιατί θέλω να έρθω σε επαφή με άλλους.
Διαβάζω και για να κατανοήσω τις σκέψεις και
τα συναισθήματα των άλλων.
Αν αυτές οι σκέψεις γίνουν αποδεχτές, τότε θα πρέπει να
ομολογήσουμε πως το είδος εκείνο του λογοτεχνικού κειμένου που απόλυτα θέλει να
ικανοποιήσει και τον συγγραφέα του και τον αναγνώστη του, είναι η
αυτοβιογραφία.
Ο αναγνώστης μιας αυτοβιογραφίας αισθάνεται πως κάποιος τον
εμπιστεύεται και ζητά να τον πλησιάσει για να του εξομολογηθεί τα μυστικά της
ζωής και του έργου του. Κι αν μάλιστα αυτός που αυτοβιογραφείται είναι πρόσωπο
γνωστό, με δημόσια παρουσία, τότε η εξομολόγηση αποκτά μια ακόμα διάσταση –μας
περιγράφει τις άγνωστες πλευρές εκείνου που οι προβολείς της δημοσιότητας την
ώρα που άπλετα τις φωτίζανε, την ίδια ώρα και τις συσκοτίζανε, τις παραποιούσαν.
Ο αυτοβιογραφούμενος πάλι, είπαμε πως επιζητά να φέρει πιο
κοντά του εκείνους που παρακολουθούσαν
ζωή και έργα του από μια απόσταση. Θέλει να τους ‘μιλήσει’ χωρίς τη μεσολάβηση
κάποιοι άλλου.
Παράλληλα, όμως, πιστεύω πως αυτός που αποφασίζει να εκδώσει
την αυτοβιογραφία του, διακατέχεται από
την διάθεση να ελέγξει ο ίδιος το πως θα μείνει στην ιστορία όχι μόνο το έργο
του, αλλά και ο ίδιος ως άνθρωπος και δημιουργός (καλλιτέχνης, επιστήμονας,
πολιτικός ή ό,τι άλλο).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρώ πως τα αυτοβιογραφικά
κείμενα έχουν ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αναγνωστικό και βέβαια αποτελούν και
μια καλή πηγή πληροφοριών για την εποχή
που έζησε και έδρασε ο συγγραφέας τους, αλλά και για τις συνθήκες μέσα
στις οποίες ο ίδιος λειτούργησε.
Στο σημείο αυτό νομίζω πως θα πρέπει να σημειωθεί η διαφορά
ανάμεσα σε μια αυτοβιογραφία και σε μια βιογραφία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε
την απόλυτα προσωπική, υποκειμενική άποψη του ανθρώπου που μας μιλά για την
ίδια του τη ζωή, στην άλλη ένας τρίτος καταγράφει -έτσι όπως ο ίδιος έχει πλησιάσει- τη ζωή
και το έργο του ανθρώπου που βιογραφεί.
Υπάρχει όμως και μια ακόμα διαφορά. Στις βιογραφίες ο
βιογράφος, συνήθως ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, απευθύνεται απευθείας στον
αναγνώστη του.
Σε μια αυτοβιογραφία ο συγγραφέας της απευθύνεται κι αυτός
απευθείας στον αναγνώστη του, αλλά πολύ συχνά αυτός ο αναγνώστης του δεν είναι
εκείνος που κρατά στα χέρια του το βιβλίο, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο, κοντινό
στον αυτοβιογραφούμενο και ασφαλώς ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης.
Σε αυτή την περίπτωση ανήκει και το βιβλίο «Γράμμα στον
Κωστή» της Ξένιας Καλογεροπούλου. Το πρόσωπο που η Καλογεροπούλου απευθύνει το
έργο της είναι ο για 37 χρόνια σύντροφός της Κωστής Σκαλιώρας. Γνωστός
μεταφραστής και κριτικός θεάτρου.
Για ένα χρόνο συνεχώς από τη μέρα που εκείνος ‘έφυγε’, η
γυναίκα του γράφει μια επιστολή που θα γίνει ένα κείμενο 366 σελίδων και που
στην ουσία αποτελεί όχι τόσο (ή μόνο)
την καταγραφή της δικιάς τους κοινής πορείας στη ζωή, αλλά περισσότερο
τα δικά της βήματα από τότε που ήταν ένα μικρό κορίτσι έως τώρα που αναγνωρίζεται ως μια από τις
πλέον σημαντικές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου και κυρίως ως εκείνη που
θεμελίωσε στον τόπο μας το καλό θέατρο για παιδιά.
Η Ξένια Καλογεροπούλου μπορεί να υπήρξε μια από τις πλέον
γνωστές σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά παράλληλα –και με αυτή την
ταυτότητα έχει πλέον και εδώ και χρόνια εγγραφεί στη συνείδηση του
καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά και του ευρύτερου θεατρόφιλου κοινού- είναι μια καλλιτέχνης με παιδεία, ευαισθησία
και ουσιαστικές αναζητήσεις.
Η παιδεία της είναι και αυτή που τελικά την βοηθά να δίνει
ένα ιδιαίτερο γλαφυρό τόνο στις ‘εξομολογήσεις’ της. Και πιστεύω πως δεν είναι
χωρίς τη δική του σημασία το γεγονός πως η Καλογεροπούλου έχει γράψει θεατρικά
έργα για παιδιά. Η απλότητα και η αμεσότητα που χαρακτηρίζει κάθε καλή μορφή
Τέχνης που αφορά ανήλικο κοινό, μπολιάζει και το κείμενο που απευθύνεται σε
ενήλικες.
Πέρα από την αμεσότητα και την κομψότητα του ύφους,
σημαντικά είναι και τα όσα καταγράφονται σχετικά με το θέατρο από το 1960
περίπου ως τις μέρες μας, τις συνθήκες που επικρατούσαν στα γυρίσματα των
ελληνικών ταινιών εκείνης της εποχής, στη αναζήτηση του τρόπου συγγραφής και
σκηνοθεσίας έργων για παιδιά, στην τόλμη να έρθει και εδώ το Θέατρο για Βρέφη.
Κι όλα αυτά διανθισμένα με περιγραφές προσωπικών στιγμών και
γεγονότων. Ταξίδια, σπίτια, φιλικά και συγγενικά μαζώματα, γεγονότα
οικογενειακά ή κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά.
Μια εποχή, οι άνθρωποί της. Μια σχέση. Μια καριέρα.
Πρωτοπόρος, τελικά, η Ξένια Καλογεροπούλου, έρχεται τώρα να
αποδείξει πως το αθόρυβο δεν είναι καθόλου άτονο, πως το τολμηρό δεν σημαίνει
πως είναι και κραυγαλέο.
Και πάνω απ΄ όλα να υπενθυμίσει πως οι ανθρώπινες σχέσεις
κάθε μορφής –ερωτικές, συντροφικές, επαγγελματικές, φιλικές- εν τέλει
καθορίζουν όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τα δημιουργήματά του.
Η Ξένια Καλογεροπούλου απευθύνεται στον σύντροφο της ζωής
της. Λες και θέλει σε αυτόν να λογοδοτήσει. Και να του υποσχεθεί πως με το ίδιο ήθος θα συνεχίσει.
Απευθύνεται στον σύντροφό της… Πίσω από την δική του
παρουσία – απουσία, κρύβεται ένας άλλος σύντροφος. Αυτός που νομίζω πως
συντροφεύει κάθε καλλιτέχνη (συγγραφέα, ηθοποιό)* ο αναγνώστης του, ο θεατής
του.