17.7.12

Ο πρώτος έλληνας bloger

«Θα δημοσιεύονται σ΄ αυτό κυρίως δικά μου κείμενα* πεζογραφήματα, μεταφράσεις μου, ποιήματα μου ίσως, εντυπώσεις μου από διαβάσματα ή ξαναδιαβάσματα, γνώμες μου για διάφορα θέματα και γεγονότα και, γενικά, πράγματα που θα δίνουν ή θα αντιπροσωπεύουν την πνευματική μου δραστηριότητα και ζωή…»


Την Άνοιξη του 1978 ξεκινά την περίεργη και εντελώς ανορθόδοξη πορεία του ένα περιοδικό με τον τίτλο Φυλλάδιο.

Και το πιο πάνω απόσπασμα είναι από το εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη / συγγραφέα του περιοδικού –του Γιώργου Ιωάννου.

Επρόκειτο για ένα πόνημα του Γιώργου Ιωάννου, που ερχότανε να ταράξει τα νερά, σε συνέχεια ίσως του προσωπικού συγγραφικού ύφους με το οποίο έτσι κι αλλιώς ο θεσσαλονικιός πεζογράφος είχε καταφέρει να κερδίσει την μεγάλη αγάπη ενός απαιτητικού αναγνωστικού κοινού.

Ο Ιωάννου λες και ήθελε να σταθεί δίπλα σου και να αρχίζει να σου εξομολογείται, να σου μιλά για τα μυστικά του και να σε κάνει άλλοτε να πιστεύεις πως αυτά που λέει τα έχει ζήσει κι άλλοτε πάλι πως τα έχει με μαεστρία και πονηριά σχεδιάσει.

Όπως και να ήταν, ο Γιώργος Ιωάννου είχε στήσει μια δική του συγγραφική περσόνα, η οποία κάποια στιγμή θέλησε να ολοκληρωθεί χρησιμοποιώντας την ελεύθερη και ελευθεριάζουσα φόρμα μιας περιοδικής έκδοσης.

Το να μπορείς να δημοσιοποιείς αυτά που θες , όποτε το θες και όπως το θες, χωρίς δεσμεύσεις και δίχως συμβιβασμούς, να καταφέρνεις να έρχεσαι σε μια άμεση επαφή με το κοινό σου δίχως την μεσολάβηση κάποιου άλλου –αυτός ήταν ο λόγος που ο Γιώργος Ιωάννου έφτιαξε το περιοδικό του.

Το Φυλλάδιο του σχεδίαζε να το κάνει μέχρι και δίμηνο.

Τελικά κυκλοφόρησαν οκτώ τεύχη (τα έξι τελευταία διπλά) μέχρι το 1985, όπου και πέθανε.

Από τον τρόπο που και σχεδίασε και υλοποίησε τα περιεχόμενα αυτής της περιοδικής έκδοσης, σκέφτομαι πως κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως το Φυλλάδιο ήταν ένα blog, ένας ιστότοπος σε μια εποχή που ο κυβερνοχώρος δεν ήταν ακόμα κτήμα των πολλών.

Ή με άλλα λόγια, ας θεωρήσουμε πως το Φυλλάδιο ήταν ο πρόδρομος των σημερινών βιβλιοφιλικών blogs.

Γιατί, βέβαια, τι διαφορετικό σε πρόθεση και σχεδιασμό και αποτέλεσμα έχει ένας ιστότοπος;

Εγώ –ως κάτοχος ενός blog- μπορώ να δημοσιοποιώ αυτά που θέλω , όποτε το θέλω και όπως το θέλω, χωρίς δεσμεύσεις και δίχως συμβιβασμούς, και καταφέρνω να έρχομαι σε μια άμεση επαφή με το κοινό μου δίχως την μεσολάβηση κάποιου άλλου.

Πολλούς συγγραφείς της γενιάς μου ο Ιωάννου έχει επηρεάσει. Πολλούς αναγνώστες η ματιά του Ιωάννου τους οδήγησε σε μια διαφορετική θέαση του κόσμου.

Και ενώ τα χρόνια πέρασαν, ο Γιώργος Ιωάννου μπορεί και διεκδικεί και μια άλλη πατρότητα.

Αυτή του πρώτου έλληνα μπλόκερ.



9.7.12

Αμαρτίες γονέων

Λίζα Άλθερ
"Αμαρτίες Γονέων"
μυθιστόρημα
μετάφραση: Έφη Φρυδά
Εκδόσεις Γράμματα, 1984


Είναι ριψοκίνδυνο, είναι και ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα για δεύτερη φορά και αφού έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια από την πρώτη ανάγνωση.


Ριψοκίνδυνο γιατί η νέα ανάγνωση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια καταστάσεις που να φανερώνουν διαψεύσεις –άλλοτε των όσων είχε υποσχεθεί το κείμενο κι άλλοτε των όσων είχε ονειρευτεί ο αναγνώστης.

Ενδιαφέρον, πάλι, γιατί η νέα ανάγνωση ίσως να προβάλει με τον δικό της τρόπο το τι έχει αλλάξει στις σκέψεις, το τι έχει διαφοροποιηθεί από τους αρχικούς προγραμματισμούς μιας κοινωνίας που είχε βάλει ρότα για αλλαγές στις ίδιες τις δομές της.

Με τέτοιες σκέψεις ξεκίνησα να διαβάζω και πάλι τους δυο τόμους του μυθιστορήματος της Λίζας Άλθερ «Αμαρτίες Γονέων».

Το βρήκα καθώς μετέφερα βιβλία μου από ένα εξοχικό σπίτι που δεν χρησιμοποιούμε πια, στη μόνιμη κατοικία μου.

Το κράτησα με συγκίνηση στα χέρια μου. Δε θυμόμουνα τίποτε από την υπόθεση του έργου, μα θυμόμουνα ολοκάθαρα τις θετικές κρίσεις που εγώ, μα και οι φίλοι εκείνων των χρόνων, είχαμε για τη συγκεκριμένη συγγραφέα και τα βιβλία της.

Και κάτω από έναν δυνατό ήλιο και απέναντι στην ανταριασμένη θάλασσα του Μυρτώου πελάγου, άρχισα να διαβάζω τις σελίδες που πριν από είκοσι χρόνια είχα πρωτοδιαβάσει.

Το πρώτο κεφάλαιο με κέρδισε με εκείνη την αμεσότητα που περιέγραφε την παιδική ηλικία. Θαύμασα τις τεχνικές αφήγησης που κρατούσαν πολλά από μια παιδική ματιά, τα στασίματα σε μικρές αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες μιας φαινομενικά ανέμελης καθημερινότητας και τις κοινωνικές ανατροπές που μπορεί να καταγραφούν αν τα κεντρικά πρόσωπα που τις υλοποιούν είναι άτομα μικρών ηλικιών.

Αλλά ήξερα πως όλα αυτά σήμερα είχα την ικανότητα να τα διακρίνω και να τα θαυμάζω. Τότε, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής μου πορείας, δεν πρέπει να είχα μια τόσο ώριμη ματιά.

Άρα, ότι τότε με είχε συναρπάσει πρέπει στις επόμενες σελίδες να ελλόχευε.

Κι έτσι ήταν.

Η Άλθερ περιγράφει αυτά που πίστεψε η γενιά μου –αυτά που στη συνέχεια πρόδωσε.

Μέσα από τις καταγραφές του τρόπου ζωής στον συντηρητικό αμερικάνικο Νότο από τη μια και στον πρώιμο νέο-φιλελεύθερο Βορά από την άλλη, βγαίνανε τα μηνύματα της ισότητας, του αντιρατσισμού, της μη κατανάλωσης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της ατομικής αξιοπρέπειας, της ευαίσθητης αντίδρασης. Αλλά και οι ακραίες διεκδικήσεις, οι ασυντόνιστες καλλιτεχνικές επαναστάσεις, οι πρόχειρες ταξινομήσεις.

Ο αμερικάνικος κόσμος της Άλθερ έμοιαζε τόσο ευρωπαϊκός, τόσο αυστηρά αυτοκριτικός, τόσο αυτάρεσκα ενδοσκοπικός.

Ναι, αυτή ήταν η εποχή που μπορούσαμε να πιστεύουμε πως μια νέα αλλαγή ερχότανε και πως αυτή δεν την υποστήριζαν μόνο ψυχές και σώματα της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και ψυχές και σώματα του Νέου Κόσμου.

Μέσα στον ενθουσιασμό της ανάγνωσης δεν είχα –δεν είχαμε- προσέξει πως η Άλθερ στο τέλος δάκρυζε καθώς έβλεπε τα πέντε εκείνα παιδιά της χαρισάμενης εποχής να έχουν διαψευσθεί και πως πέντε άλλα παίρνανε τη θέση τους στο παιχνίδι των ψευδαισθήσεων.

Μπορεί να βρήκα πως το μυθιστόρημα πλατειάζει αν κανείς το διαβάσει με τα σημερινά στάνταρ αναγνώσεων.

Μπορεί να χρησιμοποιεί δίχως σταθερές αναλογίες άλλοτε τον σαρκασμό κι άλλοτε την πολιτική διδαχή. Μπορεί ακόμα να κατηγορηθεί πως γέρνει προς την πλευρά ενός υπερτροφικού φεμινισμού.

Μπορεί όλα αυτά να είναι οι ρυτίδες του. Αλλά την ίδια στιγμή έχει μια διαχρονική φρεσκάδα καθώς αφήνει νύξεις για την επανάσταση των ομοφυλόφιλων, όσο και την απενοχοποίηση της σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης. Μια φρεσκάδα που μιλά για το δικαίωμα στη χαρά, μα και στη μη θεοποίηση του έρωτα.

Κουρασμένο, αλλά άξιο να διαβαστεί.

Τελικά είχε ενδιαφέρον η ανάγνωσή του. Και όχι για τον κίνδυνο να δω τη διάψευση μιας ζωής… Ε, λοιπόν, όχι!

Η όποια διάψευση μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί και ως μια συνειδητοποιημένη προσαρμογή.

Κι αυτό με βολεύει.