Ο Δημήτρης Στεφανάκης μας είχε συνηθίσει σε συνθέσεις ιδιότυπα επικές. Κι όχι μόνο με τα τρία τελευταία του μυθιστορήματα (‘Μέρες Αλεξάνδρειας’, ‘Φιλμ Νουάρ’,’ Άρια’), αλλά και σε προηγούμενα έργα του –θυμίζω το ‘Θα πολεμάς με τους θεούς’, το ‘Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι’, το ‘Λέγε με Καϊρα’.
Χρησιμοποιώ τον επιθετικό προσδιορισμό ‘επικό’ έχοντας κατά νου άλλοτε τη δομή των έργων κι άλλοτε το κεντρικό θέμα ή και τον κεντρικό τους ήρωα.
Από τον Λεωνίδα στον Ζαχάρωφ και από την προπολεμική Αλεξάνδρεια στην Μύκονο του Καμύ, ο Στεφανάκης αναζητούσε τις μεγάλες στιγμές του ανθρώπου μέσα στις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας και των τόπων.
Και όπως συνέθετε αυτές τις μυθιστορίες του, μας προκαλούσε να ζήσουμε μαζί με τους ήρωές του αντίστοιχα επικά συναισθήματα.
Και μάλιστα με τα τρία τελευταία έργα του –ο ίδιος νομίζω τα θεωρεί ως μια τριλογία του κοσμοπολιτισμού- μας ταξίδεψε σε εποχές μεγάλων οραμάτων και έντονων συγκρούσεων.
Το ταξίδι αυτό γινότανε με αντίστοιχα μεγάλες αφηγήσεις –γεγονότα, πάθη, συγκρούσεις, έρωτες. Με πλάσιμο σύνθετων χαρακτήρων, σύνθετων συνδυασμών ποικίλλων φιλοδοξιών.
Και η γραφή όπως και η δομή της αφήγησης εξυπηρετούσαν τους πιο πάνω στόχους.
Με άλλα λόγια ο Στεφανάκης κατάφερνε να ταυτίζει το θέμα με τη μυθιστορηματική υλοποίησή του.
Ιδιαίτερα σημαντικό κάτι τέτοιο και επίσης ιδιαίτερα απουσιάζον από πολλά σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα.
Αλλά η περίπτωση του Δημήτρη Στεφανάκη μας θυμίζει πως ο επαγγελματίας συγγραφέας γνωρίζει όχι μόνο να χρησιμοποιεί σύγχρονους τρόπους προώθησης των έργων του, αλλά και από πιο πριν να τα έχει σχεδιάσει και στη συνέχεια συγγράψει με απόλυτο έλεγχο των μέσων του. Δηλαδή να γνωρίζει το τι μπορεί να του αποδώσει η κάθε τεχνική συγγραφής.
Το τελευταίο μυθιστόρημα «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» δείχνει πως ο Στεφανάκης αποφασίζει όχι μόνο να αλλάξει θεματική περιοχή, αλλά και τεχνικές γραφής.
Από τις εποχές των μεγάλων αλλαγών στα χρόνια των μικροπρεπών σχεδιασμών. Και από τις δυνατές συγκρούσεις παθών στα μίζερα συναισθήματα.
Τα τελευταία εικοσιπέντε περίπου χρόνια είναι η περίοδος όπου αποφάσισε ο Δ. Σ. να στήσει την πλοκή του νέου του έργου. Δηλαδή στα χρόνια μιας αίολης ανόδου και μιας επώδυνης πτώσης.
Να, λοιπόν, η πρώτη συγγραφική στροφή.
Και αναμενόμενο είναι, από ένα έμπειρο χειριστή της αφήγησης, αυτή η μικροπρεπής περίοδος να αφεθεί να περιγραφεί από πρόσωπα σχεδόν το ίδιο μικροπρεπή.
«Μικροπρεπή» – με την έννοια του ‘ολίγου’ στα πάθη, του ‘πρόχειρου’ στους μελλοντικούς σχεδιασμούς, του ‘φτηνού’ στις φιλοδοξίες.
Μια παρέα φοιτητών στα χρόνια του ’90 ζει τη νεότητά της και σχεδιάζει τα μελλοντικά της βήματα ανερμάτιστα. Ο καθένας τους αφήνεται στις παρορμήσεις του και εκμεταλλεύεται με ευκολία τις ευκολίες που το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πλάνο προσφέρει.
Ο ιδεαλιστής θα καταλήξει να κυκλοφορεί στα καφέ των Εξαρχείων πιστεύοντας πως ζει σε μια αθηναϊκής κόπιας Μονμάρτη του ’60, ο αριβίστας δικηγόρος να πουλά νομικές γνώσεις σε μη νόμιμες επιχειρήσεις και ο κάποτε χαρισματικός νεανίας θα αποδειχθεί πως κρατά το μόνο του χάρισμα κρυμμένο έως ότου οι πράξεις του τον οδηγήσουν στη μόνη αξιοπρεπή λύση – τέλος.
Δίπλα τους κάποιες συνομήλικες τους γυναίκες –η μια μέσα από τη φυγή θα ζητήσει να αποφύγει τη συμμετοχή της. Οι άλλες θα συμβιβαστούν υποδυόμενες ρόλους μιας μπάσταρδης χειραφέτησης.
Μια εικοσιπενταετία φτηνών οραμάτων και φτηνών διαψεύσεων.
Αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο Στεφανάκης επέλεξε με άλλο τρόπο συγγραφής να το αποδώσει.
Μικρά στιγμιότυπα μαζεμένα από διάφορες χρονικές στιγμές που καταγράφονται χωρίς χρονική σειρά, αλλά μέσα από την προσπάθεια του κεντρικού αφηγητή (ο ιδεαλιστής της παρέας) να κατανοήσει ότι έχει συμβεί. Μα ακριβώς αυτή η μη γραμμική αναζήτηση της μνήμης είναι που θα φανερώσει το ανεύθυνο μιας ζωής που σπαταλήθηκε.
Ωσάν μαθήματα παθιασμένων χορών που γίνονται σε αδιάφορους χώρους.
Παράλληλα το ανεύθυνο μιας περιόδου και των ανθρώπων που τη ζήσανε, τονίζεται στην αρχή κάθε κεφαλαίου με κάποιες σκέψεις εσωτερικών προβληματισμών, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί η περιγραφή των καταστάσεων που έρχονται να επιβεβαιώσουν πως η πράξη δεν ακολουθεί τις συμβουλές της θεωρίας.
Αλλά –επίσης ένδειξη συγγραφικής συνειδητοποίησης- και εδώ ο Στεφανάκης πλάθει τον ήρωά του που διαθέτει ένα έντονο αρσενικό χαρακτήρα. Αλλά βέβαια δεν είναι –αλίμονο αν ήταν!- μήτε κάποιος Λεωνίδας της μεγάλης απόφασης, μήτε ένας Ζαχάρωφ της μεγάλης πλεκτάνης.
Είναι ένας Αλεκίνος της δήθεν μεγάλης κομπίνας, που αν κάτι τον φέρνει δίπλα στα άλλα κεντρικά και τραγικά πρόσωπα των προηγούμενων μυθιστορημάτων του Στεφανάκη είναι η τελική του απόφασή που έχει να κάνει με την έως εκείνη της στιγμή υποτονική αυτοεκτίμησή του.
Ένα, λοιπόν, μυθιστόρημα για την κρίση. Αλλά με εμφανή την προσπάθεια να την φωτίσει με μια άλλη ματιά. Πλέον προσωπική. Λιγότερο επική. Γι αυτό και ίσως αρκούντως αυθεντική.
Ορισμένοι με θυμούνται ακόμα μακρυμάλλη και λίγο πιο αδύνατο να χορεύω στο «Πάσο Ντόμπλε» με την Έλια, όλοι τους έχουν να λένε για το μυαλό μου
Τότε και συχνά πυκνά ακούω την επωδό: «Εσύ, ρε Μάνο, ήσουν για μεγάλα πράγματα!» Δε με στεναχωρεί καθόλου αυτό. Είναι προτιμότερο να έχεις το αίσθημα ότι αδικήθηκες από τη ζωή. (σελ. 158)
Ναι, μια άλλη ερμηνεία όχι μόνο για το πώς δημιουργήθηκε η κρίση, αλλά και για το τι ίσως θα πρέπει να περιμένουμε στη συνέχεια. Χορούς ψευδαισθήσεων.
http://fractalart.gr/stefanakis/